της Ερης Σαμικού *
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδότησε μέσω του δόγματος του σοκ,
του φόβου
και της σύγχυσης νέες τεχνικές διακυβέρνησης που στο επίκεντρο
τους βρισκόταν πλέον η έννοια της «βιοασφάλειας» (biosecurity).
Από τις αρχές του 21ου αιώνα ο κίνδυνος δεν ήταν κάπου πέρα έξω
και μακριά ούτε αφορούσε τους «άλλους», αλλά η φαντασιακή κοινότητα του
αμερικανικού
έθνους δεχόταν ήδη πλήγμα ως προς την «άτρωτη» εκδοχή της.
Η Judith Butler στο βιβλίο της «Ευάλωτη ζωή: Οι δυνάμεις τους πένθους και της βίας» ([2006] 2008) επιχείρησε τότε να υπερβεί συνθήκες κλιμακούμενης ηθικολογίας και μιας εθνοκεντρικής αφήγησης που αρθρωνόταν γύρω από το διχαστικό «ή με μας ή με τους τρομοκράτες», καθώς επιχείρησε να ανατρέψει το ασφυκτικό πλαίσιο λογοκρισίας που είχε διαμορφωθεί απέναντι σε κάθε ίχνος κριτικής και πολιτικού στοχασμού.
Στόχος της ήταν μέσα από το πένθος, την οδύνη, την τρωτότητα να αναλυθούν θεματικές που προέκυψαν ως αντίποινα βίας εκ μέρους των ΗΠΑ, οι οποίες αποτυπώθηκαν στη νομιμοποίηση της πολεμικής επέμβασης σε Ιράκ και Αφγανιστάν, στη δαιμονοποίηση του Ισλάμ, στην επ’ αόριστον κράτηση στο Γκουαντάναμο στην Κούβα, στην αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στο όνομα πάντα της «εθνικής ασφάλειας».
ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ μετά, στις τωρινές συνθήκες, περάσαμε από τον εχθρό που αναπαριστάται στη οριενταλιστική εικόνα του «τρομοκράτη Άραβα» στις πολεμικές ιαχές του «αόρατου εχθρού» του ιού SARS-Cov-2 και εν συνεχεία στην κοινωνική κατασκευή του «εσωτερικού εχθρού» που ενσαρκωνόταν στην εικόνα του «αρνητή», «ψεκασμένου» και «συνωμοσιολόγου» όταν κάποιος/α επιχειρεί να αναπτύξει κριτικό στοχασμό και θέτει ερωτήματα σε διεπιστημονική/πολιτική βάση απέναντι στην επιβεβλημένη ιατρικοποίηση κάθε κυττάρου της ζωής μας.
Έτσι είκοσι χρόνια μετά, σε μια νέα κατάσταση εξαίρεσης με αφορμή τη μεταδοτικότητα μιας ιογενούς λοίμωξης, εργαλειοποιήθηκε η ευαλωτότητα των «ευπαθών ομάδων» για να επιβληθούν παρατεταμένα καθεστώτα εγκλεισμού για όλους/ες, με περιστολή δικαιωμάτων ελεύθερης μετακίνησης.
Κατασκευάστηκε ένας νέος «εσωτερικός εχθρός» (μη εμβολιασμένοι) που απειλούν την «ασφάλεια» του πλήθους, διαχωρίστηκε το κοινωνικό πεδίο (άθληση, εστίαση,ψυχαγωγία) με μια νεο-ευγονική γλώσσα περί υγειονομικής καθαρότητας («covid free»/αμιγείς χώροι και «μεικτοί») και πλέον με μια ψηφιακή εφαρμογή (covid free app) την οποία ο καθένας την κατεβάζει στο «έξυπνο κινητό» του μπορεί να επιτηρεί και να σκανάρει σε QR Code μορφή,προσωπικά δεδομένα μέσω πιστοποιητικών και τεστ.
Σε ένα κοινωνικό πεδίο, λοιπόν, ασφυκτικής βιοϊατρικής επιτήρησης και ελέγχου, το πιστοποιητικό εμβολιασμού / νόσησης / rapid ή pcr τεστ ως βιοπολιτικά αντικείμενα πειθαρχικής συμμόρφωσης στη νέα κανονικότητα δεν έχουν καμία σχέση στο να αποδεικνύουν την «καθαρότητα» του υποκειμένου από τον ιό (εφόσον το εμβόλιο δεν αποτρέπει τη μετάδοση, ένας νοσούντας μπορεί να επαναμολυνθεί και ένας κάτοχος αρνητικού rapid / pcr τεστ είναι το ίδιο εκτεθειμένοι στο να κολλήσουν ιό, ανά πάσα στιγμή).
Αντιθέτως χρησιμεύουν στο να πιστοποιούν την άρση του ιατρικού απορρήτου και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας, σηματοδοτώντας ότι καθημερινά ο καθένας και η καθεμία εξοικειώνεται μέσω της ψηφιοποίησης ατομικών βιοϊατρικών πληροφοριών στην εγκαθίδρυση μιας νέας νόρμας όπου καταργείται πλέον το «δικαίωμα» στην υγεία και επανεγγράφεται ως μια νομική υποχρέωση για την υγεία, ως «καθήκον», το οποίο πρέπει να εκπληρώνεται με κάθε κόστος και τίμημα. (Agamben 2021).
Η ΕΝΝΟΙΑ του «ηθικού καθήκοντος» κυριαρχεί σε κάθε συζήτηση γύρω
από την ιατρικοκεντρική πρόταση εμβολιασμού, επισκιάζει αναγνωρισμένα και
κατοχυρω-
μένα δικαιώματα, επιστρατεύοντας έννοιες περί «αλληλεγγύης»,«προστασίας των τρίτων» και «συλλογικού καλού», οι οποίες διατυπώνονται μέσα από ένα φάσμα πολιτικών αποχρώσεων που εκτείνονται από την παρούσα κυβερνητική αφήγηση μέχρι «διανοούμενους» της συντηρητικής και «δικαιωματικής» αριστεράς [με αρκετές εξαιρέσεις].
Κεντρικός άξονας της νεο-αναδυόμενης ρητορικής είναι ότι ο εμβολιασμός για τον συγκεκριμένο ιό παύει πλέον να είναι μια ιατρική πράξη πρόληψης που προκύπτει από ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματος, με συναινετικό χαρακτήρα και μετατρέπεται σε «ηθικό καθήκον όλων μας απέναντι στους άλλους», λαμβάνοντας επικίνδυνες διαστάσεις χλευασμού της ιστορικής έννοιας της συναίνεσης που προέκυψε μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατάργησης βασικών δικαιωμάτων που διέκριναν τις αστικές φιλελεύθερες δημοκρατίες από ολοκληρωτικές τεχνικές διακυβέρνησης.
Εμβόλιμα ερωτήματα, υποχρεωτικά, λοιπόν, αναδύονται σχετικά με το πώς μια αποδεδειγμένα ιατρική πράξη προληπτικής ατομικής προστασίας απέναντι στη στατιστική πιθανότητα νόσησης ή θανάτου, που δεν αποτρέπει τη μετάδοση ενός ιού, καθίσταται ένα πολιτικό ζήτημα που διανοίγει σε βάθος το πεδίο των ηθικών ερωτημάτων και επαναπροσδιορίζει τις έννοιες του «συλλογικού καλού» και της «αλληλεγγύης»;
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι των «θυσιών» που καλούμαστε διαρκώς να
προσφέρουμε σε καθεστώς εξαίρεσης, υπό το μανδύα του «ηθικού καθήκοντος» και
ποιες συνέπειες έχουν όσοι/ες δεν το εκπληρώνουν;
Ο Αντόρνο, στο «Προβλήματα της Ηθικής Φιλοσοφίας» (1963) μας προειδοποίησε ότι «η καταφυγή στην ηθική υποκρύπτει ένα είδος καταπίεσης και βίας» και «κάνει σαφές ότι αν και το συλλογικό ήθος δεν είναι πλέον κοινό για όλους –για την ακρίβεια, ακριβώς επειδή το συλλογικό ήθος που πρέπει τώρα να συνοδεύεται από εισαγωγικά, δεν είναι κοινό για όλους– μπορεί να επιβάλλει την αξίωση του για κοινή ισχύ μόνο με τη χρήση βίαιων μέτρων. Με αυτή την έννοια το συλλογικό ήθος εργαλειοποιεί τη βία προκειμένου να διατηρήσει την εμφάνιση της συλλογικής/κοινής του ισχύος. Επιπλέον, το ήθος αυτό γίνεται βία μόνο όταν έχει μετατραπεί σε αναχρονισμό» (Butler [2005],2009: 14-15 ).
ΑΣ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ, λοιπόν, το πώς πέρα από τις ταξικές, έμφυλες, φυλετικές και ικανοκεντρικές ανισότητες στο κοινωνικό πεδίο έρχεται η έννοια του «ηθικού καθήκοντος» να πολλαπλασιάσει τα αποτελέσματα αποκλεισμών, κοινωνικού θανάτου και εξόντωσης.
Επίσης καλούμαστε να αναμετρηθούμε απέναντι σε ποιους ιστορικούς κινδύνους είμαστε εκτεθειμένοι/ες και οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση μη λησμονώντας ότι αρχές Οκτώβρη του 1939 ορίστηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας ως το έτος «του Καθήκοντος να είναι κανείς Υγιής» (Proctor στο Μακρυνιώτη 2004: 395-396). Μια ηθική αξίωση που επέτρεψε σε γιατρούς να προσφέρουν «ευθανασία» σε ασθενείς που κρίνονταν ως ανίατη ιατρικά περίπτωση.
Βάσει αυτής της ηθικής αξίωσης μέχρι το 1941 είχαν θανατωθεί πάνω από 70.000 ασθενείς από 130 γερμανικά νοσοκομεία «σε μια επιχείρηση, η οποία αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για την κατοπινή εξόντωση εβραίων, ομοφυλοφίλων, κομμουνιστών,τσιγγάνων, σλάβων και αιχμαλώτων πολέμου» (ο.π.).
* Η Έρη Σαμικού είναι Δρ. Ιατρικής Ανθρωπολογίας
Βιβλιογραφία
• Αγκάμπεν, Τζιορτζιο (Φλεβάρης
2021), Συνέντευξη στη Βαβυλωνία:
https://www.babylonia.gr/2021/02/10/synentefksi-tou-tziortzio-agkampen-stivavylonia.
και της βίας». Εκδόσεις: Νήσος.
• Μπάτλερ, Τζούντιθ [2005] 2009 «Λογοδοτώντας για τον εαυτό»,
Εκδόσεις:Εκκρεμές.
• Proctor N. Robert, « Η εξόντωση της “ζωής που δεν αξίζει να
τη ζει κανείς”»
στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμέλεια,εισαγωγή), 2004, «Τα όρια
του σώματος. Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις»,Εκδόσεις: Νήσος.
■ δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 18 Σεπτεμβρίου