Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάννα Σφακιανάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάννα Σφακιανάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ψάχνουν τώρα τι θα κάνουν το ρεύμα!

 

Ενώ ο κόσμος καίγεται, πνίγεται και ξεσπιτώνεται, το κορυφαίο πρόβλημα που απασχολεί όλους τους φορείς της αγοράς ενέργειας είναι ένα: και τώρα τι θα κάνουμε το ηλεκτρικό ρεύμα που περισσεύει; Η ζήτηση στο εσωτερικό είναι μικρή και οι εξαγωγές ελάχιστες. Η Ελλάδα κάνει κυρίως εισαγωγές από τις ενεργειακές διασυνδέσεις της στα Βαλκάνια, την Τουρκία και την Ιταλία.

Η προτεραιότητα της «ενεργειακής μετάβασης» δημιουργεί πλήθος ενεργειακών υποδομών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που δεν χρειάζεται η χώρα και όλοι οι συντελεστές του ενεργειακού συμφωνούν ότι είναι αναγκαίες(!) οι εξαγωγές. Η προτεραιότητα αυτή, που κατευθύνει τη μερίδα του λέοντος των χρηματοδοτήσεων στο στόχο των εξαγωγών εις βάρος όλων των άλλων τομέων της οικονομίας της χώρας, παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και μέσα από διακρατικές συμφωνίες για αγωγούς και ενεργειακές διασυνδέσεις.



Το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) 

Τον Ιανουάριο του 2023 η κυβέρνηση είχε παρουσιάσει, επιγραμματικά, την πρόταση για το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ. Μέσα στον Αύγουστο το υπουργείο έστειλε στους φορείς της αγοράς ενέργειας, επικαιροποιημένη  πρόταση για να τοποθετηθούν. «Η αποστολή της πρότασης έγινε στο πλαίσιο «κλειστής» διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του ενεργειακού κλάδου, ώστε στη συνέχεια να οριστικοποιηθεί το τελικό κείμενο που θα υποβληθεί από τη χώρα μας στις Βρυξέλλες…».[1] Αφού, λοιπόν, συμφωνήσουν κυβέρνηση, αγορά ενέργειας και Βρυξέλλες, θα στείλουν στην κοινωνία το λογαριασμό που για την επόμενη 7ετία (2024-2030) είναι κεφάλαια ύψους 165 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 76 δισ. για καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών (ανακαίνιση κατοικιών, αγορά νέων ενεργειακών συσκευών, ηλεκτρικά αυτοκίνητα κλπ.) δηλαδή ποσοστό του εισοδήματος 8,2% το 2030 από 5,7% το 2020. Μπορεί να κάνουν και καμιά προσχηματική, εκ των υστέρω, διαβούλευση!

 

Η ισχύς των μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σχεδιάζεται να φτάσει στα 23,5 GW έως το 2030, δηλαδή 11 GW επιπλέον όσων λειτουργούν σήμερα. Για αποθήκευση ενέργειας προβλέπεται η εγκατάσταση 5,3 GW εκ των οποίων 3,1 GW για μπαταρίες και 2,2 GW για αντλησιοταμίευση. Η ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου από τα 5,3 GW το 2021 θα φτάσει τα 7,7 GW το 2030 και θα περιλαμβάνει τα 2,5 GW των τριών νέων και υπό κατασκευή μονάδων, του Μυτιληναίου στη Βοιωτία (826 MW), των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Motor Oil στην Κομοτηνή (877 MW) και των ΔΕΗ – ΔΕΠΑ Εμπορίας – Damco Energy στην Αλεξανδρούπολη (840 MW). Προβλέπεται, επίσης, η πλήρης απόσυρση των μονάδων λιγνίτη το 2028.

 

Οι εκπρόσωποι του ενεργειακού κλάδου θεωρούν ότι οι στρατηγικές επιλογές του ΕΣΕΚ κινούνται γενικά σε ορθή κατεύθυνση, ωστόσο είναι φανερή η αγωνία για τις περικοπές ενέργειας που αναγκαστικά θα γίνονται όσο θα αυξάνεται η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων. Κατά τον Σύνδεσμο Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ): «Μέχρι το 2030 δεν προβλέπουμε η αιχμή της ζήτησης τα μεσημέρια μεσοσταθμικά να ξεφεύγει άνω των 10 GW, οπότε έχοντας ΑΠΕ στα 25 GW και αποθήκευση στα 5.3 GW, εκτιμούμε πως οι περικοπές τις ημέρες με άνεμο και ηλιοφάνεια θα είναι ιδιαίτερα υψηλές τις ώρες εκείνες.».[2] Παράλληλα όλοι ζητούν περισσότερη αποθήκευση ενέργειας, ενώ παράλληλα, καταθέτουν νέες αιτήσεις για μονάδες αποθήκευσης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, που γρήγορα δίνει άδειες παραγωγής.[3]


Εξαγωγές ενέργειας 

Όλη η αγορά ενέργειας πιέζει για εξαγωγές ενέργειας. «Για να αξιοποιήσει η Ελλάδα πλήρως τις δυνατότητές της και να αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια χώρα στην εξαγωγή ενέργειας, θα πρέπει να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική, όχι απλώς εξάγοντας την πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια, αλλά παρέχοντας ένα ενεργειακό προϊόν προστιθέμενης αξίας, σχεδιασμένο με βάση τις ανάγκες των χωρών που θα το εισάγουν.» λέει ο Philipp Kunze, Διευθύνων Σύμβουλος της BayWa r.e. Projects Greece.[4] Μια από τις πέντε στρατηγικές προτεραιότητες που είχε παρουσιάσει ο ΕΣΑΠΗΕ και η ΕΛΕΤΑΕΝ τον περασμένο Ιούνιο αφορά στις εξαγωγές ενέργειας: «Στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η Ελλάδα να καταστεί την επόμενη δεκαετία καθαρός εξαγωγός πράσινης ενέργειας. Οι περικοπές πράσινης ενέργειας πρέπει να είναι το έσχατο μέσο για την διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του Ηλεκτρικού Συστήματος… ».[5]

 

Στην κατεύθυνση αυτή σχεδιάζουν η κυβέρνηση και ο Διαχειριστής του Δικτύου Μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ), με δύο τρόπους:

 

Ο ένας είναι η ενίσχυση της δυναμικότητας των διασυνδέσεων που υπάρχουν ήδη με τις χώρες των Βαλκανίων, την Τουρκία και την Ιταλία. Το ερώτημα που τίθεται, όμως, είναι αν οι διασυνδέσεις αυτές θα λειτουργήσουν για την εξαγωγή ενέργειας, ή αν η χώρα θα παραμείνει εισαγωγική εξ αιτίας των υψηλών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. «Ερωτηθείς εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να καταστεί εξαγωγική δύναμη καθαρής ενέργειας με δεδομένη την ανάγκη περικοπών της πλεονάζουσας πράσινης παραγωγής σε συνθήκες χαμηλής ζήτησης, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ απάντησε: «Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς όταν συζητάμε για την πράσινη μετάβαση. Έχουμε πει και στο παρελθόν ότι θα υπάρξει εκ των πραγμάτων ένα κενό ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση και μέχρι να ολοκληρωθεί η ενεργειακή μετάβαση. Μέσα σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να ωριμάσουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης ώστε η πράσινη ενέργεια που παράγεται στην Ελλάδα να μπορεί να αξιοποιείται και να μην περικόπτεται αναγκαστικά, όπως συμβαίνει σήμερα, και θα συμβαίνει με εντονότερο ρυθμό και τα επόμενα χρόνια μέχρι να ωριμάσουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης.»».[6]

 

Ο δεύτερος τρόπος είναι η προώθηση των μεγάλων έργων μεταφοράς ενέργειας από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και την Ανατολική Μεσόγειο προς τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Για τα έργα αυτά οι προϋποθέσεις είναι πολύπλοκες αφού εξαρτώνται από διακρατικές συμφωνίες και γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς. Για το σχέδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Ελλάδας με την Αυστρία και την Γερμανία είχε μιλήσει για πρώτη φορά, ο Κώστας Σκρέκας πριν από ένα χρόνο. Ο πρωθυπουργός παρουσίασε στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Μαρτίου το σχέδιο «Green Aegean», δηλαδή τη δημιουργία μιας νέας ηλεκτρικής διασύνδεσης που φιλοδοξεί να μεταφέρει στα μεγάλα ενεργειακά κέντρα κατανάλωσης της Ευρώπης την ενέργεια που θα συγκεντρώνεται από την Ανατολική Μεσόγειο, την Αίγυπτο και τη Νότια Ευρώπη. «Το αρμόδιο επιτελείο του ΑΔΜΗΕ έχει ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για την προετοιμασία του φακέλου του έργου, ώστε να υποβληθεί προς ένταξη στη νέα λίστα των PCI και να προχωρήσει με τις διαδικασίες χρηματοδότησης και αδειοδότησης των ευρωπαϊκών Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος. … Η διασύνδεση της Ελλάδας με την Κεντρική Ευρώπη θα καταστήσει ρεαλιστικούς και βιώσιμους τους στόχους και σχεδιασμούς για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, καθώς οι υφιστάμενες διασυνδέσεις δεν μπορούν να στηρίξουν την έξοδο της περίσσειας ενέργειας που θα παράγεται εντός της χώρας από ΑΠΕ και της ενέργειας που θα μπαίνει στο ελληνικό σύστημα από την Αίγυπτο μέσω της σχεδιαζόμενης διασύνδεσης.».[7]

 

Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι: Ποια θα είναι η ωφέλεια για τη χώρα από τη μετατροπή της και σ’ αυτόν τον τομέα, σε «πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»;

Νευρικότητα επικρατεί στην αγορά αιολικής ενέργειας

 

Η αρχή έγινε με την ομιλία του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση της εταιρείας,  που βρήκε ευρεία δημοσιότητα στις 14 Ιουνίου. Ο  Γ. Περιστέρης, αφού στηλίτευσε τις «πρωτοβουλίες που επιζητούν την καθολική απαγόρευση χωροθέτησης αιολικών πάρκων σε διάφορες περιοχές, ακόμα και με τη δαιμονοποίηση επενδυτών και έργων», πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα λέγοντας: «Εκφράζονται φόβοι για τις ανεμογεννήτριες – που στην τελική όταν επιτελέσουν το σκοπό τους απλά απομακρύνονται χωρίς καμία επίπτωση – ενόσω οι αιγιαλοί καταλαμβάνονται από πλήθος αυθαίρετων κατασκευών και τα βουνά και τα ρέματα υφίστανται μη αναστρέψιμες και καταστροφικές παρεμβάσεις, που οδηγούν συχνά και στην απώλεια ανθρώπινων ζωών.».[1]

 

Τη σκυτάλη πήρε, την επόμενη ημέρα, ο Π. Παπασταματίου, Γενικός Διευθυντής της ΕΛΕΤΑΕΝ δηλώνοντας ότι «Το δίλημμα: «Ενεργειακή ανεξαρτησία, φθηνή ενέργεια και προστασία του κλίματος» vs «Ψηλά βουνά και Natura», δεν υφίσταται. Τα αιολικά πάρκα, ως  φιλοπεριβαλλοντικές δραστηριότητες, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας και συνεχώς καταβάλλονται προσπάθειες για να ελαχιστοποιηθούν ακόμα περισσότερο οι όποιες επιπτώσεις υπάρχουν.».[2]

 

Υπήρξαν και άλλα δημοσιεύματα, του τύπου «Το αστείο με τις αντιδράσεις κατά των ΑΠΕ πρέπει να τελειώνει», με αναφορά σε κατ’ επάγγελμα «οικολόγους» που έχουν κτίσει προσοδοφόρες καριέρες συμμετέχοντας σε κάθε εκδήλωση κατά των ΑΠΕ.[3]

 

    Διαπιστώνει κανείς εύκολα, ότι κοινός τόπος όλων αυτών των δηλώσεων είναι ότι τα «επιχειρήματα» δεν έχουν επικαιροποιηθεί ούτε στο ελάχιστο, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι που τα εκφέρουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που τα αναπαράγουν, διανθισμένα  με πρόσθετα ειρωνικά και προσβλητικά σχόλια, σε άλλες περιπτώσεις παραθέτουν μια σειρά από δεδομένα που τα διαψεύδουν.  Γιατί δεν μπορεί να μη γνωρίζει ο προέδρος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ότι δεν υπάρχει «100% καθαρή, εγχώρια και δωρεάν ενέργεια» από αέρα και ήλιο και ότι η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά και από φυσικό αέριο, προχώρησαν μαζί ενώ η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μειώνεται όλο και περισσότερο. Πόσο μάλλον όταν η νέα μονάδα φυσικού αερίου στην Κομοτηνή ισχύος  877 MW  των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – MOTOR OIL αναμένεται να τεθεί σε εμπορική λειτουργία στις αρχές του 2024.[4] Ούτε ό Γενικός Διευθυντής της ΕΛΕΤΑΕΝ μπορεί να υποστηρίζει ότι «Χάρη στις ΑΠΕ διοχετεύθηκαν σχεδόν 5 δις ευρώ σε επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος… Το συντριπτικό μέρος αυτών των επιδοτήσεων (πάνω από 75%) προήλθε από τα αιολικά πάρκα.», όταν τα χρήματα αυτά προέρχονταν από υπερκέρδη του Χρηματιστηρίου Ενέργειας που υπερέβαιναν τις συμβάσεις για την αποζημίωση της ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικούς σταθμούς.

 

Πιέσεις προς την πολιτεία για περισσότερα προνόμια και συστάσεις προς τους απείθαρχους

 

Αμέσως μετά από τις εκλογές οι φορείς της αιολικής ενέργειας, ο Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ) και η Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) ζήτησαν τον επανασχεδιασμό των έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας παρουσιάζοντας «Οδικό χάρτη με 5 προτεραιότητες για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση».[5]

 

Ειδικότερα ζήτησαν:

1. Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό, δηλαδή αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), με «ισορροπημένο» μείγμα τεχνολογιών ΑΠΕ, δηλαδή αυξημένους στόχους για τα χερσαία αιολικά πάρκα.

2. Αποτελεσματική προώθηση της Αποθήκευσης Ενέργειας με κατάλληλο μίγμα μπαταριών και αντλησιοταμιευτικών έτσι ώστε να μην αυξηθούν οι περικοπές ενέργειας που ήδη γίνονται λόγω υπερπροσφοράς «πράσινης ενέργειας».

3. Επιτάχυνση, ολοκλήρωση και εμπλουτισμό της αναβάθμισης και επέκτασης των ηλεκτρικών δικτύων της χώρας και ιδιαίτερα των εγχώριων και διεθνών διασυνδέσεων, με στρατηγικό στόχο να καταστεί η Ελλάδα την επόμενη δεκαετία καθαρός εξαγωγός πράσινης(!) ενέργειας.

4. Αναθεώρηση των υπό διαβούλευση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ ) έτσι ώστε να μην μπορούν να ορίζουν «τεράστιες ζώνες a priori αποκλεισμών». Η αδειοδότηση των έργων να γίνεται με βασικό εργαλείο τις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Επιπλέον, ο ΕΣΗΑΠΕ και η ΕΛΕΤΑΕΝ αναφέρθηκαν σε «μελέτες, κρατικές πρωτοβουλίες ή και αποφάσεις σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με τυφλούς οριζόντιους αποκλεισμούς εκτεταμένων περιοχών όπως π.χ. η πρωτοβουλία για τα «Απάτητα Βουνά»».

5. Να μην διαψεύσει η Ελλάδα τις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει στη διεθνή αγορά της θαλάσσιας αιολικής ενέργειας. Να δημοσιοποιηθεί άμεσα το Εθνικό Πρόγραμμα για τους Θαλάσσιους Αιολικούς Σταθμούς (ΘΑΠ) και να διασφαλιστούν –ούτε λίγο ούτε πολύ- η απορρόφηση της παραγωγής των ΘΑΠ μέσα από το σχεδιασμό, η εγκατάσταση νέων υποθαλάσσιων δικτύων και η μεγάλη αποθήκευση.

 

Έκλεισαν επισημαίνοντας ότι  «οι τοπικές κοινωνίες υπόκεινται σε συνεχή παραπλάνηση και παραπληροφόρηση» και βάζοντας στο στόχαστρο την ελληνική πολιτεία που «δεν έχει φροντίσει να εξηγήσει η ίδια, απλά και συστηματικά, τα οφέλη για την κοινωνία που προκύπτουν από την εγκατάσταση των αιολικών πάρκων, ούτε έχει εξασφαλίσει ακόμα την έγκαιρη και τακτική πληρωμή των ανταποδοτικών τελών στους κατοίκους των κοινοτήτων που φιλοξενούν τα αιολικά πάρκα».

 

Κανονισμός για την αποκατάσταση της φύσης

 

Κι ενώ αυτά γινόταν στην Ελλάδα, με το αιολικό λόμπι να ζητάει να ενσωματωθούν στο αδειοδοτικό πλαίσιο για τους αιολικούς σταθμούς οι «αναλυτικές προβλέψεις του REPowerEU», εννοώντας τις προβλέψεις της υπό αναθεώρηση Οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις Βρυξέλλες διεξαγόταν άλλες μάχες χαρακωμάτων για να επιτευχθεί συμφωνία των κρατών – μελών σχετικά με τον Κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης, που αποτελεί άλλη βασική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.[6]

 

Στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος στις 20 Ιουνίου, τα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έδωσαν το «πράσινο φως» για να προχωρήσει η έγκριση του Κανονισμού. Επειδή όμως, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) επιδιώκει την απόσυρση του Κανονισμού, το σχέδιο είναι ήδη αποδυναμωμένο από πλήθος «συμβιβαστικών» προτάσεων και τροπολογιών που η συζήτησή τους εκκρεμεί.[7] Τα συμφέροντα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατάφεραν προς το παρόν να τεθούν τα έργα αυτά σε καθεστώς εξαίρεσης μαζί με τα έργα εθνικής άμυνας, αφού «Το Συμβούλιο πρόσθεσε ένα νέο άρθρο που προβλέπει ότι ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και η σύνδεσή τους με το δίκτυο, το ίδιο το σχετικό δίκτυο και οι μονάδες αποθήκευσης θεωρείται ότι εξυπηρετούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Αυτό σημαίνει ότι θα επωφελούνται από παρέκκλιση ως προς τις υποχρεώσεις συνεχούς βελτίωσης και μη υποβάθμισης (ΣΗΜ: του περιβάλλοντος)…».[8]

 

‘Eτσι εξηγείται η νευρικότητα του αιολικού λόμπι. Η νευρικότητα αυτή δεν σχετίζεται μόνο με τις εκλογές στην Ελλάδα αλλά και με τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Είναι φανερό ότι η αντίθεση ανάμεσα στα «πράσινα» ενεργειακά συμφέροντα και στην προστασία και την αποκατάσταση της φύσης και της βιοποικιλότητας είναι πολύ δύσκολο να επιλυθεί.

 [---->]