Η «επανάσταση των γαριφάλων»- Grândola Vila Morena


Η τελευταία εξέγερση της εργατικής τάξης στην Ευρώπη
* Δημοσιεύτηκε στο «Ξενοδοχείο των Ξένων» Νο 6, 2004
portugal.jpg


                                                                           

«Η αρχή μίας νέας εποχής»

Όταν το 1974 ξέσπασε η «επανάσταση των γαριφάλων» στην Πορτογαλία πολλοί ήταν εκείνοι που έκαναν λόγο για την «αρχή μίας νέας εποχής», εννοώντας την κατάρρευση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στον κόσμο και την επικράτηση του σοσιαλισμού, με τη μία ή την άλλη εκδοχή του.
 
 Η διεθνής πολιτική συγκυρία επέτρεπε ίσως μια τέτοια ανεδαφική εκτίμηση: οι ΗΠΑ εκδιώκονταν ντροπιασμένες από την Ινδοκίνα· στις πρώην πορτογαλικές αποικίες θριάμβευαν τα αντι-ιμπεριαλιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα· πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, με επικεφαλής την Ινδία της Ίντιρα Γκάντι, αποστασιοποιούνταν από τη Δύση και προσέγγιζαν την Ανατολή· στην ανατολική Μεσόγειο οι δύο σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα και η Τουρκία, βρίσκονταν στο χείλος του πολέμου λόγω της Κύπρου· στο Λίβανο άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος· στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική οι κυβερνήσεις κατέρρεαν υπό την πίεση απεργιών και πολιτικών ή οικονομικών σκανδάλων· ακόμα, σημαντική ήταν η οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, όταν οι αραβικές χώρες απάντησαν στη νίκη του Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου.
 Σε ολόκληρο τον κόσμο τα θεμέλια του καπιταλισμού και της ηγεμονίας της Δύσης έδειχναν να τρίζουν, ενώ τα φιλο-μαρξιστικά και φιλο-σοβιετικά κινήματα βρίσκονταν σε άνοδο.

Κι όμως, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια η ισορροπία ανατράπηκε ολοκληρωτικά.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους όχι μόνο κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, αλλά και να προχωρήσουν σύντομα στην ολοκληρωτική της επιβεβαίωση: η Κίνα συμμάχησε με την Αμερική και σταδιακά εντάχθηκε στην παγκόσμια αγορά· στον μουσουλμανικό κόσμο ο ισλαμικός εξτρεμισμός αντικατέστησε τα σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα· στη δυτική Ευρώπη η κρίση του μεταπολεμικού “κράτους πρόνοιας” δεν οδήγησε σε κάποια “σοσιαλιστική” παραλλαγή του, αλλά στο νεοφιλελεύθερο κράτος, προϊόν της αμερικανο-βρετανικής “αντεπανάστασης”, μ’ επικεφαλής την Θάτσερ και τον Ρίγκαν· τέλος, το ίδιο το ανατολικό μπλοκ άρχισε να καταρρέει, με τους –υποστηριζόμενους από την καθολική Εκκλησία– Πολωνούς εργάτες να καταφέρνουν το πρώτο χτύπημα στη σταλινική στασιμότητα.

Η πετρελαϊκή κρίση δεν είχε πλήξει βέβαια μονάχα τη Δύση, αλλά ολόκληρο τον κόσμο· και το πλήγμα ήταν ισχυρότερο για τους περισσότερο αδύναμους, δηλαδή εκείνους που η εξουσία τους προσπαθούσε να ισορροπήσει στην αντίφαση μεταξύ του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και της ταυτόχρονης υπαγωγής της στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.

Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου σήμανε το τέλος της εποχής του “μεγάλου εργοστασίου” και, επακόλουθα, της εργατικής τάξης ως συγκροτημένου επαναστατικού υποκειμένου.

Ταυτόχρονα, σήμαινε την οριστική απαξίωση του συγκεντρωτικού μοντέλου του “λαϊκού” ή “προοδευτικού” κράτους, δηλαδή του μοντέλου που προέβλεπε την ανάπτυξη σε εθνικό επίπεδο, με βάση μία προοδευτική γραφειοκρατία και έναν κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, μοντέλο το οποίο υιοθετήθηκε από το σύνολο σχεδόν των μαρξιστικών κομμάτων και καθεστώτων του 19ου και του 20ού αιώνα, από τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες ως τους Ρώσους μπολσεβίκους και τους σταλινικούς, τροτσκιστές, μαοϊκούς ή εθνικιστές του Τρίτου Κόσμου.
Από αυτήν την άποψη, η «επανάσταση των γαριφάλων» έχει ακριβώς ενδιαφέρον επειδή αντιπροσωπεύει τόσο την τελευταία εξέγερση της εργατικής τάξης –τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο– όσο και την τελευταία προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός “λαϊκού” κράτους –στην ίδια γεωγραφική περιοχή– από τους εκφραστές του συγκεντρωτικού μοντέλου.

Ωστόσο, η εξέγερση στην Πορτογαλία δεν έχει μόνο τα σημαινόμενα του “τέλους”. Η ρήξη ανάμεσα στους Πορτογάλους προλετάριους και τα λεγόμενα “εργατικά” κόμματα (σε όλες τους τις παραλλαγές), τα οποία στην προσπάθειά τους να επιβάλουν με κάθε τρόπο και με κάθε δυνατή συμμαχία την πολιτική τους αποξενώθηκαν πλήρως από τους εξεγερμένους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν, σήμαινε ταυτόχρονα και μία “αρχή” (έστω κι αν η ιστορία έχει να παρουσιάσει δείγματά της και νωρίτερα): την άρνηση του πολιτικού έναντι του κοινωνικού, δηλαδή την υιοθέτηση της αντίληψης των κοινωνικών κινημάτων έναντι της λογικής των πολιτικών πρωτοποριών.
Προφανώς, η αντίληψη αυτή δεν είναι αναγκαστικά ανατρεπτική· αντίθετα, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη τους περιορισμούς και τις αντιφάσεις της.

Παραμένει ωστόσο απελευθερωτική, με την έννοια ότι αρνείται τη λογική της πρωτοπορίας, βασίζεται σε αμεσοδημοκρατικές και αντιιεραρχικές δομές και προβάλλει την αυτοδιαχείριση ως φυσική επιλογή της κοινωνικής δράσης· επιλογή που οι Πορτογάλοι εξεγερμένοι ακολούθησαν από την αρχή, προσφέροντας ένα ακόμα ιστορικό παράδειγμα ελευθερίας, μία ακόμα ελπίδα ότι όλα είναι εφικτά.



Η άνοδος και η πτώση του καθεστώτος Σαλαζάρ 
Οτέλο ντε Καρβάλιο

Η Πορτογαλία αποτελούσε για αιώνες μία ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια ιδιαιτερότητα: παλιά παρηκμασμένη αυτοκρατορία με φτωχό το μητροπολιτικό της κέντρο, ασήμαντη ευρωπαϊκή δύναμη με αξιόλογη παρουσία στον Τρίτο Κόσμο. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του πολιτικού και οικονομικού συστήματος που κατέβαλαν οι δυνάμεις της αστικής τάξης συναντούσαν την ισχυρή αντίσταση της αριστοκρατίας και της μοναρχίας, που ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης και διατηρούσαν σημαντικά εμπορικά μονοπώλια, που συνδέονταν με τις αποικίες στην Αφρική και την Ασία.

Το συντηρητικό πολιτικό καθεστώς της συνταγματικής μοναρχίας κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά η οικονομία και η κοινωνία της χώρας παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένες στην προηγούμενη κατάσταση.
 Όπως συνέβη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο φόβος της κοινωνικής επανάστασης, που προκαλούσαν οι γενικές απεργίες (οργανωμένες συνήθως από το ισχυρό τοπικό αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα) και η γενικότερη κοινωνική αναταραχή, οδήγησε σε συμμαχία των αστικών-γραφειοκρατικών δυνάμεων με τους συντηρητικούς γαιοκτήμονες και την Εκκλησία.
Η συμμαχία αυτή, με τη συνδρομή του στρατού, έφερε στην εξουσία το 1928 τον Σαλαζάρ, ο οποίος στη συνέχεια επέβαλε ένα φασιστικό καθεστώς, που θα αποδεικνυόταν το πλέον μακρόβιο στην παγκόσμια ιστορία.

Πράγματι, το φασιστικό καθεστώς του Σαλαζάρ κατάφερε να επιβιώσει για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Η συμπόρευσή του με το ΝΑΤΟ εξασφάλισε την πολιτική του επιβίωση, ενώ η εκμετάλλευση των αποικιών, σε συνδυασμό με την πολιτική ελεγχόμενης αυτάρκειας που ακολούθησε μέχρι τη δεκαετία του 1960, διατήρησε ως κυρίαρχο τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας και καθυστέρησε έτσι τις κοινωνικές συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης.

Παράλληλα, η μεγάλη μετανάστευση των νέων προς εξεύρεση εργασίας στο εξωτερικό (μέχρι το 1974 περισσότεροι από 1.000.000 Πορτογάλοι είχαν εγκατασταθεί στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική) πρόσφερε στη χώρα τα απαραίτητα εμβάσματα για την εξισορρόπηση του εμπορικού της χρέους.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η στροφή στην οικονομία της αγοράς, που προήλθε τόσο από την ανάγκη προσαρμογής στις νέες διεθνείς συνθήκες όσο και από εκείνη της χρηματοδότησης των αποικιακών πολέμων, δημιούργησε νέα κοινωνικά δεδομένα: Την ανάπτυξη καταρχήν της εργατικής τάξης κατά 18% μέχρι το 1974 και την ακόλουθη επανεμφάνιση του εργατικού συνδικαλισμού, καθώς και την προώθηση του τουρισμού, που αποτέλεσε για τους Πορτογάλους ένα ακόμα παράθυρο στον έξω κόσμο.

 Πάνω απ’ όλα, δημιούργησε τεράστιες αντιφάσεις στον πορτογαλικό καπιταλισμό, αφού το καθεστώς δεν κατάφερε να προσαρμόσει την οικονομία του στα νέα δεδομένα, πιθανότατα για να μην δυσαρεστήσει τους –στυλοβάτες του– μεγαλογαιοκτήμονες, προκαλώντας, ωστόσο, τη δυσαρέσκεια της ανερχόμενης βιομηχανικής αστικής τάξης. Οι αντιφάσεις αυτές έγιναν εμφανείς την εποχή της επανάστασης του Απριλίου 1974, γεγονός που εξηγεί και τη συστράτευση μέρους της αστικής τάξης με τη νέα πολιτική ηγεσία.

Τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε το καθεστώς του Σαλαζάρ κατέρρευσαν πλήρως με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στις αφρικανικές κυρίως αποικίες (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα Μπισάου, Πράσινο Ακρωτήρι), που προκάλεσε την αφαίμαξη της πορτογαλικής οικονομίας αλλά και του πορτογαλικού στρατού, ο οποίος σταδιακά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο.
 Εν τω μεταξύ, ο ηγέτης-σύμβολο του καθεστώτος, Σαλαζάρ, πέθανε το 1968 και ο διάδοχός του Καετάνο εξακολούθησε να υποστηρίζει τον “εκπολιτιστικό” ρόλο του πορτογαλικού έθνους στον Τρίτο Κόσμο, ιδεολόγημα του ιμπεριαλισμού του 19ου αιώνα, που δεν έπειθε πλέον κανέναν.

 Οι τριγμοί στην οικονομία της χώρας (που έγιναν εμφανέστεροι μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973), η επανεμφάνιση των εργατικών κινητοποιήσεων και, κυρίως, η διαφαινόμενη ήττα των πορτογαλικών αποικιακών στρατευμάτων έπεισαν πολλούς στρατιωτικούς και πολιτικούς ότι η ρήξη με το καθεστώς ήταν αναπόφευκτη.



Η «επανάσταση των γαριφάλων»
Έτσι φτάσαμε στις 25 Απριλίου του 1974, ημέρα του περίφημου πραξικοπήματος του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων (Movimiento das Forcas Armadas - MFA), που έμεινε γνωστό ως «επανάσταση των γαριφάλων».
Το MFA αποτελούνταν κυρίως από κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς, που υπηρετούσαν στις αποικίες, και οι οποίοι είχαν ήδη επαφή με τα εκεί φιλο-μαρξιστικά ανταρτικά κινήματα.

Χωρίς να έχει συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση, υποστήριζε γενικά τον εκσυγχρονισμό της πορτογαλικής οικονομίας και κοινωνίας και τον “εκδημοκρατισμό” της πολιτικής ζωής. (Από αυτήν την άποψη το MFA προσομοιάζει με αντίστοιχα κινήματα του Τρίτου Κόσμου ή των παρυφών του Πρώτου, που ανέλαβαν την ευθύνη του εκσυγχρονισμού των χωρών τους, ελλείψει ισχυρής αστικής τάξης.)
Τα στελέχη του περιλάμβαναν από οπαδούς του δεξιού στρατηγού Σπινόλα μέχρι υποστηρικτές του φιλο-κομμουνιστή συνταγματάρχη Γκονσάλβες, που επιθυμούσαν το τέλος των αποικιακών πολέμων και τον εκσυγχρονισμό της μητροπολιτικής οικονομίας.

Πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι ήταν αναγκαίος κάποιου είδους “σοσιαλισμός” για την επίτευξη αυτού του στόχου και για την υποστήριξη του “λαού”. Μεταξύ των τελευταίων βρισκόταν και η ομάδα του ταγματάρχη Οτέλο ντε Καρβάλιο, οργανωτή του πραξικοπήματος της 25ης Απριλίου και αργότερα διοικητή της στρατιωτικής αστυνομίας Copcon, ο οποίος σταδιακά αποστασιοποιήθηκε από την πλειοψηφία των αξιωματικών του MFA, εμφανιζόμενος ως “εκπρόσωπος” της πορτογαλικής άκρας αριστεράς.



Αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος του MFA, οι ανώτεροι στρατιωτικοί συμφώνησαν στην ανατροπή του καθεστώτος, με αντάλλαγμα την ανάληψη της ηγεσίας από δύο δικούς τους ανθρώπους, τον στρατηγό Σπινόλα στη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας και τον στενό του συνεργάτη Πάλμα-Κάρλος στη θέση του πρωθυπουργού. Στο νέο «Συμβούλιο του Κράτους» προστέθηκαν στελέχη του MFA και εκπρόσωποι όλων σχεδόν των πολιτικών κομμάτων, από χριστιανοδημοκράτες μέχρι κομμουνιστές.

 Η έδρα της μισητής μυστικής αστυνομίας (PIDE) περικυκλώθηκε από τον εξεγερμένο πληθυσμό και τα στελέχη της κατάφεραν να γλιτώσουν το λιντσάρισμα μόνο χάρη στη μεσολάβηση εκπροσώπων του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCP).
Στους επόμενους μήνες σημειώθηκε ένα αυθόρμητο κύμα απεργιών και καταλήψεων επιχειρήσεων και γαιών σε ολόκληρη τη χώρα, από εργαζόμενους και αγρότες που διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς, αυτοδιαχείριση στους χώρους εργασίας και τιμωρία στελεχών του φασιστικού καθεστώτος.

Οι κινητοποιήσεις οδήγησαν στην παραίτηση του Πάλμα-Κάρλος και στην αντικατάστασή του από τον Γκονσάλβες, ο οποίος κρίθηκε ως ικανότερος να χειριστεί την αναταραχή, λόγω της συνεργασίας του με το PCP. Από την πλευρά του, το PCP αντιτάχθηκε στις ανεξέλεγκτες απεργίες και στις καταλήψεις εργοστασίων, χαρακτηρίζοντάς τες «αντιδραστικές».

Το απεργιακό κύμα φάνηκε να επιβεβαιώνει τους φόβους των οπαδών του Σπινόλα και τμημάτων της αστικής τάξης ότι το MFA και τα επίσημα αριστερά κόμματα δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους προλετάριους. Επιπλέον, η κυβέρνηση Γκονσάλβες αναγνώρισε τον Ιούλιο την ανεξαρτησία της Γουινέας Μπισάου, και απειλούσε να κάνει το ίδιο με τις πολύ πλουσιότερες αποικίες της Μοζαμβίκης και της Αγκόλας.

Σε μία απεγνωσμένη τους προσπάθεια, οι δεξιοί στρατιωτικοί προσπάθησαν να αντιστρέψουν την κατάσταση: αρχικά συνέλαβαν τους Γκονσάλβες και Καρβάλιο, και στη συνέχεια προσπάθησαν να οργανώσουν διαδήλωση της “σιωπηρής πλειοψηφίας”, δηλαδή της δεξιάς, που θα υποστήριζε το αντι-πραξικόπημα της 29ης Σεπτεμβρίου. Η άμεση απάντηση των εξεγερμένων αγροτών και εργατών ήταν να στήσουν οδοφράγματα σε όλες τις επαρχίες της χώρας, κάνοντας έτσι αδύνατη οποιαδήποτε μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων. Ακολούθησε η παραίτηση του Σπινόλα και η αντικατάστασή του από τον μετριοπαθή στρατιωτικό Κόστα Γκόμες.

Η στροφή προς τα αριστερά

Υπό τις συνθήκες αυτές το νέο καθεστώς στράφηκε προς τα αριστερά: αποφάσισε την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που προχωρούσαν σε μαζικές απολύσεις ή εκείνων που τα αφεντικά τους είχαν καταφύγει στο εξωτερικό (κυρίως στη Βραζιλία, όπου είχαν ήδη βρει καταφύγιο ο Καετάνο, ο Σπινόλα και άλλοι δεξιοί πολιτικοί και στρατιωτικοί)· πήρε μέτρα εις βάρος των τσιφλικάδων· δημοσίευσε το «μεταβατικό οικονομικό πρόγραμμα», που προέβλεπε προνομιακή συμμετοχή του κράτους στη βαριά βιομηχανία· αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Αγκόλας και του Πράσινου Ακρωτηρίου· συγχρόνως, το MFA διακήρυξε ότι το «σοσιαλίζων πρόγραμμά του θα γινόταν σταδιακά σοσιαλιστικό».

Τον Ιανουάριο του 1975 η κυβέρνηση προχώρησε στην αντικατάσταση των παλιών συντεχνιακών συνδικάτων από έναν νέο, ενιαίο φορέα, την Intersindical (αντίστοιχη με την ΓΣΕΕ).

Η κίνηση αυτή, που έγινε δεκτή με μαζικές διαδηλώσεις υποστήριξης από την πλευρά των εργαζομένων, σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον κάθε ενδιαφερόμενο: η Δύση –πολιτικοί και μμε– την αντιμετώπισε ως προοίμιο της κατάληψης της εξουσίας από το PCP. Για το τελευταίο και την αριστερή πτέρυγα του MFA, η Intersindical αποτελούσε έναν τρόπο ελέγχου του συνδικαλιστικού κινήματος, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε, ενδεχομένως, την ενίσχυση για κάποιο διάστημα των εργατικών αγώνων.
 Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSP) κράτησε αρνητική στάση.
Οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς θεώρησαν ότι η ίδρυση της Intersindical σήμαινε τον ενταφιασμό του παλιού σαλαζαρικού συνδικαλισμού, και συνεπώς το οριστικό χτύπημα στο φασισμό. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα έγινε γρήγορα δευτερεύων, με τη συγκρότηση και λειτουργία των εργατικών συμβουλίων από τους ίδιους τους εξεγερμένους εργαζόμενους.

Η επόμενη αναμέτρηση μεταξύ των διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό του στρατού πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1975, όταν οι σπινολικοί στρατιωτικοί επιχείρησαν ένα ακόμα πραξικόπημα. Για άλλη μια φορά, εργάτες και αγρότες κατέλαβαν τους σημαντικότερους οδικούς και σιδηροδρομικούς κόμβους εμποδίζοντας οποιαδήποτε στρατιωτική κινητοποίηση. Μία μονάδα αλεξιπτωτιστών, που είχε αναλάβει να καταλάβει στρατηγικά σημεία της Λισαβόνας, αρνήθηκε τελικά να δράσει. Την επόμενη μέρα οι τραπεζοϋπάλληλοι κατέλαβαν τις ιδιωτικές τράπεζες απαιτώντας την άμεση εθνικοποίησή τους, αίτημα που το MFA έσπευσε να υιοθετήσει.

Ακολούθησε μεγάλη έξοδος των Πορτογάλων καπιταλιστών από τη χώρα με κατεύθυνση και πάλι– τη Βραζιλία.

Η κλιμάκωση της επαναστατικής κρίσης

Οι επόμενοι μήνες μέχρι το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου αποδείχτηκαν οι πιο κρίσιμοι για την εξέλιξη της επανάστασης και, ταυτόχρονα, για την καταστολή της.
Σ’ αυτήν την περίοδο οι καταλήψεις εργοστασίων, γης και άδειων σπιτιών γενικεύτηκαν.
Δεν επρόκειτο για μία ενορχηστρωμένη προσπάθεια για την κατάληψη της εξουσίας από το PCP και την αριστερή πτέρυγα του MFA, όπως κινδυνολογούσαν ο αρχηγός του PSP Μάριο Σοάρες, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Χένρι Κίσινγκερ και οι παράγοντες της ΕΟΚ, μαζί με τα δυτικά μμε.
Το κίνημα των καταλήψεων και της αυτοδιαχείρισης ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των επιχειρήσεων από τα αφεντικά που έφευγαν πανικόβλητα από τη χώρα· οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να λειτουργήσουν μόνοι τους –ή μαζί με τους εκπροσώπους του νέου καθεστώτος– τις επιχειρήσεις, για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.

Παρομοίως, οι ακτήμονες αγρότες του νότου κατέλαβαν τα λατιφούντια, που είχαν εγκαταλειφθεί από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τα τσιράκια τους, βάζοντας τέλος σε έναν “αναχρονισμό” για την –Ευρωπαϊκή τουλάχιστον– αγροτική οικονομία. Οι καταλήψεις στέγης ανταποκρίθηκαν σε μία τεράστια ζήτηση, που είχε προκληθεί από την επιστροφή χιλιάδων μεταναστών από τη Δυτική Ευρώπη και την άφιξη αποίκων από την Αφρική. Επιπλέον, η επιλογή της αυτοδιαχείρισης των εργασιακών χώρων βασίστηκε στις παραδόσεις του πάλαι ποτέ αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο αναβίωσε, με άλλες συνήθως εκφάνσεις, την περίοδο αυτή.

Μία από τις πολυσυζητημένες περιπτώσεις κατάληψης επιχείρησης και λειτουργίας της από τους εργαζόμενους ήταν αυτή της φιλο-σοσιαλιστικής εφημερίδας Republica. Όταν τον Ιούλιο του 1975 ο εκδότης της εφημερίδας αρνήθηκε τον έλεγχο της έκδοσης από το εργατικό συμβούλιο των τυπογράφων, το τελευταίο κατέλαβε τα γραφεία της και αποφάσισε να επιβάλει τη θέση του μονομερώς.
Το MFA αναγκάστηκε τελικά να καλύψει τους τυπογράφους της εφημερίδας ερχόμενο σε σύγκρουση με τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι κατήγγειλαν την κατάληψη ως προσπάθεια των Κομμουνιστών να ελέγξουν τον Τύπο, παρ’ όλο που το εργατικό συμβούλιο της εφημερίδας δεν είχε καμία σχέση με το PCP.
Η εκδοχή αυτή υιοθετήθηκε αμέσως από τα δυτικοευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά μμε, ενώ ο Κίσσιγκερ και η αμερικανική διπλωματία έκαναν λόγο για προσπάθεια ελέγχου του καθεστώτος από το PCP, και προειδοποιούσαν την ΕΣΣΔ ότι ενδεχόμενη προσπάθειά της να διεισδύσει στην Πορτογαλία –η οποία παρέμενε μέλος του ΝΑΤΟ– θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση των δύο στρατιωτικών συνασπισμών.
Η Μόσχα συμβούλευσε την πορτογαλική κυβέρνηση να μείνει στο ΝΑΤΟ, προκειμένου να μην διαταραχτεί η πολιτική ισορροπία στην Ευρώπη, θέση με την οποία συμφωνούσαν ούτως ή άλλως και οι περισσότεροι από τους Πορτογάλους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες.

Ωστόσο, η Δύση εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το φόβητρο της κομμουνιστικής επικράτησης στην Πορτογαλία και άρχισε να εξοπλίζει τα δεξιά και συντηρητικά στοιχεία της πορτογαλικής πολιτικής σκηνής και του στρατού.
Το επιχείρημά της ότι οι Κομμουνιστές σχεδίαζαν την κατάληψη της εξουσίας σε συνεργασία με το MFA, δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί οι πρώτοι δεν είχαν τέτοια πρόθεση, αλλά και επειδή το Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων κάθε άλλο παρά ενιαία δύναμη συνιστούσε.
 Η διάσταση στο εσωτερικό του έγινε φανερή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν το Κίνημα παρουσίασε τρεις διαφορετικές θέσεις: η πρώτη εκφράστηκε από τον Μέλο Αντούνες και την «ομάδα των εννέα» και υποστήριζε μία κρατικιστική-τεχνοκρατική λύση για την Πορτογαλία· η δεύτερη, που εκφράστηκε από τον Βάσκο Γκονσάλβες, τάχθηκε υπέρ του γραφειοκρατικού-σταλινικού μοντέλου και έτυχε της υποστήριξης του PCP· και η τρίτη από τον Οτέλο ντε Καρβάλιο, ο οποίος πρότεινε τη σταδιακή εφαρμογή αμεσοδημοκρατικού ελέγχου της παραγωγής και διοίκησης από τους εργαζόμενους της χώρας, σε συνεργασία όμως με την προοδευτική πτέρυγα των ενόπλων δυνάμεων· επρόκειτο για την περισσότερο ετερογενή και ολιγάριθμη ομάδα, που είχε μαζί της τις δυνάμεις της άκρας αριστεράς.
 Η σύγκρουση μεταξύ των τριών αυτών διαφορετικών προσεγγίσεων έγινε εντονότερη στα μέσα Ιουλίου, μετά την αποχώρηση των Σοσιαλιστών και των δεξιών συμμάχων τους από την κυβέρνηση και την έναρξη της αντεπανάστασης με την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Κι ενώ στο νότο το MFA ανακοίνωνε την κρατικοποίηση όλων των λατιφουντίων, στον συντηρητικό βορρά οι δεξιές δυνάμεις άρχισαν να επιτίθενται εναντίον γραφείων αριστερών κομμάτων και κέντρων εργατικών συμβουλίων.
 Η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, κι αυτό ήταν κάτι που ούτε το MFA ούτε οι δυνάμεις της αριστεράς ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν.
Την ίδια περίοδο οι καπιταλιστές της Δύσης κινητοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις –χωρίς να αποκλείσουν τη στρατιωτική επέμβαση– για να πλήξουν τους Πορτογάλους προλετάριους: Οι ξένες επενδύσεις σταμάτησαν, οι δυτικές τράπεζες βοήθησαν τους Πορτογάλους καπιταλιστές να βγάλουν τις καταθέσεις τους από τη χώρα, με σκοπό να πλήξουν το εσκούδο· η αυξανόμενη ανεργία στη Γερμανία και τη Γαλλία ανάγκασε χιλιάδες Πορτογάλους μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, μειώνοντας έτσι τα εμβάσματα, που στο παρελθόν είχαν φανεί τόσο χρήσιμα στην οικονομία της χώρας.
 Έτσι, η οικονομία της Πορτογαλίας βρέθηκε σε χαώδη κατάσταση με την ανεργία να φτάνει το 11%, τις επενδύσεις να έχουν πέσει κατά 71% μέσα σ’ ένα χρόνο, και την παραγωγή να έχει πέσει τουλάχιστον κατά 10%, εξαιτίας της συνεχούς κινητοποίησης του εργατικού πληθυσμού, της φυγής των διευθυντών και των τεχνοκρατών, της έλλειψης απαραίτητων υλικών και της χρεοκοπίας εκατοντάδων μικρών ή μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η ήττα της εξέγερσης

Υπό τις συνθήκες αυτές οι Σοσιαλιστές μαζί με τους δεξιούς συμμάχους τους και την «ομάδα των εννέα» στο εσωτερικό του MFA κατάφεραν μία τακτική πολιτική νίκη οδηγώντας τον Γκονσάλβες σε παραίτηση, στις 29 Αυγούστου, και αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση με επικεφαλής τον δεξιό ναύαρχο Πινέιρο ντε Αζεβέντο.

Αυτή η πολιτική νίκη της δεξιάς εις βάρος της αριστεράς δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση και την επικράτησή της εις βάρος των εργατικών κινητοποιήσεων και των συμβουλίων στα εργοστάσια, τα στρατόπεδα και τις γειτονιές· αντίθετα, στους επόμενους τρεις μήνες οι κινητοποιήσεις εργατών και στρατιωτών δεν έγιναν απλώς περισσότερο δυναμικές, αλλά προσπάθησαν για πρώτη φορά να απεμπλακούν τόσο από το PCP όσο και από το MFA.

Την εποχή εκείνη συγκροτείται η κίνηση «Στρατιώτες Ενωμένοι για τη Νίκη» (SUV), που θα θέσει το ζήτημα της διάλυσης του αστικού στρατού και της δημιουργίας λαϊκών πολιτοφυλακών από εργάτες και στρατιώτες· οι δεύτεροι θα προχωρήσουν στην κατάληψη στρατιωτικών μονάδων και στην ανάληψη της στρατιωτικής διοίκησης από τους ίδιους· και θα αναγκάσουν τους αριστερούς του MFA, ακόμα και τον ήρωα της πορτογαλικής άκρας αριστεράς Καρβάλιο, να τους κατηγορήσουν ως «αντεπαναστάτες».

Στις αρχές Νοεμβρίου η κατάσταση κάθε άλλο παρά ελεγχόμενη από την κυβέρνηση ήταν. Οι δραστηριότητες της SUV, οι καταλήψεις εργοστασίων και οι απεργιακές κινητοποιήσεις συνεχίζονταν, και μέσα σε δύο εβδομάδες δύο διαδηλώσεις 100.000 και 200.000 εργαζομένων στη Λισαβόνα ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Αζεβέντο να παραχωρήσει αυξήσεις στους μισθούς της τάξης του 40%, ενώ ο Καρβάλιο που κλήθηκε να διαλύσει μία συγκέντρωση βάδισε τελικά επικεφαλής μίας αντικυβερνητικής πορείας προς το πρωθυπουργικό μέγαρο. Στη συνέχεια η κυβέρνηση αποφάσισε τη διάλυση της Copcon, προκειμένου να αποδυναμώσει τα ακροαριστερά στοιχεία στο στράτευμα. Παρά τις αντιδράσεις των στρατιωτών, η Copcon διαλύθηκε και μαζί με αυτήν πολλοί αριστεροί αξιωματικοί εκδιώχτηκαν από το στράτευμα.

Στις 25 Νοεμβρίου το PCP, σε συνεργασία με αριστερούς αξιωματικούς του MFA έκαναν μία τελευταία προσπάθεια να καταλάβουν στρατιωτικά τη Λισαβόνα και να εμποδίσουν την τελική επικράτηση των δεξιών δυνάμεων: ομάδες αλεξιπτωτιστών κατέλαβαν τέσσερις αεροπορικές βάσεις της πρωτεύουσας.
Ακολούθησαν δύο μέρες έντασης, κατά τις οποίες το PCP και η άκρα αριστερά παρουσιάστηκαν έτοιμες να ξεκινήσουν τον εμφύλιο πόλεμο.
Τελικά όμως το PCP, βλέποντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν εις βάρος του, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Οι αλεξιπτωτιστές παραδόθηκαν και κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος από τον επικεφαλής των συντηρητικών στρατιωτικών Ραμάλιο Εάνες.
Σε αντάλλαγμα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το PCP ήταν απολύτως απαραίτητο για την ανοικοδόμηση της Πορτογαλίας, συνεπώς τα στελέχη του δεν θα διώκονταν.
Διώξεις δέχτηκαν μονάχα ακροαριστεροί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Καρβάλιο, στρατιώτες και εργαζόμενοι, που κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν αναμιχθεί ανοικτά στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης, βασισμένοι στην υποστήριξη των Κομμουνιστών.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών εκατοντάδες αριστεροί αξιωματικοί εκδιώχτηκαν από το στράτευμα· τα στελέχη του PCP και της άκρας αριστεράς στους εργασιακούς χώρους απομονώθηκαν· αρκετές από τις παραχωρήσεις προς τους προλετάριους εργάτες και αγρότες αποσύρθηκαν.
Οι κινητοποιήσεις δεν σταμάτησαν, αλλά αντιμετωπίζονταν πλέον διαφορετικά από τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, που η κυβέρνηση είχε καταφέρει να ελέγχει (σε μία διαδήλωση στις 31 Δεκεμβρίου η «Δημοκρατική Φρουρά» πυροβόλησε εναντίον του πλήθους σκοτώνοντας τρία άτομα).
Τα εργατικά συμβούλια εξαφανίστηκαν λόγω του κλίματος υποχώρησης ή ενσωματώθηκαν στην κρατική ή ιδιωτική διοίκηση των επιχειρήσεων. Το Φεβρουάριο του 1976, κι ενώ η κρατική καταστολή που ακολούθησε το κίνημα της 25ης Νοεμβρίου συνεχιζόταν, ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα. Αν και στο ύφος του παρέμενε “προοδευτικό”, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι εξυπηρετούσε τις δυνάμεις που είχαν επικρατήσει. Στις εκλογές του Απριλίου επιβεβαιώθηκε η “αποκατάσταση της τάξης”: Ο Ραμάλιο Εάνες εκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Καρβάλιο ήρθε δεύτερος με 17%· οι Σοσιαλιστές σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μάριο Σοάρες. Η επανάσταση στην Πορτογαλία είχε ηττηθεί.

Até sempre!

Αν μας ενδιαφέρει η επαναστατική διαδικασία στην Πορτογαλία πριν τόσα χρόνια δεν είναι για “καθαρά” ιστορικούς λόγους.
Σηματοδοτεί πράγματι μια εποχή που έχει “τελειώσει”: ενός κόσμου μοιρασμένου ανάμεσα σε δύο μπλοκ εξουσίας, που ήταν ικανά να ελέγχουν τις εξελίξεις στις ζώνες επιρροής τους και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους. Ικανά στο βαθμό που μπορούσαν να “καθοδηγούν” –και να χαλιναγωγούν– τις κοινωνικές δυνάμεις που δρούσαν.

Η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι χαρακτηριστική: Το Κομμουνιστικό Κόμμα προερχόταν από μια μακρόχρονη παρανομία, η οποία συνέτεινε τόσο στην ιδεολογική του απολίθωση (σταλινική “ορθοδοξία” παρόμοια με αυτήν του ελληνικού ΚΚ, σε μια περίοδο που τα μεγάλα ευρωπαϊκά ΚΚ –ιταλικό, ισπανικό, γαλλικό– είχαν στραφεί στον ευρωκομμουνισμό), όσο και στην ενίσχυση των δεσμών και εξαρτήσεών του από τη Μόσχα· εξαρτήσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κατάστασης.
Η σύμπλευση του ΚΚ με τα διεθνή στρατηγικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ και η ταυτόχρονη αποδοχή ότι η Πορτογαλία «ανήκει στη Δύση» οδήγησαν κυριολεκτικά στο ξεπούλημα της πορτογαλικής επανάστασης: Η “ανεξαρτησία” της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης (η πρόσδεσή τους στο σοβιετικό άρμα) υπήρξε το αντάλλαγμα για το φρενάρισμα της επαναστατικής διαδικασίας και τη συμβολή στην αποκατάσταση της τάξης στην Πορτογαλία.

Ωστόσο, αν τέτοια στρατηγικά παίγνια εξελίσσονται στο μακροπολιτικό επίπεδο του συνεχούς της ιστορίας, ένας ογδοντάχρονος επαναστάτης ο Αουγκουστίν. Σούχυ στο κείμενο του Πορτογαλία 1975 : Λουζιτανικές επαναστατικές εμπειρίες, επιλέγει να εστιάσει στις “μικρές” στιγμές της πορτογαλικής εμπειρίας. Εκεί που οι «νικημένοι της ιστορίας» φτάνουν από υπόγειες διαδρομές, ανώνυμοι και τ’ όνομά τους είναι τομή, ανοιχτή και μέσα της φωσφορίζουν όλες οι ήττες, και τίποτα δεν έχει πάει χαμένο, φέρνουν την ίδια πείσμονα αξιοπρέπεια και τον ίδιο πόθο για ελευθερία, και μιλούν σε πρώτο (αδιάρρηκτα ενικό-πληθυντικό) πρόσωπο. Μέχρι πάντα.

Βιβλιογραφία:

Jaime Semprun, Κοινωνικός πόλεμος στην Πορτογαλία (μτφρ. Θ. Μιχαήλ), Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975.
Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων Πορτογαλίας, Ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά και στρατιωτικά κείμενα (μτφρ. Ε. Αλεξιάδου), Κάλβος, 1981.
Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, Η δίκη του στρατηγού των γαρυφάλλων. Κατηγορία και υπεράσπιση στο Μονσάντο (μτφρ. Β. Σαραντάκος), Στοχαστής, 1988.
Loren Goldner, Ubu Saved from Drowning: Class Struggle and Statist Containment
in Portugal and Spain, 1974-1977, Queequeg Publications, 2000, και στο http://www.left-dis.nl/uk/goltab.htm


http://marius1.no.sapo.pt/25sempre.gif
  http://marius1.no.sapo.pt/25abril2.html 


  As armas e o Povo - Portugal 25/04/1974 - 01/05/1974 

  Δεν υπάρχει συλλογική μνήμη

Πανούση ακούς ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις ;

 

«Πέρασε σχεδόν ένας μήνας  από τον εμπρησμό στο σπίτι του Στέφανου Κόλλια στην Καλοσκοπή, που το κατέστρεψε ολοκληρωτικά για δεύτερη φορά μέσα σε έξι χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει στην κατεύθυνση εντοπισμού των δραστών του εμπρησμού.

Οι αρμόδιες αρχές, Πυροσβεστική, αστυνομία, Δικαιοσύνη, που σε άλλες περιπτώσεις με υπερβάλλοντα ζήλο και ευαισθησία κινούν «γη και ουρανό», επιδεικνύουν για δεύτερη φορά χαρακτηριστική καθυστέρηση και αδράνεια δημιουργώντας αναπάντητα ερωτήματα και την αίσθηση ότι η υπόθεση κινδυνεύει να «κουκουλωθεί» ξανά. [...] 

Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να μπει στο αρχείο. Οι εμπρηστές με τη φωτιά στο σπίτι του Στέφανου, έβαλαν φωτιά στην ίδια την… αξιοπρέπειά μας. Γιατί δεν μπορούμε να χωνέψουμε, πόσο μάλλον να ανεχτούμε, πως υπάρχουν κάποιοι που λειτουργώντας είτε μόνοι τους είτε για λογαριασμό  άλλων, χρησιμοποιώντας φασιστικές και μαφιόζικες μεθόδους, προσπαθούν να διαφεντέψουν τις ζωές των ανθρώπων, θεωρώντας τον τόπο τσιφλίκι τους.

Επίσης,γι αυτό :

 
υπάρχει κανένα νέο ή ακόμα το ψάχνεις ;

Κυριάκος σε Ραχήλ : Πηγαίνετε να κάνετε καμιά φωτογράφηση

Δεν υπάρχει Γαλατικό Χωριό στις Σκουριές

Δεν υπάρχει Γαλατικό Χωριό στις Σκουριές - ανάλυση, μέρος Β'


Της Νέλλης Ψάρρού

Το πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης βρίσκεται εδώ:

Αξιόποινες πράξεις της Ελληνικός Χρυσός - ανάλυση, μέρος Α'

Δεν υπάρχει Γαλατικό Χωριό στις Σκουριές - ανάλυση, μέρος Β'

Μπορεί οι... Ρωμαίοι να πήγαν στις Σκουριές, αλλά Γαλατικό Χωριό δεν βρήκαν. Κι έτσι το κατασκεύασαν. Και θα εξηγήσω ακριβώς τι εννοώ.

γαλατικό-χωριό-3

Ο ιδιωτικός στρατός της ΕΛ.ΑΣ. μπορεί να κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή των Σκουριών για την προστασία της Ελληνικός Χρυσός, όμως οι αντιδράσεις που συνάντησε ήταν τεράστιες. Υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή υπό δημοκρατικό καθεστώς, η επένδυση δεν θα είχε προχωρήσει. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ είχαν χαριστεί τα μεταλλεία στον πρόεδρο του Άκτωρ κ. Δημήτρη Κούτρα από το 2003, οι εργασίες ξεκίνησαν μόλις το 2012, δηλαδή εν καιρώ μνημονιακής συνταγματικής εκτροπής. 
Ας μην ξεχνάμε ότι η προηγούμενη εταιρεία είχε αναγκαστεί να φύγει ύστερα από τις μεγάλες αντιδράσεις στην Ολυμπιάδα που έλαβαν χώρα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 ως το 2003. Στις αντιδράσεις αυτές πρωτοστάτησε μεν η Ολυμπιάδα, αλλά είχε την ενεργό και διαρκή συμμετοχή και άλλων δήμων, όπως του Σταυρού, της Ασπροβάλτας, της Βαρβάρας, του Μάβιτου κλπ.

Στη νέα συνθήκη, που διαμορφώθηκε από το 2004 και μετά, βλέπουμε μια μετατόπιση του κέντρου των αντιδράσεων προς άλλες περιοχές. Καταρχάς, η Ολυμπιάδα έμεινε αμέτοχη, καθώς οι εργασίες είχαν σταματήσει στην περιοχή της και το κέντρο βάρους δόθηκε στην νέα δραστηριότητα που θα ξεκινούσε από τις Σκουριές για να επεκταθεί σε όλη τη ΒΑ Χαλκιδική, αλλά και σε όλη τη Β. Ελλάδα από Κιλκίς μέχρι Έβρο στη συνέχεια. 

Έτσι, άρχισαν να μπαίνουν στο χορό χωριά που ως τότε ήταν αμέτοχα στις προ του 2003 κινητοποιήσεις. Πρωτοστατούντος της Μεγάλης Παναγιάς, το χωριό που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη νέα εξόρυξη, δημιουργήθηκε η Πρωτοβουλία Ενάντια στις Βλαπτικότητες, με μικρή συμμετοχή κι από άλλα χωριά.

 Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε ενημερώσεις, εκδηλώσεις κλπ ήδη από το 2006 έχοντας αντιληφθεί το σχέδιο της εταιρείας, που ακόμη ήταν σε αδράνεια, και από το 2009 και μετά δημιούργησε πάνω στο βουνό ένα φυλάκιο για να ελέγχει την περιοχή: στο φυλάκιο αυτό βρίσκονταν κόσμος σε 24ωρη βάση. Αυτές οι “προπαρασκευαστικές” αντιδράσεις κράτησαν μέχρι τις 20 Μαρτίου 2012, όταν και η εταιρεία ήταν έτοιμη και αποφασισμένη να ξεκινήσει εργασίες: τότε έστειλε για πρώτη φορά εργαζόμενους να χτυπήσουν τον κόσμο και να κάψουν το φυλάκιο, κάτι που έγινε και τότε με την κάλυψη της αστυνομίας.

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία η εταιρεία θα έμπαινε στη νέα περιοχή αλλά και θα ξεκινούσε εκ νέου εργασίες στην Ολυμπιάδα, ήταν προφανές ότι θα κλιμακώνονταν και οι αντιδράσεις.
Πράγματι, μετά το κάψιμο του φυλακίου, οι αντιδρώντες από τη Μεγάλη Παναγιά πήγαν στην Ιερισσό, που ως τότε μεμονωμένα συμμετείχε στην πρωτοβουλία, ενημέρωσαν τον κόσμο και όλοι μαζί πραγματοποίησαν κατάληψη στο δημαρχείο. 

Η συνέχεια των γεγονότων είναι καταιγιστική, και στα κύρια σημεία της γνωστή: διαδηλώσεις, καταστολή, σιωπή από τα ΜΜΕ, ενημερωτικές δράσεις από το κίνημα που μαζικοποιούνταν χάρη στη συμμετοχή των παραλιακών χωριών, πορείες, και ξανά καταστολή..., μέχρι την πυρπόληση των εγκαταστάσεων του εργοταξίου στις Σκουριές, οπότε το θέμα άνοιξε επικοινωνιακά και δικαστικά προβάλοντας την “τρομοκρατική δράση των κατοίκων”. Κάπου εδώ ξεκίνησε η επικοινωνιακή τρίπλα περί “Γαλατικού Χωριού”.

Οι Ρωμαίοι και οι Γαλάτες: περί εμφυλίου συνέχεια
Η συμμετοχή της Ιερισσού στις κινητοποιήσεις ήταν ιδιαίτερα ζημιογόνα για την εταιρεία και την κυβέρνηση για δύο βασικούς λόγους. 

Πρώτον, σε αντίθεση με άλλα χωριά που είχαν προθύστερα κινητοποιηθεί, η Ιερισσός είναι στο σύνολό της ενάντια στην επένδυση. Αυτό δημιουργούσε μια δυναμική που συμπαρέσυρε το κίνημα σε μαζικές κινητοποιήσεις και, κυρίως, κατάφερε να συσπειρώσει όσους ήδη αντιδρούσαν. Αυτή τη δυναμική δεν μπορούσαν άλλα χωριά να την έχουν επειδή είναι μοιρασμένα λόγω των αρκετών εργαζόμενων στα μεταλλεία: για λόγους κοινωνικής ειρήνης και συνοχής οι αντιδράσεις ήταν πιο περιορισμένες και με μικρότερη συμμετοχή (μικρότερη, όχι μικρή). 
Στην Ιερισσό η ομοψυχία και καθολική αντίδραση (λόγω και των ελάχιστων εργαζομένων στην εταιρεία) δημιουργούσε πραγματικά μια κατάσταση που αύξανε τις κινητοποιήσεις και αντιδράσεις με... γεωμετρική πρόοδο. 

Δεύτερον, και εξαιτίας αυτού, μπήκαν δυναμικά στον αγώνα και άλλα χωριά, όπως η Ουρανούπολη, τα Νέα Ρόδα, το Γομάτι κλπ, που ουσιαστικά συμπαρασύρθηκαν από τη δυναμική που έδινε η Ιερισσός – χωρίς φυσικά να παραγνωρίζουμε τη σημασία της καταστολής στη δυναμική αυτή.
ΓΑΛΑΤΙΚΌ-ΧΩΡΙΌ

Έτσι, λοιπόν, η Ιερισσός έπρεπε να απομονωθεί. Και ο πιο έξυπνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να ηρωοποιηθεί! Το κόλπο στήθηκε σχεδόν από την αρχή, όταν ο υπουργός τότε (2013) δημόσιας τάξης κ. Δένδιας χαρακτήριζε τους Ιερισσιώτες “Γαλάτες” που θέλουν να επιβάλουν τον δικό τους νόμο. Τα ευφυολογήματα, τα ανέκδοτα και τα αστεία που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες δηλώσεις ξεκίνησαν αμέσως στην περιοχή, και οι
ίδιοι οι Ιερισσιώτες έστησαν τη φωτογραφία του Αστερίξ στην είσοδο του χωριού δημιουργώντας μια ευχάριστη ανεκδοτολογία. 
Πάντως, το φαινομενικά παράδοξο της δήλωσης του Δένδια (παράδοξο μιας και, αναφερόμενος στους Ιερισσιώτες ως Γαλάτες αυτομάτως ο ίδιος και τα ΜΑΤ ήταν οι Ρωμαίοι, όχι πολύ κολακευτικός συνειρμός για την κυβέρνησή του) πρέπει να ερμηνευτεί μέσα από έναν στρατηγικό σχεδιασμό τη στοχοποίηση της Ιερισσού και την συνακόλουθη απομόνωσή της
Το ότι αυτή η πρακτική ανταποκρίνεται σε στρατηγικό σχεδιασμό αποδεικνύεται από τη συνέχισή του σήμερα, δύο χρόνια μετά. 

Δύο παραδείγματα: 
πρώτον, στα ΜΜΕ και σε όλα τα κατευθυνόμενα ρεπορτάζ που “ξαναείδαν” τις Σκουριές πρόσφατα, η αναφορά στους κατοίκους που αντιδρούν γίνεται μόνο στους κατοίκους της Ιερισσού, και συνήθως αναφέρεται πως “είναι ένα χωριό στην περιοχή που αντιδρά, η Ιερισσός”

Δεύτερον, τη μεθόδευση αυτή, ακόμη πιο επιτηδευμένη για να προέρχεται απλώς από τους μεταλλωρύχους, την είδαμε και στην περίπτωση των μπλόκων που έκαναν οι τελευταίοι τη Μεγάλη Βδομάδα, όπου άφηναν γνωστά σε αυτούς άτομα του κινήματος να περνούν, σταματώντας μόνο όσους ήταν από Ιερισσό (δείτε στο πρώτο μέρος της ανάλυσης, εδώ).

Αυτή η ηρωοποίηση-απομόνωση δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό παιχνίδι που έχει στόχο την κοινή γνώμη παρουσιάζοντας μόνο ένα χωριό να αντιδρά. Ο βασικός στόχος αυτής της μεθόδευσης είναι το ίδιο το κίνημα και οι ανθρώπινες αδυναμίες εντός του. 

Με άλλα λόγια, μέσω της αδικίας και του τοπικισμού προσπάθησαν οι γνώστες της ανθρώπινης ψυχολογίας να βάλλουν το κίνημα εκ των έσω. 

Πράγματι, η συνεχής αναφορά μόνο στην Ιερισσό εκνεύρισε πολλούς ανθρώπους του κινήματος σε άλλα χωριά, ειδικά στο βαθμό που γινόνταν και από έντυπα που υποστήριζαν το κίνημα – καθότι συχνά οι δημοσιογράφοι αναπαράγουν αυτό που ακούν όταν γράφουν χωρίς να αποκτούν καλύτερη γνώση μιας περιοχής. 

Άνθρωποι που είχαν κινητοποιηθεί πριν ακόμη η Ιερισσός μπει στον αγώνα έβλεπαν ενοχλημένοι τη μονοδιάστατη αυτή αναφορά, αρνούμενοι ωστόσο να δουν ότι και οι ίδιοι ακολούθησαν σε έναν αγώνα που είχε ξεκινήσει πριν το 2006, όταν οι ίδιοι αδρανούσαν.  

Ο τοπικισμός, ως άλλος εθνικισμός, ακολουθήθηκε από αρκετούς, μεταξύ αυτών και από ανθρώπους που η ιδεολογία τους είναι ενάντια σε κάθε εθνικισμό, δυναμιτίζοντας ενίοτε τις σχέσεις ανάμεσα στα συντονιστικά αγώνα των χωριών. 

Από την άλλη, η κατάσταση αυτή προκάλεσε ανά στιγμές μια σχετική απομόνωση της Ιερισσού μιας και η αναγόρευσή της σε ηγέτιδα του αγώνα ουσιαστικά την αποδυνάμωνε, αφού είναι γνωστό πως μόνο με την αλληλοϋποστήριξη πετυχαίνουν οι αγώνες. 
Τα παράπονα που διοχέτευαν οι τοπικιστές του κινήματος πλέον εναντίον της Ιερισσού δημιουργούσαν την εντύπωση σε αλληλέγγυους ότι η Ιερισσός είναι ανάχωμα στον αγώνα. Έτσι οι ίδιοι, μέλη αυτού του κινήματος και ταυτόχρονα θύματα της κυρίαρχης προπαγάνδας που κατά τα άλλα αντιστρατεύονται, έπαιζαν εθελουσίως το παιχνίδι που η εταιρεία τεχνηέντως τους έβαλε να παίξουν.

Η μεθόδευση αυτή δεν έπιασε εν τέλει. 
Αν και δημιούργησε αρκετά προβλήματα, ίσως και κρίσεις στις σχέσεις των ανθρώπων του αγώνα, εν τέλει η καθημερινή τριβή έδειξε σε όλους την ποιότητα και τις προθέσεις του καθενός.

Η Ιερισσός δεν είναι το Γαλατικό χωριό περικυκλωμένο από τους Ρωμαίους, όπως θέλουν να μας το παρουσιάσουν προκειμένου να την απομονώσουν – ακριβώς επειδή είναι σημαντικό κομμάτι αυτού του κινήματος*. 
Οι Γαλάτες του γνωστού κόμιξ είχαν μαγικό ζωμό για να νικούν τους Ρωμαίους. 
Στην εν λόγω περιοχή, ο μαγικός ζωμός είναι η αλληλεγγύη, και τον κρατούν όλα τα χωριά μαζί σε έναν αγώνα ενιαίο, που τον τροφοδοτούν οι χιλιάδες αλληλέγγυοι σε όλη την Ελλάδα και εκτός αυτής. 
Στην πραγματικότητα οι ...Ρωμαίοι είναι περικυκλωμένοι από Γαλάτες που βρίσκονται διάσπαρτοι μέσα σε όλα τα χωριά του δήμου Αριστοτέλη, και όχι μόνο. Και γι' αυτό φοβούνται, και γι αυτό στοχοποιούν και εγείρουν τα πιο ζωώδη μας ένστικτα, της ζήλιας και του ανταγωνισμού.

Η επίθεση αυτή έχει γίνει πλέον προφανής στα μάτια του απλού κόσμου, που συνεχίζει τον αγώνα και ξεπερνά τα προβλήματα, τους ανταγωνισμούς και τις στημένες παγίδες. Αυτή τη στιγμή σε όλα τα χωρία της περιοχής έχει αναζωπυρωθεί η κινητικότητα και η συνεννόηση, ενώ όσοι άθελά τους ή ηθελημένα έπαιξαν το παιχνίδι της εταιρείας έχουν σχεδόν απομονωθεί. Η κινητοποιηση αυτή είναι πολύχρονη και είναι κατανοητό στον καθέναν πλέον πως ο αγώνας είναι κοινός.

Δεν υπάρχει Γαλατικό Χωριό στις Σκουριές. Η προπαγάνδα περί Γαλατικού χωριού, απομονωμένου και περικυκλωμένου από τους Ρωμαίους, δεν είναι παρά μια αντιστροφή της πραγματικότητας όπως αυτή που συνηθίζει η ακροδεξιά προπαδάνδα: υπάρχουν μόνο “Ρωμαίοι” φοβισμένοι, απομονωμένοι και περικυκλωμένοι από πολλούς απλούς ανθρώπους όλων των χωριών ενωμένους στον πιο δίκαιο αγώνα: για το μέλλον, τη γη και την ελευθερία.



* Το πιο καθοριστικό κομμάτι αυτού του κινήματος δεν είναι άλλο από την Ολυμπιάδα, που έχει αποχωρήσει από τις κινητοποιήσεις μετά το 2003 μέσω ψευδών υποσχέσεων, εξαγοράς και φόβου. Στην Ολυμπιάδα θα επανέλθω με ειδικό ρεπορτάζ προσεχώς.

Οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας συνεχίζονται

Παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας θα σταματήσουν, αυτό δε φαίνεται να ισχύει.
Και το καταγγέλλουν τα μέλη της Λαϊκής Στάσης Πληρωμών στο Ηράκλειο όπου αυτή την Τετάρτη αν και συγκεντρώθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ηρακλείου δεν κατάφεραν να αποτρέψουν δύο πλειστηριασμούς εκ των οποίων ο ένας ήταν πρώτης κατοικίας, μίας οικογένειας στον Πύργο Ν. Ηρακλείου.
Όπως σημειώνουν: “Για μας θεωρείται απαράδεκτο η νέα κυβέρνηση να ολιγωρεί στην έκδοση μιας υπουργικής απόφασης με την οποία θα προστατεύεται η ΠΡΩΤΗ κατοικία των πολιτών κάτι για το οποίο δεσμεύτηκε πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές.”

[--->]