Ο καπιταλισμός μπορεί να θριαμβεύσει
μόνο όταν ταυτίζεται με το κράτος,
όταν είναι το κράτος
Braudel
Για να μπορέσουμε να πούμε αν η ΕΕ είναι μεταρρυθμίσημη
ή όχι θα πρέπει να έχουμε κατανοήσει τη φύση της, δηλαδή τη λειτουργία της
και το λόγο
της ιστορικής της ύπαρξης. Για να απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, θα
πρέπει να κάνουμε αυτό που συνέστησε ο Arrighi, ένας από τους
μεγαλύτερους
Ιταλούς κοινωνιολόγους του 20ού αιώνα. Ο Μαρξ έγραφε ότι, για να
καταλάβει
κανείς τον καπιταλισμό, θα πρέπει να κατέβει ένα επίπεδο κάτω από την
αγορά, ακολουθώντας τον καπιταλιστή στο «μυστικό εργαστήριο» όπου
έρχεται σε
επαφή με τον κάτοχο της εργατικής δύναμης με σκοπό την παραγωγή
κέρδους.
Στη
μελέτη αυτού του εργαστηρίου, του εργοστασίου, ο Μαρξ αφιέρωσε σημαντικά
κεφάλαια του Κεφαλαίου. Ο Arrighi παραφράζοντας τον Μαρξ, λέει ότι για να
κατανοήσουμε πλήρως τον καπιταλισμό είναι απαραίτητο να εισχωρήσουμε σε ένα
άλλο «μυστικό εργαστήριο» που βρίσκεται στον επάνω όροφο σε σχέση με την αγορά,
εκεί όπου ο κάτοχος του χρήματος, δηλαδή ο καπιταλιστής, συναντά έναν άλλο παράγοντα,
τον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας [1].
Το επίπεδο κάτω από την
αγορά είναι αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει δομή, δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής,
ενώ το ανώτερο είναι το εποικοδόμημα, δηλαδή οι νομικές και πολιτικές σχέσεις,
με μια λέξη το κράτος. Χωρίς το τελευταίο, η αγορά δεν θα μπορούσε καν να
υπάρξει. Επομένως, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την ΕΕ, πρέπει και εμείς να εξετάσουμε
τόσο το κάτω επίπεδο όσο και το επίπεδο πάνω από την ενιαία αγορά, δηλαδή τη
σχέση μεταξύ δομής και εποικοδομήματος. Η ΕΕ και το ευρώ δεν εξαλείφουν το
κράτος, αλλά το αναδιαμορφώνουν με βάση τις αλλαγές στη δομή των σχέσεων
παραγωγής.
Όσον αφορά τη δομή, η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από την
τάση για πτώση του ποσοστού κέρδους. Ενάντια στην τάση αυτή το κεφάλαιο κινητοποιεί
«ανταγωνιστικά αίτια», όπως τα ονομάζει ο Μαρξ: τη μείωση των μισθών, την
αύξηση της εκμετάλλευσης, τον βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, την χρηματιστικοποίηση
και, κυρίως την εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίων .
Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και η παγκόσμια αγορά είναι το
προϊόν της διαλεκτικής διαδικασίας στην οποία η πτώση του ποσοστού κέρδους διαπλέκεται
με τα ανταγωνιστικά αίτια [2]. Αλλά
τι σχέση έχουν η ΕΕ και το ευρώ; Εχουν, επειδή διευκολύνουν ή επιτρέπουν την
ενεργοποίηση των «ανταγωνιστικών αιτίων», την άρση των μέτρων προστασίας της
εργασίας, τους περιορισμούς στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων, τις αναπτυξιακές
δημοσιονομικές πολιτικές κ.λπ.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς την ανατροπή
των σχέσεων πολιτικής εξουσίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας οι οποίες, από το
τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, είχαν
μεταβληθεί υπέρ των κατώτερων τάξεων. Στην ουσία, η αναδιοργάνωση σε επίπεδο εποικοδομήματος,
δηλαδή στο επίπεδο της λειτουργίας του κράτους, αποτελεί προϋπόθεση για την
αναδιοργάνωση σε επίπεδο δομής. Ο στρατηγικός στόχος είναι η ακύρωση της ισχύος
των κατώτερων τάξεων, και ειδικότερα της μισθωτής εργασίας, να επηρεάσουν τη
διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τον δημόσιο προϋπολογισμό και τις
οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Με μια λέξη, την αποδυνάμωση μέχρι και
την κατάργηση της δημοκρατικής κυριαρχίας. Αυτό γίνεται μέσω μεταφοράς ορισμένων
αρμοδιοτήτων του κράτους στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, προκειμένου να
επιτευχθεί «κυβερνησιμότητα», δηλαδή η αποδυνάμωση των κοινοβουλίων και η
ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή των κυβερνήσεων.
Στην πραγματικότητα, η φύση της ΕΕ είναι η διπλή φύση ενός διακυβερνητικού
οργάνου και οργάνωσης της αγοράς. Αυτό που κυριαρχεί, ωστόσο, σε αντίθεση με
αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι η πρώτη. Το κεντρικό όργανο της
Ευρώπης είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από αρχηγούς
κυβερνήσεων και κρατών, οι οποίοι, εκτός από ότι καθορίζουν τις γενικές και
εξωτερικές κατευθυντήριες γραμμές, διορίζουν και εκλέγουν τα μέλη της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ.
Αν η φύση της ΕΕ δεν ήταν ουσιαστικά
διακυβερνητική, τότε η Γαλλία και η Γερμανία δεν θα μπορούσαν να υπογράψουν την
πρόσφατη συνθήκη του Άαχεν ούτε το γαλλο-γερμανικό μανιφέστο για μια ευρωπαϊκή
βιομηχανική πολιτική [3], οι οποίες είναι διμερείς συμφωνίες, που,
αφενός, επικαθορίζουν την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων και, αφετέρου, πραγματώνουν
μια «διπλή συμφωνία» μεταξύ δύο εθνικών κρατών σε επίπεδο αμυντικής και
εξωτερικής πολιτικής.
Επομένως, ακόμα και αν ορισμένες λειτουργίες του κράτους (νόμισμα
και προϋπολογισμός) μεταβιβάζονται σε υπερεθνικά όργανα, άλλες λειτουργίες
(εξωτερική πολιτική και άμυνα) ενισχύονται από τα μεμονωμένα κράτη. Τι είναι αυτό που συνδέει τις
διάφορες πλευρές της αντίφασης; Αυτό που τις συνδέει είναι το ταξικό συμφέρον
του κορυφαίου τμήματος του κεφαλαίου, του πιο διεθνοποιημένου, που απαιτεί
διαφορετικές πολιτικές για τον ίδιο στόχο: την κερδοφορία σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο εσωτερικό, το κεφάλαιο απαιτεί τη συρρίκνωση του άμεσου μισθού, των
συντάξεων και του έμμεσου μισθού, που μπορεί να γίνει μόνο χάρη στους
εξωτερικούς περιορισμούς που επιβάλλει η ΕΕ και το ευρώ.
Εξωτερικά, το κεφάλαιο
απαιτεί την άμεση στήριξη του εθνικού κράτους, σε οικονομικό, διπλωματικό και
στρατιωτικό επίπεδο. Η κατάρρευση της εγχώριας αγοράς στις ευρωπαϊκές χώρες
λόγω της λιτότητας και η επακόλουθη αύξηση του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ
των εταιρειών οδήγησε σε μια νέα παρέμβαση του κράτους υπέρ του «δικού του»
τμήματος του κεφαλαίου.
Με αυτή την έννοια, η Γαλλία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
συρρίκνωση της οικονομίας στο εσωτερικό της και ανάπτυξη στο εξωτερικό. Στη
χειρότερη φάση της κρίσης (2009-2015), οι γαλλικές εταιρείες αύξησαν τις
πωλήσεις τους στο εξωτερικό κατά μέσο όρο 5,6% σε ετήσια βάση, έναντι 1,7% [4].
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι στο εξωτερικό αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 2,7% σε
ετήσια βάση, ενώ στο εσωτερικό της χώρας μειώθηκαν κατά 0,6% [5].
Για να
στηρίξει το «δικό του» κεφάλαιο, το γαλλικό κράτος αύξησε τα τελευταία
χρόνια τις στρατιωτικές επεμβάσεις στην Αφρική, τον ιστορικό χώρο επέκτασης του
και τη συμμετοχή του στο κεφάλαιο των πολυεθνικών στρατηγικής σημασίας. Όλα
αυτά συμβαίνουν ενάντια στα συμφέροντα άλλων κρατών, ακόμη και αν αυτά ανήκουν στην
ΕΕ και το ευρώ, όπως στην περίπτωση της επίθεσης κατά της Λιβύης, ένα είδος
ιταλικού οικονομικού προτεκτοράτου, και στην περίπτωση της Airfrance σε
βάρος του εταίρου της KLM, στην οποία συμμετείχε
το Ολλανδικό δημόσιο [6].
Όπως είδαμε, όχι μόνο δεν υπάρχει μια Ευρώπη,
τουλάχιστον όπως την εννοούν ορισμένοι, αλλά το κυριότερο δεν υπάρχουν
οι προϋποθέσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμισή της. Πρώτον, επειδή η ΕΕ είναι
διαρθρωμένη ως ένας μη δημοκρατικός οργανισμός, όντας διακυβερνητικός
οργανισμός, όπου το Κοινοβούλιο δεν έχει καμία ισχύ.
Εξάλλου, ακόμη και αν μετρούσε, το δημογραφικό βάρος των δύο
μεγάλων χωρών, της Γερμανίας και της Γαλλίας, θα ήταν καθοριστικό στη
δημιουργία πλειοψηφιών. Και δεύτερο, η Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ στο άρθρο 48
αναφέρει ότι οι όποιες αλλαγές στις συνθήκες θα πρέπει να επικυρώνονται από όλα
τα κράτη μέλη. Αν έστω και ένα από τα κράτη μέλη δεν τις
επικυρώσει, τότε το θέμα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει
ομόφωνα. Επομένως, αρκεί το Λουξεμβούργο να είναι αντίθετο για να μην εγκριθεί
καμία αλλαγή.
Αν, όμως, μια κυβέρνηση ασκήσει πιέσεις στο Συμβούλιο ή
προσπαθήσει να παραβιάσει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τότε τίθεται σε
ισχύ η δέσμευση που αντιπροσωπεύει το ευρώ, γεγονός που επιβάλλει την τήρηση
των συνθηκών. Χωρίς να έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας κινήσεων στις
συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα επιτόκια και χωρίς να έχει τη δυνατότητα
έκδοσης χρήματος, η προσπάθεια της είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Παραδείγματα, είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία υποχρεώθηκε να συμφωνήσει
με τους πιστωτές, παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, και της Ιταλίας, η
οποία είδε τα σπρεντς δανεισμού να εκτινάσσονται όταν η κυβέρνηση φάνηκε να
υιοθετεί οικονομικά μέτρα ελαφρώς επεκτατικά.
Ως εκ τούτου, επίθεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σημαίνει
επίθεση στο κομβικό ζήτημα της αναδιοργάνωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο των
οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που είναι υπέρ των καπιταλιστικών ελίτ. Η
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για το κεφάλαιο είναι ένα στοιχείο ισχύος, διότι χάρη σε
αυτήν αποκτά ένα στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των κατώτερων τάξεων αλλά,
ταυτόχρονα, είναι και σημείο αδυναμίας, επειδή αποδυναμώνει την ηγεμονική θέση
του κεφαλαίου έναντι των μαζών, ενισχύοντας το σύστημα της πολιτικής
διαμεσολάβησης και καθιστώντας την οικονομία περισσότερο ευάλωτη στις
παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις.
Η έξοδος από το ευρώ και από την ΕΕ δεν είναι η σωτήρια λύση
που θα λύσει όλα τα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά αυτό που είναι βέβαιο
είναι,ότι, εντός της ΕΕ και του ευρώ, δεν είναι καν δυνατόν να τεθούν οι βάσεις
για την επίλυσή τους. Ετσι, το ζήτημα που θέτει η ΕΕ και το ευρώ, πιο πολύ και
από οικονομικό, είναι πολιτικό: είναι το ζήτημα της δημοκρατίας ή, με άλλα
λόγια, το ζήτημα της κυριαρχίας.
Αυτό
που αμφισβητεί η Ευρώπη δεν είναι η εθνική κυριαρχία, αλλά
η δημοκρατική και λαϊκή κυριαρχία. Το ζήτημα είναι ότι η κυριαρχία
μεταβιβάζεται σε φορείς που εκφράζουν άμεσα και χωρίς διαμεσολάβηση τα
συμφέροντα του μεγάλου πολυεθνικού κεφαλαίου. Σε αυτή την ιστορική φάση
και
στην Ευρώπη δεν νοείται αντικαπιταλιστικός αγώνας ,ούτε καν αγώνας για
εργασία, ευημερία, καλύτερους μισθούς και ισορροπημένη ανάπτυξη, εάν δεν
συνδέεται με την υπέρβαση της οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης.
[1] Giovanni Arrighi,
Ο μακρύς 20ος αιώνας, il Saggiatore, Milano 1994.
[2] Karl Marx, Το Κεφάλαιο, Τόμος τρίτος, Κεφ.
δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1978.
[4]. Η διαφορά αφορά τον
κύκλο εργασιών σε τρέχουσες τιμές. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό,
δεν σημειώθηκε σχεδόν καμία μεταβολή στον κύκλο εργασιών των εταιρειών με έδρα τη
Γαλλία κατά την περίοδο αναφοράς
[5] Domenico Moro, “Πολυεθνικές εταιρείες:
διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και σχέσεις με ξένες χώρες”.
Domenico Moro,Η φύση της Ε.Ε. και η αμεταβλητότητά της, Εισήγηση στο συνέδριο Ε.Ε. : μεταρρύθμιση ή έξοδος, Ούντινε 30 Μαρτίου 2019