ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ
Δημήτρης
Νανούρης
Ο επιστήθιος
φίλος μου Μανώλης Μπαρδάνης μού εμπιστεύθηκε άκρως επίκαιρη μαγνητοφωνημένη
αφήγηση εκλιπόντος γέροντα με δοκιμασμένη συνταγή διά πάσαν νόσον και
πανδημίαν. Διατηρώ το απεραθίτικο ιδίωμα: «Στην Κατοχή ήπιανε τον κόσμο θέρμη1
και ό,τι σκέπασμα ύπαρχε του το βάναν’ απάνω ντου, αλλά τονε τίναζε σα σκυλί,
σαν κουλούκι2. Εβάστα λοιπό και τον αφέντη3 μου και το Ιώργη μας η θέρμη ευτή
και τωνε δώκανε κάτι κίτρινα πράματα, πικρά πράματα (σ.σ. κινίνα), αλλά δεν
ντων ήκανε τίοτα το φάρμακο. Εβρέθηκε λοιπό καένας και μου ’πε: “Να ’θελε τσι
τρομάξεις, που μπόριε να τωνε περάσει”.
»Το ’έρο
τονε τρόμαζα εύκολα, μα το Ιώργη, πού να τονε σωπορτάρω4. Μια βραδινιά
παραμόνεβγα το ’έρο να τονε τρομάξω. Ητονε ’να πεζουλάκι αμπροστά στην πόρτα
του μιτάτου5 κι ήβγαινε κι ήκανεν ετού6 το ψιλάκι ντου. Απού κάτω ήτονε ’να
χαλί7 και βάναμε κρομμυδάκια, ντομάτες· άνυδρες πατάτες το ’χαμε τη χρονιά
’κείνη σπαρμένο. Και πιο κάτω ήτονε μια καυκάρα8. Ηβγηκεν ο ’έρος και σαν που
’ύρισε μες στην ανατολή κι εκατούριε, ρίχτω τα χέρια μου να τονε σείσω, αλλά
φαίνεται πως δεν τον ήπιασα καλά και μου ’φυ(γ)ε κι ήπηρεν κάτω.
»Δεν του
’κουα να μιλήσει, να βγάλει μια φωνή να πει “ώχου μάνα μου, μα ίντα τρέχει”,
λέω “επέθανεν ο ’έρος” και στρέφουμαι και πέφτω. Αλλά υστερνά δε μου ’κόλλα ο
ύπνος, δεν εμπόρου να το κρατήσω και κείτουντάνε ο ’Ιώργης εκεί χάμαι και τονε
σκουντώ και του λέω: “Βρε, σήκως ’ιατί επήρασιν οι διαόλοι τον αφέντη κι
εδιάηκε9 μες στην κάτω καυκάρα”. “Βρε, ίντα λες” λέει. Βάνει τα χέρια ντου στο
κρεβάτι του ’έρου, δεν τονε πιάνει, στήνεται απάνω κι αρπά ένα ράβδο και
τινάζει ένα σάρτο και πάει κάτω. “Αφήτε κάτω τον αφέντη μου, κερατάδες, κάτω
τον αφέντη μου” ήλεε. “Επά είμαι υιέ μου, επά είμαι υιέ μου” κάνει ο ’έρος με
τα πολλά.
»“Πώς
εβρέθης επά;” λέει. “Ενας αντρούλακας ήρθε κι εξεπέρνα το κοντάρι τσι βίγλας
και τον πρίνο τω Τζαννήνηδω και με πιάνει απ’ το ποδάρι και μου σκα μια κι ήρθα
κάτω”. Ξεφράζει την αμπασά10 ο Ιώργης και βουθά τονε και τον φέρνει απάνω και
πέφτουνε, μα δεν εκοιμήθηκε κανείς τωνε. Ε(γ)ώ δούλιου11 να σαλέψω για να μη
’ελάσω. Εσφίγκουμου. Σηκώνουνται το πρωί ακοίμηστοι. Ενέμενα12 πως θα τσι
πιάσει η θέρμη. Τίοτα. Βραδιάζει ο Θεός τη μέρα, ούτε θέρμη ούτε τίοτα. Την
άλλην ημέρα, λέω, “εδιάηκα να τρομάξω τον ένα κι ετρόμαξε κι ο άλλος μοναχός
του κι επέρασέ ντωνε”. Κι ήρχεψα κι εκατσο’έλου. Λένε: “Θαρρεί κανείς πως μας
ήκαμες εσύ τη μοσκαριά ’υτή”. Λέω: “Ναι, ε(γ)ώ σας την ήκαμα, μα ήκοψά σας όμως
και τη θέρμη”».
Ο Φλώριος
του Ιάννη, ο αφηγητής, εφάρμοσε κατά γράμμα τις ντιρεκτίβες Τσιόδρα ογδόντα
ολόκληρα χρόνια πριν από τον εθνικό μας λοιμωξιολόγο, που θεράπευσε τον πληθυσμό
κατατρομάζοντάς τον και περιορίζοντας έτσι την εξάπλωση του αφιλότιμου
κορονοϊού.
1. Ελονοσία,
2. κουτάβι, 3. πατέρας, 4. κάνω ζάφτι, 5. βοσκοκάλυβο, 6. εκεί, 7. χωράφι σε
αναβαθμίδα, 8. πλαγιά, 9. εδιάβηκε, πήγε, 10. εμπασιά, 11. δείλιαζα, φοβόμουν,
12. ανέμενα, περίμενα.