Όταν την Κυριακή
2 Μαΐου 2010, ο ελληνικός λαός αποσβολωμένος άκουγε από τον τότε πρωθυπουργό
Γιώργο Παπανδρέου τα πρώτα δυσβάσταχτα μέτρα που επέβαλε η τρόικα, το κύριο άρθρο της εφημερίδας
«Το Βήμα», υπογεγραμμένο από τον εκδότη της, είχε τίτλο «Ανάπτυξη και πράσινα άλογα…» και αναφερόταν στα υπεράκτια αιολικά πάρκα!
Τη στιγμή, δηλαδή, που η χώρα έμπαινε στη στενωπό, τέσσερις ημέρες
πριν από την ψήφιση στη Βουλή του πρώτου μνημονίου και έξι ημέρες πριν
από την υπογραφή της δανειακής σύμβασης, τη στιγμή που οι πολίτες
περίμεναν από την
τέταρτη εξουσία να αναλάβει τον
πραγματικό της ρόλο, αυτόν της πολύπλευρης ενημέρωσης, του ελέγχου της
κρατικής εξουσίας και της αποτύπωσης του προβληματισμού της κοινωνίας, ο
κραταιός εκδότης μιας από τις κυρίαρχες εφημερίδες της χώρας
ασχολούνταν με τα θαλάσσια αιολικά πάρκα…
Η
επιλογή, βέβαια, δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού
ακριβώς την πιο κρίσιμη, την πιο καθοριστική στιγμή για τη χώρα, έστελνε
σαφές μήνυμα στην κυβέρνηση,
διαμηνύοντας στους κυβερνητικούς παράγοντες να μη βάλουν
κανόνες στο καθεστώς χωροθέτησης και αδειοδότησης των υπεράκτιων αιολικών πάρκων γιατί κάποιοι
επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν κάνει τα κουμάντα τους…
Το μήνυμα αυτό ήταν ένα μικρό, αλλά καθαρό δείγμα ότι τα κυρίαρχα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εκείνα που ελέγχονται από συγκεκριμένες
επιχειρηματικές ομάδες, είχαν κάνει την επιλογή τους. Να οδηγήσουν
σε πτώχευση την ενημέρωση, να παίξουν ανοιχτά το παιχνίδι της
χειραγώγησης της ειδησεογραφίας, με
αντάλλαγμα την επιβίωση της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ που ευημερεί με φωτογραφικές αποφάσεις ακόμα και όταν η χώρα καταρρέει.
Τιτάνια μάχη
Έτσι, τα
κυρίαρχα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μεταλλάχθηκαν σε Μνημονιακά Μέσα Ενημέρωσης, με τους
ιδιοκτήτες τους να παίζουν το παιχνίδι των αγορών, των τραπεζών και των τροϊκανών,
φιμώνοντας κάθε αντίθετη άποψη, σπέρνοντας τον τρόμο και επενδύοντας στον συλλογικό φόβο.
Γιατί το πρόβλημα με τα ΜΜΕ που επέλεξαν ανοιχτά να υποστηρίξουν τη
μνημονιακή πολιτική, δεν είναι ότι πήραν θέση. Αυτό άλλωστε είναι
αναμενόμενο, ξεκάθαρο, ακόμα και θεμιτό.
Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φορά και στην πιο κρίσιμη εποχή για τη χώρα, δίνουν τιτάνια μάχη για να
επιβάλουν τη θέση τους,
αποκρύπτοντας συστηματικά
μέρος της αλήθειας, προβάλλοντας συστηματικά συγκεκριμένα πρόσωπα,
στοχοποιώντας συστηματικά συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικές ομάδες,
απαξιώνοντας και διαστρεβλώνοντας συστηματικά κάθε αντίθετη άποψη.
Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση επέλεξαν να σταθούν
απέναντι στην κοινωνία και
κατ’ επέκταση απέναντι στους αναγνώστες τους, τους ακροατές τους και
τους τηλεθεατές τους, αρνούμενα να μεταφέρουν τους προβληματισμούς και
τις ανησυχίες τους.
Σκληρή γραμμή
Στη γραμμή τού «πας μη μνημονιακός βάρβαρος» κινείται, τουλάχιστον,
τα τελευταία δυο χρόνια το σύνολο των κυρίαρχων τηλεοπτικών σταθμών
(Mega, ΣΚΑΪ, ΝΕΤ, ΑΝΤ1, Alpha), οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί
(ΣΚΑΪ, Βήμα FM, ΑΝΤ1, Flash, Ράδιο 9, δημόσια ραδιόφωνα), με εξαίρεση τον Real FM που επέλεξε να μην επενδύσει στη σκληρή μνημονιακή «δημοσιογραφία», αλλά
να εξισορροπήσει όλες τις απόψεις, κερδίζοντας έτσι και την πρώτη θέση στις ακροαματικότητες, μακράν από τον δεύτερο και τον τρίτο.
Στη σκληρή μνημονιακή γραμμή κινούνται και οι εφημερίδες που
βρίσκονται πίσω από τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς των ίδιων
επιχειρηματικών συμφερόντων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα για τα ΜΜΕ που δημοσιεύτηκε στις
18 Μαΐου στην εφημερίδα
«Παρασκευή και 13», οι
πολίτες έχουν διαπιστώσει πώς παίζεται το μίντιακό παιχνίδι, αφού
θεωρούν ότι μόνο τρεις εφημερίδες -«Real News», «Ποντίκι», «Πρώτο Θέμα» -
είναι κριτικά κατά του μνημονίου, εάν εξαιρέσουμε τις
δύο κομματικές εφημερίδες «Ριζοσπάστη» και «Αυγή».
Αντίστοιχα,
κατατάσσουν στους υπέρμετρα υποστηρικτές του μνημονίου τις εφημερίδες
«Νέα», «Καθημερινή», «Έθνος», «Ελ. Τύπος», τους τηλεοπτικούς σταθμούς
Mega, ΣΚΑΪ, ΑΝΤ1, όπως επίσης τα ραδιόφωνα του
ΣΚΑΪ, του ΑΝΤ1 και τα κρατικά.
Η τακτική που ακολουθήθηκε και ακολουθείται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ είναι
η μονοδιάστατη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης μέσα από την
προβολή μόνο των απόψεων του ΔΝΤ, της τρόικας και της Παγκόσμιας
Τράπεζας.
Με ύφος χιλίων καρδιναλίων, προσπαθούν να πείσουν ότι κατέχουν το
«αλάθητο του Πάπα» και
όλοι οι άλλοι, όσοι προκρίνουν οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση για την
έξοδο από την κρίση, είναι άσχετοι, αμόρφωτοι, απαίδευτοι, οπαδοί του
χάους και της επιστροφής στη δραχμή.
Έτσι το σύνολο των εφημερίδων και των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, και ενώ η χώρα βρίσκεται σε «πόλεμο», έβαλε την
επιχειρηματική ατζέντα πάνω από το δημοσιογραφικό καθήκον, αντανακλώντας όχι τις ανησυχίες των πολιτών, αλλά των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Όπως αποκάλυψε το «Π» τον Δεκέμβριο του 2010, οι
τροϊκανοί, γνωρίζοντας τις αντιδράσεις που θα προκαλούσαν τα παράλογα και πτωχευτικά μέτρα,
επένδυσαν στη δημιουργία μιας επικοινωνιακής γραμμής άμυνας με στόχο να υπάρχει χειρισμός ή καλύτερα
επικοινωνιακή χειραγώγηση των μέτρων και των επιπτώσεών τους.
Προχώρησαν λοιπόν σε
«ιδιαίτερα μαθήματα» καθίζοντας στο θρανίο συγκεκριμένους
δημοσιογράφους, στελέχη
τραπεζών και επιχειρήσεων, εκπροσώπους εργοδοτικών και επιχειρηματικών
ενώσεων και βέβαια συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη, για να τους
δώσουν τις κατευθύνσεις του χειρισμού των μέτρων που ήταν δεδομένο ότι
θα προκαλούσαν χιονοστιβάδα αντιδράσεων.
Στόχος των ιδιαίτερων αυτών μαθημάτων ήταν να «οπλιστούν» οι
λεγεωνάριοι του μνημονίου με «επιχειρήματα» αλλά και να δημιουργηθεί μια άτυπη ομάδα προσώπων που θα κυριαρχούσε στα τηλεοπτικά «παράθυρα».
Φόβος και στοχοποίηση
Η τακτική που ακολούθησαν και ακολουθούν τα κυρίαρχα ΜΜΕ αποτελεί
τον ορισμό της προπαγάνδας αφού
συστηματικά επιλέγουν να κάνουν «δημοσιογραφία» επενδύοντας στον φόβο
και τη στοχοποίηση των δήθεν υπευθύνων για την κατάντια της χώρας.
Ο φόβος τα τελευταία χρόνια έχει διατυπωθεί με πληθώρα
εκβιαστικών διλημμάτων του
τύπου «μνημόνιο ή χρεοκοπία», «ελεγχόμενη χρεοκοπία ή άτακτη
χρεοκοπία», «μειώσεις μισθών ή στάση πληρωμών», «μειώσεις συντάξεων ή
στάση πληρωμών», «διάλυση των εργασιακών σχέσεων ή ανεργία», «απολύσεις ή
χρεοκοπία», «κυβέρνηση συνεργασίας ή χρεοκοπία», «κούρεμα ή
χρεοκοπία», «ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας ή χρεοκοπία». Ακόμα κι όταν
η πολιτική του μνημονίου απέδειξε ότι δεν αποδίδει, έβγαλαν άλλα
διλήμματα από την τσέπη, όπως «νέα μέτρα ή χρεοκοπία» και εσχάτως τα
πιο ακραία, τα πιο τρομακτικά «πιστή τήρηση του μνημονίου ή δραχμή και
χάος», «πιστή τήρηση του μνημονίου ή δραχμή και εμφύλιος»…
Τα Μνημονιακά Μέσα Ενημέρωσης επιλέγουν είτε να γίνουν
ντελιβεράδες των
διλημμάτων που τους έρχονται με σκονάκι από την τρόικα και τους
εγχώριους «κουκουλοφόρους» της, είτε να τα εφευρίσκουν παίζοντας τον
ρόλο των «καλών παιδιών», ποντάροντας στην τρομοκράτηση των πολιτών
αντί στην ψύχραιμη και σφαιρική ενημέρωσή τους.
Γιατί, ακόμα κι όταν προβάλλουν το ύστατο δίλημμα «μνημόνιο ή δραχμή
και χάος», αρνούνται να ακολουθήσουν το μίνιμουμ της δημοσιογραφικής
αποστολής και δεοντολογίας και να ζητήσουν
απόψεις και
θέσεις για το τι σημαίνει μνημόνιο και το τι σημαίνει επιστροφή στη
δραχμή. Αρνούνται να δώσουν τη δυνατότητα στον πολίτη να καταλάβει
παρουσιάζοντάς του όλα τα στοιχεία και όλες τις απόψεις.
Για να υπηρετήσουν τα διλήμματα, τα Μνημονιακά Μέσα Ενημέρωσης
κατέφυγαν στη γνωστή και δοκιμασμένη τακτική της εφεύρεσης «υπευθύνων»
για την κρίση μέσα από τη
στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και τη δημιουργία μιας ιδιότυπης «εμφύλιας» διαμάχης μεταξύ ομάδων εργαζομένων.
Έτσι, στην αρχή στοχοποιήθηκαν οι
δημόσιοι υπάλληλοι, για
να επιτευχθεί αντιπαράθεση με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Τα
Μνημονιακά Μέσα Ενημέρωσης έδωσαν ρέστα προσπαθώντας να περάσουν την
άποψη ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι
για την κατάντια της χώρας αφού στο σύνολό τους είναι υψηλά αμειβόμενοι
και τεμπέληδες, σε σχέση με εκείνους του ιδιωτικού τομέα που
εργάζονται για να πληρώνουν το Δημόσιο.
Η τακτική βασίστηκε σε μια
πραγματικότητα, τη γιγάντωση ενός γραφειοκρατικού και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα, με στόχο, όμως, όχι την ανάπτυξη πολιτικών για τον
εκσυγχρονισμό του, αλλά τη μείωση των αποδοχών και την προετοιμασία του εδάφους για την
πώληση των «ασημικών» του κράτους.
Στη συνέχεια, στοχοποιήθηκαν οι εργαζόμενοι στον
ιδιωτικό τομέα. Οι μέχρι πρότινος σκληρά εργαζόμενοι με μικρούς μισθούς και στυλοβάτες του αδηφάγου Δημοσίου έγιναν οι
«υπεύθυνοι» για την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας!
Τα Μνημονιακά Μέσα Ενημέρωσης συστηματικά παρουσίαζαν απόψεις περί του
υψηλού κόστους εργασίας, των
«ρετιρέ» των ιδιωτικών υπαλλήλων, των απεχθών συλλογικών συμβάσεων
εργασίας που δεν επιτρέπουν στους επιχειρηματίες να επενδύσουν…
Παρουσίαζαν την εικόνα μιας χώρας που στα σύνορά της περιμένουν
χιλιάδες επενδυτές με επιταγές δισεκατομμυρίων στα χέρια, και οι
υψηλοί μισθοί, το υψηλό κόστος εργασίας και η μετενέργεια τους κρατούν
απέξω!
Και κάπως έτσι συνέβαλαν στη
διάλυση των μισθών και του ιδιωτικού τομέα, στη διάλυση κάθε έννοιας εργασιακών σχέσεων με αξιοπρέπεια.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και για να επιτύχουν την
κατεδάφιση συνταγματικών
προβλέψεων, κάθε έννοιας σχεδιασμού και προστασίας στο όνομα
αμφιλεγόμενων επενδύσεων, που στις περισσότερες των περιπτώσεων
αφορούσαν δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα.
Είναι χαρακτηριστική της κυρίαρχης κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας η
προβολή διαφόρων ρεπορτάζ που παρουσίαζαν τον διεφθαρμένο και
γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα, το εκτός τόπου και χρόνου Συμβούλιο της
Επικρατείας, να βάζουν φρένο σε επενδύσεις,
αποκρύπτοντας βασικές
παραμέτρους του θέματος. Για παράδειγμα, κατηγορούσαν τις δημόσιες
υπηρεσίες και το ΣτΕ για μπλοκάρισμα επενδύσεων όταν ήταν γνωστό τοις
πάσι ότι είχαν επιλεγεί
δημόσιες δασικές εκτάσεις ή όταν ο επενδυτής παρουσίαζε ως ιδιωτική έκταση περιουσία του Δημοσίου!
ΣΥΡΙΖΑ vs Mega
Η κόντρα ανάμεσα στον
ΣΥΡΙΖΑ και τον τηλεοπτικό σταθμό
Mega, αντανακλά επίσης το
νοσηρό σύμπτωμα της δημοσιογραφίας του αποκλεισμού που κυριαρχεί ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια.
Η
μετωπική σύγκρουση ξεκίνησε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε ως απαράδεκτη την πρόσκληση του τηλεοπτικού σταθμού για εμφάνιση του
Αλέξη Τσίπρα κατά
την προεκλογική περίοδο στο δελτίο ειδήσεων, όπως ο νόμος ορίζει,
επισημαίνοντας ότι «στη ζωή, αλλά και στην πολιτική, η αξιοπρέπεια έχει
μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία από λίγα λεπτά τηλεοπτικού χρόνου».
Ο
ΣΥΡΙΖΑ έδειξε
«πόρτα» υπενθυμίζοντας ότι το Μega είχε επί 1,5 χρόνο
αποκλείσει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ από κάθε ενημερωτική και ειδησεογραφική εκπομπή του.
Αντίθετα, το ίδιο χρονικό διάστημα άλλοι πρόεδροι κομμάτων, όπως για παράδειγμα ο
Γιώργος Καρατζαφέρης, είχαν μετατραπεί έως και σε συμπαρουσιαστές ενημερωτικών εκπομπών του σταθμού.
Η περίπτωση
Τσίπρα και Mega είναι από τις πιο
χαρακτηριστικές τού πώς ένα κυρίαρχο Μέσο Ενημέρωσης, που είναι πρώτο σε
τηλεθέαση, επιλέγει να αποκλείσει έναν πρόεδρο κόμματος επειδή δεν του
αρέσουν οι απόψεις του. Επιλέγει, δηλαδή, να καταπατήσει μια από τις
βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, χωρίς καν να κρατάει τα προσχήματα.
Έτσι η ενημέρωση μετατρέπεται σε παιχνίδι με
σημαδεμένη τράπουλα αφού
η μνημονιακή γραμμή του σταθμού υπηρετείται, συν τοις άλλοις, με τον
τσαμπουκαλίδικο αποκλεισμό όσων δεν είναι αρεστοί και όσων θεωρούνται
περισσότερο επικίνδυνοι για ένα σύστημα που δοκιμάζεται.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε κατά την προεκλογική περίοδο
επιθετική πολιτική απέναντι στο Mega και στους ιδιοκτήτες του θέτοντας το θέμα των
τηλεοπτικών αδειών αφού, όπως είναι γνωστό, οι τηλεοπτικοί σταθμοί κατέχουν
δημόσιες συχνότητες χωρίς να έχουν αδειοδοτηθεί. Ο υπεύθυνος, μάλιστα, της Επιτροπής Επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ
Βασίλης Μουλόπουλος, ο
οποίος μέχρι το 2009 ήταν διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας «Το Βήμα»,
αναφερόμενος στο θέμα της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών, δήλωσε
ότι «θα σπάσει το κύκλωμα της διαπλοκής στα ΜΜΕ» και αποτίμησε στο ποσό
του μισού εκατομμυρίου ευρώ τις τηλεοπτικές άδειες.
Στο θέμα παρενέβη μέσω Twitter και ο
Νίκος Παππάς, προσωπικός
φίλος και διευθυντής του Γραφείου του Αλέξη Τσίπρα, γράφοντας
«@nikospappas16 Εάν η διαπλοκή του Έθνους νομίζει ότι θα κάνουμε γαργάρα
το θέμα τηλεοπτικών αδειών και της δεοντολογίας κάνει MEGAλο λάθος».
Οι επιθέσεις δεν έμειναν βέβαια αναπάντητες, με αρθρογραφία από
το «Βήμα», τα
«Νέα» και το
«Έθνος».
[--->]