Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη [Δεν υπάρχει συλλογική μνήμη]. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη [Δεν υπάρχει συλλογική μνήμη]. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σαν χθες, 26/9/1940



Για την αυτοκτονία του πρόσφυγα Β.Μπ.

Μαθαίνω ότι στον εαυτό σου ενάντια σήκωσες το χέρι

Το φονιά προλαβαίνοντας.

Οχτώ χρόνια εξόριστος, παρακολουθώντας την άνοδο του εχτρού

Τελικά μπροστά σ’ ένα σύνορο αδιάβατο σπρωγμένος

Διάβηκες, όπως λένε, ένα διαβατό.


Αυτοκρατορίες καταρρέουν. Οι αρχισυμμορίτες

Κόβουνε βόλτες σαν πολιτικοί. Τους λαούς

Δεν μπορεί πια κανείς να ξεδιακρίνει κάτω απ’ όλους τούτους τους

                                                                        εξοπλισμούς.


Έτσι μες στο σκοτάδι βρίσκεται το μέλλον, κι οι δυνάμεις του καλού

Είναι αδύνατες. Όλα τούτα τα είδες καθαρά

Την ώρα που το κορμί κατάστρεφες που θα μπορούσαν να βασανίσουν.
                                                                                                                                     1941

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μετάφραση και πρόλογος Νάντια Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή,1992

Ο Β.Μπ. είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin)

[Τρείς Έλληνες αντάρτες] του Wolf Biermann

Στον εμφύλιο μετά τον πόλεμο τον Δεύτερο
Παγκόσμιο στην Ελλάδα
Στο Πήλιο το λεύτερο
Μια μέρα είχαν στήσει αράδα
Στον τοίχο ενός υπόστεγου με μηχανήματα
Αγροτικά – δίπλα τους μια συκιά –
Τρεις αντάρτες στα έξι βήματα
Δυο άντρες και μια κοπελλιά.
 
Μια που δεν μας κυνηγάει τίποτα
Σήμερα, είπε ο αξιωματικός
Μπορείτε, αν θέλετε να πείτε
Την τελευταία σας επιθυμία καταλεπτώς.
Τίποτα δεν ζητώ από σένα, άθλιο πιόνι
Το κορίτσι έκλαψε και είπε’ ωστόσο
Αν ήθελα να ζήσω λίγο ακόμη
Είναι για να μπορέσω εγώ να σε σκοτώσω.
 
Ο νέος δάγκωσε ένα σύκο, απ’ τη συκιά
Απ’ την ζωή της άγουρο’ λοιπόν
Ήταν πικρό και το ‘φτυσε
Στα πόδια των στρατιωτών.
Κι ο πιο μεγάλος χαμογέλασε θλιμμένα
Έτοιμος είμαι, είπε. Μ’ από χάμου
Αν κάτι ήθελα από σας
Είναι να κόψτε τ’ αχαμνά μου.Μόνο να μην πονέσω και νεκρός
Γι’ αυτό να μου τα κόψετε μεμιάς
Και να τα πάρει εκείνος που θα με σκοτώσει
Για καπνοσακκούλα, ο φονιάς
Πάντα απ’ αυτή να παίρνει να καπνίζει
Ώσπου μια μέρα των μερών
Να καταλάβει τι κατάφερε
Σαν όργανο αλλονών.Ζωντανό του τα ‘κοψαν
Και κοίταξε
Στα ζωντανά τα πέταξαν
Μεζέ.
Έτσι κι εγώ με τους συντρόφους στην Αθήνα
Με σύκα ή με τζατζίκι
Με μεζέ έπινα ρετσίνα
Κι είχα ξεχάσει και τους τρεις τους και τη φρίκη. Αλλά εδώ στη Γερμανία μαζί σου
Κι αυτόν τον Έλληνα που μας προσκάλεσε, και κάτι
Καθώς αυτοί το συνηθίζουν, φάγαμε βαρύ, το μακελειό
Ονειρεύτηκα, στο πουπουλένιο σου κρεβάτι.
 
[--->]