Στον εμφύλιο μετά τον πόλεμο τον Δεύτερο
Παγκόσμιο στην Ελλάδα
Στο Πήλιο το λεύτερο
Μια μέρα είχαν στήσει αράδα
Στον τοίχο ενός υπόστεγου με μηχανήματα
Αγροτικά – δίπλα τους μια συκιά –
Τρεις αντάρτες στα έξι βήματα
Δυο άντρες και μια κοπελλιά. Μια που δεν μας κυνηγάει τίποτα
Σήμερα, είπε ο αξιωματικός
Μπορείτε, αν θέλετε να πείτε
Την τελευταία σας επιθυμία καταλεπτώς.
Τίποτα δεν ζητώ από σένα, άθλιο πιόνι
Το κορίτσι έκλαψε και είπε’ ωστόσο
Αν ήθελα να ζήσω λίγο ακόμη
Είναι για να μπορέσω εγώ να σε σκοτώσω. Ο νέος δάγκωσε ένα σύκο, απ’ τη συκιά
Απ’ την ζωή της άγουρο’ λοιπόν
Ήταν πικρό και το ‘φτυσε
Στα πόδια των στρατιωτών.
Κι ο πιο μεγάλος χαμογέλασε θλιμμένα
Έτοιμος είμαι, είπε. Μ’ από χάμου
Αν κάτι ήθελα από σας
Είναι να κόψτε τ’ αχαμνά μου.Μόνο να μην πονέσω και νεκρός
Γι’ αυτό να μου τα κόψετε μεμιάς
Και να τα πάρει εκείνος που θα με σκοτώσει
Για καπνοσακκούλα, ο φονιάς
Πάντα απ’ αυτή να παίρνει να καπνίζει
Ώσπου μια μέρα των μερών
Να καταλάβει τι κατάφερε
Σαν όργανο αλλονών.Ζωντανό του τα ‘κοψαν
Και κοίταξε
Στα ζωντανά τα πέταξαν
Μεζέ.
Έτσι κι εγώ με τους συντρόφους στην Αθήνα
Με σύκα ή με τζατζίκι
Με μεζέ έπινα ρετσίνα
Κι είχα ξεχάσει και τους τρεις τους και τη φρίκη. Αλλά εδώ στη Γερμανία μαζί σου
Κι αυτόν τον Έλληνα που μας προσκάλεσε, και κάτι
Καθώς αυτοί το συνηθίζουν, φάγαμε βαρύ, το μακελειό
Ονειρεύτηκα, στο πουπουλένιο σου κρεβάτι.
[--->]
Παγκόσμιο στην Ελλάδα
Στο Πήλιο το λεύτερο
Μια μέρα είχαν στήσει αράδα
Στον τοίχο ενός υπόστεγου με μηχανήματα
Αγροτικά – δίπλα τους μια συκιά –
Τρεις αντάρτες στα έξι βήματα
Δυο άντρες και μια κοπελλιά. Μια που δεν μας κυνηγάει τίποτα
Σήμερα, είπε ο αξιωματικός
Μπορείτε, αν θέλετε να πείτε
Την τελευταία σας επιθυμία καταλεπτώς.
Τίποτα δεν ζητώ από σένα, άθλιο πιόνι
Το κορίτσι έκλαψε και είπε’ ωστόσο
Αν ήθελα να ζήσω λίγο ακόμη
Είναι για να μπορέσω εγώ να σε σκοτώσω. Ο νέος δάγκωσε ένα σύκο, απ’ τη συκιά
Απ’ την ζωή της άγουρο’ λοιπόν
Ήταν πικρό και το ‘φτυσε
Στα πόδια των στρατιωτών.
Κι ο πιο μεγάλος χαμογέλασε θλιμμένα
Έτοιμος είμαι, είπε. Μ’ από χάμου
Αν κάτι ήθελα από σας
Είναι να κόψτε τ’ αχαμνά μου.Μόνο να μην πονέσω και νεκρός
Γι’ αυτό να μου τα κόψετε μεμιάς
Και να τα πάρει εκείνος που θα με σκοτώσει
Για καπνοσακκούλα, ο φονιάς
Πάντα απ’ αυτή να παίρνει να καπνίζει
Ώσπου μια μέρα των μερών
Να καταλάβει τι κατάφερε
Σαν όργανο αλλονών.Ζωντανό του τα ‘κοψαν
Και κοίταξε
Στα ζωντανά τα πέταξαν
Μεζέ.
Έτσι κι εγώ με τους συντρόφους στην Αθήνα
Με σύκα ή με τζατζίκι
Με μεζέ έπινα ρετσίνα
Κι είχα ξεχάσει και τους τρεις τους και τη φρίκη. Αλλά εδώ στη Γερμανία μαζί σου
Κι αυτόν τον Έλληνα που μας προσκάλεσε, και κάτι
Καθώς αυτοί το συνηθίζουν, φάγαμε βαρύ, το μακελειό
Ονειρεύτηκα, στο πουπουλένιο σου κρεβάτι.
[--->]