JEFFRY D. SACHS : ΠΩΣ ΟΙ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΙ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΤΗΝ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '90

  

Στη δεκαετία του '90, οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ επέλεξαν την ηγεμονία αντί της συνεργασίας με τη Ρωσία, απορρίπτοντας την οικονομική βοήθεια και ευνοώντας την επέκταση του ΝΑΤΟ.

5 Σεπτεμβρίου 2024

από τον Jeffrey D. Sachs

 

 

https://www.vocedellasera.com/opinioni/come-i-neoconservatori-hanno-scelto-egemonia-al-posto-della-pace/?fbclid=IwY2xjawMZEmdleHRuA2FlbQIxMAABHhkwZB_OQM7VONIw8LY4nGdf8l6UIz3Ad1Iar02Eax4XKNkzU8pN8wmdsdZ8_aem_bd-Tu5tMVAUpe9SLPf7yuA

 

 

Το 1989 υπηρέτησα ως σύμβουλος της πρώτης μετακομμουνιστικής κυβέρνησης της Πολωνίας και βοήθησα στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής μεταρρύθμισης. Οι συστάσεις μου το 1989 ήταν να υπάρξει ευρεία οικονομική στήριξη της Πολωνίας από τη Δύση, προκειμένου να αποφευχθεί ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, να καταστεί το νόμισμα μετατρέψιμο σε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και να ανοίξει το εμπόριο και οι επενδύσεις με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση). Οι συστάσεις αυτές έγιναν δεκτές από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, τη G7 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

 

 

 

 

Χάρη στις συστάσεις μου, δημιουργήθηκε ένα ταμείο σταθεροποίησης ύψους 1 δισεκατομμυρίου ζλότι για τη στήριξη της μετατρεψιμότητας του νέου πολωνικού νομίσματος. Στη Πολωνία χορηγήθηκε προσωρινή αναστολή της αποπληρωμής του σοβιετικού χρέους και, στη συνέχεια, μερική διαγραφή του χρέους αυτού. Η Πολωνία έλαβε σημαντική αναπτυξιακή βοήθεια υπό μορφή επιχορηγήσεων και δανείων από την επίσημη διεθνή κοινότητα.

 

 

 

 

 

Οι μετέπειτα οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Πολωνίας μιλούν από μόνες τους. Παρά το γεγονός ότι η πολωνική οικονομία είχε βιώσει μια δεκαετία κατάρρευσης στη δεκαετία του '80, η Πολωνία ξεκίνησε μια περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του '90. Το νόμισμα παρέμεινε σταθερό και ο πληθωρισμός χαμηλός. Το 1990, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πολωνίας (μετρούμενο με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) ήταν ίσο με το 33% του αντίστοιχου της γειτονικής Γερμανίας. Μέχρι το 2024, είχε φτάσει το 68% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας, μετά από δεκαετίες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.

Με βάση την οικονομική επιτυχία της Πολωνίας, το 1990 ήρθα σε επαφή με τον κ. Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, οικονομικό σύμβουλο του προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος μου ζήτησε να προσφέρω συμβουλές στη Σοβιετική Ένωση, ιδίως για να βοηθήσω στη κινητοποίηση οικονομικής στήριξης για τη σταθεροποίηση και την οικονομική μεταρρύθμιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας ήταν ένα σχέδιο του 1991, που ξεκίνησε στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ με τους καθηγητές Graham Allison, Stanley Fisher και Robert Blackwill. Μαζί, προτείναμε ένα «Μεγάλο Σύμφωνο» στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη G7 και στη Σοβιετική Ένωση, στο οποίο υποστηριζόταν η ευρεία οικονομική στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες της G7 για τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε ξεκινήσει ο Γκορμπατσόφ. Η έκθεση δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Window of Opportunity: The Grand Bargain for Democracy in the Soviet Union (1 Οκτωβρίου 1991).

 

 

 

 

 

Η πρόταση για μεγάλη δυτική υποστήριξη προς τη Σοβιετική Ένωση απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους «πολεμιστές του Ψυχρού Πολέμου» στο Λευκό Οίκο. Ο Γκορμπατσόφ εμφανίστηκε στη σύνοδο κορυφής της G7 στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1991 ζητώντας οικονομική βοήθεια, αλλά έφυγε με άδεια χέρια. Κατά την επιστροφή του στη Μόσχα, απήχθη στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. Εκείνη τη στιγμή, ο Μπόρις Γέλτσιν, πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανέλαβε την πραγματική ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης που βρισκόταν σε κρίση. Μέχρι τον Δεκέμβριο, υπό το βάρος των αποφάσεων που έλαβαν η Ρωσία και άλλες σοβιετικές δημοκρατίες, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, δημιουργώντας 15 νέες ανεξάρτητες χώρες.

 

 

 

 

 

Τον Σεπτέμβριο του 1991, ήρθα σε επαφή με τον Γεγκόρ Γκαϊντάρ , οικονομικό σύμβουλο του Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος το Δεκέμβριο του 1991θα έγινε προσωρινός πρωθυπουργός της νέας ανεξάρτητης Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτός μου ζήτησε να πάω στη Μόσχα για να συζητήσουμε την οικονομική κρίση και τους τρόπους σταθεροποίησης της ρωσικής οικονομίας. Εκείνη την εποχή, η Ρωσία βρισκόταν στο χείλος της υπερπληθωρισμού, της χρεοκοπίας έναντι της Δύσης, της κατάρρευσης του διεθνούς εμπορίου με τις άλλες δημοκρατίες και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και της σοβαρής έλλειψης τροφίμων στις ρωσικές πόλεις λόγω της κατάρρευσης των προμηθειών τροφίμων από την ύπαιθρο και της διαδεδομένης μαύρης αγοράς τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών.

 

 

 

Στη Ρωσία συνέστησα να επαναλάβει το αίτημά της για ευρεία οικονομική στήριξη από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αναστολής της εξυπηρέτησης του χρέους, μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους, ένα ταμείο σταθεροποίησης του ρουβλίου (όπως για το ζλότι στην Πολωνία), σημαντικές επιχορηγήσεις σε δολάρια και ευρωπαϊκά νομίσματα για τη στήριξη των επειγουσών εισαγωγών τροφίμων και φαρμάκων και άλλων βασικών ροών αγαθών, καθώς και άμεση χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους θεσμούς για την προστασία των κοινωνικών υπηρεσιών της Ρωσίας (υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.).

Τον Νοέμβριο του 1991, ο Γεγκόρ Γκαϊντάρ συναντήθηκε με τους αναπληρωτές υπουργούς Οικονομικών της G7 και ζήτησε αναστολή της εξυπηρέτησης του χρέους. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε κατηγορηματικά. Αντίθετα, ο Gaidar ενημερώθηκε ότι, εάν η Ρωσία δεν συνέχιζε να αποπληρώνει κάθε δολάριο του χρέους της κατά την ημερομηνία λήξης, η επείγουσα επισιτιστική βοήθεια που είχε ήδη αποσταλεί προς τη Ρωσία θα επιστρεφόταν αμέσως στους λιμένες προέλευσής της. Αμέσως μετά τη συνάντηση με τους αναπληρωτές υπουργούς της G7 συνάντησα έναν συγκλονισμένο Γκαϊντάρ

 

 

 

Τον Δεκέμβριο του 1991, συνάντησα τον  Γέλτσιν στο Κρεμλίνο για να τον ενημερώσω για την οικονομική κρίση της Ρωσίας και να επαναλάβω την ελπίδα μου για την παροχή επείγουσας βοήθειας από τη Δύση, ειδικά τώρα που η Ρωσία αναδυόταν ως ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Μου ζήτησε να γίνω σύμβουλος της οικονομικής του ομάδας, με αποστολή να προσπαθήσω να κινητοποιήσω την απαραίτητη οικονομική στήριξη. Δέχτηκα την πρόκληση και τη θέση του συμβούλου χωρίς καμία αμοιβή.

 

 

Επιστρέφοντας από τη Μόσχα, μετέβηκα στην Ουάσιγκτον για να επαναλάβω το αίτημά μου για αναστολή του χρέους, τη δημιουργία ενός ταμείου σταθεροποίησης της νομισματικής ισοτιμίας και την παροχή έκτακτης οικονομικής βοήθειας. Κατά τη συνάντησή μου με τον Ρίτσαρντ Ερμπ, αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ΔΝΤ αρμόδιο για τις σχέσεις με τη Ρωσία, έμαθα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριζαν ένα τέτοιο πακέτο οικονομικών μέτρων. Άσκησα εκ νέου πιέσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

 

 

Πράγματι, την περίοδο 1991-94 συνέχισα να ζητώ αδιάκοπα ευρεία δυτική στήριξη για την οικονομία της Ρωσίας που βρισκόταν σε κρίση και για τα άλλα 14 νέα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπέβαλα αυτά τα αιτήματα σε αμέτρητες ομιλίες, συναντήσεις, συνέδρια, άρθρα και editorials. Η φωνή μου ήταν η μόνη στις Ηνωμένες Πολιτείες που ζητούσε αυτού του είδους τη στήριξη. Είχα μάθει από την οικονομική ιστορία, κυρίως από τα κρίσιμα κείμενα του Τζον Μέιναρντ Κέινς (ιδίως Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, 1919), και από τις εμπειρίες μου ως σύμβουλος στη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη, ότι η εξωτερική οικονομική στήριξη της Ρωσίας θα ήταν καθοριστική για την επιτυχία της οικονομικής σταθεροποίησης.

 

 

 

Είναι χρήσιμο να παραθέσω εδώ ένα απόσπασμα από ένα άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Washington Post τον Νοέμβριο του 1991, για να παρουσιάσω το κύριο σημείο της επιχειρηματολογίας μου:

«Αυτή είναι η τρίτη φορά σε αυτό τον αιώνα που η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με τους ηττημένους. Όταν τα γερμανικά και τα αψβουργικά αυτοκρατορικά καθεστώτα κατέρρευσαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει οικονομικό χάος και κοινωνική αναταραχή. Ο Κέινς προέβλεψε το 1919 ότι αυτή η κατάρρευση στη Γερμανία και την Αυστρία, σε συνδυασμό με την έλλειψη οράματος εκ μέρους των νικητών, θα προκαλούσε μια σφοδρή αντίδραση προς τη στρατιωτική δικτατορία στην Κεντρική Ευρώπη. Ακόμη και ένας λαμπρός υπουργός Οικονομικών όπως ο  Γιόζεφ Σουμπέτερ στην Αυστρία δεν μπόρεσε να σταματήσει την πορεία προς τον υπερπληθωρισμό και τον ανεξέλεγκτο εθνικισμό, και οι Ηνωμένες Πολιτείες βυθίστηκαν στον απομονωτισμό της δεκαετίας του 1920 υπό την «ηγεσία» του Ουόρεν Χάρντινγκ  και του γερουσιαστή Χένρι Κάμποτ Λοτζ ».

  

 

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικητές φέρθηκαν πιο έξυπνα. Ο Χάρι Τρούμαν ζήτησε την οικονομική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία, την Ιαπωνία και την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Τα ποσά που διατέθηκαν στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ένα μικρό ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών που τα έλαβαν, δεν ήταν επαρκή για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Ωστόσο, αποτέλεσαν μια πολιτική σανίδα σωτηρίας για τους οραματιστές οικοδόμους του δημοκρατικού καπιταλισμού στη μεταπολεμική Ευρώπη.

 

 

 

Τώρα, ο Ψυχρός Πόλεμος και η κατάρρευση του κομμουνισμού έχουν αφήσει τη Ρωσία εξαντλημένη, φοβισμένη και ασταθή, όπως ήταν η Γερμανία μετά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η δυτική βοήθεια θα είχε το ίδιο ψυχολογικό και πολιτικό αποτέλεσμα που είχε το Σχέδιο Μάρσαλ για τη Δυτική Ευρώπη. Η ψυχή των Ρώσων βασανίστηκε από 1.000 χρόνια βίαιων εισβολών, από τον Τζένγκις Χαν μέχρι τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ.

 

 

 

Ο Τσώρτσιλ χαρακτήρισε το Σχέδιο Μάρσαλ ως «την πιο ανιδιοτελή πράξη στην ιστορία», και η άποψή του συμμεριζόταν από εκατομμύρια Ευρωπαίους για τους οποίους αυτή η βοήθεια ήταν η πρώτη αχτίδα ελπίδας σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Σε μια διαλυμένη Σοβιετική Ένωση, έχουμε μια εξαιρετική ευκαιρία να ξυπνήσουμε τις ελπίδες του ρωσικού λαού μέσω μιας πράξης διεθνούς κατανόησης. Ο Δυτικός κόσμος μπορεί τώρα να εμπνεύσει τον ρωσικό λαό με μια άλλη ανιδιοτελή πράξη.

 

 

 

 

Αυτή η συμβουλή δεν εισακούστηκε, αλλά δεν με αποθάρρυνε από το να συνεχίσω την εκστρατεία μου. Το 1992, προσκλήθηκα να εκθέσω την άποψή μου στην τηλεοπτική εκπομπή The McNeil-Lehrer Report του PBS. Συμμετείχα στην εκπομπή μαζί με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Λόρενς Ιγκλμπουργκερ. Μετά την εκπομπή, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω από το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια μέχρι την Ουάσιγκτον. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έλαβε χώρα η ακόλουθη συζήτηση: «Τζέφρι, επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ότι το αίτημά σας για βοήθεια μεγάλης κλίμακας δεν θα γίνει δεκτό. Ακόμα και αν συμφωνούσα με τα επιχειρήματά σου — και ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών [Λέσεκ Μπαλτσερόβιτς  ] μου έθεσε τα ίδια ζητήματα μόλις την περασμένη εβδομάδα — δεν θα συμβεί. Θέλεις να μάθεις γιατί; Ξέρεις τι χρονιά είναι αυτή;» «Το 1992», απάντησα. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» «Εκλογική χρονιά;», απάντησα. «Ναι, ακριβώς. Είναι εκλογικό έτος. Δεν θα γίνει.»

 

 

 

Η οικονομική κρίση στη Ρωσία επιδεινώθηκε ραγδαία το 1992. Ο Γκαϊντάρ  κατάργησε τους ελέγχους των τιμών στις αρχές του 1992, όχι ως υποτιθέμενη θαυματουργή θεραπεία, αλλά επειδή οι επίσημες τιμές της σοβιετικής εποχής είχαν καταστεί άνευ σημασίας λόγω των πιέσεων της μαύρης αγοράς, του καταπιεσμένου πληθωρισμού (δηλαδή, η ραγδαία αύξηση των τιμών στη μαύρη αγορά, που μεγέθυνε το χάσμα με τις επίσημες τιμές), της πλήρους κατάρρευσης του σοβιετικού μηχανισμού σχεδιασμού και της διαδεδομένης διαφθοράς, που τροφοδοτούνταν από τα λίγα αγαθά που εξακολουθούσαν να ανταλλάσσονται σε επίσημες τιμές πολύ χαμηλότερες από αυτές της μαύρης αγοράς.

 

 

 

Η Ρωσία είχε επείγουσα ανάγκη από ένα σχέδιο σταθεροποίησης παρόμοιο με αυτό που υιοθέτησε η Πολωνία, αλλά ένα τέτοιο σχέδιο ήταν ανέφικτο από οικονομική άποψη (λόγω της έλλειψης εξωτερικής στήριξης) και από πολιτική άποψη (επειδή η έλλειψη εξωτερικής στήριξης σήμαινε επίσης την απουσία εσωτερικής συναίνεσης για το τι πρέπει να γίνει). Η κρίση επιδεινώθηκε από την κατάρρευση του εμπορίου μεταξύ των νέων μετασοβιετικών κρατών και από την κατάρρευση του εμπορίου μεταξύ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην δορυφόρων της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι πλέον λάμβαναν δυτική βοήθεια και ανακατεύθυναν το εμπόριό τους προς τη Δυτική Ευρώπη και μακριά από την πρώην Σοβιετική Ένωση.

 

 

 

 

Το 1992 συνέχισα, χωρίς επιτυχία, να προσπαθώ να κινητοποιήσω τη χρηματοδότηση της Δύσης σε μεγάλη κλίμακα, την οποία θεωρούσα όλο και πιο επείγουσα. Βάσιζα τις ελπίδες μου στη νέα προεδρία του Μπιλ Κλίντον, που μόλις είχε εκλεγεί. Και αυτές οι ελπίδες γρήγορα διαψεύστηκαν. Ο κύριος σύμβουλος του Κλίντον για τη Ρωσία, ο καθηγητής Μάικλ Μάντελμπαουμ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, μου είπε ιδιαιτέρως τον Νοέμβριο του 1992 ότι η ομάδα του Κλίντον είχε απορρίψει την ιδέα της μεγάλης κλίμακας βοήθειας προς τη Ρωσία. Ο Μάντελμπαουμ ανακοίνωσε σύντομα δημοσίως ότι δεν θα υπηρετούσε στη νέα κυβέρνηση. Συνάντησα τον νέο σύμβουλο για τη Ρωσία, Στρόμπε Τάλμποτ, αλλά διαπίστωσα ότι ήταν εντελώς ανυποψίαστος για τις περισσότερο πιεστικές οικονομικές πραγματικότητες. Μου ζήτησε να του στείλω υλικό για την υπερπληθωρισμό, πράγμα που έκανα.

 

 

 

Στα τέλη του 1992, μετά από ένα χρόνο ανεπιτυχών προσπαθειών να βοηθήσω τη Ρωσία, είπα στον Γκάινταρ ότι θα παραιτηθώ από τη θέση μου, καθώς οι συστάσεις μου δεν ακούγονταν ούτε στην Ουάσινγκτον ούτε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ωστόσο, γύρω στα Χριστούγεννα, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον νέο Ρώσο υπουργό Οικονομικών, Μπόρις Φιόντοροφ. Μου ζήτησε να τον συναντήσω στην Ουάσινγκτον στις πρώτες μέρες του 1993. Συναντηθήκαμε στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Φιόντοροφ, ένας ευγενής και εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πρόωρα λίγα χρόνια αργότερα, με παρακάλεσε να παραμείνω σύμβουλός του για όλο το 1993. Δέχτηκα και πέρασα ένα ακόμη έτος προσπαθώντας να βοηθήσω τη Ρωσία να εφαρμόσει ένα σχέδιο σταθεροποίησης. Παραιτήθηκα τον Δεκέμβριο του 1993 και ανακοίνωσα δημοσίως την απόφασή μου στις πρώτες ημέρες του 1994.

 

 

 

Η συνεχής δραστηριότητά μου ως λομπίστας στην Ουάσινγκτον, ακόμη και υπό την κυβέρνηση Κλίντον, δεν βρήκε ανταπόκριση και οι προαισθήματά μου επιδεινώθηκαν. Συνέχισα να υπενθυμίζω τα διδάγματα της ιστορίας στις δημόσιες ομιλίες μου και στα γραπτά μου, όπως σε αυτό το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο The New Republic τον Ιανουάριο του 1994, αμέσως μετά την αποχώρησή μου από τη θέση του συμβούλου:

 

Ο Κλίντον δεν πρέπει να παρηγοριέται με τη σκέψη ότι τίποτα σοβαρό δεν μπορεί να συμβεί στη Ρωσία. Πολλοί δυτικοί πολιτικοί έχουν προβλέψει με βεβαιότητα ότι, αν οι μεταρρυθμιστές απομακρυνθούν τώρα, θα επιστρέψουν σε ένα χρόνο, αφού οι κομμουνιστές αποδείξουν για άλλη μια φορά ότι δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην συμβεί. Η ιστορία πιθανώς έδωσε στην κυβέρνηση Κλίντον μία μόνο ευκαιρία να επαναφέρει τη Ρωσία από το χείλος του γκρεμού, και αποκαλύπτει ένα ανησυχητικό μοτίβο στην απλότητά του. Οι μετριοπαθείς Γιρονδίνοι δεν επέστρεψαν στην εξουσία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ροβεσπιέρο. Με την υπερπληθωρισμό, την κοινωνική αναταραχή και τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, η επαναστατική Γαλλία επέλεξε τον Ναπολέοντα. Στη επαναστατική Ρωσία, ο Αλεξάντρ Κερένσκι δεν επέστρεψε στην εξουσία μετά την υπερπληθωρισμό που προκάλεσαν οι πολιτικές του Λένιν και ο εμφύλιος πόλεμος. Η αναταραχή των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1920 άνοιξε το δρόμο για την άνοδο του Στάλιν. Ούτε η κυβέρνηση του Χάινριχ Μπρύνινγκ στη Γερμανία είχε δεύτερη ευκαιρία μετά την άνοδο του Χίτλερ το 1933.

 

 

 

 

 

Αξίζει να διευκρινιστεί ότι ο ρόλος μου ως σύμβουλος στη Ρωσία περιοριζόταν στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και τη διεθνή χρηματοδότηση. Δεν συμμετείχα στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της Ρωσίας, το οποίο διαμορφώθηκε μεταξύ 1993 και 1994, ούτε σε άλλα μέτρα ή προγράμματα (όπως το περιβόητο σχέδιο «δάνεια σε αντάλλαγμα μετοχών» του 1996) που έδωσαν αφορμή για την εμφάνιση των νέων ρωσικών ολιγαρχών. Αντίθετα, αντιτάχθηκα σε διάφορα μέτρα που εφάρμοζε η Ρωσία, θεωρώντας τα γεμάτα αδικίες και διαφθορά. Το είπα τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά σε αξιωματούχους της κυβέρνησης Κλίντον, αλλά ούτε αυτοί με άκουσαν. Ορισμένοι συνάδελφοί μου στο Χάρβαρντ συμμετείχαν στο έργο της ιδιωτικοποίησης, αλλά με κράτησαν σχολαστικά μακριά. Δύο από αυτούς κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για insider trading στη Ρωσία, για το οποίο δεν είχα καμία γνώση ή συμμετοχή. Ο μόνος ρόλος μου σε αυτή την υπόθεση ήταν να τους απολύσω από το Ινστιτούτο Διεθνούς Ανάπτυξης του Χάρβαρντ για παραβίαση των εσωτερικών κανόνων κατά των συγκρούσεων συμφερόντων σε χώρες που λάμβαναν συμβουλές από το Ινστιτούτο.

Η αποτυχία του Δυτικού κόσμου να παράσχει έγκαιρη και μεγάλης κλίμακας οικονομική στήριξη στη Ρωσία και στα άλλα νέα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης επιδείνωσε αναμφίβολα τη σοβαρή οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετώπισαν αυτές οι χώρες στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο πληθωρισμός παρέμεινε πολύ υψηλός για αρκετά χρόνια. Το εμπόριο, και ως εκ τούτου η οικονομική ανάκαμψη, παρεμποδίστηκαν σοβαρά. Η διαφθορά εξαπλώθηκε χάρη στις πολιτικές άγριας ιδιωτικοποίησης των κρατικών πόρων.

 

 

 

 

Όλες αυτές οι δυσλειτουργίες αποδυνάμωσαν σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στις νέες κυβερνήσεις της περιοχής και στον Δυτικό κόσμο. Αυτή η κρίση κοινωνικής εμπιστοσύνης μου θύμισε τη διάσημη ρήση του Κέινς το 1919, μετά την καταστροφική Συνθήκη των Βερσαλλιών και την υπερπληθωρισμό που ακολούθησε: «Δεν υπάρχει πιο διακριτικός και σίγουρος τρόπος για να υπονομεύσεις τα θεμέλια της κοινωνίας από το να διαφθείρεις το νόμισμα. Αυτή η διαδικασία εμπλέκει όλες τις κρυφές δυνάμεις του οικονομικού νόμου από την πλευρά της καταστροφής, και το κάνει με έναν τρόπο που ούτε ένας στους εκατομμύρια δεν είναι σε θέση να διαγνώσει».

 

 

 

Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1990, οι κοινωνικές υπηρεσίες της Ρωσίας παρήκμασαν. Όταν αυτή η παρακμή συνδυάστηκε με την σημαντικά αυξημένη κοινωνική ένταση, σημειώθηκε έντονη αύξηση των θανάτων που σχετίζονταν με το αλκοόλ στη Ρωσία. Ενώ στην Πολωνία οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνοδεύτηκαν από αύξηση του προσδόκιμου ζωής και της δημόσιας υγείας, στη Ρωσία που βρισκόταν σε πλήρη κρίση συνέβη το αντίθετο.

 

 

 

Παρ’ όλες αυτές τις οικονομικές αποτυχίες και την χρεοκοπία της Ρωσίας το 1998, η σοβαρή οικονομική κρίση και η έλλειψη στήριξης από τη Δύση δεν αποτέλεσαν το τελικό σημείο ρήξης στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας. Το 1999, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έγινε πρωθυπουργός και το 2000 πρόεδρος, ο Πούτιν επιδίωξε φιλικές και αμοιβαία υποστηρικτικές διεθνείς σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Ρομάνο Πρόντι, μίλησαν εκτενώς για τις καλές προθέσεις του Πούτιν και την ανοιχτή στάση του προς ισχυρές σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του.

 

 

 

Ήταν στον τομέα των στρατιωτικών υποθέσεων, και όχι στον οικονομικό, που οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης κατέληξαν να διαλυθούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Όπως και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Δύση ήταν στρατιωτικά κυρίαρχη στη δεκαετία του 1990 και είχε σίγουρα τα μέσα να προωθήσει ισχυρές και θετικές σχέσεις με τη Ρωσία. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την υποταγή της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ παρά για σταθερές σχέσεις με τη Ρωσία.

 

 

 

Τη στιγμή της γερμανικής επανένωσης, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Γερμανία υποσχέθηκαν επανειλημμένα στον Γκορμπατσόφ και στη συνέχεια στον Γέλτσιν ότι η Δύση δεν θα εκμεταλλευόταν την επανένωση της Γερμανίας και το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας για να επεκτείνει τη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Ο Γκορμπατσόφ και ο Γέλτσιν επανέλαβαν τη σημασία αυτής της δέσμευσης του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια, ο Κλίντον αθέτησε πλήρως την υπόσχεση του Δυτικού κόσμου και ξεκίνησε τη διαδικασία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Κορυφαίοι Αμερικανοί διπλωμάτες, με επικεφαλής τον μεγάλο πολιτικό και ακαδημαϊκό Τζορτζ Κένναν, προειδοποίησαν τότε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε σε καταστροφή: «Η άποψη, που εκφράζεται χωρίς περιστροφές, είναι ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο θανατηφόρο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη την μεταψυχροπολεμική εποχή». Και έτσι αποδείχθηκε.

 

 

 

Δεν είναι εδώ το μέρος για να αναθεωρήσουμε όλες τις καταστροφές της εξωτερικής πολιτικής που προήλθαν από την αλαζονεία των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, αλλά αρκεί να αναφέρουμε εδώ μια σύντομη και μερική χρονολογία των βασικών γεγονότων. Το 1999, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε το Βελιγράδι για 78 ημέρες με στόχο να διαμελίσει τη Σερβία και να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο Κοσσυφοπέδιο, το οποίο σήμερα φιλοξενεί μια μεγάλη βάση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν μονομερώς από τη Συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας. Το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ αγνόησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και εισέβαλαν στο Ιράκ με ψευδείς προφάσεις. Το 2004, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν την επέκταση του ΝΑΤΟ, αυτή τη φορά προς τις Βαλτικές χώρες και τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Βουλγαρία και Ρουμανία) και των Βαλκανίων. Το 2008, παρά τις επείγουσες και έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ στη Γεωργία και την Ουκρανία.

 

 

 

Το 2011, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέθεσαν στη CIA να ανατρέψει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία, έναν σύμμαχο της Ρωσίας. Την ίδια χρονιά, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Λιβύη για να ανατρέψει τον Μουαμάρ Καντάφι. Το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνωμότησαν με τις εθνικιστικές δυνάμεις της Ουκρανίας για να ανατρέψουν τον πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Το 2015, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εγκαθιστούν αντιβαλλιστικούς πυραύλους Aegis στην Ανατολική Ευρώπη (στη Ρουμανία), σε μικρή απόσταση από τη Ρωσία. Μεταξύ 2016 και 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν την Ουκρανία στην παρεμπόδιση της εφαρμογής της συμφωνίας του Μινσκ II, παρά την ομόφωνη υποστήριξή της από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Το 2021, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Τον Απρίλιο του 2022, οι Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν από την Ουκρανία να αποσυρθεί από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.

 

 

 

Αναλογιζόμενοι τα γεγονότα του 1991-93 και τα μεταγενέστερα, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να απορρίψουν τις φιλοδοξίες της Ρωσίας για μια ειρηνική και σεβαστή ενσωμάτωση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Το τέλος της σοβιετικής περιόδου και η αρχή της προεδρίας του Γέλτσιν συνέπεσαν με την άνοδο στην εξουσία των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ. Οι νεοσυντηρητικοί δεν ήθελαν, και δεν θέλουν, μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού με τη Ρωσία. Επιδίωκαν και εξακολουθούν να επιδιώκουν έναν μονοπολικό κόσμο υπό την ηγεσία μιας ηγεμονικής δύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, στον οποίο η Ρωσία και άλλα έθνη θα πρέπει να είναι υποτελή.

 

 

 

Σε αυτή την παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι νεοσυντηρητικοί φαντάζονταν ότι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποφάσιζαν για τη χρήση του τραπεζικού συστήματος που βασίζεται στο δολάριο, την τοποθέτηση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό, την επέκταση της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων, χωρίς κανένα βέτο ή γνώμη από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ρωσίας. Αυτή η αλαζονική εξωτερική πολιτική οδήγησε σε διάφορους πολέμους και σε ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ του μπλοκ των χωρών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου. Ως σύμβουλος της Ρωσίας κατά τη διετία μεταξύ του τέλους του 1991 και του τέλους του 1993, έζησα από πρώτο χέρι τις πρώτες ημέρες του νεοσυντηρητισμού που εφαρμόστηκε στη Ρωσία, αν και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μετέπειτα γεγονότα για να κατανοήσω πλήρως την επικίνδυνη στροφή που πήρε η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Racket News, 4 Σεπτεμβρίου 2024

 

https://www.racket.news/p/a-true-shock-economist-jeffrey-sachs

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ και «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ» Η ΒΡΩΜΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ

 

Η δαιμονοποίηση της Αντίστασης από κατακτητές και αποικιοκράτες, έχει βασικό εργαλείο τη βρώμικη γλώσσα και την παραφθορά των εννοιών.

Ενώ Θουκυδίδης και Ησίοδος αποκαλούν τρομοκράτες τους κατακτητές και τους τυράννους, τους τελευταίους αιώνες τα παραφερνάλια των βρώμικων εξουσιών βάφτισαν την Αντίσταση,  «τρομοκρατία».

• Στη Λατινική Αμερική, οι Ισπανοί φονιάδες κονκισταδόρες χαρακτήριζαν όλες τις αυτόχθονες φυλές «άγριους και τρομοκράτες» κι έβαψαν κόκκινα, από το αίμα των αυτόχθονων, τα ποτάμια της. Και όταν αργότερα, το 19ο αιώνα ξέσπασαν τα κινήματα απελευθέρωσης,  Μπολίβαρ,  Σαν Μαρτίν και Ζαπάτα επικηρύχτηκαν ως «τρομοκράτες».

• Στις ΗΠΑ, όλες οι αυτόχθονες φυλές των Ινδιάνων, Σιού, Τσερόκι, Απάτσι, Ναβάχο, χαρακτηρίστηκαν ως «άγριοι τρομοκράτες» και οδηγήθηκαν στην πιο πολυάνθρωπη Γενοκτονία, που κατέγραψε ποτέ η Ιστορία. Αργότερα, ακόμη και ο Λούθερ Κινγκ, οπαδός της παθητικής Αντίστασης και της «μη βίας»  μπήκε στις λίστες των «τρομοκρατών» και μετά από πέντε απόπειρες, δολοφονήθηκε τελικά από ένα μισθωμένο «επαρχιακό κλεφτρόνι».

• Στην κατασφαγμένη από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες Αφρική, ο όρος «τρομοκρατία» υιοθετήθηκε για κάθε απελευθερωτικό κίνημα.

Οι Μάου Μάου στην Κένυα, που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της γης τους από τους Βρετανούς άποικους, ταυτίστηκαν με την «τρομοκρατία» και ήταν αυτοί που βασανίστηκαν άγρια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Hola Camp.

Στην Αλγερία, το Μέτωπο για την Εθνική Απελευθέρωση από τους αποικιοκράτες Γάλλους, χαρακτηρίστηκε ως «τρομοκρατική οργάνωση» και 100.000 τουλάχιστον μέλη του σφαγιάστηκαν άγρια.

Στην Αγκόλα, η πορτογαλική αποικιοκρατία βάφτισε «τρομοκράτες» τις οργανώσεις, MPLA, FNLA και UNITA που πάλεψαν και πέτυχαν την ανεξαρτησία της.

Τα ίδια στη Ναμίμπια, τη Ζιμπάμπουε, τη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική, ενώ ο Νελσον Μαντέλα ήταν στις λίστες των «τρομοκρατών» του State Department, μέχρι τη δεκαετία του ΄90.

• Στην εδώ χώρα του «μύθου», που κυβερνιέται διαχρονικά από τους απόγονους κοτζαμπάσηδων,  δοσίλογων και μαυραγοριτών, ο αγώνας για απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, έβαλε τους Ρήγα Φεραίο, Αλέξανδρο Υψηλάντη και Γεώργιο Καραϊσκάκη, στη λίστα των «επικίνδυνων τρομοκρατών», με το Πατριαρχείο να συνηγορεί με το σουλτανάτο  και να αφορίζει. «Οι τολμήσαντες να σηκώσωσιν όπλα κατά της κραταις βασιλείας και να σαλεύσωσι την ησυχίαν του κοινού, και να φέρωσιν εις κίνδυνον την ευστάθειαν της πολιτείας, και να χύσωσιν αίματα αθώων, τοιούτοι απαντες, και αν μεν ιερωμένοι εισί, καθαιρούνται· και αν μοναχοί, αναθεματίζονται· και αν κοσμικοί, αφωρίζονται και αποκόπτονται τελείως από της αγίας του Χριστού Εκκλησίας· και γίνονται αποσυνάγωγοι και ανάθεμα και κατάρα αιώνιος και ασυγχώρητος».

Στη μεγαλειώδη πάλι Αντίσταση κατά της ναζιστικής κατοχής, οι αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ χαρακτηρίστηκαν απ’ τους Γερμανοναζί κατακτητές, «τρομοκράτες και , συμμορίτες» (Banditen).

Στον Εμφύλιο που πυροδοτήθηκε απ’ τους Άγγλους, οι νέοι επικυρίαρχοι χρησιμοποίησαν, με θαυμαστή ταύτιση, τους όρους «bandits» (ληστές), «extremists» (ακραίοι), και «terrorists».(τρομοκράτες)

Η μεγάλη λίστα των ελεύθερων αντιστεκόμενων ανθρώπων, που βαφτίστηκαν «τρομοκράτες», δεν άφησε απ’ έξω τον Μαχάτμα Γκάντι και τον Τσε Γκεβαρα.

• Δεν θα μπορούσε, μέσα σ’ αυτή τη βρώμικη γλώσσα της χειραγώγησης και της καταστολής, να εξαιρεθεί η  μεγαλειώδης Παλαιστινιακή Αντίσταση;

Από το 1959 η Φατάχ και το 1964 η PLO, και αργότερα η Χαμάς, το Δημοκρατικό και το Λαϊκό Μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, χαρακτηρίζονται από τα Δυτικά παραφερνάλια, ως «τρομοκράτες», έστω κι αν η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του ΟΗΕ θεωρεί τη Χαμάς, αντιστασιακή οργάνωση.

Ακόμη και αριστερίζοντες του τίποτα, της θολούρας και της συμπόρευσης, συνηγορούν στα περί «τρομοκρατίας». Αφοπλισμένοι και αφυδατωμένοι, στην καλύτερη εκδοχή τους, προβάλλουν «ρομαντικά» την αντίσταση της σφεντόνας.

Η Ιστορία όμως έδειξε, πως  η κατοχή, το απαρτχάιντ, η πολιορκία, ο λιμός, ο εξευτελισμός, η απανθρωποποίηση νικιούνται μόνο με Αντίσταση μέχρις εσχάτων και πως οι «τρομοκράτες»  έχουν ένα όνειρο.

Κι όπως έλεγε ο Τσε,

«Αξίζει φίλε μου να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει!»

 [---->]

 

Κριτική σκέψη. Γιατί ο προοδευτισμός και η αριστερά χάνουν τις εκλογές;

 


 

Álvaro García Linera *

 

Η αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις στην κυβέρνηση δεν χάνουν τις εκλογές εξαιτίας των τρολ των κοινωνικών δικτύων. Ούτε επειδή η δεξιά είναι πιο βίαιη, και πολύ λιγότερο επειδή οι άνθρωποι που ωφελήθηκαν από τις κοινωνικές πολιτικές είναι αχάριστοι.

Οι πολιτικές μάχες στα κοινωνικά δίκτυα δεν δημιουργούν από το μηδέν ένα ευρύ πολιτιστικό και πολιτικό περιβάλλον στις πλειοψηφούσες λαϊκές τάξεις. Τις ριζοσπαστικοποιούν και τις οδηγούν σε υστερικές διαδρομές. Αλλά η επιρροή τους προϋποθέτει, εκ των προτέρων, την κοινωνική ύπαρξη μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας, μιας συλλογικής διάθεσης για αποστασιοποίηση και απόρριψη των προοδευτικών θέσεων.

Το ίδιο και η ακροδεξιά, οι αυταρχικές, οι φασιστοειδείς και οι ρατσιστικές δυνάμεις που υπήρχαν πάντα. Ζουν σε περιθωριακούς χώρους μισαλλόδοξης και κλειστής στον εαυτό της στράτευσης. Αλλά η προπαγάνδα τους εξαπλώνεται λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης του εργατικού πληθυσμού, της συλλογικής απογοήτευσης που άφησαν δειλοί προοδευτικοί, ή της υποβάθμισης της θέσης των μεσαίων στρωμάτων.

Και όσοι υποστηρίζουν ότι η ήττα οφείλεται στην «αχαριστία» των στρωμάτων που προηγουμένως επωφελήθηκαν, ξεχνούν ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν ήταν ποτέ έργο της κυβερνητικής φιλανθρωπίας. Ήταν κοινωνικά κέρδη που επιτεύχθηκαν στους δρόμους και μέσω των εκλογών.

Για όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς καμία δικαιολογία, μια προοδευτική ή αριστερή κυβέρνηση χάνει τις εκλογές λόγω των πολιτικών της λαθών.

Και αυτά τα λάθη μπορεί να είναι πολλά. Αλλά υπάρχει ένα ελάττωμα που συνδέει όλα τα άλλα: τα  λάθη στην οικονομική διαχείριση, στη λήψη αποφάσεων που πλήττουν το πορτοφόλι της μεγάλης πλειοψηφίας των υποστηρικτών της.

Στη Βραζιλία, το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα του 2016 εναντίον της Ντίλμα Ρούσεφ, με ηγέτες τις πιο αντιδημοκρατικές παρατάξεις του πολιτικού φάσματος της χώρας, βασίστηκε στην οικονομική δυσφορία που επικρατούσε εδώ και χρόνια και που βρήκε στην δημοσιονομική προσαρμογή του 2015 ένα επιπλέον μέτρο που περιόρισε ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα των λαϊκών στρωμάτων.

Στην Αργεντινή, ο περονισμός έχασε τις εκλογές του 2023 λόγω της αύξησης του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αλμπέρτο Φερνάντες. Αν και η πληθωριστική τάση είναι μια σταθερά της αργεντίνικης οικονομίας εδώ και δεκαετίες, υπάρχει ένα ιστορικό όριο που, όταν ξεπεραστεί, οδηγεί σε μια διάλυση των πολιτικών πιστεύω του λαού, ωθώντας τον κόσμο να προσκολληθεί σε οποιαδήποτε πρόταση, όσο τρομακτική και αν είναι, που υπόσχεται να λύσει αυτή την ασφυκτική αστάθεια του χρήματος. Η πολιτική ανωμαλία του Χαβιέρ Μιλέι είναι ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο διοχετεύεται η απογοήτευση προς το μίσος και την τιμωρία.

Στη Βολιβία, το πολιτικό εργαλείο των συνδικάτων και των αγροτικών κοινοτικών οργανώσεων (MAS) είναι καταδικασμένο να χάσει τις εκλογές λόγω της καταστροφικής οικονομικής διαχείρισης του Λουίς Άρσε .

Με τον πληθωρισμό των βασικών τροφίμων να αγγίζει το 100%, την έλλειψη καυσίμων που αναγκάζει τους πολίτες να περιμένουν μέρες για να τα προμηθευτούν και το δολάριο να έχει διπλασιάσει την αξία  του σε σχέση με το βολιβιανό νόμισμα, δεν είναι περίεργο ότι η βαθύτερη δημοκρατική μεταμόρφωση του ηπείρου χάνει τα δύο τρίτα της λαϊκής υποστήριξης υπέρ παλιών προδοτών της πατρίδας που υπόσχονται να διώξουν με τα χέρια τους τους αυτόχθονες από την εξουσία, να χαρίσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις στους ξένους και να εγκαταστήσουν, με τη Βίβλο στο χέρι, τις ολιγαρχίες των κυρίαρχων της γης στην ηγεσία του κράτους.

 

 

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τη δυσαρέσκεια των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων, που έχασαν τα προνόμιά τους από την κοινωνική άνοδο και την πολιτική ενδυνάμωση των αυτοχθόνων πλειοψηφιών, γίνεται σαφής ο ανοιχτά ρεβανσιστικός και ρατσιστικός τόνος που περιβάλλει το λόγο της δεξιάς στη Βολιβία.

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί παράγοντες που ενισχύουν αυτά τα σοβαρά λάθη που οδηγούν στην ήττα. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, οι καταγγελίες για διαφθορά, οι οποίες στη συνέχεια χειραγωγήθηκαν πολιτικά. Στην Αργεντινή, η κούραση από τον παρατεταμένο lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, που κατέστρεψε μέρος του οικονομικού ιστού των λαϊκών τάξεων.

Στη Βολιβία, ο εσωτερικός πολιτικός πόλεμος: από τη μία πλευρά, ένας μέτριος οικονομολόγος που βρέθηκε τυχαία στην προεδρία και πίστεψε ότι μπορούσε να εκθρονίσει τον χαρισματικό αυτόχθονα ηγέτη (Eβo Μοράλες) αποκλείοντάς τον από τις εκλογές. από την άλλη, ο ηγέτης που, σε παρακμή, δεν μπορεί πλέον να κερδίσει εκλογές, αλλά χωρίς την υποστήριξή του κανείς δεν τις κερδίζει, και που εκδικείται συμβάλλοντας στην καταστροφή της οικονομίας χωρίς να καταλαβαίνει ότι σε αυτή την σφαγή καταστρέφει και το ίδιο του το έργο.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της άθλιας αδελφοκτονίας είναι η προσωρινή ήττα ενός ιστορικού σχεδίου και, όπως πάντα, ο πόνος των ταπεινών που ποτέ δεν λήφθηκαν υπόψη από τους δύο μεθυσμένους από προσωπικές στρατηγικές αδελφούς.

Συνοψίζοντας, οι πολιτικές ήττες οδηγούν σε εκλογικές ήττες.

Τώρα, το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς μπόρεσαν να αποτύχουν οικονομικά προοδευτικές και αριστερές κυβερνήσεις, όταν, στην αρχή, αυτή ήταν ακριβώς η δύναμη που τις νομιμοποίησε και τους επέτρεψε να κερδίζουν επανειλημμένα τις εκλογές; Στην περίπτωση της Βολιβίας, με 55%, 64%, 61% και 47% στον πρώτο γύρο. Σίγουρα, ο λατινοαμερικανικός προοδευτισμός του 21ου αιώνα προέκυψε από την αποτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που κυριαρχούσαν από τη δεκαετία του 1980.

Οι περισσότερες εφάρμοσαν πολιτικές αναδιανομής του πλούτου και διεύρυνσης των δικαιωμάτων. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: πάνω από 70 εκατομμύρια Λατινοαμερικανοί βγήκαν από τη φτώχεια σε μια δεκαετία, οι θεσμοί που ήταν προνόμιο των παλαιών αριστοκρατιών εκδημοκρατίστηκαν και, στην περίπτωση της Βολιβίας, υπήρξε μια ανασυγκρότηση των κοινωνικών τάξεων στο κράτος, μετατρέποντας τους αυτόχθονες αγρότες σε τάξεις με άμεση κρατική εξουσία.

Εδώ βρισκόταν η μεγάλη δύναμη και η ιστορική νομιμότητα του προοδευτισμού. Αλλά και η αρχή των ορίων του, διότι, μετά την ολοκλήρωση αυτού του αρχικού έργου αναδιανομής, άρχισε να αποδεικνύεται ανεπαρκές να εγγυηθεί τη συνέχιση των δικαιωμάτων που είχαν κατακτηθεί.

Πρόκειται για ένα όριο που οφείλεται στην επίτευξη των στόχων, το οποίο θα έπρεπε να οδηγήσει στην κατανόηση ότι οι χώρες είχαν αλλάξει ακριβώς χάρη στον προοδευτισμό και ότι, επομένως, έπρεπε να προταθούν σε αυτή τη νέα κοινωνία οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεύτερης γενιάς, ικανές να εδραιώσουν τα αποτελέσματα που είχαν επιτευχθεί και να κάνουν νέα βήματα προς την ισότητα.

Ο προοδευτισμός και η αριστερά είναι καταδικασμένοι να προχωρήσουν αν θέλουν να επιβιώσουν. Αν σταματήσουν θα  χάσουν.

Η νέα γενιά μεταρρυθμίσεων περνά αναγκαστικά από την οικοδόμηση μιας επεκτατικής παραγωγικής βάσης, σε μικρή, μεσαία και μεγάλη κλίμακα, τόσο στη βιομηχανία όσο και στη γεωργία και τις υπηρεσίες, στον ιδιωτικό, αγροτικό, λαϊκό και κρατικό τομέα, για την εσωτερική αγορά και τις εξαγωγές, που θα εξασφαλίζει μια ευρεία, εργατική και διαρκή στήριξη της αναδιανομής του πλούτου.

Ωστόσο, μέχρι σήμερα, οι προοδευτικές δυνάμεις στην κυβέρνηση, ειδικά εκείνες που βρίσκονται στη δεύτερη ή τρίτη θητεία τους, ή εκείνες που θέλουν να επιστρέψουν στην εξουσία, παραμένουν προσκολλημένες στις επιτυχίες του παρελθόντος, στη μελαγχολική υπεράσπισή τους και, σε αντίθεση με την αρχή της πρώτης θητείας τους, δεν έχουν προς το παρόν να προτείνουν ένα νέο σχέδιο μετασχηματισμού ικανό να ξυπνήσει τις συλλογικές ελπίδες για έναν κόσμο που πρέπει να κατακτήσουμε.

Το γεγονός ότι η δεξιά έχει υιοθετήσει το πρότυπο της ώθησης προς την αλλαγή δεν είναι τυχαίο. Είναι το αποτέλεσμα του συντηρητισμού του σημερινού προοδευτισμού. Και επίσης των εκλογικών του ήττων.

Ωστόσο, το πνεύμα της ιστορικής εποχής δεν έχει ακόμη κατασταλάξει. Ούτε η ήπειρος ούτε ο κόσμος, που προχωρούν αβέβαιοι ανάμεσα σε ανανεωμένους νεοφιλελευθερισμούς, κυριαρχικούς προστατευτισμούς ή παραγωγικό κρατικό καπιταλισμό, έχουν ακόμη ορίσει τη νέα μακρά φάση οικονομικής συσσώρευσης και πολιτικής νομιμοποίησης.

Για λίγο, παραμένουμε ακόμα σε εκείνο το μεταβατικό στάδιο όπου οι ήττες και οι νίκες είναι βραχύβιες. Αλλά αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Αν ο προοδευτισμός θέλει να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί σε αυτή τη διαμάχη για το μέλλον, είναι υποχρεωμένος να ορμήσει προς ένα μέλλον που θα ανακαλύψει με τόλμη, με περισσότερη ισότητα και οικονομική δημοκρατία.

* από το Resumen Latino-Americano

Θεωρίες συνωμοσίας, ε;

 

Όταν πλέον είχε περάσει και η 2η νύχτα που καιγόταν η Πάτρα, κάτι μου θύμιζαν τα σημεία που είχε περάσει η φωτιά. Έλεγα μέσα μου αποκλείεται αυτά είναι σενάρια συνωμοσίας. Η δε φωτιά στη ΒΙΠΕ μπορεί να ήταν παράπλευρη απώλεια,έλεγα. Πηγαίνοντας πίσω στο 2008, πέντε νοματαίοι καταφέραμε και παγώσαμε ένα μεγάλο έργο της ΔΕΗ που στο όνομα των αναδιατάξεων των γραμμών μεταφοράς για τη σταθερότητα του συστήματος, μια καινούρια διπλή γραμμή μεταφοράς 150 ΚW θα περικύκλωνε τους οικισμούς Χαραδρο, Μπάλα και Βουντενη τοποθετώντας πυλώνες ακριβώς πάνω και σε σπίτια. Όλα αυτά γίνονταν τότε με τη συνενοχή μιας καλά παγιωμένης δημοτικής αρχής, που δεν κατάφερε να ξαναβγεί. Αυτή η καμπύλη θα ενωνόταν με το αιολικό πάρκο στο Παναχαϊκό αλλά αυτό δεν το παραδέχτηκε ποτέ κανένας. Καθημερινή μάχη με τα συνεργεία της ΔΕΗ για κάνα τριάρι χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μάχιμες μοναχές του Μοναστηριού του Μπάλα που κάηκε τώρα έτρεχαν και κυνηγούσαν με τα τζιπ τα συνεργεία της ΔΕΗ που αποψίλωναν τον περιβάλλοντα χώρο και τοποθετούσαν σημάδια για τις θέσεις των πυλώνων. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα σε αλληλογραφία, ενστάσεις και αίτηση ακύρωσης στο ΣΤΕ που κατάφερε να παγώσει το έργο για πολλά χρόνια. Αυτή η υπόθεση μας είχε στοιχειώσει. Άρχισα να ψάχνω εκείνο το 2ο βράδυ των πυρκαγιών που βρίσκεται αυτή η υπόθεση. Σοκ. 80 μεγάλα έργα για την Πάτρα του μέλλοντος και οι 2 πινέζες που δείχνουν τα ενεργειακά έργα είναι οι θέσεις των πυρκαγιών.  https://www.government.gov.gr/.../%CE%A0%CE%AC%CF%84%CF...  Να τη και η ΒΙΠΕ που δεν είναι παράπλευρη απώλεια.  Είπα εκείνο το βράδυ άστο θα το ψάξουμε με τους νομικούς μας συμβούλους μόλις γυρίσω στην Αθήνα να δούμε πως θα το διερευνήσουμε. https://www.admie.gr/.../%CE%94%CE%A0%CE%91%202025-2034...  

 

Η Δεδηε, πλέον, όμως δεν έχασε χρόνο. Σήμερα το πρωί ο πατέρας μου συνέλαβε στο Χαραδρο αμάξι της Δεδηε με 3 άτομα να κάνουν λέει μετρήσεις. Χωρίς άδεια. Μόλις κάλεσε το 100 μπήκαν στο αμάξι και έφυγαν τρέχοντας. Ο πατέρας μου φωτογράφησε το αμάξι τους και αυτοί του πατέρα μου για εκφοβισμό. Του είπαν σε ότι μην ανησυχείτε μετράμε για να μην ξαναγίνουν πυρκαγιές. Που να φανταστούν πάνω σε ποιον έπεσαν. Εμείς πλέον έχουμε τη γνώση και είμαστε εδώ ακόμα πιο δυνατοί! Δεν θα το αφήσουμε έτσι. Η ιδέα ότι έβαλαν τις φωτιές με αυτή τη σκοπιμότητα είναι τρομακτική, ισάξια του εγκλήματος των Τεμπών. Από τύχη δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές αλλά τόσες περιουσίες και τόσο πράσινο στα όρια του προστατευόμενους Αισθητικού Δάσους και της περιοχής Natura. Η φωτιά σταμάτησε εκεί στη νότια καμπύλη από το σημείο 5 της περιμετρικής οδού. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση αυτό. Και μόλις οι περιοχές αυτές κηρυχθούν αναδασωτέες τα έργα αυτά μπορούν πλέον να υλοποιηθούν ανενόχλητα. Χρονικό όριο υλοποίησης το 2029. Για όλα αυτά υπάρχουν τεκμήρια. Εδώ είμαστε και τα ξαναλέμε και δεν μας φοβίζει τίποτα. https://xaradros.blogspot.com/?m=1 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΧΕΤΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΑΣ! 

 

[----->]