Τα τέσσερα ευρω-ψέματα


Τέσσερις ιταλοί οικονομολόγοι καταρρίπτουν  τα τέσσερα  πιο σημαντικά στερεότυπα που κυριαρχούσαν  στις σελίδες των εφημερίδων τις ημέρες πριν τη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών στις 28 και 29 Ιουνίου. Τα οικονομικά επιχειρήματα επαναλαμβάνονται ως Μάντρας, αν και ψευδή, από θεωρητική και εμπειρική άποψη. Τέσσερις οικονομολόγοι "κριτικοί",  εξηγούν τους λόγους που οι βασικές αρχές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, δεν είναι η λύση αλλά το πρόβλημα.


 1.Για να σωθεί το ευρώ θα πρέπει να προχωρήσουμε στην πολιτική ένωση της Ευρώπης με βάση τη λιτότητα; ΟΧΙ

Ασφαλώς όχι, αν ως πολιτική ένωση της Ευρώπης εννοούμε αυτό που επανειλημμένα έχει τονίσει η Άνγκελα Μέρκελ. Η Ευρώπη της  Μέρκελ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα αφού απαλλοτριώνεται οριστικά το δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών να αποφασίζουν σε θέματα προϋπολογισμού, που θα τα διαχειρίζονται οι Βρυξέλλες. Σε αντάλλαγμα, η Γερμανία προτείνει ένα " ταμείο σωτηρίας" στο οποίο οι χώρες θα αμοιβαιοποιήσουν το μέρος του χρέους τους που υπερβαίνει το 60 τοις εκατό του ΑΕΠ τους, με την υπόσχεση να το επιστρέψουν σε είκοσι χρόνια. 

Τίποτα περισσότερο δηλαδή,από μια ενισχυμένη εκδοχή του λεγόμενου Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας (fiscal compact) που ήδη έχει επιβάλει το Βερολίνο: δύο δεκαετίες εξασφαλισμένης λιτότητας σε μια Ευρώπη διαιρεμένη σε πλούσιους και φτωχούς. Πρόκειται για μια προοπτική απαράδεκτη και καταστροφική. Περισσότερη Ευρώπη, ωστόσο, θα βοηθούσε αν ο στόχος ήταν να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη των πλέον υποβαθμισμένων  περιοχών της. 


Οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από την κρίση : το ενιαίο νόμισμα έχει βαθύνει το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ ασθενέστερων και ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτό έχει προκαλέσει  μια δεκαετία στασιμότητας και στη συνέχεια κρίση στην Ιταλία, ενώ η Ισπανία έκρυβε το πρόβλημα πίσω από μία χάρτινη ανάπτυξη, ή ακόμα καλύτερα από τούβλα, η οποία χρηματοδοτήθηκε  με  τις εισροές γερμανικών κεφαλαίων και τώρα είναι βουτηγμένη μέχρι το λαιμό στο χρέος.



 Γενικά, όσοι πιστεύουν στις  σωτήριες εξουσίες μιας πολιτικής Ευρώπης αφήνουν στην άκρη αυτά τα προβλήματα και παραβλέπουν τα σχετικά κόστη και τα πολιτικά εμπόδια, που προέρχονται από τη γερμανική κυρίως πλευρά. 

Μια πολιτική Ευρώπη γνήσια και βιώσιμη συνεπάγεται αρχές οικονομικής εξισορρόπησης μεταξύ των χωρών και κοινωνικής εξισορρόπησης μεταξύ των πολιτών της, που μπορούν  να επιτευχθούν με δύο τρόπους. 

Ο πρώτος αποτελεί μια πραγματική επανάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στόχο έχει να συγκεντρώσει το δημόσιο χρέος (ευρωομόλογα) σταθεροποιώντας  τα εθνικά δημόσια χρέη, αντί να τα μειώσει, με ένα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό άξιο αυτού του ονόματός για να στηρίξει τη ζήτηση, την απασχόληση και το περιβάλλον, να μεταρρυθμίσει την ΕΚΤ προς την κατεύθυνση της υποστήριξης μιας αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής ,να  θέσει ως στόχο ένα  πληθωρισμό τουλάχιστον 4 τοις εκατό, και τη Γερμανία να δεσμεύεται ότι θα τηρήσει αυτό το στόχο, δίνοντας χώρο στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας. 

Εναλλακτικά θα μπορούσε να κινηθεί προς την κατεύθυνση μιας "ένωσης μεταβίβασης πόρων" που διατηρεί το status quo στις  σχετικές ανταγωνιστικότητες, καθώς οι ισχυρές  χώρες ανακατανέμουν στην περιφέρεια τα έσοδα από τα εμπορικά πλεονάσματα με τη μορφή κατάλληλων νομισματικών μεταβιβάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί μια εξίσωση του βιοτικού επιπέδου.


 Ενώ ο δεύτερος δρόμος είναι σαφώς ανέφικτος, ο πρώτος  θα μπορούσε να ξεκινήσει αμέσως. Αυτό χωρίς να απαιτούνται υπερβολικά πρόωρες και υπερβολικές παραχωρήσεις στην εθνική κυριαρχία. Αλλά η αντίθεση  της Γερμανίας σ’ αυτά τα εύλογα μέτρα είναι τρομερή, μη θέλοντας να εγκαταλείψει το νεομερκαντιλιστικό μοντέλο της που βασίζεται στις εξαγωγές. Στην πραγματικότητα υπάρχουν αυτή τη στιγμή πληθώρα αντιφατικών προτάσεων με στόχο να ανοίξει μια ρωγμή στο τείχος των γερμανικών αρνήσεων. Η σύγχυση είναι λοιπόν μεγάλη και δεν υπόσχεται τίποτα καλό, ενώ οι αγορές δεν συγχωρούν τα ημίμετρα. Μόλις τα επιτόκια των ιταλικών ομολόγων δεκαετίας ξεπεράσουν το 7 τοις εκατό ετοιμαστείτε  για τα χειρότερα.Sergio Cesaratto. Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Σιένα. Γράφει στο Blog politicaeconomiablog.blogspot.com



2. Η άνοδος των σπρεντ δανεισμού εξαρτάται από το δημόσιο χρέος των κρατών; ΟΧΙ.

Το σπρεντ είναι η διαφορά μεταξύ δύο επιτοκίων. Συγκεκριμένα, είναι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που πληρώνουν για το χρέος τους οι χώρες της περιφέρειας του ευρώ και το επιτόκιο που καταβλήθηκε για τα ομόλογα του γερμανικού δημόσιου. Η διαφορά αυτή αρχίζει να μεγαλώνει όταν η αγορά αρχίζει να προεξοφλεί την πιθανότητα μιας πτώσης της αξίας των τίτλων των χωρών της περιφέρειας. 

Για να πείσουν τα κράτη τις αγορές να κρατήσουν τους τίτλους και να αγοράσουν πιθανόν και νέους, θα πρέπει να τους προσφέρουν ένα υψηλότερο επιτόκιο. Συνήθως έτσι ξεκινούν τα σπρεντ την ανησυχητική άνοδο τους. Από τη γέννηση του ευρώ, και ακόμα πιο έντονα από την κρίση του 2008, τα σπρεντ των χωρών της ζώνης του ευρώ δεν φάνηκε να επηρεάζονται τόσο από το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αλλά πιο πολύ, από το έλλειμμα και το εξωτερικό χρέος, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό. Με άλλα λόγια, αυτό που πρέπει να ανησυχεί δεν είναι τόσο η υπέρβαση των κρατικών δαπανών  ως προς τα φορολογικά έσοδα, αλλά η υπέρβαση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών με τις χώρες του εξωτερικού. 

Μια υπέρβαση που αφορά τις περιφερειακές χώρες της Ένωσης και αντιπροσωπεύει το πλεόνασμα των  γερμανικών εξαγωγών. Στην κλισέ άποψη, που επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά  στους κινδύνους από τους προϋπολογισμούς του δημοσίου, τα συμπεράσματα αυτά φαίνονται περίεργα. Η εξήγηση, ωστόσο, είναι απλή. 

Τα υψηλά επιτόκια, και επομένως, και τα υψηλά σπρεντ σε σχέση με τα γερμανικά επιτόκια, εξηγούνται από το ότι οι φορείς της αγοράς δεν προεξοφλούν απλά μια αποτυχία ορισμένων κρατών, αλλά μάλλον την αποδέσμευση τους από το ευρώ και την υποτίμηση του νομίσματος τους . 

Ειδικά, σε μια κρίση όπως η σημερινή, οι χώρες με εμπορικό  έλλειμμα προς άλλες χώρες μπορεί να αναγκαστούν κάποια στιγμή να εγκαταλείψουν το ενιαίο νόμισμα, να ανακτήσουν την εθνική κυριαρχία τους, και να υποτιμήσουν  το εθνικό τους νόμισμα. Αν λοιπόν, τα σπρεντ αρχίζουν να ανεβαίνουν, αυτό σημαίνει ότι οι αγορές δεν προεξοφλούν  απλά μια στάση πληρωμών κάποιων χωρών, αλλά αναμένουν ότι αυτές θα εγκαταλείψουν τη ζώνη του ευρώ. Οποιος προεξοφλεί αυτή τη δυνατότητα είναι πρόθυμος  να κρατήσει στην κατοχή του τους τίτλους των χωρών που διατρέχουν τον κίνδυνο αποδέσμευσης, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα πάρει ως αντάλλαγμα υψηλότερα επιτόκια.

Αρα, αυτό που μόλις πριν λίγους μήνες έμοιαζε αδιανόητο, τώρα θεωρείται δεδομένο και μάλιστα στις πραγματικές τιμές που ανταλλάσσονται τα αξιόγραφα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και καλά θα κάνουμε να θυμόμαστε ότι αυτή η μείωση δεν αφορά μόνο τους τίτλους του δημοσίου, αλλά και αυτούς του ιδιωτικού τομέα, αφού η πρόβλεψη εξόδου από το ευρώ αλλάζει την αξία του  χρέους όχι μόνο του δημόσιου αλλά και των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των οικογενειών. Emiliano Brancaccio και Marco Passarella, συγγραφείς του βιβλίου: Η λιτότητα είναι υπόθεση της δεξιάς. Καταστρέφει την Ευρώπη, (Il Saggiatore,Μιλάνο 2012). Το 2008 ο Brancaccio δημοσίευσε το δοκίμιο Έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, κρίσεις του προϋπολογισμού και αντιπληθωριστική πολιτική (Studi economici, 2008), στο οποίο προβλέπει μια Ευρώπη διαιρεμένη σε Βορρά και Νότο και την κρίση των σπρεντ.

 
3. Για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη θα πρέπει να απελευθερωθεί η αγορά εργασίας; ΟΧΙ.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεωρία η απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και η προς τα κάτω ευελιξία των μισθών, θα αυξήσουν την απασχόληση. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι η ζήτηση για εργατικό δυναμικό είναι αντιστρόφως ανάλογη με το κόστος της. Οσο μεγαλύτερες οι αμοιβές, τόσο χαμηλότερη η ζήτηση εργασίας και τόσο θα αυξάνεται η ανεργία. Αυτή η ιδέα το 1900 αμφισβητήθηκε από τους Keynes και Sraffa και δεν επαληθεύεται εμπειρικά. 

Ακόμη και ένας διεθνής θεσμός  που είναι υπέρ της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, όπως είναι ο ΟΟΣΑ στις μελέτες που έκανε δεν βρήκε ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ δεικτών προστασίας της απασχόλησης και ποσοστά ανεργίας. Άλλες μελέτες δείχνουν αντίθετα ότι η ανεργία έχει να κάνει με την πορεία της συνολικής ζήτησης. Και ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ υψηλών μισθών, αύξησης της κατανάλωσης, αύξησης του ΑΕΠ και υψηλής απασχόλησης. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η πίεση προς τα κάτω των μισθών μπορεί να οδηγήσει και σε μείωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων,αφού αυτές, με τη συμπίεση του κόστους εργασίας, θα έχουν λιγότερα κίνητρα να εισάγουν  τεχνολογικές καινοτομίες. 
Σε μια ανοικτή αγορά, η μείωση του κόστους και των μισθών  μπορεί πράγματι να αυξήσει  τις εξαγωγές. Αυτό συνέβη πρόσφατα, για παράδειγμα, στην Ιρλανδία και τη Γερμανία. Η Ιρλανδία προσέλκυσε  επενδύσεις με φορολογικές ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις. Η Γερμανία, αντίθετα, κατάφερε να αυξήσει την παραγωγικότητα, χωρίς να αυξήσει τους  μισθούς. 

Αλλά η ανταγωνιστικότητα είναι πάντα κάτι το σχετικό.Αν όλοι οι ανταγωνιστές μειώσουν τους μισθούς, τότε δεν κερδίζει κανένας.
Τότε,η μόνη λύση που έχουν στη διάθεσή τους είναι η μείωση της ζήτησης και της ανάπτυξης. Για να ανακτήσουν τη διαφορά ανταγωνιστικότητας με τη Γερμανία, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου θα πρέπει να μειώσουν τους μισθούς και τις τιμές των εξαγόμενων αγαθών τους κατά 30 περίπου τοις εκατό. 
Εάν  η μείωση των μισθών δεν οδηγήσει και στην ανάλογη μείωση των τιμών των προϊόντων (κάτι που είναι πιθανό), τότε η αγοραστική δύναμη των μισθών θα μειωθεί, και θα προκύψουν εκρηκτικές καταστάσεις.

Από την άλλη,όμως, ακόμα και αν πέσουν οι τιμές,αυτό θα κάνει το χρέος, τόσο το δημόσιο  όσο και το ιδιωτικό, πιο ακριβό  και οι συνέπειες θα είναι μεγάλες. Αν το πρόβλημα είναι να επαναπροσδιοριστεί η ανταγωνιστικότητα του Βερολίνου με αυτή  των χωρών του Νότου, αυτό θα μπορέσει να γίνει είτε αυξάνοντας τους πραγματικούς μισθούς (ώστε να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος ως προς την παραγωγικότητα), είτε τις τιμές στη Γερμανία. 

Ο πληθωρισμός έχει λιγότερες αρνητικές συνέπειες από τον αποπληθωρισμό. Και σ’ αυτό θα μπορούσαν  να συμφωνήσουν, ακόμη και οι Γερμανοί εργάτες. Antonella Stirati, λέκτορας στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Federico Caffe Roma3. Γράφει στην ιστοσελίδα economiaepolitica.it



4. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να στηρίξει την ανάπτυξη και την απασχόληση; ΟΧΙ.

Όσοι υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την ανάπτυξη και την απασχόληση αποδέχονται εκ των προτέρων ότι ο μόνος λόγος ύπαρξης μιας κεντρικής τράπεζας είναι αυτός που αναφέρεται στο καταστατικό του Ιδρύματος της Φρανκφούρτης. Αλλά οι λειτουργίες που επιτελεί μια κεντρική τράπεζα δεν είναι παρά η αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής. Στο παρελθόν στόχοι  και μέσα παρέκλιναν αρκετές φορές. 

Στην περίπτωση της ΕΚΤ - υπό την πίεση της νεοφιλελεύθερης σκέψης - η πολιτική επιλογή ήταν σαφής: να συγκρατηθεί ο  πληθωρισμος στην ευρωζώνη  σε χαμηλά επίπεδα και το μέσο ήταν η ρύθμιση του όγκου της  ρευστότητας στην αγορά χρήματος,αυτή την διεθνή αγορά όπου οι τράπεζες ανταλλάσσουν τα περισσευούμενα ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία). Αρα, συνομιλητής της ΕΚΤ είναι οι τράπεζες (ο δημόσιος τομέας μπαίνει στη γωνία) με την παραδοχή ότι οι αποφάσεις τους είναι πιο έγκυρες για το σύνολο του συστήματος : οι στόχοι των τραπεζών, γίνονται έτσι στην πράξη και στόχοι της οικονομικής πολιτικής. 

Ακολουθώντας αυτή τη λογική, η ΕΚΤ αποποιήθηκε το ρόλο της ως δανειστή έσχατης ανάγκης απέναντι στα κράτη που ήταν τα θύματα της κρίσης των σπρεντ. Επιπλέον, η δράση της Κεντρικής Τράπεζας, με παράδειγμα το κύμα των αμερικανικών παρεμβάσεων, κράτησε χαμηλά τα επιτόκια των ρευστών διαθεσίμων στηρίζοντας  το ενδιαφέρον των επενδυτών (και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) για  πιο ριψοκίνδυνες οικονομικές δραστηριότητες. Παραδόξως,όμως, τα χαμηλά επιτόκια  δεν ενθάρρυναν την παραγωγική δραστηριότητα (πλην της αγοράς ακινήτων). 

Στην πραγματικότητα, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού αντισταθμίστηκε και με το παραπάνω από τη μικρότερη κερδοφορία της παραγωγής, που οφείλεται στις  ισχνές συνθήκες της ζήτησης. Η χρηματοπιστωτική επομένως δραστηριότητα ωφελήθηκε σε βάρος της παραγωγικής. Μετά από το σοκ της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΚΤ άλλαξε το βηματισμό της, αλλά όχι και το πλαίσιο αναφοράς. 

Στην τραπεζική κρίση η ΕΚΤ παρενέβη με μεγάλες ενέσεις ρευστότητας που έδωσαν  πνοή στις προβληματικές τράπεζες, αλλά στην κρίση του δημόσιου χρέους έκανε πίσω, πιέζοντας απλώς τις τράπεζες να επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα. 

Σε κάθε περίπτωση, το τραπεζικό σύστημα είναι ο τερματικός σταθμός των επιλογών της οικονομικής πολιτικής. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Αλλά θα έπρεπε να υπάρχει, ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα μπορούσε να περιορίζει τη διεθνή κερδοσκοπία  και να στηρίξει τις παραγωγικές δυνατότητες της περιοχής. 

Αυτή είναι μία πλευρά της απαραίτητης πλέον θεσμικής  αναδιάρθρωσης της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής που τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος της,την απασχόληση, το εισόδημα από την εργασία και τα δικαιώματα της. 

Μέχρι τώρα, η στάση της ΕΚΤ και η συμπεριφορά της ήταν σύμφωνη με το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο από το οποίο προέκυψε (και το οποίο έχει κάνει τόσο μεγάλη ζημιά). Αλλά τίποτα δεν της απαγορεύει, πέρα από καλά εδραιωμένα συμφέροντα, να κρατήσει διαφορετική στάση και να υιοθετήσει συμπεριφορές ανάλογες με ένα πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που προωθεί μια πραγματική ευρωπαϊκή ιθαγένεια. 

Για την ανάγκη αλλαγής του πλαισίου δεν υπάρχουν και τόσα πολλά , ωστόσο υπάρχουν. Claudio Gnesutta, πρώην καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης,ειδικός επί θεμάτων νομισματικής πολιτικής. Γράφει στην ιστοσελίδα sbilanciamoci.info