του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ
Αν τα βάρη τής αναγκαίας ενεργειακής μετάβασης πέσουν στις πλάτες των πολλών, τότε […] θα επιφέρει σε πολλές κρίσιμες χώρες την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού και ακροδεξιών μορφωμάτων, αλλά και την άρνηση της κλιματικής κρίσης. Θυμάστε που είχαμε αρνητές τής πανδημίας; Τώρα θα έχουμε και αρνητές τής κλιματικής κρίσης!
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ
(Δημόσια ομιλία τής 24ης Νοεμβρίου 2022,
αναμετάδοση από την ΕΡΤ) [1]
Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους αντιεμβολιαστές· έχουν ψυχικές διαταραχές και χρειάζονται θεραπεία.
DONALD TRUMP
Από το 1980 περίπου, μια ανησυχία για την «υπερθέρμανση του πλανήτη» έχει αντικαταστήσει την ανησυχία για «παγκόσμια ψύξη» που επικρατούσε τις προηγούμενες δύο δεκαετίες.[2] Ανθρωπιστικές κρίσεις όπως η πείνα, οι επιδημίες στην τροπική ζώνη και οι ανελέητοι πόλεμοι αυξάνονται προκαλώντας εκατομμύρια νεκρούς κάθε χρόνο, αλλ’ απασχολούν πολύ λιγότερο τους φακούς τής δημοσιότητας απ’ όσο οι πάγοι που λιώνουν κάθε καλοκαίρι στου πόλους για να ξανασχηματιστούν ξεχασμένοι τον χειμώνα. Ειδήσεις κι επιστημονικές δημοσιεύσεις βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη με κάθε είδους απειλές για το μέλλον, οι οποίες βασίζονται σε στατιστικά μοντέλα και προσομοιώσεις αδύνατης εγκυρότητας.[3] Το σήριαλ τής ανόδου τής στάθμης των θαλασσών κρατάει με κομμένη ανάσα το κοινό του, αλλά οι μετρήσεις που έρχονται είναι αβέβαιες και αλληλοαναιρούμενες. Οι κυβερνήσεις δικαιολογούν την ανικανότητα (ή την αδιαφορία) τους να αντιμετωπίσουν φυσικούς κινδύνους όπως δασικές πυρκαγιές, ξηρασίες, πλημμύρες, κατολισθήσεις, σεισμούς, καταιγίδες ή χιονοπτώσεις επικαλούμενες τη δήθεν πρωτόγνωρη ένταση των φαινομένων που οφείλεται στην «κλιματική αλλαγή». Δισεκατομμύρια σπαταλιούνται σε μάταιες έρευνες και δράσεις χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα ενώ επιστημονικές σταδιοδρομίες χτίζονται με δημοσιεύσεις για την επίδραση της «κλιματικής αλλαγής» σε ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί – από τις πολεμικές συγκρούσεις, την έμφυλη βία και την εγκληματικότητα μέχρι τη διανοητική υγεία και την πέτρα στο νεφρό…(!). Οι κυβερνήσεις δημιουργούν Υπουργεία Κλιματικής Κρίσης, τα πανεπιστήμια ιδρύουν σχετικά μεταπτυχιακά και η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοινώνει ότι θα διαθέσει 600 δισ. ευρώ για την «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», όχι βέβαια σε τεχνικά έργα που θα βοηθούσαν στην ανάσχεση πλημμυρών και ξηρασιών είτε στη διαχείριση των δασών αλλά για τη συγγραφή μελετών οι οποίες θα υποδεικνύουν πως για να σωθούμε από τις φυσικές καταστροφές πρέπει να προβούμε σε απανθρακοποίηση ή να μετατρέψουμε τις τελευταίες νησίδες άγριας ζωής σε γιγάντια τεχνολογικά πάρκα σπαρμένα ηλιακούς συσσωρευτές και ανεμογεννήτριες – και όλοι προσαρμόζονται στο αφήγημα που φέρνει τα χρήματα. Το δόγμα είναι ότι το κλίμα τού πλανήτη που είναι ιδανικό για τον άνθρωπο έχει αποσταθεροποιηθεί εξαιτίας των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα (CO2), πράγμα που οφείλεται στο ότι σήμερα καλύπτουμε περίπου ένα 80% των ενεργειακών μας αναγκών από την καύση ορυκτών καυσίμων. Και η λογική αυτή, άπαξ και γίνει αποδεκτή, δεν έχει λογικό όριο: το ότι ο ίδιος ο μεταβολισμός τής ζωής παράγει CO2 καθιστά αυτήν καθαυτήν τη ζωή ένοχη – ποινικοποιήσιμη και (τουλάχιστον) φορολογήσιμη. Και από τη στιγμή που η αύξηση του πληθυσμού αυξάνει τη φυσική εκπομπή CO2, επιβάλλονται νεομαλθουσιανές λογικές για τον έλεγχο των γεννήσεων, παράλληλα με τη μεθοδευμένη καταστροφή τής γεωργίας.
Υπάρχει μια ιδεολογία χαρακτηριστική τού ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αυτή που αποκαλούμε φυσικοποίηση του κοινωνικού: προβάλλοντας στην ίδια τη φύση δικές της πρακτικές (αρχετυπικό παράδειγμα είναι ο λεγόμενος κοινωνικός δαρβινισμός), η καπιταλιστική κοινωνία ενοχοποιεί τη φύση για τις συνέπειες της δράσης της – πράγμα που εν συνεχεία χρησιμεύει ως άλλοθι για να εντείνει την ίδια αυτή δράση πολλαπλασιάζοντας τις συνέπειες. Σε μία κάπως πολυπλοκότερη χρήση τού στρατηγήματος εισάγεται στην εξίσωση και η «ανθρωπογενής συμβολή», αλλά χωρίς να προσδιορίζεται ποια ακριβώς ανθρωπογενής συμβολή και ποιων ακριβώς ανθρώπων. Στρεβλώνοντας σκόπιμα τη θέση τού «ανθρώπινου παράγοντα», η ευθύνη επιρρίπτεται στους φυσικούς όρους τής ανθρώπινης ύπαρξης οι οποίοι εξ ορισμού αφορούν το σύνολο της ανθρωπότητας, ενώ οι πραγματικά ένοχες πρακτικές (που ασκούνται από συγκεκριμένες ελίτ) παρουσιάζονται ταχυδακτυλουργικά ως λύση.
Αυτό το σενάριο ξαναζήσαμε στην «πανδημική» σκηνοθεσία: μια υγειονομική κρίση εξ ολοκλήρου πολιτικά προκεκλημένη, ένας δήθεν θανάσιμος «υγειονομικός κίνδυνος» που ήταν σχεδιασμένος και στρατηγικά ενορχηστρωμένος μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, παρουσιάστηκε σαν αιφνίδια φυσική καταστροφή, απέναντι στην οποία προτάθηκαν εκείνες ακριβώς οι στρατηγικές που θα εξυπηρετούσαν το προειλημμένο σχέδιο.[4] Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται τώρα με την «κλιματική αλλαγή». Ένα περιορισμένο, αλλά δραματικό, παράδειγμα είναι οι καταστροφικές πυρκαγιές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια σε όλη τη χώρα, με αποκορύφωμα την ανυπολόγιστου μεγέθους καταστροφή τής Βόρειας Εύβοιας το καλοκαίρι τού 2021, και η επικοινωνιακή τους διαχείριση.[5] Είναι απλώς μια μικρογραφία τής ευρύτερης εικόνας, εκείνου που συμβαίνει σε πλανητική κλίμακα και προωθείται υπό τη δικαιολογία τής «κλιματικής αλλαγής».
Αξίζει να παρατηρηθεί ο παραλληλισμός των συνεπαγωγών που μοχθεί να εδραιώσει ο καθεστωτικός λόγος:
πανδημία (κίνδυνος) —— εμβόλια γενετικής τεχνολογίας (λύση)
κλιματική αλλαγή (κίνδυνος) —— ενεργειακή μετάβαση (λύση)
δηλαδή: φύση = πρόβλημα, τεχνολογία = απάντηση. Και όπως τα εμβόλια γενετικής τεχνολογίας αυξάνουν τη νοσηρότητα που στάθηκε η δικαιολογία για την εισαγωγή τους, έτσι και η προτεινόμενη «ενεργειακή μετάβαση» αυξάνει τη φυσική καταστροφή που ήταν η δικαιολογία για την πρότασή της.
Πρέπει συνεπώς να δούμε τί κοινό έχουν τα «εμβόλια» και η «ενεργειακή μετάβαση» αν θέλουμε να καταλάβουμε τί είναι εκείνο που διακυβεύεται στις αναμορφώσεις τού παγκοσμίου συστήματος σήμερα. Για να το πω όσο πιο επιγραμματικά μπορώ, είναι η επίθεση του καρτέλ των ψηφιακών τεχνολογιών (γενετική, πληροφορική, βιοκυβερνητική, ρομποτική, κτλ.) με στόχο τον καθολικό τεχνολογικό έλεγχο της ζωής, από τη μία πλευρά, και τη δημιουργία μιας νέας πηγής κερδοφορίας ως απάντηση στη βαθιά και ανακυκλούμενη καπιταλιστική κρίση, από την άλλη. Στα 150 τρισ. δολάρια ανέρχεται ο προϋπολογισμός τής σχεδιαζόμενης ενεργειακής μετάβασης στις λεγόμενες «πράσινες τεχνολογίες» μάς λένε… Αληθινή πηγή ανάσας για ένα σύστημα που μοιάζει παγιδευμένο στη μάταιη χρηματοπιστωτική αναπαραγωγή μιας εικονικής αξίας!
Για να λειτουργήσει αυτό, χρειάζονται μονόπλευρες και παραμορφωτικές εξηγήσεις. Και, όπως συνήθως, αυτές έγκεινται στην ανάμιξη αληθών και ψευδών θέσεων ώστε να γίνει η σύγχυση αδιαπέρατη. Αιτία τής «πανδημίας» υποτίθεται πως ήταν ένας ιός – όχι η ανοσολογική αποδυνάμωση της ανθρωπότητας λόγω της επιβεβλημένης κοινωνικής, οικονομικής και ψυχικής δυστυχίας, αλλά και λόγω της χημικής επίθεσης που έχει δεχθεί και δέχεται από έναν ιατροφαρμακευτικό βομβαρδισμό, καταλήγοντας να μας πουν ότι αυτός ακριβώς ο ιατροφαρμακευτικός βομβαρδισμός θα μας σώσει από «επερχόμενες πανδημίες»! Με τον ίδιον τρόπο, αιτία τής «κλιματικής αλλαγής» υποτίθεται πως είναι οι εκπομπές CO2 – όχι η μόλυνση του πλανήτη και η προϊούσα περιβαλλοντική καταστροφή, από τον αφανισμό των τροπικών δασών, τη ρύπανση των ωκεανών και του υδροφόρου ορίζοντα από βιομηχανικά απόβλητα ή υποπροϊόντα τής πολεμικής βιομηχανίας, από πειράματα γεωμηχανικής, από την πολυτελή υπερκατανάλωση μιας ολιγάριθμης ελίτ, από την υπεράντληση φυσικών πόρων για προηγμένες τεχνολογικές εφαρμογές (μικροηλεκτρονική, ρομποτική, βιοτεχνολογία, νανοτεχνολογία, κ.ά.), καταλήγοντας να μας πουν ότι αυτές ακριβώς οι εφαρμογές είναι που θα σώσουν τον πλανήτη από την κλιματική κρίση!
Εκείνο που έχουν κοινό τα δύο project, το «υγειονομικό» και το «ενεργειακό», μπορούμε να πούμε χωρίς καμία δόση ειρωνείας, είναι μια οικολογική καταστροφή στο όνομα της «οικολογίας» και μια υγειονομική καταστροφή στο όνομα της «υγείας». Προωθούνται από την ίδια μερίδα τού διεθνούς κεφαλαίου – την πιο επιθετική κεφαλαιακή μερίδα σήμερα: το καρτέλ των ψηφιακών τεχνολογιών (που είναι οργανικά δεμένο με τον χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, κυρίαρχο εδώ και τέσσερις δεκαετίες τουλάχιστον στη Δύση).[6] Το εν λόγω καρτέλ βρίσκεται σε σκληρό ανταγωνισμό με τον επιχειρηματικό τομέα των υδρογονανθράκων, που αντιπροσωπεύει μιαν άλλη μερίδα τού παγκόσμιου κεφαλαίου, πανίσχυρη μέχρι χθες αλλά σε σχετική υποχώρηση σήμερα. Ο λεγόμενος «κυβερνοχώρος» εξελίσσεται, πέραν οτιδήποτε άλλου, στον κλάδο τής οικονομίας με την υψηλότερη ένταση κεφαλαίου: χαρακτηριστικά τo 2018, πριν από τον «πανδημικό» εγκλεισμό, οι τέσσερις μεγαλύτεροι τεχνολογικοί γίγαντες —Google, Amazon, Facebook και Microsoft— πραγματοποίησαν μεγαλύτερες επενδύσεις (συνολικά 77,6 δισεκατομμύρια δολάρια) από τις τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου, Shell, Exxon, BP και Chevron (συνολικά 71,5 δισεκατομμύρια δολάρια).[7] Σήμερα, οι συνδεόμενοι πόλεμοι της Δύσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή μπορούν να διαβαστούν επίσης στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι πλουσιότερες σε φυσικό αέριο χώρες, η Ρωσία και το Ιράν, θα μπορούσαν μόνες τους να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες τής ανθρωπότητας για τα επόμενα 80 χρόνια. Διαφορετική είναι η περίπτωση της Κίνας, η οποία φιλοδοξεί ν’ ανταγωνιστεί τη Δύση στον ίδιον αυτό νευραλγικό τομέα: στην επιθυμία της να γίνει κατασκευαστής και εξαγωγέας προϊόντων υψηλής τεχνολογίας εμφανίζεται ακόμη πιο φιλόδοξη από τις μοναρχίες τής Μ. Ανατολής· ο Τενγκ-Σιαοπίνγκ έχει από καιρό δηλώσει: «Η Μέση Ανατολή έχει πετρέλαιο, η Κίνα έχει σπάνιες γαίες» (το 75% του πλανήτη μαζί με τη Μογγολία).
Τί περιέχει ωστόσο η προτεινόμενη «ενεργειακή μετάβαση»; Μπορούμε να δούμε εν συντομία δύο δείγματα, τις ανεμογεννήτριες και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, από την άποψη της αποδοτικότητας όσο και του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος. Μία ανεμογεννήτρια 100 τόνων χρειάζεται για την κατασκευή της 20 τόνους αλουμινίου, 50 τόνους χάλυβα, κι έχει μάξιμουμ χρόνο ζωή 20 χρόνια· τα υλικά αυτά δεν ανακυκλώνονται. Το ρεύμα της είναι ασταθές (εξαρτάται από τη μεταβλητότητα των ανέμων) και δεν αποθηκεύεται (η απώλειά του υπολογίζεται άνω του 80%). Η λειτουργία των ανεμογεννητριών ερημώνει την έκταση από πανίδα δημιουργώντας γύρω τους μια πραγματικά νεκρή ζώνη, ενώ η τοποθέτησή τους καταστρέφει δάση και ορεινούς δρυμούς προκειμένου να ανοιχτούν δρόμοι για τη μεταφορά τους.[8]
Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα λειτουργούν με μπαταρίες που έχουν χρόνο ζωής 10 χρόνια. Για την κατασκευή τους απαιτούνται μεγάλες ποσότητες σπάνιων μετάλλων – κοβάλτιο (εξορύσσεται κατά 60% στο Κογκό ), λίθιο (εξορύσσεται στην Αυστραλία, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή και στη Βραζιλία), γραφίτη (εξορύσσεται στην Ινδονησία και κατά 70% στην Κίνα) και τεράστιες ποσότητες χαλκού: για να επιτευχθεί ο στόχος να κυκλοφορούν 140 εκατ. αυτοκίνητα έως το 2030, θα πρέπει κατ’ έτος να εξορύσσονται 3 εκατομμύρια τόνοι χαλκού περισσότεροι από όσο σήμερα… Χρειάζεται επίσης ενέργεια για την παραγωγή των κινητήρων: αν αυτή δεν παραχθεί από λιγνίτη και ορυκτά καύσιμα, από πού θα παραχθεί; Ενδέχεται ν’ απαιτήσει την εξόρυξη ακόμη πιο σπάνιων μετάλλων, όπως τελούριο και νεοδύμιο, με ανυπολόγιστο κόστος (χρειάζονται επίσης αυτά για τις ανεμογεννήτριες). Η δυνατότητα λειτουργία τέτοιων αυτοκινήτων θα είναι αναγκαστικά περιορισμένη σε αρτηρίες τεχνολογικά συνδεδεμένες, πράγμα που απαιτεί νέα τεχνικά project και γιγάντιες εγκαταστάσεις αποθήκευσης, σταθμούς φόρτισης και την καλωδίωση των πόλεων με χαλκό. Οι εξορυκτικές βιομηχανίες μολύνουν τεραστίως το περιβάλλον, εξαντλούν βασικά αποθέματα πολύτιμων πηγών (όπως κατά κύριον λόγο τού νερού) και σκοτώνουν αργά τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτές. Πάνω απ’ όλα, είναι αδύνατη η ανακύκλωση τέτοιων υλικών (όπως συμβαίνει και με τα πυρηνικά), που σημαίνει ότι μπορούν πολύ γρήγορα να μεταβάλλουν τον πλανήτη σε ένα απέραντο νεκροταφείο αποβλήτων χωρίς δυνατότητα επανομαλοποίησης.
Ξαναθέτουμε λοιπόν το ερώτημα: τί καλείται ν’ αντισταθμίσει μια τέτοια πελώρια περιβαλλοντική θυσία; Συζητήσιμα είναι τρία ζητήματα που θα πρέπει να διακριθούν προσεκτικά μεταξύ τους. Πρώτον, εάν όντως παρατηρείται μια αλλαγή τού κλίματος που συνεπάγεται αυξημένες θερμοκρασίες σε όλες τις περιοχές τού πλανήτη. Δεύτερον, κι εφόσον αυτό ισχύει, κατά πόσον τελεί στα όρια του στατιστικώς προβλέψιμου για μακρές περιόδους ή εγγίζει ανησυχητικές τιμές με ανοδική προοπτική στο μέλλον. Και τρίτον, σε οιαδήποτε περίπτωση, ποιος είναι ο αιτιώδης παράγων γι’ αυτό.
Υπάρχει κατ’ αρχάς μία εσκεμμένη ασάφεια στη χρήση τού ίδιου τού όρου «κλίμα». Η γη έχει πολλά διαφορετικά «κλίματα» σε διαφορετικές ζώνες. Είναι άκρως παραπλανητικό να προσπαθούμε να περιγράψουμε τη θερμοκρασία τής γης με έναν αριθμό. Ποιος ακριβές θα ήταν αυτός; Αν για παράδειγμα πάρουμε τις θερμοκρασίες διαφόρων σημείων του πλανήτη, π.χ. του Έβερεστ και της Νεκράς Θάλασσας, και βγάλουμε μέσους όρους, σημαίνει άραγε αυτό κάτι; Και όμως, αυτό κάνουν: στους μετεωρολογικούς σταθμούς μετρούν τη «μέση θερμοκρασία» 30 ετών κι εν συνεχεία εξομαλύνουν τις αποκλίσεις που είναι κατά κανόνα πολύ μεγάλες. Η διασπορά των θερμοκρασιών γύρω από τη μέση τιμή είναι τεράστια, κάνοντας αδύνατο να βγει από τέτοιες μετρήσεις κάποια αξιόπιστη εικόνα. Αλλ’ ακόμη και αν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε μια μεταβολή τής θερμοκρασίας για μερικά δεκαδικά τού ενός βαθμού, αυτή θα ήταν μία ασήμαντη παράμετρος ανάμεσα στις πολλές που συνιστούν το κλίμα. Το κλίμα, ως σύστημα, είναι πολύ πιο περίπλοκο από τη φυσική και τη χημεία, και αγνοεί τις εξισώσεις που χρησιμοποιούνται στα μαθηματικά μοντέλα με τα οποία αρέσκονται να παίζουν οι στατιστικολόγοι.[9]
Επιστημονικά μιλώντας, ο όρος «κλιματική αλλαγή» είναι κενός νοήματος, διότι η αλλαγή εμπεριέχεται στον ίδιον τον ορισμό τού κλίματος. Διαφορετικό νόημα έχει ο όρος «κλιματική κρίση» που τείνει όλο και περισσότερο να χρησιμοποιείται στη θέση τού προηγούμενου, για να υπονοήσει ανησυχητικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες. Πώς τεκμηριώνεται αυτή η θέση; Ένα επιχείρημα που συνήθως προβάλλουν οι κήρυκες της κλιματικής κρίσης —με επικεφαλής την IPCC («Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή» υπό την αιγίδα τού ΟΗΕ)— είναι τα «ακραία καιρικά φαινόμενα» που φαίνεται να έχουν πολλαπλασιαστεί τελευταία κι ευθύνονται για πολλές «φυσικές καταστροφές». Και η γενική τάση είναι ν’ αποδίδονται αυτά στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου», που εξηγείται σαν μια «ζεστή κουβέρτα» η οποία σκεπάζει την επιφάνεια της γης, οφειλόμενη στην αύξηση των «αερίων θερμοκηπίου» (μεθάνιο, οξείδιο του αζώτου και κυρίως CO2) για τα οποία ενοχοποιείται όχι μόνο η καύση υγρών καυσίμων αλλά και η γεωργία και η κτηνοτροφία. Σύμφωνα με όλες τις έγκυρες μετρήσεις, ωστόσο, τα αέρια αυτά δεν ξεπερνούν ένα 2,4% τής ατμοσφαίρας (του οποίου το 98% περίπου είναι υδρατμοί) ενώ το CO 2 συνιστά μόνο το 1,6% του συνόλου των εν λόγω αερίων. Έχει αυξηθεί, λένε, κατά 40% από την προβιομηχανική εποχή – αλλά πώς γίνονταν οι μετρήσεις στην προβιομηχανική εποχή;
Δεν μιλάμε μόνο για το παράλογο της ιδέας τού να δαπανώνται τρισεκατομμύρια για την απομάκρυνση από τα υγρά καύσιμα ενόσω καμία μορφή ασφαλέστερης, φτηνότερης και φιλικότερης προς το περιβάλλον ενέργειας δεν έχει ακόμα βρεθεί[10], πόσο μάλλον τού να καταστραφεί η γεωργία και να προκληθεί πείνα και δυστυχία σε ολόκληρους πληθυσμούς για τη μείωση τέτοιων ελαχίστων ποσοτήτων… Μιλάμε για στρέβλωση της ίδιας τής λογικής που πλήττει τη στοιχειώδη ικανότητά μας για σκέψη και κρίση. Το CO2 υπάρχει στην ατμόσφαιρα εδώ και 4,5 δισ. χρόνια (όση είναι η ηλικία τής γης) κι ευθύνεται για την απαρχή τής ζωής και της φωτοσύνθεσης. Παίζει πράγματι ρόλο ρυθμιστή τής θερμοκρασίας και στις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις των τελευταίων 800.000 χρόνων στη γη (ακόμη και όταν δεν υπήρχε καθόλου ανθρώπινη δραστηριότητα) η αύξηση της θερμοκρασίας έτεινε να συνδέεται με την αύξηση του CO 2 – αλλά ποια είναι η αιτιώδης σχέση; Όλοι πιστεύουν πως η αύξηση του CO2 προκαλεί άνοδο της θερμοκρασίας, αλλά ελάχιστοι σκέφτονται το αντίστροφο. Στην πραγματικότητα, η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την έκλυση CO2 από τους ωκεανούς ενώ ταυτόχρονα ευνοεί την ανάπτυξη βλάστησης.[11] Με βάση τα δεδομένα των τελευταίων 40 ετών, διαπιστώνεται ότι η μεταβολή τής θερμοκρασίας προηγείται της αύξησης του CO2 . Εξ άλλου, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι παράγοντες που μπορούν να συσχετιστούν στατιστικά με τη θερμοκρασία και κανείς δεν επιχειρεί να τους συσχετίσει.
Έτσι, η ρύπανση του αέρα, του εδάφους και του νερού —η οξίνιση των ωκεανών και η ποσότητα των αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα, η μόλυνση από φυτοφάρμακα, πλαστικά και πυρηνικά απόβλητα, ο κύκλος τού αζώτου και του φωσφόρου στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στις ευαίσθητες θαλάσσιες υφαλοκρηπίδες— μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα· το CO2 βαφτίζεται ρύπος που μπαίνει σε χρηματιστήριο δικαιωμάτων εκπομπής ενώ οι πραγματικοί ρύποι δεν λαμβάνονται υπόψιν ούτε μετριούνται.
Τί ρόλο έχουν όλοι αυτοί οι παράγοντες στην παραγωγή των λεγόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων; Και τί ρόλο έχει προπάντων η γεωμηχανική τού κλίματος, η οποία αναπτύσσεται από το 1949 υπό την αιγίδα τής DARPA, της υπηρεσίας τού Αμερικανικού Στρατού, πρωτίστως για πολεμικούς σκοπούς (χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στο Πόλεμο του Βιετνάμ) και σήμερα τουλάχιστον 50 χώρες αναπτύσσουν τέτοια προγράμματα για στοχευμένες κλιματικές παρεμβάσεις;[12] Τί συνέπειες μπορεί να έχει στην αυτορρύθμιση ενός ευφυούς και πολύπλοκου συστήματος οιαδήποτε τεχνική παρέμβαση που αδυνατεί να κατανοήσει τη λειτουργία τού όλου – όπως ακριβώς οι γενετικές παρεμβάσεις στους έμβιους οργανισμούς;
Ένα άρρωστο περιβάλλον είναι η συνέπεια ενός άρρωστου πολιτισμού. Μπορούμε ασφαλώς να μιλάμε για οικολογική κρίση, αλλ’ αυτή είναι προϊόν μιας προϊούσας περιβαλλοντικής καταστροφής και όχι μιας «κλιματικής αλλαγής» του είδους που προπαγανδίζεται από τους ίδιους κύκλους οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την πρώτη. Η προτεινόμενη «οικολογική μετάβαση» είναι στην πραγματικότητα, και σε πρώτο τουλάχιστον βήμα, μια οικονομική μετάβαση: μια μορφή οικοκαπιταλισμού —για να θυμηθούμε έναν χρησιμοποιημένο στο παρελθόν όρο[13]— που έχει επινοήσει ένα νέο προϊόν το οποίο υπόσχεται αθρόα κερδοφορία για τους παραγωγούς του αδιαφορώντας για τις πολλαπλάσιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Επιδοτήσεις ΑΠΕ, εμπόριο ρύπων, χρηματιστήριο ενέργειας αποσκοπούν ασφαλώς στο να προωθούνται πηγές ενέργειας που είναι ιδιωτικές εις βάρος άλλων οι οποίες ήταν συνήθως δημόσιες (άνθρακας, υδροηλεκτρικά, πυρηνικά). Δεν πρόκειται όμως μόνο για το ότι η ενέργεια μετατρέπεται από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα με τα κέρδη να πηγαίνουν σε μεσάζοντες· ακόμη περισσότερο σήμερα, πρόκειται για το ότι ο έλεγχός των πηγών της —είναι ίδιον των νέων τεχνολογιών— γίνεται όλο και πιο μονοπωλιακός, με την πρόσβαση σε αυτόν να περιορίζεται σε όλο και μικρότερες, οικονομικά και τεχνικά ισχυρές ομάδες.
Μία πρόσθετη διάσταση είναι η απενοχοποίηση των κυβερνήσεων και η μεταφορά της ευθύνης στον γενικό πληθυσμό. Αλλά ούτε εδώ τελειώνει το πράγμα. Σημαντικότερη πιθανώς από τους υπολογισμούς κερδοφορίας, τουλάχιστον για τα υψηλότερα κλιμάκια των σχεδιαστών, είναι η δυνατότητα ολοκληρωτικού ελέγχου των πληθυσμών: η χειραγώγηση των ανθρώπων ώστε να αποδέχονται οιεσδήποτε επιβαλλόμενες πολιτικές και, ως μέρος αυτού, η εκτροπή τής διαμαρτυρίας ή της δυσαρέσκειας σε δρόμους ανώδυνους για το σύστημα εξουσίας. Αποφασιστική εν προκειμένω ήταν η «εξημέρωση» του οικολογικού κινήματος που στη δεκαετία τού ’70 πρόβαλε σαν ένα ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Πέραν οτιδήποτε άλλου, η ρητορική τής «κλιματικής κρίσης» οδηγεί στις ημέρες μας κινήματα νεολαίας και περιβαλλοντικούς ακτιβιστές σε παραπλανητικούς στόχους οι οποίοι ελάχιστα απειλούν την ωμή ταξική και ιεραρχική δομή τού παγκόσμιου συστήματος, που επιδεικνύει μια θαυμαστή ικανότητα ν’ αφομοιώνει τις αντιδράσεις υπέρ της δικής του διαιώνισης (όπως η «woke ατζέντα» αφομοίωσε το κίνημα σεξουαλικής απελευθέρωσης των δεκαετιών τού ’60 και του ’70, με τη θεμελιώδη του απειλή για τους αστικούς θεσμούς, σ’ ένα φιλελεύθερο lifestyle απολύτως συμβατό με τις νέες τεχνοκαπιταλιστικές αναμορφώσεις).
~.~
[ 1 ] Δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει τη ρητορική τού Αλέξη Τσίπρα εδώ από τη ρητορική και τη φρασεολογία τού Κυριάκου Μητσοτάκη. Εν τω μεταξύ, μετά την εκλογική ήττα τού Ιουνίου 2023, την επαύριο της παραίτησής του και στην προοπτική αναζήτησης νέας ηγεσίας, ακούσαμε την τότε υποψήφια Έφη Αχτσιόγλου να δηλώνει (στον OPEN) ότι οραματίζεται «ένα κόμμα δομών, που θα λειτουργεί μεθοδικά και… τεχνοκρατικά» (!).
[2] Για την ιστορία των αλληλοαναιρούμενων αφηγημάτων περί «κλιματικής αλλαγής» σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, και για τις ιδεολογικές διαστάσεις του αφηγήματος σήμερα, βλ. το εξαιρετικά διαφωτιστικό βίντεο του καθηγητή στο ΕΜΠ Νίκου Μαμάση: The communication of climate change (Η επικοινωνία της κλιματικής αλλαγής).
[3] Τα περιβαλλοντικά συστήματα, όπως θα έπρεπε να είναι γνωστό, διέπονται από χαοτική συμπεριφορά και η προβλεψιμότητά τους εξανεμίζεται πολύ γρήγορα. Το ίδιο ισχύει για όλους τους έμβιους οργανισμούς, και το κλίμα στο γήινο σύστημα λειτουργεί με τον ίδιον υπερπολύπλοκο τρόπο που λειτουργεί ο ανοσοποιητικός μηχανισμός στα έμβια όντα. Μια τέτοια εικόνα τού γήινου συστήματος ως έμβιου οργανισμού, βιοκυβερνητικά αυτορρυθμιζόμενου, ζωγράφισαν με απαράμιλλη παραστατικότητα στη δεκαετία τού ’70 ένας χημικός, ο J.E. Lovelock, και μια βιολόγος, η Lynn Margoulis, στις ΗΠΑ. Για μια εύληπτη σύνοψη αυτού που έγινε γνωστό ως «η θεωρία τής Γαίας», βλ. J.E. Lovelock, Γαία. Μια νέα θεώρηση στη ζωή τού πλανήτη, μετ. Αλέξης Πετίδης (Aquarius/Novapress: Αθήνα 1993 [1978]). Από αυτή την κατανόηση προκύπτουν δύο συνέπειες: πρώτον, ότι κάθε μακρόχρονη κλιματική πρόβλεψη είναι μάταιη και αυθαίρετη· και, δεύτερον, ότι κάθε ανθρώπινη παρέμβαση σε τόσο σύνθετα αυτορρυθμιζόμενα σύστημα (όπως η γενετική παρέμβαση σε ζώντες οργανισμούς και η γεωμηχανική στο κλίμα) οδηγεί σε συνέπειες που είναι ανθρωπίνως αδύνατον να προβλεφθούν και να ελεγχθούν.
[4] Για το ολέθριο υγειονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα των «υγειονομικών μέτρων ενάντια στην «πανδημία», και μόνο στην Ελλάδα, θα αρκεστώ να παραπέμψω εδώ στην ποιοτική έρευνα δύο κοινωνικών ανθρωπολόγων, της Έρης Σαμικού και του Λάζαρου Τεντόμα, Πήραμε τις ζωές μας πίσω; Μια ανθρωπολογική μελέτη για τον (μετα)πανδημικό λόγο στην Ελλάδα (Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2023). Στοιχεία μάς κατακλύζουν σε κάθε περίπτωση από διάφορες πηγές, εγχώριες και διεθνείς, για όποιον θέλει να τα αναζητήσει.
[5] Εξαιρετικά αποκαλυπτικό επί του προκειμένου είναι το ντοκυμανταίρ-έρευνα της Νέλλης Ψαρρού και του Ιωάννη Λαζάρου Β. Εύβοια – Το σχέδιο, Μέρος 1ο: «8 δέκατα και αναφορά»· Μέρος 2ο : «Πάρτι συνεργειών» (2021/22): https://www.youtube.com/watch?v=bLPIHCfzTf4&ab_channel=jpastos και https://www.youtube.com/watch?v=mOwGkA8se6Q&ab_channel=%CE%BF-ThePlan. Η αξία του έγκειται στο ότι έδειξε πως κάτι που προβλήθηκε ως «φυσική καταστροφή» ήταν εξ ολοκλήρου πολιτικά σχεδιασμένο και σκόπιμο· και σκοπός ήταν ακριβώς να υφαρπαχθεί ένα κομμάτι φύσης από την κοινή χρήση και να υπαχθεί σε επιχειρηματικό έλεγχο και κερδοφορία.
[6] Προμαχώνας αυτού του εξαιρετικά επιθετικού κεφαλαιοκρατικού συνασπισμού είναι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (με αδελφό θεσμό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), και βίβλος του το τερατούργημα των Klauss Schwab & Thierry Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, μετ.-επιμ. Αριάδνη Αλαβάνου (Λιβάνη: Αθήνα 2021). Είναι αμφίβολο κατά πόσον η ανθρωπότητα, με όλη την διαφαινόμενη αλλοτρίωσή της, θα μπορούσε ποτέ ν’ ανεχθεί τόσο δυσοίωνους σχεδιασμούς εις βάρος της – αλλά είναι επίσης ενδεικτικό του απύθμενου μίσους για την ανθρωπότητα που τρέφει μια τέτοια παγκόσμια ελίτ η οποία έχει βαρύνοντα ρόλο στη διαχείριση του πλανήτη.
[7] Για λεπτομερέστερα στοιχεία, βλ. Evgeny Morozov, “The illusion of the once free Ιnternet”, NRC Handelsblad, 5 Απριλίου 2019. Για τις ολοκληρωτικές δυνατότητες αυτού του τεχνοσυστήματος, τον κυβερνοπόλεμο, την ψηφιακή κατασκοπεία και τη διείσδυση του ελέγχου στην κοινωνία, βλ. επίσης του ιδίου, The Νet Delusion: The Dark Side of Internet Freedom (www.PublicAffairsBooks.com 2011). Για τις διασυνδέσεις ανάμεσα στην καθολική ψηφιοποίηση, τη ρητορική τής κλιματικής κρίσης και τους σχεδιασμούς μείωσης του πληθυσμού, βλ. τη συζήτηση τού Νίκου Προγούλη, της 26ης Οκτωβρίου 2022, με τον Άρη Λαμπρόπουλο: https://www.youtube.com/watch?v=xoGtEPM0c48.
[8] Για την απάτη των ΑΠΕ, και ειδικότερα για το πρόγραμμα εγκατάστασης ανεμογεννητριών στην Ελλάδα, βλ. επίσης το καλά τεκμηριωμένο ντοκυμανταίρ τού Νασίμ Αλάτρας Ο ασκός τού Αιόλου (2020): https://www.youtube.com/watch?v=DOYWmxr4GsM&ab_channel=%CE-WindbagofAeolus. Απομυθοποιεί τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και την «καθαρή ενέργεια» και καθιστά ορατό τον εμπορικό ρόλο των μεγάλων ενεργειακών ομίλων.
[9] Σε πρόσφατη συνέντευξή του (https://www.youtube.com/watch?v=tXGWeO0KXlU) ο Richard Siegmund Lindzen, ατμοσφαιρικός φυσικός με διακεκριμένη υπηρεσία ως καθηγητής μετεωρολογίας στο Χάρβαρντ και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο τής Μασαχουσέτης, γνωστός ιδιαίτερα για το έργο του στη δυναμική τής μέσης ατμοσφαίρας, τις ατμοσφαιρικές παλίρροιες και τη φωτοχημεία τού όζοντος, δέχεται ότι η «μέση θερμοκρασίας τής γης» —με όλες τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις που επιδέχεται ο όρος— έχει ανέβει σχεδόν 1 βαθμό από το τέλος τής «μικρής εποχής των παγετώνων» (1300-1850 μ.Χ.), εξηγώντας ότι τέτοιες μικρές αυξομειώσεις έχουν συμβεί πολλές φορές και δεν έχουν αφεαυτών τίποτε το ανησυχητικό. Διευκρινίζει ότι στην τροπική ζώνη το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» παίζει μεν σημαντικό ρόλο, αλλά εάν η θερμοκρασία στην τροπική ζώνη ανέβει κατά 1 ή 2 βαθμούς, αυτό επ’ ουδενί ενισχύεται (πολλαπλασιάζεται) στους πόλους· και, σε κάθε περίπτωση, υποδεικνύει την πολλαπλότητα των παραγόντων που υπεισέρχονται σε τέτοιες διακυμάνσεις, ολότελα άσχετων με την τρέχουσα ρητορική.
[10] Για αρκετούς λόγους θα ήταν σοφό να προσανατολιστούμε σε έναν πολιτισμό με χαμηλότερη κατανάλωση άνθρακα, τουλάχιστον για τον λόγο ότι τα πετρελαιοειδή είναι αναλώσιμα καύσιμα και τα αποθέματά τους δεν είναι ανεξάντλητα. Το όντως ανησυχητικό ερώτημα είναι όμως: κι αν, εντός τού υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου, βρίσκονταν άλλες πηγές ενέργειας, ασφαλέστερες, φτηνότερες και φιλικότερες προς το περιβάλλον, θα τους επιτρεπόταν άραγε να εισαχθούν σε μαζική χρήση εάν δεν ήταν ακριβές, συνεπώς εμπορεύσιμες και διαθέσιμες για επιχειρηματική κερδοφορία;
[11] Μια πολύτιμη παρακαταθήκη σχετικών στοιχείων, ευφυώς αναλυμένων, είναι το έργο τού Δημήτρη Κουτσογιάννη, καθηγητή Υδρολογίας και Ανάλυσης Συστημάτων Υδραυλικών Έργων στο ΕΜΠ, διευθυντή τού Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος, και συντάκτη πολλών διεθνών περιοδικών στο πεδίο του. Ενδεικτικά, βλ. D. Koutsoyiannis, “Stochastic assessment of temperature – CO₂ causal relationship in climate from the Phanerozoic through modern times”, Mathematical Biosciences and Engineering, 21 (7): 6560–6602 (2024)· Stochastics of Hydroclimatic Extremes – A Cool Look at Risk (Kallipos Open Academic Editions: Αθήνα 2023)· και την επιστημονική του αντιπαράθεση με τον καθ. Δημήτρη Λάλα, στις 16 Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο εκδήλωσης στο Ίδρυμα Ευγενίδου με θέμα «Το κλίμα τής γης αλλάζει ή το αλλάζουμε;»: https://www.blod.gr/lectures/to-klima-tis-gis-allazei-i-to-allazoume/.
[12] Μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την DARPA, για τις εταιρείες γεωμηχανικής και τις τρέχουσες πρακτικές κλιματικής παρέμβασης δίνει ο Γιώργος Ρωμανός σε συζήτησή του τής 23ης Σεπτεμβρίου 2023 με τον Άρη Λαμπρόπουλο: https://www.youtube.com/watch?v=n–eU6_5PBI.
[13] Ένα από τα πρώτα βιβλία που έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου αυτής της εξέλιξης, και μπορούμε να πούμε αρκετά νωρίς, ήταν της Rita Madotto, Ο οικοκαπιταλισμός. Το περιβάλλον ως μεγάλη επιχείρηση, μετ. Καίτη Μάρακα (Στάχυ: Αθήνα 1996 [1993]). Για ορισμένες προεκτάσεις αυτής της συζήτησης, βλ. Τάκη Νικολόπουλου, Σκιές από το μέλλον. Δυσδιάκριτες πτυχές τής οικοκλιματικής κρίσης (Εκδόσεις των Συναδέλφων: Αθήνα 2021).