Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κλιματική αλλαγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κλιματική αλλαγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΚΗΠΙΟΥ

 

Το κλίμα αλλάζει συνεχώς, τα «ανθρώπινα» σπανίως

 

Από τον ΛΕΩΝΙΔΑ ΛΟΥΛΟΥΔΗ

 

 

... Είναι «αξιομνημόνευτο παράδειyμα

της ασύλληπτης περιέργειας της

φύσης μας. που σπαταλάει το χρόνο

της για να μαντέψει τα μελλούμεvα,

σαv να μην είχε αρκετή απασχόληση

να χωνέψει τα παρόντα.

Μισέλ ντε Μονταiνι [1]

 

1

Ο Τζιμ Λιπ. γενικός διευθυντής του Διεθνούς WWF (Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση), λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης περνώντας από την Αθήνα ρωτήθηκε ποιο είναι το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης σήμερα. «Χωρίς αμφιβολία», απάντησε, η κλιματική αλλαγή. Δεν πρόκειται απλώς για "ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα": Αποτελεί επίσης το σημαντικότερο πρόβλημα στον τομέα της οικονομίας, των κοινωνικών θεμάτων, της ανάπτυξης και της υγείας. Η κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μαζικές αλλαγές στον πλανήτη [2] .Η απειλητική πρόγνωση-για την «υπερθέρμανση του πλανήτη» -αυτή είναι η τάση της κλιματικής αλλαγής κατά τον Λιπ μας έρχεται από τον προπερασμένο αιώνα. Τη διατύπωσε πρώτος το 1824, ως «φαινόμενο του θερμοκηπίου», ο Γάλλος μαθηματικός και μηχανικός Ζοζέφ Φουριέ, τη συμπλήρωσε, το 1896, ως προς τις συνέπειές της στην «υπερθέρμανση του πλανήτη» από το οφειλόμενο στον άνθρωπο διοξείδιο του άνθρακα, ο Σουηδός χημικός Σβάντε Αρρένιους, για να κυριαρχήσει απολύτως και παραδόξως στις κοιτίδες του επιστημονικού γίγνεσθαι, τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ειδικότερα το τελευταίο τέταρτο του 20ou αιώνα και μέχρι τη δραματική αμφισβήτησή της την τελευταία δεκαετία. Καθόλου τυχαία, από το 1997 ο όρος «φαινόμενο του θερμοκηπίου» σπάνια αναφέρεται. Αυτή την απίστευτη, σχεδόν παρανοϊκή ιστορία αφηγούνται και ερμηνεύουν οι Καναδοί καθηγητές περιβαλλοντικής οικονομίας Κρίστοφερ Εσεξ και Ρος ΜακΚίτρικ και ο Βρετανός αρθρογράφος επιστημονικών θεμάτων στοSundαy Telegrαph και ιδρυτής του θρυλικού σατιρικού περιοδικού Priναtt Eye Κρίστοφερ Μπούκερ.

Τι έλεγε αυτή η απειλή της «κλιματικής αλλαγής; Τη συνοψίζει ένας θιασώτης της και κορυφαίος κλιματολόγος, ο καθηγητής Μαρκ Μάσλιν:

«Υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι οι ήδη αυξημένες συγκεντρώσεις του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων πεντακοσίων ετών και ίσως παραπάνω, θα θερμάνουν τη Γη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά κατά τη διάρκεια, το λιγότερο, των τελευταίων 2.000 ετών».

 

Ο Μάσλιν επικαλείται προς επίρρωση του ισχυρισμού του την τελευταία έκθεση της περιβόητης -για λόγους που θα αναφερθούν πιο κάτω-Διακυβερνητικής Επιτροπής περί της Κλιματικής Αλλαγής (IPCC), σύμφωνα με την οποία «έχει πλήρως αποδειχθεί ότι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα υπήρξε αύξηση των παγκόσμιων θερμοκρασιών κατά 0,75°C και άνοδος της θαλάσσιας στάθμης κατά 22 εκατ. Η πρόβλεψη της IPCC είναι ότι στο τέλος του παρόντος αιώνα τα αντίστοιχα μεγέθη θα έχουν ενισχυθεί περαιτέρω, το πρώτο μεταξύ 1,1 °C και 6,4°C και το δεύτερο μεταξύ 28 εκατ. και 79 εκατ., αν επιταχυνθεί το λιώσιμο των πάγων στη Γροιλανδία και την Ανταρκτική (... ). Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης, σε οικονομικούς όρους, αποτιμώνται [σ. σ.: κατά την Έκθεση του Ν. Στερν, 2006] σε 20%του παγκόσμιου ΑΕΠ»[3].

 

 

Όλα αυτά μοιάζουν πειστικά, ακόμη και πιθανά, αφού υπάρχει «σαφης τεκμηρίωση» και όλα έχουν «πλήρως αποδειχθεί». Είναι, όμως, αυτή η βεβαιότητα τόσο ακράδαντη όσο λέγεται;

 

2

Οι Κρiστοφερ Έσεξ και Ρος ΜακΚίτρικ έχουν εντελώς διαφορετική γνώμη. Στέκονται καταρχήν στη διαφορά μεταξύ θεωριών, μοντέλων και μεταφορών. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιο από αυτά τα τρία επιζητείται να αποκληθεί βέβαιο αυτό είναι το πρώτο και η επιστήμη μάς έχει δείξει πόσο πολύ επιφυλακτικοί οφείλουμε να είμαστε με τη χρήση αυτού του όρου.

Με αυτή την έννοια, αν και χρήσιμα, τα μοντέλα, τα οποία επινοούνται μόνο για να προσαρμόσουν κάποιες παρατηρήσεις, έχουν μικρότερο κύρος στην επιστήμη και ακόμη μικρότερο οι μεταφορές όπως είναι αυτή του «φαινομένου του θερμοκηπίου». Τελικώς, στις φυσικές επιστήμες μόνο η θεωρία είναι αυτή η οποία δοκιμάζεται συνεχώς από πειράματα ελέγχου της. Η θεωρία καθορίζει ποια είναι η κατάλληλη χρήση ενός μοντέλου και η αληθοφάνεια ή μη μιας μεταφοράς. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, απευθυνόμενοι στους αναγνώστες τους δεν διστάζουν να βεβαιώσουν ότι «στο ερώτημα αν υπάρχει κάτι σαν μια θεωρία για το κλίμα, η απάντηση είναι σύντομη (όχι) αλλά η εξήγηση τού γιατί θα απαιτούσε τη συγκέντρωση της προσοχής σας για πολλές σελίδες. Σας προειδοποιούμε από τώρα ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα συντομογραφιών σε αυτό το εγχείρημα».

 

Αυτός, λοιπόν, είναι ο πρώτος και κύριος λόγος, προσθέτουν λίγο πιο κάτω, γιατί «η βεβαιότητα στο θέμα της μελλοντικής κατεύθυνσης του κλίματος είναι αδύνατη. Δεν υπάρχει θεωρητική βάση για την πρόγνωση του κλίματος· τα μοντέλα δεν αποτελούν ένα υποκατάστατο της θεωρίας, και η αβυσσαλέα πολυπλοκότητα πραγμάτων όπως η καταστασιακή αταξία (turbulence) και τα χαοτικά συστήματα συνεπάγονται ότι όποιος -πιστεύει ότι μπορούμε να προβλέψουμε το κλίμα απλώς προκαλείτο γέλιο των θεών».

 

 

Και συμπληρώνουν ότι, «εν απουσία μιας θεωρίας για το κλίμα, το οποίο, άλλωστε, πάντοτε αλλάζει, δεν έχουμε καμία δυνατότητα να κατανοήσουμε εάν συμβαίνει μια αλλαγή του κλίματος εξαιτίας του ανθρώπου, ακόμη και αν συνέβαινε μπροστά στα μάτια μας. Ούτε μπορούμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να υποστηρίξουμε, έναντι των μακροπρόθεσμων φυσικών αλλαγών, ότι συνέβη και ότι ήταν υπεύθυνη για συγκεκριμένες αλλαγές σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε την εξαιτίας του ανθρώπου κλιματική αλλαγή ακόμη και αφού αποτελέσει γεγονός».

Να προσθέσω εδώ ότι οι συγγραφείς δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποδόμηση του δόγματος περί υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ειδικά ο ένας εξ αυτών, οΜακΚίτρικ, ειδικός στα οικονομικά του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή, μαζί με έναν άλλο Καναδό, τον Στlβεν Μακlντάιρ, σύμβουλο χρηματοοικονομικής στην εξορυκτική βιομηχανία, ειδικευμένο στη στατιστική ανάλυση, αναγνωρίσθηκαν διεθνώς όταν αμφισβή τησαν εμπεριστατωμένα, το 2003, κάτι που αναγνώρισε μετά τρία χρόνια και η αμερικανική Εθνική Ακαδημία των Επιστημών (NAS), τις βάσεις δεδομένων και τη μεθοδολογία της εμβληματικής, για την IPCC και τους λοιπούς υποστηρικτές της υπερθέρμανσης, υπόθεσης του φυσικού Μάικλ Μαν και των συνεργατών του, το 1999. Σύμφωνα μ' αυτήν, οι αλλαγές της θερμοκρασίας των τελευταίων 1.000 χρόνων ακολουθούν μια καμπύλη η οποία προσομοιάζει με το μπαστούνι του χόκεϊ ("the hockey stick curνe"), συσχετίζοντας, λόγω του κυρτού άκρου του στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, απόλυτα την αύξηση της θερμοκρασίας με εκείνη της συγκέντρωσης του C02 στην ατμόσφαιρα. Οι ΜακΙντάιρ και ΜακΚίτρικ έλεγξαν τη σειρά των έμμεσων δεδομένων -έμμεσα ή προσεγγιστικά δεδομένα (proxy data), στην περίπτωση αυτή, εκτίμηση δακτυλίων δένδρων- του παρελθόντος κλίματος που επεξεργάσθηκαν ο Μαν και οι συνεργάτες του και υποστήριξαν, π.χ., ότι εμπεριέχουν αδικαιολόγητη χρήση των δεδομένων, καθώς και πολλά λάθη και ελλείψεις. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας διορθωμένα και επικαιροποιημένα ως προς την πηγή τους δεδομένα, εφάρμοσαν την αρχική μεθοδολογία και ανασύστησαν τον μέσο θερμοκρασιακό δείκτη για την περίοδο 1400-1980 μ.Χ. Το μείζον συμπέρασμά τους ήταν ότι οι τιμές στον πρώιμο 15ο αιώνα υπερέβαιναν όλες τις τιμές του 20ού αιώνα και ότι η καμπύλη του συγκεκριμένου γραφήματος "hockey stick cuτve" είναι πρωτίστως ένα τεχνητό κατασκεύασμα. Οι εργασίες τους αφενός αντιμετώπισαν την «ανωμαλία», για τους υποστηρικτές της υπερθέρμανσης, του «θερμού Μεσαίωνα» (900-1300μ.Χ.), αλλά και της Μικρής Παγετωνικής» (1300-1850) περιόδου, κατά τις οποίες οι θερμοκρασίες ήταν αντιστοίχως μεγαλύτερες και μικρότερες της σημερινής, ενώ πυροδότησαν και μια άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική συζήτηση, εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό και τους ακτιβιστές, για τη χρήση των έμμεσων δεδομένων ανακατασκευής των θερμοκρασιών του απώτερου παρελθόντος.

 

Σήμερα, περίπου μετά από μια δεκαετία, τα πορίσματα αυτής της συζήτησης έχουν γίνει κοινός τόπος, τουλάχιστον μεταξύ ειδικών οι οποίοι δεν διστάζουν να τα μεταφέρουν στο ευρύ κοινό. Σε πρόσφατη συνέντευξή του σε περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, ο καθηγητής της Θεωρητικής Κλιματολογίας Πέτρος Ιωάννου επιβεβαιώνει ότι «μια πρόβλεψη, σαν αυτή της IPCC, είναι αβέβαιη, επειδή δεν γνωρίζουμε πλήρως ούτε την λειτουργία του C02ούτε τις διαδικασίες της κλιματικής αλλαγής. Τα κλιματικά μοντέλα αναπαράγουν αυτές τις αβεβαιότητες   ( ... ). Όσον αφορά το C02, ειδικότερα, η επίπτωσή του στο κλίμα προκύπτει από την ανάδραση που μπορεί να έχει στην κατανομή των υδρατμών στην ατμόσφαιρα, που είναι το κύριο αέριο του θερμοκηπίου, και τη διάταξη των νεφών που θα σχηματισθούν ... »[4].

 

Επιπλέον, όπως σημειώνει ο ειδικός σε θέματα εξατμισοδιαπνοής των φυτών στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, Σταύρος Αλεξανδρής, στον οποίο αυτό το κείμενο οφείλει πολλά, «η εκκεντρικότητα, η αξονική απόκλιση και η τροχιά της Γης οδηγούν σε μακροπρόθεσμες (περί τα 100.000χρόνια) διακυμάνσεις της συνολικής ενέργειας που λαμβάνεται από τον Ήλιο (κύκλοι Milankoνitch), με αντίστοιχες διακυμάνσεις στην θερμοκρασία του πλανήτη. Σε μικρότερες χρονικές κλίμακες (δεκαετίες και αιώνες), θα μπορούσαν να προκληθούν μεταβολές στο κλίμα της Γης από ίδιες φυσικές αλλαγές του ήλιου»[5]

 

Ενώ, εξαιτίας του κύκλου των παγετωνικών περιόδων 100.000 χρόνων (του τελευταίου ενός εκατομμυρίου χρόνων)που διακόπτονται από ενδιάμεσες θερμές εποχές, ο Πέτρος Ιωάννου πιθανολογεί, στην προαναφερθείσα συνέντευξή του, ότι ίσως «να εισέλθουμε εκ νέου σε παγετωνικό κλίμα, με πραγματικά ολέθριες συνέπειες στο περιβάλλον». Ας σημειωθεί ότι, περισσότερο ή λιγότερο σuμπτωματικά, από το 2007 παρατηρείται, σε αντίθεση με ό,τι προέβλεπαν τα μοντέλα των υπολογιστών, μια απότομη πτώση της «παγκόσμιας θερμοκρασίας».

Συνοψίζοντας όλα τα προηγούμενα, δύο Κύπριοι ερευνητές, οι Γ. Φλωρίδης και Π. Χριστοδουλίδης, αφού απορρίπτουν και εκείνοι τον ρόλο του C02 ως του κύριου παράγοντα της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη, καταλήγουν ότι «η επιστήμη σήμερα δεν- προσφέρει ένα επαρκές επεξηγηματικό πλαίσιο για την κατανόηση του περίπλοκου κλιματικού συστήματος του πλανήτη. Και καταλήγουν:

 

«Πιστεύουμε. συνεπώς ότι η θερμοκρασία επηρεάζεται σημαντικά από φυσικούς παράγοντες που δεν έχουν ακόμη επαρκώς εκτιμηθεί ή πολύ περισσότερο αναγνωρισθεί. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να επικαλεσθεί τον ρόλο του νερού, το πανταχού παρόν στο έδαφος νερό, τους ωκεανούς, την ατμόσφαιρα, όπως, επίσης, και τον Ήλιο σαν τη κύρια κινητήριο δύναμη του κλίματος. Και των δύο αυτών παραγόντων οι ρόλοι είναι πολύ λίγο κατανοητοί προς το παρόν».

Αυτά λέει η καθιερωμένη επιστήμη, και κατά τη γνώμη μου, πειστικά. Όμως, η «καθεστωτική επιστήμη» (official science) -νεολογισμός τον οποίο εισάγουν οι Έσεξ και ΜακΚΙτρικ για εκείνη τη δραστηριότητα η οποία επιβιώνει στη διεπιφάνεια επιστήμης και πολιτικής από φορείς όπως η IPCC- περί άλλων κοπτόταν και μάλιστα με ιδιαίτερες επικοινωνιακές επιδόσεις.

 

 

3.

 

Η αποκάλυψη της αλήθειας, εντός εισαγωγικών πάντα, δεν ήταν εύκολη. Να αναφέρω ότι και γνωστά ονόματα τα οποία έχουν πρωταγωνιστήσει, με το έργο τους, στο ρεύμα του «σκεπτικιστικού περιβαλλοντισμού», όπως το 2001 ο Μπγιορν Λόμποργκ [6] ή πιο πρόσφατα ο Ζαν ντε Κερβασντουέ [7], παρά τις αντιρρήσεις τους για την προτεραιότητα που αποδίδει στην υπερθέρμανση του πλανήτη το οικολογικό κίνημα, δεν το αμφισβητούν ως φυσικό φαινόμενο. Νομίζω, συνεπώς, ότι ένα ερώτημα έχει γενικότερο ενδιαφέρον και, ως εκ τούτου, απαιτεί την προσοχή μας. Το διατυπώνει με σαφήνεια ο Κρίστοφερ Μπούκερ, στην εξαντλητική ιστορική του αναδρομή για το θέμα ως εξής, σε δύο σκέλη: πώς μπορεί το ανθρώπινο είδος να δραπετεύσει από αυτό το πρωτοφανές μπλέξιμο μέσα στο οποίο έχει εμπλακεί και ποιοι ήταν οι βαθύτεροι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την καθ' ολοκληρία απογείωση από την πραγματικότητα;

 

Νομίζω ότι το πρώτο σκέλος του ερωτήματος απαντάται εμμέσως, αν εστιασθούμε στο δεύτερο σκέλος αναζητώντας και ερμηνεύοντας με τη δική του αξιοθαύμαστη επιμονή τα πραγματολογικά δεδομένα αυτής της απίστευτης ιστορίας.

 

Όχι μόνο ως προς το αυτονόητο, την επιστημονική διάσταση του προβλήματος, αλλά και ως προς τις πολιτικές του συνεπαγωγές. Ατυχώς, αν και φυσικοί επιστήμονες, όπως οι Έσεξ και ΜακΚίτρικ ή ο Αυστραλός περιβαλλοντολόγος Ίαν Πλάιμερ [8] έχουν προσφέρει εξαιρετικές ερμηνείες και στο ιστορικό-πολιτικό επίπεδο, οι καθ' ύλην αρμόδιες Επιστήμες του Ανθρώπου λίγο έχουν ασχοληθεί με αυτή την προσέγγιση του θέματος. Αν και όποτε οι ανθρωπιστικές επιστήμες εστιάσουν το ενδιαφέρον τους σε ανάλογα φαινόμενα εκτιμώ ότι η κατανόησή τους αναμένεται να είναι εξίσου αν όχι πιο αποτελεσματική για την αποφυγή παρόμοιων «ατυχημάτων» στο μέλλον.

Η πολιτικοποίηση της Επιστήμης δεν είναι καινοφανές φαινόμενο. Το αποδεικνύει το επεισόδιο Λυσένκο, με τον τρόπο που το εξετάζουν οι Αλτουσέρ και Λεκούρ [9] Όχι «εξωτερικά», ως χρήση της επιστήμης, αλλά «εσωτερικά», στον πυρήνα της, ως κατάχρηση, για να μην πω αποικιοποίηση, της θεωρίας και της μεθοδολογίας της. Αυτό συνέβη και με το επεισόδιο της υπερθέρμανσης του πλανήτη όπως δείχνει η ιστορία της κατασκευής του. Από τα πολλά που μπορούν να τεκμηριώσουν αυτή τη θέση επιλέγω, για την οικονομία του κειμένου, μόνο ένα, ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό και σημαντικό: τον ρόλο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, την διεθνώς γνωστή ως IPCC, για τον οποίο μάλιστα. τιμήθηκε, όπως και ο ανεκδιήγητος Αλ Γκορ[10] με Νόμπελ Ειρήνης το 2006.

 

Πώς, όμως, ξεκίνησε αυτή η ιστορία;

 

Την IPCC σuνέστησαν το 1988 τα Ηνωμένα Έθνη με πρωτοβουλία της αμερικανικής κυβέρνησης, στους κύκλους των οποίων ήδη από την αυγή του Ψυχρού Πολέμου το περιβάλλον και ειδικότερα η «κλιματική αλλαγή» κυοφορούνταν ως το μεταπολεμικό προοδευτικό όραμα έναντι της κομμουνιστικής απειλής[11]. Θα έπρεπε, ωστόσο, να περιμένουμε το ασυνήθιστα ζεστό καλοκαίρι του 1988, όταν το «όραμα» φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά. Τότε, η Επιτροπή για την Ενέργεια και τους Φυσικούς Πόρους της Γερουσίας προσκάλεσε ενώπιόν της τον Τζέιμς Χάνσεν, διευθυντή του Ινστιτούτου GISS (Ινστιτούτο Γκονταρ Ερευνών του Διαστήματος) της NASA. Η κατάθεση του τελευταίου, επικαλούμενη τις προσομοιώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών, έμεινε στην ιστορία από τη φράση του:

«στην ιστορία των ενόργανων μετρήσεων η Γη είναι [σήμερα] θερμότερη από ποτέ».

Οι παρόντες Γερουσιαστές Αλ Γκορ και Τιμ Γουίρθ, υποκινητές της πρόσκλησης και -κυρίως- της προετοιμασίας του περιεχομένου της δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους.

 

Παρά τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις από τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, δύο φορείς των ΟΗΕ, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (WMO) και το Πρόγραμμα για το Περιβάλλον (UNEP), είχαν αρχίσει από το προηγούμενο έτος, υπό την επίδραση της Έκθεσης Μπρούντλαντ «To Κοινό μας Μέλλον», να προετοιμάζουν μια «διακυβερνητική επιτροπή» με αντικείμενο την εκτίμηση, από αντίστοιχες ομάδες εργασίας, της επιστημονικής τεκμηρίωσης περί της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, των πιθανών επιπτώσεών της στον άνθρωπο και το περιβάλλον και, τέλος, της υποβολής προτάσεων αντιμετώπισης αυτών των επιπτώσεων. Αυτό και έγινε με πρωτοβουλία του UNEP στη Γενεύη τον Νοέμβριο του 1988. Στους πρώτους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της IPCC συγκαταλέγονται η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία διέβλεπε ότι έπρεπε να υποστηριχθεί η πυρηνική ενέργεια καθώς μόνο αυτή μπορούσε να εγγυηθεί την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, ο ανερχόμενος πολιτικός Αλ Γκορ,οι γνωστότερες ΜΚΟ, η Greenpeace, οιFriends of the Earth, το WWF και το Enνironmental Defense Fund, οι οποίες το1989 σχημάτισαν μια οργάνωση-ομπρέλα, το Δίκτυο Δράσης για το Κλίμα, καθώς και η Ένωση των Συνειδητοποιημένων Επιστημόνων οι οποίοι μάζεψαν 700 υπογραφές υποστήριξης, μεταξύ των οποίων φιγούραραν τα ονόματα αρκετών Νόμπελ και ακαδημαϊκών.

 

Ο «Πρώτος Απολογισμός Εκτιμήσεων» ή FAR της IPCC (θα ακολουθούσαν άλλοι τρεις) παρουσιάσθηκε το 1990 στον ΟΗΕ. Οι προθέσεις του ήταν απροκάλυπτες, ήδη από τη δομή και τη μέθοδο σuγγραφής του κειμένου. Στις τρεις ομάδες εργασίας μετείχαν κάθε λογής συγγραφείς, όχι μόνο φυσικοί ή κοινωνικοί επιστήμονες αλλά και ακτιβιστές.

 

Σημειώστε ότι από τους διαφημιζόμενους ως «2.500 επιστήμονες» της IPCC, οι ειδικοί της κλιματολογίας ήταν ελάχιστοι.

 

Η πρώτη ομάδα εργασίας είχε αντικείμενο την επιστημονική τεκμηρίωση της κλιματικής αλλαγής. Η πρώτη γραφή της ομάδας κοινοποιούνταν για σχολιασμό σε εκατοντάδες «ειδικούς αξιολογητές» ανά τον κόσμο και επέστρεφε στους συγγραφείς για διορθώσεις. Το τελευταίο και κρίσιμο στάδιο ήταν η συγγραφή της «Περίληψης για τους διαμορφωτές Πολιτικής (Executive Summary for Policy Makers)». Η τελική μορφή του κειμένου της Περίληψης, μετά τις αλλαγές που επέφεραν οι κυβερνήσεις στις οποίες υποβάλλονταν, συμφωνούνταν σε μια ειδική προς τούτο ολομέλεια.

Το αποτέλεσμα ήταν, όπως σύντομα φάνηκε, ότι η τελική Περίληψη της πρώτης ομάδας εργασίας, στην οποία κατεξοχήν έπεφταν τα φώτα της δημοσιότητας, διέφερε σημαντικά σε σημεία-κλειδιά της αρχικής τεχνικής έκθεσης. Και, περιττό να προστεθεί, επιβεβαίωνε πλήρως την προειλημμένη βεβαιότητα ότι η κλιματική αλλαγή οδηγούσε στην υπερθέρμανση του πλανήτη εξαιτίας του ανθρώπου. Αυτή η διαδικασία, η οποία ακολουθήθηκε και στους επόμενους Απολογισμούς Εκτιμήσεων της IPCC, και αποσκοπούσε ρητά στη «συναίνεση» ενώπιον της ανάγκης λήψης άμεσων μέτρων κατά του τεράστιου κινδύνου που δήθεν αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα υπήρξε το κύριο όχημα υπαγωγής της επιστημονικής έρευνας στην πολιτική.

 

Πώς αλλοιώνει την Επιστήμη η Πολιτική, μέσω αυτού του τύπου της «συναίνεσης», εξηγούν δύο από τους εγκυρότερους επικριτές των διαδικασιών της IPCC. Κατά τον Πολ Ρετέρ του Ινστιτούτου Παστέρ του Παρισιού, το ζήτημα της συναίνεσης αποτελεί το κλειδί της κατανόησης των περιορισμών των ανακοινώσεων της IPCC. Η συναίνεση είναι ίδιον της πολιτικής, όχι της επιστήμης ( ... ). Στην εποχή της πληροφορίας, η εκλαΐκευση των επιστημονικών θεμάτων-ιδιαιτέρως στους τομείς της υγείας και του περιβάλλοντος- ξεχειλίζει από την πλημμυρίδα της παραπληροφόρησης, η οποία συχνά χαρακτηρίζει τη μεγαλοστομία των επαγγελματιών επιστημόνων.

 

Πιο αυστηρά, ο επιφανής Αμερικανός κλιματολόγος καθηγητής Ρίτσαρντ Λίντγκρεν, ένας ακόμη, όπως και ο Ρετέρ,από τους πιο μαχητικούς πρωταγωνιστές των «σκεπτικιστών» δεν δίστασε να στηλιτεύσει δημόσια τη βαθιά πνευματική διαφθορά της επιστημονικής κοινότητας εξαιτίας τού ότι η πρόσβαση σε κρατικές και ιδιωτικές επιχορηγήσεις μπορούσε να εξασφαλισθεί μόνο με την παραδοχή της «συναίνεσης» για την υπερθέρμανση του πλανήτη[12]. Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, έστω και μέσα από «σαράντα κύματα» η ακαδημαϊκή κοινότητα των «σκεπτικιστών» βρήκε τον τρόπο να εκφράσει δημόσια την κριτική της. Η τόλμη τους απέδειξε ότι η επιστήμη, όταν αποστασιοποιείται από την εξυπηρέτηση πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων ενσαρκώνει τον κοινωνικό της ρόλο, ως πυλώνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και θεσμός παραγωγής γνώσης.

Βέβαια αυτός ο κοινωνικός ρόλος της Επιστήμης δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Η πολιτικοποίηση της Επιστήμης, με εγκέφαλο την IPCC, στηριζόμενη στις πρωτοβουλίες της αμερικανικής κυβέρνησης (κυρίως του Αλ Γκορ) και -αργότερα της βρετανικής, της Μάργκαρετ Θάτσερ και, κυρίως, του Τόνι Μπλερ- μέσω του ΟΗΕ, θα έπεφτε στο κενό αν δεν τύχαινε της ομόθυμης συμπαράταξης όσων, κατά παραβίαση κάθε επιστημονικής δεοντολογίας, ενστερνίστηκαν, ως απόλυτη βεβαιότητα, την πρόβλεψη της κλιματικής αλλαγής. Οι Έσεξ και ΜακΚίτρικ [13]καταγράφουν πέντε κύριες κατηγορίες παικτών-κλειδιών σε αυτή την οιονεί συνωμοσία της παραπλάνησης του κοινού.

 

Αυτοί είναι οι Πολιτικοί του Δημόσιου Τομέα, η καθεστωτική Επιστήμη και οι Καθεστωτικοί Επιστήμονες, Τα Μέσα Ενημέρωσης, οι Περιβαλλοντιστές ή οι Πολιτικοί του Ιδιωτικού Τομέα και η Βιομηχανία. Ο χώρος δεν επαρκεί εδώ για μια αναλυτική εμβάθυνση σε αυτή την τεράστιας σημασίας συζήτηση.

Η πολιτικοποίηση της Επιστήμης όταν έχει τόσο ισχυρούς και αδίστακτους συμμάχους σημαίνει πολλά για την κρίση, αν όχι την ίδια την παρακμή αυτού που κομψά αποκαλείται «κρίση» της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις μέρες μας. Μια εξήγηση, αν και επιμένω ότι δεν επαρκεί, για τη συγκεκριμένη εκτροπή είναι ότι «Τα λεφτά είναι πολλά», κατά την έκφραση των αδελφών Κοέν στο κωμικοτραγικό Fargo.

Και ήταν και είναι πολλά. Στον μη ειδικό αναγνώστη το μυαλό πηγαίνει αμέσως, και ορθώς, στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Παρά την υπεραισιόδοξη εκτίμηση αυτής της δυνατότητας που μέλλει να αποδειχθεί, ο Σταύρος Αλεξανδρής σημειώνει μια πιο σκοτεινή πτυχή «πράσινης ανάπτυξης», την οποία ασμένως και ως συνήθως άκριτα υιοθέτησε ο επιρρεπής Γιώργος Α. Παπανδρέου, ιδρυτής του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής [sic]. Ιδιαίτερα στην μετά τη Συμφωνία του Κιότο ( 1997)εφαρμογή του υιοθετηθέντος εκεί Πρωτοκόλλου περί εφαρμογής του παγκόσμιου εμπορίου αέριων ρύπων[14]

 

Δυο μόνο επιπλέον παρατηρήσεις για τους παίκτες-κλειδιά στην υπόθεση του «θερμοκηπίου». Πρώτον, όσον αφορά τα ΜΜΕ, να σημειώσω ότι στη δημόσια διαμάχη για την υπερθέρμανση του πλανήτη εκτέθηκαν για τη μεροληπτική τους στάση δημοσιογραφικά μεγαθήρια, όπως οι New York Τimes, Observer, Guardian, Independent,τα περιοδικά Τime, Newsweek και τηλεοπτικά δίκτυα όπως τα NBC, CBS, ABC,BBC, ενώ επιστημονικά περιοδικά-θεσμοί όπως τα Science, Nature, Scientific American έδωσαν απτά δείγματα ότι η πολυθρύλητη αντικειμενικότητά τους, μέσω των αδιάβλητων peer-reviews (ανώνυμη κρίση ειδικευμένων αξιολογητών), έχει, σε ανησυχητικό βαθμό, διαβρωθεί από πολιτικές σκοπιμότητες. Από την άλλη οι βρετανικοί Τimes αντέταξαν τον σκεπτικισμό τους, ενώ χάρις στο ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Ντάρκιν για το Channel Four,με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τhe GreatGlobal Warming Swindle, δημοσιοποιήθηκε επιτέλους, το 2007, σε ευρύτερα ακροατήρια, η άλλη άποψη περί της υπερθέρμανσης του πλανήτη[15].

 

Δεύτερον, νομίζω ότι οι Έσεξ και ΜακΚίτρικ ακριβολογούν όταν προσφυώς και αρκούντως ειρωνικά αποκαλούν τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (NGOs) ως ΟΠΛ ή Ομάδες Περιβαλλοντικού Λόμπι(Environmental Lobby Groups). Μακάρι να αφορούσε ο χαρακτηρισμός μόνο την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η μετεξέλιξη ορισμένων διεθνών ΜΚΟ, με παρουσία και στην Ελλάδα, σε ΟΠΛ, χωρίς δηλαδή μαζική κοινωνική βάση και τον ανάλογο έλεγχο της λειτουργίας και των αποφάσεών τους, έχει επισημανθεί σε πολλές άλλες μεγάλες υποθέσεις, όπως, για παράδειγμα, η στήριξη την οποία προσέφεραν στην κυβέρνηση Κλίντον κατά την ίδρυση, το 1993, της Παγκόσμιας Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (ΝΑFΤΑ) έναντι παχυλών ανταποδοτικών χορηγιών από πανίσχυρα επιχειρηματικά κέντρα. Το φύλλο συκής ήταν πάντοτε, για αυτή τη διαπλοκή με τα κέντρα οικονομικής ισχύος, η προστασία του περιβάλλοντος [16].

 

4.

Ο Κρίστοφερ Μπούκερ, στον επίλογο της συναρπαστικής εξιστόρησής του, παραθέτει τέσσερις λόγους οι οποίοι εξηγούν κατά τη γνώμη του πώς φτάσαμε ως εδώ. Ο πρώτος συνδέεται με το περιβαλλοντικό κίνημα που αναδύθηκε από την κρίση της δεκαετίας του 1960. Πως αυτή η εναντίωση στον τεχνολογικό πολιτισμό διαπέρασε κάθε στιβάδα της Δυτικής κουλτούρας. Ευαισθησία η οποία εδραιωμένη στην υπαρκτή περιβαλλοντική κρίση απογειώθηκε σταδιακά σε μια βιομηχανία παραγωγής περιβαλλοντικών κινδύνων και απειλών.

Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την απόπειρα να αποτελέσει στη μεταπολεμική εποχή ο ΟΗΕ (διάβαζε ο αμερικανικός παράγων) το εφαλτήριο μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Οι κύκλοι που υποστήριξαν αυτή την προοπτική απέβλεπαν ιδανικά στην αναδιανομή του πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η «Παγκοσμιοποίηση» είχε και άλλες άρρητες στοχεύσεις πολύ ταπεινότερες.

Στην επιδίωξη αυτή, τον τρίτο λόγο αποτέλεσε η επιστημονική πρόγνωση περί της απειλής από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Προσέφερε την ενοποιητική ύλη παγκόσμιας εμβέλειας για την υπέρβαση των κρατικών συμφερόντων.

 

Ο τέταρτος λόγος αυτής της έμμονης εστίασης σε ένα εξωφρενικό σενάριο παγκόσμιας απειλής ήταν η ανάγκη θετικής αναπλήρωσης του κενού που άφηνε η συντριβή του κομμουνισμού μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου· να αναπληρώσει ένας νέος δογματισμός το κενό του παλαιού. Η περιβαλλοντική αφήγηση είχε όλα τα εχέγγυα να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο με εργαλείο την «υπερθέρμανση του πλανήτη». Η επιστήμη, καταλλήλως χειραγωγημένη είχε το θεσμικό κύρος να εγγυηθεί το νέο δόγμα και οι προγνωστικές δυνατότητες των πανίσχυρων ηλεκτρονικών υπολογιστών να το υποστηρlξουν. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία.

Αλλά τι είδους ιστορία; Τα βιβλία των Έσεξ-ΜακΚίτρικ και Μπούκερ, τα οποία συνιστώ ενθέρμως για τους ρέκτες του είδους, είναι γραμμένα με εντιμότητα, ταλέντο και γνήσια αγωνία για την αποκάλυψη μιας ανθιστάμενης σε ευθύγραμμες, εμπειρικές ερμηνείες «ιστορίας καθημερινής τρέλας». Δεν αρκεί αυτό. Ο Λουί Αλτουσέρ θεωρούσε, στον πρόλογο του βιβλίου τού Λεκούρ στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, το επεισόδιο Λυσένκο, καθεαυτό, ως ένα επεισόδιο μικρότερου ιστορικού βάρους. Το απλό αλλά σοβαρό. πρόβλημα, έγραφε, συνδέεται με το ερώτημα του είδους των κοινωνικών σχέσεων και της μεταφυσικής τους καταγωγής, οι οποίες συγκροτούν σήμερα [1977] τον Σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό: «Αν δεν μιλήσουμε για όλα αυτά -κατέληγε ο Αλτουσέρ, απευθυνόμενος στους Γάλλους κομμουνιστές- η ιστορία του Λυσένκο  έχει τελειώσει. Η ιστορία των αιτίων του Λυσενκισμού συνεχίζεται. Η μια ιστορία  έχει ένα τέλος. Η άλλη θα παραμείνει ατελείωτη;». Παραφράζοντας τον Αλτουσέρ, το επεισόδιο της υπερθέρμανσης του πλανήτη προβλέπω ότι αργά ή γρήγορα θα τελειώσει. Μήπως, όμως, αν δεν επιχειρηθεί η διερεύνηση, από τους εντεταλμένους προς τούτο αρμόδιους, των πολιτικο-κοινωνικών και μεταφυσικών του αναγωγών, η ιστορία του θα παραμείνει ατελείωτη; Ιδωμεν.

 

 

----------------------------------------------

1 Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια. Βιβλίο Πρώτο,μτφρ. Φ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον τηςΕστίας, Αθήνα 1999, σ. 83.

 

2 Συνέντευξη του Τζιμ Λιπ στην Τάνια Γεωργιοπούλου, Καθημερινή της Κυριακής,26.4.2009.

3 Mark Maslin, Global Warming, Α Very Short Introduction, Oxford Uniνersity Press, 2009,σ. 1 και 23.

 

4 Πέτρος Ιωάννου, συνέντευξη στην Τ. Γεωργιοπούλου, περ. Οικο της Καθημερινής,8.3.2011.

 

5 Σταύρος Αλεξανδρής, «0 ήλιος και οι κοσμικές ακτίνες οδηγούν το κλίμα;», περ. Τριπτόλεμος Γ.Π.Α., τεύχος 32, υπό έκδοση στο τέλος Νοεμβρίου 2011.

 

6 Bjorn Lomborg, The Skeptical Enνironmentalist, Cambridge Uniνersity Press, Καίμπριτζ 2001.

 

7 Jean de Kervasdoue Κι αν όλα όσα λένε οι οικολόγοι δεν είναι αλήθεια;, μτφρ. Α. Μιχαηλίδης, επιμ. Α.Μαραγκάκη, Πόλις, Αθήνα2010, σ. 31.

 

8 Ian Plimer, Heaνen and Earth. Global Warming the Missing Science, Taylor Trade Publishing, 2009.

 

9 Βλ. Dominique Lecourt, Proletarian Science? The case of Lysenko, New Left Books 1977.

 

10 Για τον βίο και την πολιτεία αυτού του «ακραιφνούς» περιβαλλοντολόγου και γενικότερα την περιβαλλοντική πολιτική της κυβέρνησης Κλlντον ο Α. Κόκμπουρν γράφει: «Οι περιβαλλοντιστές οι οποίοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Γκορ μαθαίνουν ότι ο καθένας μπορεί να προβαίνει σε γενναίες δηλώσεις για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όμως οι ουσιαστικές μάχες για το περιβάλλον δίνονται για συγκεκριμένες δράσεις και παραγωγικούς τομείς. Τα λύματα από τα γεωργικά λιπάσματα αποτελούν μια καθημερινή περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά ποιος αντέχει να τα βάλει με το γεωργικό λόμπι και τους γίγαντες της χημικής βιομηχανίας;». Βλ. AlexanderCockbum,"'Win- Win with Bruce Babbitt:The Clinton Administration Meets the Environment’’ New Left Review, 201 (1993), σ.46-59. Ας σημειωθεί ότι το 2007, ενώπιον σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας του τόπου,ο Αλ Γκορ παρουσίασε ο ίδιος, ομολογουμένως θεατρικότατα, στο Μέγαρο Μουσικής, το φιλμ του An Inconvenient Truth. Την αμοιβή του, περl τα 200.000 δολάρια, εξασφάλισαν τρεις χορηγοί ελληνικών πολιτιστικών ιδρυμάτων.

 

1. Κατά τον Μάσλιν, ο Σπένσερ Γουίαpτ, διευθυντής του Κέντρου Ιστορίας της Φυσικής στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Φυσικής, ισχυρίζεται ότι όλα τα επιστημονικά δεδομένα περί της αύξησης του C02 και της ενδεχόμενης υπερθέρμανσης του πλανήτη συσσωρεύτηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στην αρχή της δεκαετίας του 1960. Κατ' αυτόν, οφείλεται κυρίως στις γεωεπιστήμεςοι οποίες χρηματοδοτήθηκαν κατά προτεραιότητα στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, ότι ολοκληρώθηκε τόσος όγκος βασικής εργασίας για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο Γκίλμπερτ Πλαςς δημοσίευ σε ένα άρθρο στο Scientific American, το 1959,ανακοινώνοντας ότι η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 3°C στο τέλος του αιώνα_ Βλ. Mark Maslin, ό.π., σ. 26.

 

12 Christopher Booker, ό.π., σ. 135 και 274.

13 Christopher Essex and Ross cΚitήck. ό.π., σ.26-38.

 

14 «Για παράδειγμα», λέει ο Αλεξανδρής, «η ΔΕΗ, ξεπερνώντας κατά 18% τα δικαιώματα ρύπων που της αναλογούσαν, καταβάλλει περίπου 11 εκατομμύρια ευρώ για αγορά επιπλέον δικαιωμάτων εκπομπών για το2008, με συνέπεια το έλλειμμα της ΔΕΗ να αυξάνεται, επιβαρύνοντας τον συνήθη ύποπτο, τον Έλληνα φορολογούμενο. Στο μεταξύ αυξάνονται υπέρμετρα οι τιμές των ρύπων, καθώς καταργείται το καθεστώς δωρεάν παραχώρησης δικαιωμάτων τα επόμενα χρόνια (2013 ). Η λύση για τους ρυπαντές της Δύσης έρχεται από την Κίνα που έχει αναπτύξει τη μεγαλύτερη αγορά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, παρέχοντας ήδη "πράσινα πιστοποιητικά" σε τιμή κόστους μέσω των Carbon Funds, που τα διαχειρίζονται μεγάλοι κολοσσοί όπως η World Bank,Asian Deνelopment Bank. Η αγοραπωλησία "πράσινων δικαιωμάτων" μέσω μαζικών πωλήσεων αποδίδει τις καλύτερες τιμές "πράσινων πιστοποιητικών"» (Στ. Αλεξανδρής, συνέντευξη στην Έφη Δρίβα, στο περ .Α Περιβάλλον της εφημ. Απογευματινή, τχ.11, Φεβρουάριος 2010).

 

15 Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της υπερθέρμανσης του πλανήτη στη Βρετανία, μεταξύ του κεντροαριστερού Guardian και του συντηρητικού Τime, στο διάστημα 1985-1997, έχει εκπονήσει η Πορτογαλίδα Αναμπέλα Καρβάλιο. Ειδικά η εστίασή της στην κατάχρηση της αμφιλεγόμενης «αρχής της προφύλαξης» (precautionary principle) εκ μέρους του Guardίan αξίζει περαιτέρω μελέτης. Αναφέρεται στο Mark Maslin ό.π., σ. 33-37.

16 Για τον ρόλο ως ΟΠΛ των οιονεί ΜΚΟ World Wildlife Fund, National Wildlife Federation,The Nature Conservancy. Wildemess Society στη δημιουργία της NAFΤA βλ. Α. Cockbum, ό.π ..

[---->]