Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ

 

 Samih al-Qasim (Σαμί Αλ-Καζίμ)


"ΟΣΟ ΘΑ ΕΧΩ" 

 

Οσο θα έχω λίγους φοίνικες στη γη μου!

Οσο θα έχω μια ελιά...

ένα λεμόνι...

ένα πηγάδι... έναν κάκτο!

Όσο θα έχω μνήμη,

Μια μικρή βιβλιοθήκη,

τη φωτογραφία του συγχωρεμένου παππού μου.... ένα τοίχο!

Οσο θα υπάρχουν αραβικές λέξεις στη χώρα μου...

και λαϊκά τραγούδια!

Οσο θα υπάρχει ένα χειρόγραφο ποίησης,

Ιστορίες του ‘Antara al-’Absi'

και πολέμων στη Ρωμαϊκή και Περσική γη!

Οσο θα έχω τα μάτια μου,

τα χείλη μου,

τα χέρια μου!

Οσο θα έχω... την ψυχή μου!

Θα το δηλώνω μπροστά στους εχθρούς μου!

Θα το δηλώνω.. ένας πόλεμος τρομερός

στο όνομα των ελεύθερων πνευμάτων

εργάτες... Μαθητές... Ποιητές...

θα το δηλώνω.. και ας χορτάσουν με το ψωμί της ντροπής

οι δειλοί... και οι εχθροί του ήλιου.

Έχω ακόμα την ψυχή μου...

θα μου μείνει ... η ψυχή μου!

Θα μείνουν τα λόγια μου... ψωμί και όπλο... στα χέρια των επαναστατών!

 


Ο Αλ-Καζίμ γεννήθηκε το 1939 (-2014) από οικογένεια Δρούζων στο Εμιράτο της Υπεριορδανίας (σημερινή Ιορδανία), στη βόρεια πόλη Ζάρκα, ενώ ο πατέρας του υπηρετούσε στην Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά Αμπντάλα. Καταγόταν από οικογένεια Δρούζων από την πόλη Ράμεχ της Άνω Γαλιλαίας. Ο Αλ-Καζίμ φοίτησε στο εκεί δημοτικό σχολείο και αργότερα αποφοίτησε από το γυμνάσιο στη Ναζαρέτ. Η οικογένειά του δεν εγκατέλειψε τη Ράμεχ κατά τη διάρκεια της εκδίωξης των Παλαιστινίων το 1948 (Νάκμπα) από τους Ισραηλινούς.

 

Ο Αλ-Κασίμ ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως κυβερνητικός δάσκαλος και δίδαξε σε δημοτικά σχολεία στη Γαλιλαία και στο Αλ-Καρμέλ. Όμως ο Ισραηλινός υπουργός Παιδείας διέταξε την απόλυσή του από τη θέση του λόγω των λογοτεχνικών, πολιτικών και εθνικιστικών δραστηριοτήτων του. Έτσι εργάστηκε σε πολλές δουλειές. Ήταν εργάτης στη βιομηχανική περιοχή της Χάιφα, βοηθός ηλεκτροσυγκολλητή, υπάλληλος σε βενζινάδικο και επιθεωρητής στο τμήμα πολεοδομίας στη Ναζαρέτ. Το 1958, ο Αλ Καζίμ, ο οποίος ήταν πολιτικά κοντά στο απαγορευμένο αραβικό εθνικιστικό κίνημα al-Ard, ίδρυσε μια ημι-μυστική οργάνωση με την ονομασία Free Druze Youth Organization.

 

Ο Σαμί Αλ Καζίμ ήταν από τους πρώτους Άραβες Δρούζους νέους που αψήφησαν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία που επέβαλαν οι ισραηλινές αρχές στην κοινότητά του στο πλαίσιο της πολιτικής  του "διαίρει και βασίλευε". Το 1960 ντύθηκε με τη βία στο χακί για τη στρατιωτική του θητεία αλλά, αρνήθηκε να φέρει όπλα και μπήκε στη φυλακή μέχρι που η διοίκηση του στρατού συμφώνησε να του αναθέσει μη στρατιωτικά καθήκοντα. Ετσι,ξεκίνησε διδάσκοντας στρατιώτες- στη συνέχεια στάλθηκε για νοσηλεία στο στρατόπεδο Sarafand και τέλος στο νεκροτομείο του νοσοκομείου Rambam στη Χάιφα.

 

Ο Αλ-Καζίμ άρχισε να συνθέτει ποίηση σε νεαρή ηλικία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Pageants of the Sun, εκδόθηκε όταν ήταν δεκαεννέα ετών. Η δεύτερη συλλογή του, Τραγούδια των μονοπατιών, κυκλοφόρησε το 1964. Η ποιητική του δημιουργικότητα κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε, είπε: " Πέρασα τη ζωή μου στην υπηρεσία της ωδής".

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Αλ Καζίμ άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας πρόσκλησης από τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού al-Ghadd που εκδίδεται στα αραβικά στη Χάιφα από το Ισραηλινό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, επιμελούνταν την αραβική έκδοση του εβραϊκού περιοδικού HaOlam Hazeh (Αυτός ο κόσμος), το οποίο εξέδιδε στο Τελ Αβίβ ο αριστερός ισραηλινός ακτιβιστής Uri Avnery. Αφού παραιτήθηκε από το εν λόγω περιοδικό, κλήθηκε να ενταχθεί στη συντακτική επιτροπή της εφημερίδας της Χάιφα al-Ittihad, του οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος στα αραβικά, και ο al-Qasim εγκαταστάθηκε στη Χάιφα.

 

Το πρωί της ισραηλινής επίθεσης της 5ης Ιουνίου 1967, ο Αλ Καζίμ συνελήφθη μέσα στα γραφεία της σύνταξης της εφημερίδας al-Ittihad και πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή Damun στο όρος Karmel. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, υπέβαλε αίτηση για ονομαστική ένταξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα και μερικά χρόνια αργότερα εξελέγη μέλος της κεντρικής επιτροπής του κόμματος.

Ο νεαρός ποιητής έγινε γνωστός ως ένας από τους περίφημους "ποιητές της αντίστασης", μια ομάδα Παλαιστινίων ποιητών που περιλάμβανε τον Μαχμούντ Νταρουίς και τον Ταουφίκ Ζαγιάντ, η ποίηση των οποίων εξυμνήθηκε ευρέως ως μέρος του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος. Ερωτηθείς σχετικά με τον χαρακτηρισμό "ποιητής της αντίστασης", ο Qasim λέει: "Μου τον φόρεσαν, αλλά είμαι περήφανος γι' αυτόν. Είμαι ποιητής της αντίστασης, και όχι μόνο της αραβικής και παλαιστινιακής αντίστασης. Είμαι ένας ποιητής της διεθνούς αντίστασης". 

 

Περιγράφει την ποίηση ως "πραγματικό επαναστατικό έργο" και πιστεύει ακράδαντα στην ικανότητά της να προσεγγίζει τους ανθρώπους. "Μπορώ να είμαι περήφανος που λέω ότι συμμετείχα στην αλλαγή", παρατηρεί, χωρίς όμως να χάνει από τα μάτια του τη γενικότερη εικόνα. "Όλοι οι φίλοι μου, οι συνάδελφοί μου, οι επαναστάτες, που υπέφεραν πολύ, αξίζουν τα εύσημα που έγραψαν ιστορία".

 

Θλίψη του προκάλεσε ο θάνατος του επαναστάτη Αιγύπτιου ποιητή της καθομιλουμένης Ahmed Fouad Najm, με τον οποίο εμφανιζόταν μαζί σε ποιητικές αναγνώσεις στο Κάιρο και σε όλες τις χώρες του Κόλπου. "Ήταν ένας πραγματικός ποιητής, ένας πραγματικός μαχητής της ελευθερίας. Είχε φυλακιστεί αρκετές φορές". Αν και ο Αλ Καζίμ εκτιμά τη δημοτική (λαϊκή) προφορική ποίηση, προτιμά την ποίηση που είναι γραμμένη στα τυπικά αραβικά. "Ως Άραβας, είμαι υποστηρικτής της αραβικής ενότητας στον αραβικό κόσμο, του αραβικού έθνους, το οποίο πρέπει να ενωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όχι μέσω τανκς ή αεροπλάνων ή εξουσίας". Λέει ότι η γλώσσα και η ταυτότητα παίζουν πιο ζωτικό ρόλο: "Θα πρέπει να ενωθεί μέσω της αραβικής γλώσσας. Ένα έθνος, ένας πολιτισμός, μια γλώσσα, μια ιστορία".

 

Αυτή είναι η απάντηση στο "έγκλημα Sykes-Picot", όπως το αποκαλεί, τη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Βρετανών και Γάλλων διπλωματών κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η οποία  έθετε τις βάσεις για τον διαμελισμό της Μέσης Ανατολής προς εξυπηρέτηση των δυτικών συμφερόντων. "Πιστεύω ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη τραγωδία σε ολόκληρη την αραβική ιστορία".

 

Η επίλυση τέτοιων ιστορικών εγκλημάτων είναι ένα θέμα που επανέρχεται σε όλη την ποίηση του Καζίμ. Το ποίημά του "Το τέλος μιας συζήτησης με έναν δεσμοφύλακα" , The End of a Talk with a Jailer, είναι από τα πιο γνωστά του και μιλάει για την ανάγκη να βρεθεί μια λύση στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης που να αποδίδει δικαιοσύνη σε όλα τα μέρη. Στο ποίημα, ο Καζίμ λέει στον δεσμοφύλακα που φυλάει το κελί του ότι "από το παράθυρο του μικρού μου κελιού, μπορώ να δω το μεγάλο σου κελί". Ο ποιητής εξηγεί: "Από τη στιγμή που αυτός ο αγώνας συνεχίζεται, μπορεί να με βάλει σε ένα μικρό κελί στη φυλακή του, αλλά ταυτόχρονα είναι φυλακισμένος. Είναι φυλακισμένος στο πρόβλημά μου. Όλη η χώρα γι' αυτόν είναι ένα κελί. Δεν είμαι μόνο εγώ στη φυλακή". Αυτό το θέμα διατρέχει μεγάλο μέρος του έργου του ποιητή, καθώς αναζητά τις ανθρώπινες αξίες που υπάρχουν μέσα στη σύγκρουση.

 

Το 1968 συμμετείχε μαζί με τον Μαχμούντ Νταρουίς σε αντιπροσωπεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Σόφια της Βουλγαρίας και το 1971 ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου σπούδασε για ένα χρόνο στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών.

 

Το 1973, ο Σαμί Αλ Καζίμ βοήθησε στην ίδρυση του εκδοτικού οίκου Arabesque στη Χάιφα και διηύθυνε το Ινστιτούτο Λαϊκών Τεχνών στην ίδια πόλη. Για αρκετά χρόνια ήταν επικεφαλής της Ένωσης Αράβων Συγγραφέων στο Ισραήλ.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έγινε εκδότης του πολιτιστικού περιοδικού al-Jadid, που εκδίδεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, και παρέμεινε εκδότης του για δέκα χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε συνιδρύσει το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Ειρήνη και την Ισότητα και ήταν μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας των Δρούζων καθώς και της Εθνικής Επιτροπής για την Υπεράσπιση των Αραβικών Χωρών.

 

Ο Αλ-Καζίμ παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία του al-Jadid μετά από διαμάχη με την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με τη στάση του απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο Αλ-Καζίμ ήταν ενθουσιώδης υποστηρικτής της πολιτικής της περεστρόικα (αναδιάρθρωσης) που ακολούθησε ο Γκορμπατσόφ.

 

Στη Ναζαρέτ, και μαζί με τον συγγραφέα Ναμπίχ αλ-Καζίμ, εξέδιδε ένα πολιτιστικό τριμηνιαίο περιοδικό με την ονομασία Ida'at και ήταν επίσης επίτιμος εκδότης της εφημερίδας Kull al-'Arab, η οποία εκδίδονταν στην ίδια πόλη.

 

Ο Σαμί αλ-Καζίμ θεωρείται ένας από τους πυλώνες της σύγχρονης αραβικής ποίησης και ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της παλαιστινιακής αντίστασης. Έκανε τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού του δικό του και φώτισε τις ανθρωπιστικές και οικουμενικές πτυχές του. Η ποίησή του δείχνει την υπερηφάνεια για την αραβική του ταυτότητα, την προσκόλληση στη γη και τη θρησκευτική ανεκτικότητα. Ορισμένα ποιήματά του μετατράπηκαν σε επαναστατικά τραγούδια που κυκλοφόρησαν ευρέως.

 

Μετά την πρώτη του ποιητική συλλογή, Pageants of the Sun,δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της καριέρας του περισσότερα από εβδομήντα βιβλία, συμπεριλαμβανομένων ποιητικών συλλογών, πεζογραφικών έργων και θεατρικών έργων, ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Κέρδισε πολλά βραβεία και μετάλλια, μεταξύ των οποίων το βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ της Γρενάδας "Poesía en el Laurel"- το βραβείο για την καλύτερη μετάφραση στα γαλλικά το 1988 για επιλογές από τα ποιήματά του από τον Μαροκινό συγγραφέα και ποιητή Abdellatif Laâbi- το βραβείο ποιητικής δημιουργικότητας που απονεμήθηκε από το Κουβεϊτιανό Ίδρυμα Al-Babtain, το μετάλλιο της Ιερουσαλήμ για τον πολιτισμό, τις τέχνες και τη λογοτεχνία που απονεμήθηκε από τον αείμνηστο Παλαιστίνιο πρόεδρο Γιασέρ Αραφάτ- το βραβείο Naguib Mahfouz για Άραβες συγγραφείς που απονεμήθηκε από την Ένωση Αιγυπτίων Συγγραφέων- και το βραβείο Παλαιστίνης για την ποίηση που απονεμήθηκε από το παλαιστινιακό υπουργείο Πολιτισμού.

 

Το 2014 ο Σαμί αλ-Καζίμ πέθανε στο νοσοκομείο Σαφάντ. Η σορός του μεταφέρθηκε στο χωριό του, το Ράμεχ, όπου χιλιάδες άνθρωποι από τα αραβικά χωριά και τις πόλεις του Ισραήλ προσήλθαν στην κηδεία του.

https://www.palquest.org/en/biography/14239/samih-al-qasim

 https://www.middleeasteye.net/big-story/samih-al-qasim-and-language-revolution

«Ραντεβού στη Σαμάρα»


Υπήρχε κάποιος έμπορος στη Βαγδάτη, που έστειλε τον υπηρέτη του στην αγορά για να ψωνίσει τρόφιμα.
Σε λίγο ο υπηρέτης γύρισε τρέμοντας και –κάτασπρος από το φόβο του- είπε:
«Κύριε, τώρα μόλις βρισκόμουν στην αγορά και κάποια γυναίκα με σκούντησε κι όταν γύρισα να την κοιτάξω είδα πως ήταν ο Θάνατος που με είχε σκουντήξει. Με κοίταξε και μου έκανε μια απειλητική χειρονομία. Τώρα, λοιπόν, δάνεισε μου το άλογο σου και θα φύγω μακριά, στη Σαμάρα, όπου ο Θάνατος δε θα με βρει.»
Ο έμπορος του δάνεισε το άλογο του, ο υπηρέτης το καβάλησε και έφυγε με ξέφρενο καλπασμό.
Τότε ο έμπορος κατέβηκε στην αγορά και είδε το Θάνατο να στέκεται ανάμεσα στο πλήθος. Τον πλησίασε και του είπε:
«Γιατί έκανες μια απειλητική κίνηση στον υπηρέτη μου, όταν τον είδες το πρωί;»
«Δεν ήταν απειλητική κίνηση», είπε ο Θάνατος, «ήταν μόνο μια κίνηση έκπληξης... Παραξενεύτηκα που τον είδα στη Βαγδάτη, γιατί σήμερα είχα ένα ραντεβού μαζί του στη Σαμάρα.»
(Αν θέλετε να κάνετε αυτό το μύθο πιο επίκαιρο αρκεί να αντικαταστήσετε το «υπηρέτης» με το «Έλληνας», το «Κύριος» με το «ΕΕ», το «Θάνατος» με το «χρεοκοπία», το «Βαγδάτη» με το «αντιμνημόνιο» και το «Σαμάρα» με το «μνημόνιο» (και ας μην κάνουμε καμιά αναφορά στη ομοιότητα ανάμεσα στον Σαμαρά και τη Σαμάρα).
(Δε γνωρίζω την αρχική πηγή της ιστορίας με το Θάνατο και τον υπηρέτη. Νομίζω ότι είναι ένας αραβικός μύθος. Η συγκεκριμένη απόδοση είναι του Σομερσετ Μομ και αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Τζον Ο’ Χάρα: «Ραντεβού στη Σαμάρα», εκδόσεις Αστάρτη.



[--->]

Τα πλοία


Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
     
 H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.

      Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.

      Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.

      Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.

      Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.

      Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.

 (από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993) 


Με το φεγγάρι περπατώ




                                Με το φεγγάρι περπατώ   ( Δωδεκάννησα,Κάλυμνος )      

            Στίχοι: Παραδοσιακό
             Μουσική: Παραδοσιακό
                 Εκτελέσεις: Αιμιλία Χατζηδάκη, Σαββίνα Γιαννάτου,Μάρθα
Φριντζήλα

       Με το φεγγάρι περπατώ
       με τ`άστρι κουβεντιάζω

          Κι αμερινός* μ`αρώτησε
   τι έχω κι αναστενάζω

         ........................
       * αμερινός = αυγερινός

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008) Κατάσταση Πολιορκίας (2002)

 



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
[HALAT HISSAR]


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Μπλάνας

Του Ράμι, που ξέρει τι σημαίνει πάθος, τρέλα, ελευθερία

Ο Μαχμούντ Νταρουΐς (1941-2008) ήταν ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους ποιητές που πίστευαν πως η ποίηση είναι πρώτα απ' όλα δημιουργία μύθων, οι οποίοι εγκαθιστούν στην ιστορική ταυτότητα ενός λαού -και της γλώσσας του- τη δημιουργική ετερότητα: αυτό που έκανε η αθηναϊκή τραγωδία, δηλαδή. "Ταυτότητα είναι ό,τι κληροδοτούμε και όχι ό,τι κληρονομούμε, ό,τι επινοούμε και όχι ό,τι θυμόμαστε. Ταυτότητα είναι η αποσύνθεση του καθρέφτη που πρέπει να σπάσουμε κάθε φορά που μας αρέσει το είδωλο που βλέπουμε μέσα του!" έγραφε στο τελευταίο -μέχρι στιγμής- υπάρχον κείμενό του, το καλοκαίρι του 2007. Για να καταλήξει: "Στο εξής, δεν είσαι ο εαυτός σου!". Χτίζοντας έναν ονειρικό ποιητικό ορίζοντα, με υλικά από τους ελληνικούς, τους περσικούς, τους ρωμαϊκούς και τους βιβλικούς μύθους, εγκατέστησε μέσα του μια λυρική φωνή, γεμάτη λεπτές μεταφορές, που διαθέτουν την απλότητα, την επάρκεια του φυσικού αντικειμένου~ πράγμα που εξηγεί το γεγονός πως αν και απομακρύνθηκε σταδιακά από την παραδοσιακή αντίληψη των Παλαιστινίων, πως η ποίηση πρέπει να είναι άμεση σαν όπλο, παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής, κατακτώντας στην καρδιά του λαού του μια θέση ανάλογη με αυτήν του Αραφάτ.

 "Πιστεύω πως σήμερα ο ποιητής πρέπει να γράφει για πράγματα αθέατα", έλεγε πριν από μερικά χρόνια. "Όταν η ποίησή μου γίνεται πιο καθαρή, οι Παλαιστίνιοι μου λένε πως πρέπει να γράψω όπως παλιά. Όμως η πείρα με δίδαξε πως αν ο αναγνώστης με εμπιστεύεται, μπορώ να τον οδηγήσω. Είμαι απόλυτα ειλικρινής κι έτσι μπορώ να παίζω τα δικά μου παιχνίδια". 

 Εξάλλου, ο "εθνικός" ποιητής των Παλαιστινίων, μέλος του εκτελεστικού γραφείου της P.L.O., στάθηκε πάντα ένας ξένος, ένας περιπλανώμενος, σ' αυτόν τον κόσμο~ είτε σαν πρόσφυγας είτε σαν εξόριστος είτε σαν κάτοικος της κατεχόμενης Παλαιστίνης. Η πραγματική πατρίδα του υπήρξε η ποίηση. Γι' αυτό έλεγε και ξανάλεγε πως η Παλαιστίνη είναι μια μεταφορά για την προσδοκία, την ελευθερία, την ομορφιά που "φέρνει πάντα ειρήνη", αφού "όταν διαβάζουμε κάτι όμορφο μπορούμε να συνυπάρξουμε ευκολότερα, να ρίξουμε κάθε τείχος, να εξανθρωπίσουμε ο ένας τον άλλον". Από μιαν άποψη, ο Μαχμούντ Νταρουίς ήταν ο τελευταίος των ποιητών που πίστευαν στην ιστορική δύναμη της ποίησης. Αλλά, από μιαν άλλη άποψη, μπορεί να ήταν ο πρώτος μιας σειράς ποιητών που δεν φοβούνται τη φωνή τους ούτε την Ιστορία.

Η μετάφραση του συγκλονιστικού αυτού ποιήματος, που γράφτηκε στη Ραμάλα, πέντε χρόνια πριν από την «Ομπαμικής» έμπνευσης -για να εξηγούμεθα- σφαγή της Γάζας, θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι την ημέρα που κλείνει ένας χρόνος από τον θάνατο του ποιητή. Χρησιμοποιήθηκαν οι αγγλικές μεταφράσεις των Ramsis Amun και Marilyn Hacker, η γαλλική μετάφραση των Saloua Ben Abda & Hassan Chami, καθώς και το μεταγραμμένο στη λατινική γραφή αραβικό (παλαιστινιακό) κείμενο.

Γιώργος Μπλάνας
25/05/2002



Να την η πείνα. Ζώο 
όλο από μάτι και κυνόδοντα. 
Τίποτα δεν την ξεγελά μήτε την ξεστρατίζει. 
Δεν τη χορταίνει το τραπέζι. 
Μήτε που αρκείται σ' ένα γεύμα 
ή σ' ένα δείπνο. 

Πάντοτες προμηνάει το αίμα. 
Βρυχιέται σα λιοντάρι, σφίγγει σαν το βόα, 
σκέφτεται σαν άνθρωπος. 

Το είδος που βρίσκεται δω πέρα 
πιάστηκε στις Ινδίες (στα προάστια της Βομβάης) 
μα βρίσκεται λίγο ως πολύ σε αγρία κατάσταση 
και σ' άλλες περιοχές πολυάριθμες. 

Το νου σας, μην πλησιάζετε. 

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

Απόσπασμα από το έργο του Κώστα Βάρναλη (1934) 




   
Κατ΄ επιθυμίαν του «Δάσκαλου» η έκδοση του 1974 εικονογραφήθηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, αν και ο μεγάλος μας ποιητής θεωρούσε ότι σε αυτό το «αριστούργημα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπου αίσθημα, στόχαση, λόγος, δένονται σε μια μοναδική αδιάσπαστη ενότητα», «η γλώσσα είναι τόσο νευρώδης, ακριβόλογη, καίρια, παραστατική που δεν έχει ανάγκη από καμμιάν εικαστική επικουρία, από καμμιάν άλλη παράσταση». 

Γι΄ αφτά που δίδαξα, θα πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αφτά που θα ΄κανα, αν εζούσα, θα ΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος ο Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. Θα ΄πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα, καθώς ο βασιλιάς Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του Υπερείδη του ρήτορα, για να μάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα του, μα δεν κάνει να βρίζει και τον ξένο μισθοδότη... Θα ΄μουνα πραγματικά επικίντυνος στη δημόσια τάξη, στο «συμφέρον του κρείττονος». Και να ρίχνατε το κουφάρι μου μακριά στον Κορινθιακό ή σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -«μη ταφήναι εν γη αττική!» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια!.. 

Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας, στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ΄μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ΄λεγα: 

«Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ΄ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ΄ άλιωτα χιόνια, πάλε θα ΄τανε ο καλύτερος απ' όλους, γιατί το θέλ' η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κ΄ εξουσία, σκέψη και θέληση -όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, οπού πάνε κ΄ έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ΄ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ΄ναι «εθνικά!» Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραίτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι με τα χέρια τ΄ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ΄ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ΄ η ψυχή σας είναι δικά τους». 

Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στους ταρσανάδες του Περαία, στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου -στους δούλους! Θα κατέβαινα στ΄ αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα, σαν τύχει και λιγοθυμίσουν από την κούραση, θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του Αλκιβιάδη στον Κουβαρά, όπου ζεμένοι με τα καματερά οργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια, θα πήγαινα στην Ακρόπολη, στη Ραμνούντα, στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες, όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό τους μαρμαρένιους κολοσσούς του πνέματός σας, τους Παρθενώνες. Και θαν τους έλεγα: 

«Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ΄ ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πως είσαστε γεννημένο σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κ' η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτιους. Η τύχη σάς έκανε κι η συνήθεια σάς αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς, για να μαστ' εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και γήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ΄ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι -σεις, οι προγονοί σας, αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμη σας κ΄ ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερ΄ η δημοκρατία των «αρίστων». Να τους πάρετε τ΄ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε». 

-«Και να καθόμαστ΄ εμείς», θ΄ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. 

-«Όχι», θα φώναζα εγώ. «Θα δουλέβουνε κ΄ αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ΄ αγαθά κι η λεφτεριά...» 

 -«Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» 

 -«Μην πειράζεστε! Σαν έρτει κείν' η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε άνθρωποι» να λυτρώσετε, θέλοντας και μη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας». 


-«Ποιοι, μωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόμο;» πάλε θα ξεφωνούσανε. 


-«Οι Σκύθες!». 


Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά, σα ρουκέτα: «Τέλειωσε το νερό!» Είταν ο κλητήρας. Οι δικαστάδες τινάχτηκαν άπανον μ΄ ορμή ξεφωνίζοντας και βλαστημώντας και τρέξαν όλοι πατείς με πατώ σε κατά την πόρτα. Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. Τρέχανε, στριμωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους ποιος θα πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το μιστό του! Ακόμα κ΄ οι κλητήρες ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά κι αφήσανε το Σωκράτη μοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε τον Πλάτωνα, που στεκότανε σαστισμένος εκεί κοντά, να τον οδηγήσει στη φυλακή: «Δεν ξέρω, καημένε, μήτε που βρίσκεται μήτε κι από ποιο δρόμο πάνε!»

Πηγή: Κώστας Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, 4η Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 95-99.


18/6/12

[--->] 

Μη μείνει απ´ αυτούς κανείς


Τον κόσμο αυτό αν θες να φτιάξεις
πρέπει ν΄αλλάξεις τη δομή,
πρωτού λόγω της απραξίας μας
μας αφανίσει η παρακμή,
μας κυβερνούν οι λωποδύτες,
οι τραπεζίτες κι´ οι αγιογδύτες
κι´ όλοι τους οι υποτακτικοί.
Δίχως έλεος λοιπόν, δίχως οίκτο,
κτύπα τους πριν αφανιστείς,
γιατί αλλιώς μεσ´ στη μιζέρια
και μεσ´ στο άδικο θα ζεις,
δίχως έλεος λοιπόν, δίχως οίκτο,
μη μείνει απ´ αυτούς κανείς.
Λέει η εντολή ου αυτοκτονήσεις,
μα κατ´ ανάγκη αυτοκτονείς,
χτύπα τους πριν σε αφανίσουν,
εγκληματείς που αδρανείς,
της ηθικής μας απραξίας
όπως και της νωθρότητάς μας
πια ας μην είμαστ´ ασθενείς.

 Αντώνιος Περρής