Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες «ομολογίες» του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου
για το καταστροφικό μνημονιακό πείραμα – Η ευρωπαϊκή κρίση ειλικρίνειας και
ελληνική αταραξία
Την ώρα που τα μπαζωμένα ρέματα της Αττικής μετατρέπονταν σε υγρό τάφο για
τουλάχιστον δεκάξι ανυποψίαστους ανθρώπους, μια ακόμη έκθεση ευρωπαϊκού
θεσμικού οργάνου ακτινογραφούσε με τεχνοκρατική ψυχραιμία την καταστροφή που
έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, απαγορεύοντας μεταξύ
άλλων και στοιχειώδεις δημόσιες επενδύσεις που θα περιόριζαν το θανατηφόρο
πέρασμα της καταιγίδας. Ο λόγος για την ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ)
που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα, αποτυπώνοντας με στρογγυλές μεν
εκφράσεις αλλά με αποκαλυπτικούς αριθμούς την παταγώδη αποτυχία των μνημονίων
ακόμη και στους διακηρυγμένους στόχους τους.
Η «αστοχία» σε αριθμούς
Η έκθεση των 150 σελίδων είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο ντοκουμέντο, παρότι
εκπονήθηκε κυρίως για να «ξεπλύνει» τις ευρωπαϊκές συνιστώσες της τρόικας των
δυο πρώτων μνημονίων και του κουαρτέτου του τρίτου. Σε έναν χαρακτηριστικό
πίνακα που συνοδεύει την έκθεση αποτυπώνονται οι αποκλίσεις των εκτιμήσεων που
έκαναν η Κομισιόν και οι λοιποί της τρόικας για τα βασικά μακροοικονομικά
μεγέθη από την πραγματικότητα, την περίοδο 2010-2014. Οι εκτιμήσεις της
τρόικας, λοιπόν, σωρευτικά σ’ αυτήν την πενταετία έπεσαν έξω στην πρόβλεψη για
το ΑΕΠ κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες, στην πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά
23 μονάδες, στη μείωση των επενδύσεων κατά 59 μονάδες και στην αύξηση της
ανεργίας κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό δεν το λες απόκλιση, αλλά
προμελετημένο έγκλημα!
Εξ ίσου χαρακτηριστικά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, εξετάζοντας ιδιαίτερα
τον ρόλο της Κομισιόν, επισημαίνει ότι η δράση της στο πλαίσιο των μνημονίων
εξελίχθηκε εντός νομικού κενού ως προς τις Συνθήκες της Ε.Ε., ότι τα μνημόνια
σχεδιάστηκαν εκτός θεσμικού πλαισίου, ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις και οι
εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας ήταν
ατεκμηρίωτες, ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν δεν ήταν αποτελεσματικές
και ότι ενώ κατά την εφαρμογή των Μνημονίων διαπιστώνονταν οι «αστοχίες», αυτά
–ιδιαίτερα τα δυο πρώτα– δεν αξιολογήθηκαν ποτέ. Εν ολίγοις, η έκθεση του
Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου περιγράφει ένα φιάσκο, επιβεβαιώνοντας την
πεποίθηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ότι η Ελλάδα
χρησιμοποιήθηκε κυριολεκτικά σαν πειραματόζωο και σαν δομικό υλικό για να
κερδίσει χρόνο η Ευρωζώνη.
Φυσικά, όλα αυτά διατυπώνονται με διπλωματική
γλώσσα, αλλά ταυτοχρόνως με θράσος, αφού η Κομισιόν ομολογεί τη συνέργειά της
στην ισοπέδωση της ελληνικής οικονομίας κάνοντας αποδεκτές και τις 11
«συστάσεις» του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς συμμόρφωση στο μέλλον.
Μεταμνημονιακές «συστάσεις»
Απ’ αυτές τις «συστάσεις» ίσως μεγαλύτερη σημασία έχει η ενδέκατη. Σ’ αυτήν η
Κομισιόν καλείται «να αναλύει ποιο είναι το καταλληλότερο πλαίσιο για την παροχή
υποστήριξης και την άσκηση εποπτείας μετά τη λήξη των προγραμμάτων».
Είναι μια
σύσταση που αφορά τη λεγόμενη μετα-μνημονιακή εποχή για την οποία πολλά
πράγματα δεν είναι ακόμη σαφή: θα έχουμε την πολυπόθητη «καθαρή έξοδο» από τα
Μνημόνια, με απλή μετάβαση στην αυξημένη επιτήρηση υπερχρεωμένου κράτους μέλους
μέχρι εξοφλήσεως του 70% του χρέους του που αντιστοιχεί στον δανεισμό;
Θα
υπάρξει κάποιας μορφής χρηματοδοτική στήριξη από τον ESM –το πολυσυζητημένο
«μαξιλάρι» από τα υπόλοιπα του δανείου των 86 δις. του ESM–, ώστε να υπάρξει
εγγυημένη επιστροφή στις αγορές;
Ή θα υπάρξει το υβριδικό μεταμνημονιακό σχήμα
για το οποίο έχει μιλήσει αξιωματούχος του ESM; Η Κομισιόν, που αποδέχεται τη
σχετική σύσταση του Ελεγκτικού, με την υποχρέωση μάλιστα να ανταποκριθεί άμεσα,
μάλλον αδυνατεί να περιγράψει το μεταμνημονιακό μέλλον της Ελλάδας, πριν
κλείσει η αξιολόγηση, αλλά και πριν ληφθούν αποφάσεις για τη θεσμική ολοκλήρωση
της Ευρωζώνης, στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου. Τον πρώτο λόγο σ’ αυτό έχουν
οι δανειστές και πρωτίστως η υπό διαπραγμάτευση νέα γερμανική κυβέρνηση.
Δυο αποκαλυπτικά «καρφιά»
Η ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει σημασία και βαρύτητα
όχι τόσο γιατί προσθέτει άγνωστες πληροφορίες για το φιάσκο του μνημονιακού
πειράματος στην Ελλάδα –στην πραγματικότητα όλα τα στοιχεία είναι λίγο πολύ
γνωστά–, όσο γιατί το κατ’ εξοχήν ελεγκτικό θεσμικό όργανο της Ε.Ε., παρά τον
διακοσμητικό του ρόλο, αποδέχεται ότι όλα όσα έχουν συμβεί από το 2010 έγιναν
ουσιαστικά εκτός ακόμη και της προβληματικής «ευρωπαϊκής νομιμότητας».
Και αν
ομολογούνται σήμερα, αυτό γίνεται εκ του ασφαλούς, αφού δεν υπάρχει κάποιος
μηχανισμός κυρώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο πλαίσιο της έρευνας
του Ελεγκτικού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να συνεργαστεί και να
παράσχει στοιχεία που της ζητήθηκαν για τον ρόλο της στα Μνημόνια,
υποστηρίζοντας ότι δεν έχει καμιά τέτοια υποχρέωση. Κι αυτό το «καρφώνει»
διακριτικά η έκθεση του ΕΕΣ.
Όπως «καρφώνει» και κάτι ακόμη σημαντικό: ότι οι μνημονιακές ανακεφαλαιοποιήσεις
στων τραπεζών έχουν κοστίσει στο ελληνικό Δημόσιο 45 δισ. επιβαρύνοντας την
κοινωνία με αντίστοιχο χρέος, από τα οποία είναι ζήτημα αν θα ανακτηθούν 9 δισ.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι συστημικές τράπεζες, αν και ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά
κρατικοποιημένες το 2014, γλίτωσαν με εξαιρετικά ύποπτο τρόπο τον διοικητικό
τους έλεγχο από το κράτος.
Είτε γιατί οι μνημονιακές δεσμεύσεις εξασφάλιζαν
διεξόδους διαφυγής των μεγαλομετόχων τους, είτε γιατί η τότε κυβέρνηση φρόντισε
να κάνει τα στραβά μάτια.
Αυτό αποτελεί έμμεση ομολογία σκανδάλου για το οποίο
σήμερα έχει επιβληθεί «ομερτά», μήπως και θιγεί η σταθερότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Γιατί τώρα τόση «ειλικρίνεια»;
Η «κρίση ειλικρίνειας» του ευρωπαϊκού ιερατείου –που συμπληρώνεται από την ομολογία
Ντάισελμπλουμ ότι ήταν λάθος να δοθούν πολλά λεφτά των φορολογούμενων στις
τράπεζες, αλλά και του Μοσκοβισί ότι το ελληνικό κοινοβούλιο εκβιαζόταν να
υπερψηφίζει ό,τι του έστελνε η τρόικα– φαίνεται παράδοξη, αλλά δεν είναι
ανεξήγητη.
Πρώτον, γιατί εκδηλώνεται εκ του ασφαλούς, αφού δεν υπάρχει θεσμικό
πλαίσιο λογοδοσίας. Κανείς δεν θα πάθε τίποτα, όσο τερατώδες κι αν είναι αυτό
που θα παραδεχθεί.
Δεύτερον, γιατί η πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα δεν εμπνέει
ανησυχία. Έχει διαμορφωθεί συναντίληψη με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ενώ και
μνημονιακή αντιπολίτευση δεν αμφισβητεί την ελεγχόμενη έξοδο από τα Μνημόνια,
παρά τις αντιπολιτευτικές κορώνες.
Τρίτον, διότι όλοι οι παίκτες θέλουν να
κλείσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ελληνική «παρένθεση» –και στο μεταξύ και
η τρίτη αξιολόγηση, για την οποία στο τέλος του μηνός υπάρχει προγραμματισμένο
ραντεβού με το κουαρτέτο–, ώστε να αφοσιωθούν στα μείζονα του μέλλοντος της
Ευρωζώνης, για το οποίο οι διεργασίες σχηματισμού κυβέρνησης στο Βερολίνο
εκπέμπουν κύματα ανασφάλειας.