Απόσπασμα από το έργο του Κώστα Βάρναλη (1934)
Κατ΄ επιθυμίαν του «Δάσκαλου» η
έκδοση του 1974 εικονογραφήθηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, αν και ο μεγάλος
μας ποιητής θεωρούσε ότι σε αυτό το «αριστούργημα της νεοελληνικής
πεζογραφίας, όπου αίσθημα, στόχαση, λόγος, δένονται σε μια μοναδική
αδιάσπαστη ενότητα», «η γλώσσα είναι τόσο νευρώδης, ακριβόλογη, καίρια,
παραστατική που δεν έχει ανάγκη από καμμιάν εικαστική επικουρία, από
καμμιάν άλλη παράσταση».
Γι΄ αφτά που δίδαξα, θα πρεπε να
με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αφτά που θα ΄κανα, αν
εζούσα, θα ΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με
κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος ο Νέαρχος θα
κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο
θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. Θα ΄πρεπε να
μου κόψετε τη γλώσσα, καθώς ο βασιλιάς Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του
Υπερείδη του ρήτορα, για να μάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα
του, μα δεν κάνει να βρίζει και τον ξένο μισθοδότη... Θα ΄μουνα
πραγματικά επικίντυνος στη δημόσια τάξη, στο «συμφέρον του κρείττονος».
Και να ρίχνατε το κουφάρι μου μακριά στον Κορινθιακό ή σε κανένα φαράγγι
του Κιθαιρώνα -«μη ταφήναι εν γη αττική!» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια!..
Θα πήγαινα, που λέτε, στους
λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας, στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο
Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα
κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα
΄μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού,
γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ΄λεγα:
«Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος,
κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος
ανάμεσ΄ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ΄ άλιωτα χιόνια, πάλε θα ΄τανε ο
καλύτερος απ' όλους, γιατί το θέλ' η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά
σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια,
καράβια και χρήμα, θεοί κ΄ εξουσία, σκέψη και θέληση -όλα ξένα! Λιγοστοί
σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε
πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη
ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Και όταν βυθίζετε το μάτι σας
πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, οπού πάνε κ΄ έρχονται καΐκια και φρεγάδες
κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ΄ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄
τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες,
περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ΄ναι «εθνικά!» Και κανένας δε
συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες,
Μοραίτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι με τα
χέρια τ΄ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ΄ όλη σας τη
ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ΄ η ψυχή σας είναι δικά τους».
Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια
της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στους
ταρσανάδες του Περαία, στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και
λουρίκια του πολέμου -στους δούλους! Θα κατέβαινα στ΄ αμπάρια των
καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες (άσπρα μαλλιά, μέτωπα
καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και
ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα, σαν τύχει και λιγοθυμίσουν
από την κούραση, θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του Αλκιβιάδη στον
Κουβαρά, όπου ζεμένοι με τα καματερά οργώνουνε τα κατσάβραχα και τα
πουρνάρια, θα πήγαινα στην Ακρόπολη, στη Ραμνούντα, στα Κούντουρα, στις
Κάβο Κολόνες, όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό τους
μαρμαρένιους κολοσσούς του πνέματός σας, τους Παρθενώνες. Και θαν τους
έλεγα:
«Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί
και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί,
τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των
ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ΄ ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία
δασκαλέβει, πως είσαστε γεννημένο σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κ' η
φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτιους. Η τύχη σάς έκανε κι η συνήθεια σάς αποτέλειωσε.
Είσαστε σκλάβοι εσείς, για να μαστ' εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το
κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και
το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι
αστροβολάνε κάμποι και γήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι
άδικοι, για να γίνετ΄ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι -σεις, οι προγονοί σας,
αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμη σας κ΄
ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα
δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερ΄ η
δημοκρατία των «αρίστων». Να τους πάρετε τ΄ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε».
-«Και να καθόμαστ΄ εμείς», θ΄
απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά
μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους.
-«Όχι», θα φώναζα εγώ. «Θα δουλέβουνε κ΄ αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ΄ αγαθά κι η λεφτεριά...»
-«Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...»
-«Μην πειράζεστε! Σαν έρτει
κείν' η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε άνθρωποι» να λυτρώσετε,
θέλοντας και μη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας».
-«Ποιοι, μωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόμο;» πάλε θα ξεφωνούσανε.
-«Οι Σκύθες!».
Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε
ξαφνικά, σα ρουκέτα: «Τέλειωσε το νερό!» Είταν ο κλητήρας. Οι δικαστάδες
τινάχτηκαν άπανον μ΄ ορμή ξεφωνίζοντας και βλαστημώντας και τρέξαν όλοι
πατείς με πατώ σε κατά την πόρτα. Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε
σεισμός. Τρέχανε, στριμωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους ποιος θα
πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το μιστό του! Ακόμα κ΄ οι κλητήρες
ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά κι αφήσανε το Σωκράτη
μοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. Και κείνος, με την παντοτινή του
γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε
τον Πλάτωνα, που στεκότανε σαστισμένος εκεί κοντά, να τον οδηγήσει στη
φυλακή: «Δεν ξέρω, καημένε, μήτε που βρίσκεται μήτε κι από ποιο δρόμο πάνε!»
Πηγή: Κώστας Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, 4η Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 95-99.