Η Αμοργός του Νίκου
Γκάτσου εκδόθηκε το 1943, χρονιά ορόσημο για την νεοελληνική ποίηση,
μιας και λίγους μήνες νωρίτερα είχαν προηγηθεί ο Μπολιβάρ του Νίκου
Εγγονόπουλου και Ο Ήλιος ο πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη. Λίγο μετά την Αμοργό, ο
Γκάτσος συνέθεσε ένα ακόμα ποίημα, το οποίο μάλιστα εντάχτηκε και στις
μεταγενέστερες εκδόσεις της Αμοργού ως ανεξάρτητο ποίημα. Ο τίτλος του: Ο
Ιππότης κι ο Θάνατος (1513).
Πηγή έμπνευσης για τον Νίκο Γκάτσο αποτέλεσε μία
χαλκογραφία του Albrecht Dürer του 1513
με τίτλο Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος. Στη χαλκογραφία του Dürer, όπου παριστάνει έναν αγέρωχο ιππότη πάνω
στο άλογό του, ο Γκάτσος «είδε» τον όλεθρο και την καταστροφή που σκόρπισαν οι
απόγονοί του με τον πόλεμο που βίωνε η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Είναι η πικρή
διαμαρτυρία του ποιητή απέναντι στα δεινά που προκάλεσε στους λαούς της Ευρώπης
ο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμος.
Αποσπάσματα του ποιήματος μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις και το τραγούδι εντάχθηκε στα
Παράλογα, που εκδόθηκαν το 1976. Το τραγούδι ερμήνευσε μοναδικά ο νεαρός, τότε,
Ηλίας Λιούγκος.
Παραθέτουμε την χαλκογραφία του Albrecht Dürer καθώς και ολόκληρο το ποίημα του Νίκου
Γκάτσου Ο Ιππότης κι ο Θάνατος, έχοντας με σήμανση τους στίχους που μελοποίησε
ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
(1513)
Dürer zum Gedächtnis
Καθώς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι του Αη-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Σ’ αυτές τις σκοτεινές μορφές πού θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτεινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Aντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
Με το Ποτάμι τ’ Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και με τ’ Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει –
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας
Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ’ άρματα και του Νικηταρά τις πάλες.
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου
Dürer zum Gedächtnis
Καθώς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι του Αη-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Σ’ αυτές τις σκοτεινές μορφές πού θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτεινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Aντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
Με το Ποτάμι τ’ Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και με τ’ Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει –
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας
Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ’ άρματα και του Νικηταρά τις πάλες.
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου
Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυρούς της παλληκαριάς
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.
Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.
Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.
Μα εσύ θα μένεις ακίνητος
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι ου Αη – Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια
Ένας ανήσυχος κυνηγός απ’ τη γενιά των ηρώων
Μ’ αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβυστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν
Βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια.
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια.