Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έξοδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έξοδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Για να ξέρουμε : Εχουν και οι κρατούμενοι δικαιώματα ή γιαυτούς ισχύει ο νόμος του Λυντς;

ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΑΠΕΡΓΩΝ ΠΕΙΝΑΣ ΝΙΚΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗ ΚΩΣΤΑΡΗ

Η πρόσβαση στην εκπαίδευση, αυτονόητο δικαίωμα όλων.
Οι κρατούμενοι Νίκος Ρωμανός και Ηρακλής Κωστάρης βρίσκονται σε απεργία πείνας από τις 10/11 και 29/10 αντίστοιχα, διεκδικώντας εκπαιδευτική άδεια για να παρακολουθήσουν τη σχολή στην οποία πέρασε φέτος με πανελλαδικές εξετάσεις ο πρώτος και φοιτά ήδη εδώ και τρία χρόνια ο δεύτερος. Το συμβούλιο των φυλακών Κορυδαλλού όπου κρατούνται απέρριψε το καθ’ όλα νόμιμο αίτημά τους, εφαρμόζοντας στην περίπτωσή τους ένα απαράδεκτο καθεστώς εξαίρεσης και διακρίσεων.
Όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο, δάσκαλοι από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, επισημαίνουμε κατ’ αρχάς τον κίνδυνο να απαξιωθεί και να ακυρωθεί στην πράξη ο πολύτιμος όσο και πολύπαθος θεσμός του σχολείου εντός της φυλακής.
Πάνω απ’ όλα όμως, θεωρούμε απαράδεκτο να φτάνουν δυο άνθρωποι να διεκδικούν ένα τόσο βασικό και αυτονόητο δικαίωμα, όπως η πρόσβαση στην παιδεία, χρησιμοποιώντας ως έσχατο μέσο το σώμα τους και βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία τους.
Ζητούμε να δοθεί στους δύο απεργούς πείνας άμεσα, πριν να είναι αργά, η εκπαιδευτική άδεια την οποία δικαιούνται και να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη παρακολούθηση των μαθημάτων τους.

Το κείμενο υπογράφουν 210 εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων. Συγκεκριμένα 51 δάσκαλοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, 80 καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και 79 πανεπιστημιακοί
[--->]

Ντοκουμέντα από το «οπλοστάσιο» στη Λ. Καραγιάννη

 Bsynn_1

Εικόνες από την εκπαίδευση νεαρών τρομοκρατών στην κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη. Όταν η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από τα κατοχικά στρατεύματα ήταν μαζί με πέντε από τα παιδιά της.
Ενώ βασανιζόταν από τους Γερμανούς για τις δολιοφθορές που είχε προκαλέσει στα ναζιστικά στρατεύματα φώναξε: «Το αίμα των παιδιών μου θα σας πνίξει» γεγονός που οδηγεί πολλούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι δεν καταδίκαζε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται.

[--->]

Αφησε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του*

"Τι έκανες αυτές τις μέρες; ρώτησα. Τίποτα, είπε, σκεφτόμουν, έβλεπα καμια ταινία.Ποιες ταινίες είδες; Τη Λάμψη (The Shining), είπε. Τρομερή ταινία, είπα, την είδα πριν από χρόνια και μετά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κι εγώ, πριν από πολλά χρόνια την είδα, είπε ο Αρτούρο, και όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Είναι μια θαυμάσια ταινία, είπα. Πράγματι,είναι πολύ ωραία, είπε. Μείναμε σιωπηλοί για κάμποση ώρα κοιτάζοντας τη θάλασσα. Δεν είχε φεγγάρι και τα φώτα της ψαρόβαρκας ούτε καν ξεχώριζαν μέσα στο σκοτάδι. 

Θυμάσαι το μυθιστόρημα που έγραφε ο Τόρανς; είπε ο Αρτούρο ξαφνικά. Ποιος Τόρανς; είπα.
Ο κακός της ταινίας στη Λάμψη, ο Τζακ Νίκολσον. Ναι, βέβαια, αυτός ο μπάσταρδος έγραφε ένα μυθιστόρημα, είπα, αν και για να είμαι ειλικρινής μόλις που το θυμόμουνα.Πάνω από πεντακόσιες σελίδες, είπε ο Αρτούρο, και έφτυσε προς τη θάλασσα. Δεν τον είχα δει ποτέ να φτύνει άλλη φορά. Συγνώμη, αλλά αισθάνομαι να ανακατεύεται το στομάχι μου, είπε. Μην ανησυχείς, είπα. Είχε γράψει πάνω από πεντακόσιες σελίδες επαναλαμβάνοντας άπειρες φορές την ίδια φράση, με όλους τους δυνατούς  τρόπους, πότε με κεφαλαία γράμματα, πότε με  πεζά,σε δίστηλο,υπογραμμισμένα,την ίδια πάντα φράση, ούτε λέξη παραπάνω.

Και ποια ήταν; δε θυμάσαι; όχι, δε θυμάμαι, η μνήμη μου είναι χάλια, το μόνο που θυμάμαι είναι το τσεκούρι και ότι το παιδί και η μάνα στο τέλος της ταινίας σώζονται. «All work and no play makes Jack a dull boy** », είπε ο Αρτούρο.Ηταν τρελός, είπα, και από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να βλέπω τη θάλασσα και έψαξα το πρόσωπο του Αρτούρο, δίπλα μου,που έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει. Ηταν ένα καλό μυθιστόρημα, είπε.Με τρομάζεις,είπα,πως  μπορεί να είναι όμορφο ένα μυθιστόρημα, όπου επαναλαμβάνετε μία και μόνο φράση;

Εγώ, αυτό το λέω έλλειψη σεβασμού προς τον αναγνώστη, η ζωή είναι ήδη πολύ σκατά από μόνη της, χωρίς να  χρειάζεται να αγοράσεις κι ένα βιβλίο από πάνω, ένα βιβλίο που το μόνο που λέει είναι «All work and no play makes Jack a dull boy», είναι σαν να σου σερβίρω τσάι αντί για ουίσκι,είναι απάτη και έλλειψη σεβασμού, δε νομίζεις;  Η λογική σου με τρομάζει, Τερέζα, είπε αυτός."




* No por mucho madrugar amanece más temprano: πρωτότυπος τίτλος

**Σε (πολύ) ελεύθερη απόδοση: η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη

[--->]

Ινδία: Εργαζόμενοι κατά εταιρείας,διευθυντής προσωπικού κάηκε ζωντανός



  Rage against the Machine at Maruti Suzuki- Από http://gurgaonworkersnews.wordpress.com/gurgaonworkersnews-no8/



Gurgaon (Ινδία) : Ένα ανώτερο στέλεχος της εταιρείας Suzuki βρέθηκε απανθρακωμένο και τουλάχιστον 100 τραυματίστηκαν σε συγκρούσεις που ξέσπασαν μεταξύ των εργαζομένων και της διεύθυνσης του εργοστασίου της αυτοκινητοβιομηχανίας Maruti Suzuki, στις εγκαταστάσεις της στο Manesar της Ινδίας.


Ένας μεγάλος αριθμός από τους 3.000 εργαζόμενους στο εργοστάσιο συμμετείχε στις συγκρούσεις, στiις οποίες τραυματίστηκαν και εννέα αστυνομικοί.Α
πό την Πέμπτη στις εγκαταστάσεις του εργοστασίο έχουν αναπτυχθεί γύρω στους 1.200 επιπλέον αστυνομικοί..

Με δήλωση της, η εταιρεία υποστηρίζει ότι οι βιαιότητες ξέσπασαν  την Τετάρτη το απόγευμα, όταν ένας εργαζόμενος έδειρε έναν προϊστάμενο.

Ωστόσο, το συνδικάτο των εργαζομένων σε ανακοίνωση του αναφέρει ότι "απαράδεκτες παρατηρήσεις" από τη μεριά προϊστάμενου σε βάρος ενός εργαζόμενου ήταν αυτές που προκάλεσαν τη βία.


"Οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο σήμερα ξεκίνησαν τις βιαιοπραγίες, επιτέθηκαν και τραυμάτισαν στελέχη της επιχείρησης και διευθυντές των γραφείων. Έχουν τραυματιστεί τουλάχιστον 40 διευθυντές και στελέχη, που έχουν μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Οι επιτιθέμενοι έβαλαν και φωτιά στο εργοστάσιο και προκάλεσαν καταστροφές", δήλωσε η Maruti .

"Τα γεγονότα  ξεκίνησαν το πρωί όταν ένας εργαζόμενος άρχισε να χτυπά έναν προϊστάμενο. Το σωματείο των εργαζομένων", δεν επέτρεψε στη διεύθυνση του εργοστασίου να λάβει πειθαρχικά μέτρα  σε βάρος του εργαζομένου", δήλωσε η εταιρεία.

Σύμφωνα με ένα τραυματία (έναν ανώτερο υπάλληλο της εταιρείας), που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο της Gurgaon, "Ηταν μια ορδή εργαζομένων που ήρθαν μέχρι τις σκάλες μεταξύ 6,30 και χθες 7 μ.μ. και άρχισε να μας επιτίθεται στα  γραφεία μας με σιδερολοστούς, εξαρτήματα αυτοκινήτων και σωλήνες φωτιστικών ... χτύπησαν και γυναίκες πάρα πολύ. Εμείς προσπαθήσαμε να προστατευτούμε με τραπέζια, ενώ κάποιοι από εμάς πήδηξαν έξω από τα παράθυρα του πρώτου  ορόφου. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά. "

Στο πλαίσιο της διαμαρτυρίας τους, οι εργαζόμενοι εμπόδισαν στελέχη και διευθυντές να φύγουν από το εργοστάσιο μετά τη λήξη της εργασίας τους. Μπλόκαραν τις πύλες εξόδου και κρατούσαν τα στελέχη ομήρους, είπε η εταιρεία.

 

Ο πρόεδρος του συνδικάτου των εργαζομένων, Ram Meher, με δηλώσεις του την Πέμπτη, κατηγόρησε την εταιρεία για "αντεργατική και αντισυνδικαλιστική συμπεριφορά". "Η ασφάλεια του εργοστασίου μετά από εντολή της διοίκησης έκλεισε τις πύλες και οι ψευτοπαλλικαράδες επιτέθηκαν βάναυσα στους εργαζόμενους με αιχμηρά όπλα και όπλα", δήλωσε ο Ram Meher.


Η διαχείριση της Maruti ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να επιλύσει το ζήτημα φιλικά και ότι μέλη των ανώτερων διευθυντικών στελεχών συναντήθηκαν με το συνδικάτο. Στη διάρκεια όμως των συνομιλιών, οι εργαζόμενοι φέρεται να επιτέθηκαν στα  ανώτερα  διευθυντικά  στελέχη.
 

Αυτή η εκδοχή αμφισβητήθηκε από το συνδικάτο.Ο  Sarabjeet Singh, γενικός γραμματέας της Ένωσης των Εργαζομένων στη Maruit Suzuki (MSWU), δήλωσε: "Ο προϊστάμενος  έκανε απαράδεκτες παρατηρήσεις σε ένα μόνιμο εργαζόμενο, ο οποίος ανήκει στην κατώτερη κοινωνική κάστα, την κάστα των ανέγγιχτων, των Νταλίτ. Όταν εμείς αντιδράσαμε, μας συμπεριφέρθηκαν απαράδεκτα και απέλυσε τον εργαζόμενο ".

"Στο εργοστάσιο επικρατεί μεγάλη ένταση. Γύρω στους 1.500 εργαζόμενους της πρωινής βάρδιας μέχρι την Πέμπτη, δεν είχαν φύγει ακόμα από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας. Αν η διοίκηση δεν επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, δεν πιάνουμε δουλειά", είπαν οι εργαζόμενοι.


Οι απεργιακές κινητοποιήσεις δεν είναι κάτι καινούργιο στο εργοστάσιο Manesar στο οποίο παράγεται βασικά το μοντέλο Swift της Σουζούκι. Στο εργοστάσιο την περσινή χρονιά  είχαν γίνει τρία τέτοια επεισόδια με συνολικές απώλειες παραγωγής γύρω στα 83.000 αυτοκίνητα.

Εντωμεταξύ η, αστυνομία της Γκουργκαόν, χθες 19/7,συνέλαβε 88 εργαζόμενους της μονάδας Manesar για τις συγκρούσεις της Τετάρτης.

Χθες,η τιμή της μετοχής της Maruti Suzuki,στο χρηματιστήριο της Βομβάης σημείωσε σημαντική πτώση, κατά 8.74 %.

 


 






 Gurgaon,οι νέες μητροπόλεις :Το παρακμιακό στάδιο του καπιταλισμού σε αντικειμενικοποιημένη μορφή. Φώτο από: http://www.flickr.com/photos/gurgaon_workers_news/
   

 
   






 


 


[--->]     ,       [--->]     ,   [--->]

Σε τι χρησιμεύει ένας συγγραφέας


Ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα επιλέγει να μιλήσει για την πορεία και τον αγώνα των ισπανών ανθρακωρύχων αφήνοντας κατά μέρος το μυθιστόρημα που έγραφε. "Οι λέξεις με προτρέπουν να παρατήσω το μυθιστόρημα που γράφω και να μιλήσω, να αφηγηθώ, τις μεγάλες μικρές λεπτομέρειες της αντίστασης των ανθρακωρύχων".

 
Μερικές φορές οι λέξεις χάνουν το νόημα τους, και αν ποτέ είχαν το έχασαν στην πορεία εγώ όμως εξακολουθώ να πιστεύω στη δύναμη τους ώστε να βάλω σε μία σειρά τα πράγματα,τα γεγονότα και,όταν μπουν σε μία τάξη,να εκτιμήσω αν έτσι είναι καλά ή θα πρέπει να αλλάξουν.
Τα χρόνια περνούν, και γερνάνε μαζί μου. Κάθε μέρα που περνάει πείθομαι όλο και περισσότερο  ότι διαβάζω βιβλία που δεν ενδιαφέρουν κανέναν και ότι οι άλλοι διαβάζουν βιβλία που δεν ενδιαφέρουν εμένα. 

Κάθε μέρα που περνάει λέω ΟΧΙ σε νέες προσκλήσεις για συναντήσεις με συγγραφείς, επειδή με κουράζουν, με ενοχλούν τα λογοτεχνικά σόου απ'όπου παρελαύνουν οι χειρότερες ματαιοδοξίες και οι πιο καλοδιατηρημένες μετριότητες.  Κάθε μέρα που περνάει απολαμβάνω όλο και περισσότερο τη ζωή, το δρόμο, τα  κοινωνικά γεγονότα, επειδή νομίζω ότι εκεί οι λέξεις εξακολουθούν να επιτελούν ακόμα μια αναγκαία λειτουργία.
 
Μερικές φορές αισθάνομαι ότι ζω σε παράλληλους κόσμους, και ότι θα πρέπει να επιλέξω σε ποιον απ’ όλους θα κινηθώ.

Έτσι, για παράδειγμα, σήμερα, 25 Ιουνίου 2012, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, πήρα μια πρόσκληση για ένα συνέδριο. Ένας λατινοαμερικανός συγγραφέας περαστικός από την Ισπανία θα μιλήσει για τις ομοιότητες που έχουν τα βιβλία του- είναι συγγραφέας απαίσιων μυθιστορημάτων - με το μνημειώδες έργο του Μαρσέλ Προυστ. Ξέρω ότι η διάλεξη δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον και πριν απαντήσω "όχι ευχαριστώ", νάσου μία άλλη πρόσκληση: να συνοδεύσω τους ανθρακωρύχους  της Αστούριας, που απεργούν εδώ και ένα μήνα για να μην κλείσουν τα τελευταία ορυχεία επειδή αυτό θα σημαίνει το θάνατο για πόλεις, χωριά, επαρχίες που ζούνε από τη βιομηχανία εξόρυξης. Οι ανθρακωρύχοι ξεκίνησαν πορεία  προς τη Μαδρίτη.

Έτσι, αναρωτιέμαι αν θα ήμουν σε θέση να παρακολουθήσω τη διάλεξη του λατινοαμερικανού συγγραφέα που είναι περαστικός από την Ισπανία, να ακούσω και να παρακολουθήσω το πνευματικό στριπτίζ ,το εγωπαθή συγκριτικό σόου "Ο Προυστ και εγώ" και να γράψω κάτι γι 'αυτό. Όχι, δεν θα μπορούσα, γιατί η αξία που δίνω στις λέξεις με έχει μάθει ότι αυτές έχουν μια βαθιά  αίσθηση της ντροπής και ότι υποφέρουν, αν κάποιος τις κακομεταχειριστεί. Αντίθετα, ξέρω ότι είμαι αρκετά ικανός ώστε να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, προς το νότο - όλα είναι πάντα στο Νότο! - Και να δω ότι κάτω από το αιώνιο ψιλόβροχο που καλύπτει τις κοιλάδες των Αστούριας, και λούζει τα πάντα με ένα λεπτό μανδύα υγρασίας σαν νυφικό πέπλο, αρκετές εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες συγκεντρώνονται στην άκρη του δρόμου. 

Όχι, με προτρέπουν οι λέξεις, μη λες δρόμο, πες καλύτερα μονοπάτι. Και είναι αλήθεια, αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες συγκεντρώνονται στην άκρη ενός χωματόδρομου που ξεδιπλώνεται ανάμεσα στα λιβάδια και ενώνει τα διάφορα χωριά της περιοχής των ορυχείων.

Οι λέξεις μου υπαγορεύουν αυτό που βλέπω και μου δείχνουν ότι ο ήλιος διαλύει την ομίχλη, ότι το ψιλόβροχο, orbayu στα αστουριανά, δίνει τη θέση του σε ένα έντονο φως που κάνει πιο έντονο το πράσινο των λιβαδιών, τα μικρά άσπρα σπίτια με τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές, τα βουνά που κρύβουν τον άνθρακα, από τον οποίο ζουν οι άνδρες και οι γυναίκες των μεταλλείων.

Τα λόγια μου λένε να τις βάλω στη σωστή θέση, για να φανούν οι κόκκινες σημαίες των συνδικάτων στην κεφαλή της πορείας και οι λέξεις μου λένε πάντα ότι πρέπει να παρατήσω το μυθιστόρημα που γράφω και να μιλήσω, να αφηγηθώ, τις μεγάλες μικρές λεπτομέρειες της αντίστασης των ανθρακωρύχων.

Ξέρω ότι είμαι καλός στη δουλειά μου. Κάποιος θα πει ότι δεν ξέρω τι θα πει σεμνότητα, και είναι αλήθεια, δεν ξέρω, γιατί πάντα πίστευα  ότι η μετριοφροσύνη είναι μια αρετή που πρέπει να ασκείται από εκείνους που έχουν πραγματικά λόγο να είναι μέτριοι, για παράδειγμα,το συγγραφέα κάκιστων μυθιστορημάτων  που δεν διστάζει να κάνει διάλεξη με θέμα "Ο Προυστ και εγώ."
 
Μπορώ να φανταστώ και να πλάσω κόσμους φανταστικούς. Αλλά οι λέξεις που έχουν αποφασίσει να συνταχθούν με όσους αντιστέκονται μου ζητάνε να μιλήσω για  την καθημερινή οδύσσεια ενός ανθρώπου που ξυπνάει στις έξι το πρωί.

Ο άνθρωπος παίρνει πρωινό, καφέ και γάλα από τη αγελάδα του γείτονα, λίγες φέτες ψωμί, που κόβει η γυναίκα του από τη φραντζόλα με την κόρα να βγάζει έναν ήχο, τον πιο κοντινό στην αγάπη. Φυλάει τη γυναίκα, το γιό και την κόρη και ξεκινάει. Μετά από λίγα λεπτά φτάνει σε ένα υπόστεγο, τραβάει μια αλυσίδα και κατεβάζει τη βαριά στολή του ανθρακωρύχου, τις αρβύλες με την ενισχυμένη μύτη, τα  προστατευτικά γάντια, το  κράνος με τη λάμπα. Αλλάζει, η αλυσίδα αυτή τη φορά ανεβαίνει με τα κανονικά ρούχα, και οι λέξεις και ο άνθρωπος και εγώ ξέρουμε ότι η αλυσίδα αυτή πολλές φορές δεν κατεβαίνει πια, οι στοές έχουν καταπιεί μια για πάντα τον ανθρακωρύχο.

Είναι πιθανό στα μυθιστορήματα του λατινοαμερικάνου συγγραφέα, που είναι περαστικός  από την Ισπανία και αυτά του Μαρσέλ Προυστ, να υπάρχει κάποια αναλογία. Εμάς όμως τι μας νοιάζει,μου λένε οι λέξεις και συνεχίζουν  να μου υπαγορεύουν τα βήματα εκείνου του ανθρώπου προς ένα κλουβί, το ασανσέρ που, μαζί με άλλους ανθρακωρύχους, τον κατεβάζει στα έγκατα της γης, στο σκοτάδι που κάθε μέτρο καθόδου γίνεται όλο και πιο πυκνό και πιο κολλώδες. Οι ανθρακωρύχοι ανάβουν τις λάμπες στα κράνη, και έτσι οι λέξεις και εγώ βλέπουμε ότι έφτασαν στην κεντρική στοά. 

Εκεί, ανεβαίνουν σε ένα τρενάκι που θα τους μεταφέρει σε άλλες στοές. Κατεβαίνουν από το τρενάκι, στην αρχή προχωράνε όρθιοι, και λίγο λίγο καθώς το τούνελ γίνεται όλο και πιο χαμηλό, και πιο στενό, προχωράνε σκυφτά ,το σκοτάδι και η υγρασία κάνουν τον αέρα πιο βαρύ, και έτσι φτάνουν στη φλέβα (στμ.το μέτωπο) του άνθρακα που δίνει ζωή στο  μικρό χωριό, δύο χιλιόμετρα από πάνω τους.
 
Οι λέξεις διαλέγουν  πως θα ονοματίσουν αυτό που καλύπτει τα αυτιά τους όταν οι μιναδόροι τραυματίζουν το βράχο με μαχαίρια από τον καλύτερο ατσάλι. Τα πρόσωπα των μιναδόρων συσπώνται από την προσπάθεια, το βουνό αντέχει, και αυτοί, το ίδιο, και ακόμα πιο ανθεκτικές είναι οι λέξεις, επειδή θέλουν να δώσουν τα ονόματα, θέλουν να διηγηθώ το βάθος της τρύπας που άνοιξαν οι μιναδόροι, και πώς οι πυροτεχνουργοί τοποθετούν τα εκρηκτικά και δίνουν σήμα για κάλυψη.
Αφηγούμαι  τη δουλειά, αφηγούμαι την ανθρώπινη προσπάθεια. Σας ευχαριστώ, λέξεις.
 
Οι ανθρακωρύχοι βρήκαν καταφύγιο σε μια γωνιά. Η έκρηξη συγκλόνισε το ορυχείο, το βουνό βογγάει, αισθάνεται πληγωμένο, ταπεινωμένο, και στη  βαθιά φωνή του βράχου υπάρχει η επιθυμία για εκδίκηση, αλλά οι μιναδόροι σκεπασμένοι από μια σκόνη μαύρη ρίχνουν μια ματιά στα δοκάρια υποστήριξη της στοάς και αρχίζουν να απομακρύνουν τα συντρίμμια μέχρι να φανεί η  μαύρη φλέβα άνθρακα στο πιο μαύρο σκοτάδι.
 
Αυτοί οι άνδρες που τώρα τους βλέπω σε πορεία, στην επιφάνεια της γης, να διασχίζουν κοιλάδες για να ενωθούν με άλλους ανθρακωρύχους, και μερικές ημέρες αργότερα με άλλους, μέχρι να γίνουν εκατοντάδες, βάζοντας σε τάξη τις λέξεις στο στόμα τους, λένε ότι ο αγώνας τους είναι για το ψωμί, για την εργασία, για τη ζωή.
 
Οι ανθρακωρύχοι είναι καλοδεχούμενοι από τους ανθρώπους στις περιοχές που διασχίζουν. "Κουράγιο, σύντροφοι!" τους χαιρετάνε και τους προσφέρουν νερό, ψωμί και κανένα μήλο της εξέγερσης και της αντίστασης από κάποιο περιβόλι της Αστούριας. Οι ανθρακωρύχοι ξεκουράζονται και οι λέξεις και εγώ καθόμαστε δίπλα τους, γιατί η κούραση τους είναι και δική μας, ο μόχθος τους είναι και δικός μας, το θάρρος τους είναι και δικό μας και η θέληση τους για αντίσταση, το οξυγόνο μας.

Βάζω σε σειρά τις λέξεις που με  κάνουν να απευθύνομαι στον κόσμο και επειδή είμαι πιστός στους δικούς μου, σε αυτούς που με τις προσπάθειές τους για αντίσταση κάνουν τη ζωή πιο υποφερτή, γράφω, αφηγούμαι,αντιστέκομαι.

[--->]


Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

Απόσπασμα από το έργο του Κώστα Βάρναλη (1934) 




   
Κατ΄ επιθυμίαν του «Δάσκαλου» η έκδοση του 1974 εικονογραφήθηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, αν και ο μεγάλος μας ποιητής θεωρούσε ότι σε αυτό το «αριστούργημα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπου αίσθημα, στόχαση, λόγος, δένονται σε μια μοναδική αδιάσπαστη ενότητα», «η γλώσσα είναι τόσο νευρώδης, ακριβόλογη, καίρια, παραστατική που δεν έχει ανάγκη από καμμιάν εικαστική επικουρία, από καμμιάν άλλη παράσταση». 

Γι΄ αφτά που δίδαξα, θα πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αφτά που θα ΄κανα, αν εζούσα, θα ΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος ο Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. Θα ΄πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα, καθώς ο βασιλιάς Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του Υπερείδη του ρήτορα, για να μάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα του, μα δεν κάνει να βρίζει και τον ξένο μισθοδότη... Θα ΄μουνα πραγματικά επικίντυνος στη δημόσια τάξη, στο «συμφέρον του κρείττονος». Και να ρίχνατε το κουφάρι μου μακριά στον Κορινθιακό ή σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -«μη ταφήναι εν γη αττική!» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια!.. 

Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας, στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ΄μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ΄λεγα: 

«Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ΄ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ΄ άλιωτα χιόνια, πάλε θα ΄τανε ο καλύτερος απ' όλους, γιατί το θέλ' η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κ΄ εξουσία, σκέψη και θέληση -όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, οπού πάνε κ΄ έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ΄ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ΄ναι «εθνικά!» Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραίτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι με τα χέρια τ΄ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ΄ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ΄ η ψυχή σας είναι δικά τους». 

Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στους ταρσανάδες του Περαία, στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου -στους δούλους! Θα κατέβαινα στ΄ αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα, σαν τύχει και λιγοθυμίσουν από την κούραση, θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του Αλκιβιάδη στον Κουβαρά, όπου ζεμένοι με τα καματερά οργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια, θα πήγαινα στην Ακρόπολη, στη Ραμνούντα, στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες, όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό τους μαρμαρένιους κολοσσούς του πνέματός σας, τους Παρθενώνες. Και θαν τους έλεγα: 

«Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ΄ ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πως είσαστε γεννημένο σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κ' η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτιους. Η τύχη σάς έκανε κι η συνήθεια σάς αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς, για να μαστ' εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και γήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ΄ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι -σεις, οι προγονοί σας, αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμη σας κ΄ ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερ΄ η δημοκρατία των «αρίστων». Να τους πάρετε τ΄ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε». 

-«Και να καθόμαστ΄ εμείς», θ΄ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. 

-«Όχι», θα φώναζα εγώ. «Θα δουλέβουνε κ΄ αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ΄ αγαθά κι η λεφτεριά...» 

 -«Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» 

 -«Μην πειράζεστε! Σαν έρτει κείν' η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε άνθρωποι» να λυτρώσετε, θέλοντας και μη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας». 


-«Ποιοι, μωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόμο;» πάλε θα ξεφωνούσανε. 


-«Οι Σκύθες!». 


Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά, σα ρουκέτα: «Τέλειωσε το νερό!» Είταν ο κλητήρας. Οι δικαστάδες τινάχτηκαν άπανον μ΄ ορμή ξεφωνίζοντας και βλαστημώντας και τρέξαν όλοι πατείς με πατώ σε κατά την πόρτα. Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. Τρέχανε, στριμωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους ποιος θα πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το μιστό του! Ακόμα κ΄ οι κλητήρες ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά κι αφήσανε το Σωκράτη μοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε τον Πλάτωνα, που στεκότανε σαστισμένος εκεί κοντά, να τον οδηγήσει στη φυλακή: «Δεν ξέρω, καημένε, μήτε που βρίσκεται μήτε κι από ποιο δρόμο πάνε!»

Πηγή: Κώστας Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, 4η Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 95-99.


18/6/12

[--->]