Έβλεπα πάλι τις προάλλες τον ίδιο εφιάλτη:
απόγευμα στην Πλατεία Συντάγματος, ένα πλήθος συνωστισμένων με Lacoste και με iPod και με τα μεγάλου κυβισμού τζιπ
αραγμένα στους παραδρόμους, αφρίζοντας έξαλλο με κονκάρδες και πλακάτ ΜΕΝΟΥΜΕ
ΕΥΡΩΠΗ, να θερίζεται από οπλοπολυβόλα στηριγμένα στα μπαλκόνια του «Μεγάλη
Βρετάνια», όπως εκείνες τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη του 1944 ένα άλλο,
ρακένδυτο πλήθος σωριαζόταν από τις ριπές των Εγγλέζων τού Σκόμπι… Εκείνο που
πιο πολύ με τρόμαξε, ήτανε η άγρια χαρά που ένιωσα στην εικόνα τόσου αίματος,
λες κι ένα αρχαϊκό, βαθιά καταχωνιασμένο ένστικτο εκδίκησης ήρθε στην επιφάνεια
και βρήκε για πρώτη φορά ικανοποίηση.
Δυο
φορές οι εκπρόσωποι της παρούσας συγκυβέρνησης, ο Πάνος Καμένος στην πένθιμη
ολονυχτία της ψήφισης από την Βουλή τού Μνημονίου που η ελληνική αντιπροσωπεία
αποδέχθηκε τη μοιραία 13η Ιουλίου, και ο Αλέξης Τσίπρας σε τηλεοπτική του
συνέντευξη πριν από τις τελευταίες εκλογές τού Σεπτέμβρη, δικαιολόγησαν τις
πράξεις τους λέγοντας ότι έτσι «αποφεύχθηκε εμφύλιος πόλεμος». Ρητορική
αμετροέπεια; Ίσως... Αν συνυπολογίσουμε όμως την προειδοποίηση του Βαγγέλη
Μεϊμαράκη την εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, «Αν κινδυνέψει
η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας να ξέρετε ότι η αστική τάξη θα αντιδράσει», το
πράγμα φορτίζεται με άλλη σοβαρότητα. Κατ’ αρχάς, το ότι η πιο απερίφραστα
ταξική δήλωση στο ηλεκτρισμένο κλίμα εκείνου του εξαμήνου ακούστηκε από το
στόμα ενός εκπροσώπου της δεξιάς, δείχνει όχι μόνο ποιος έχει την πιο
προσγειωμένη αίσθηση του τί όντως διακυβεύεται στην πολιτική κονίστρα αλλά και
το ποιος έχει εξακολουθητικά τη δύναμη να υπαγορεύει τα πολιτικά σενάρια. Ο
«εμφύλιος» για τον οποίον έγινε λόγος είναι ήδη εδώ, σε πλήρη ανάπτυξη, και τον
κερδίζουν εκείνοι που ξέρουν καλά ότι πολεμούν, και ποιος είναι ο εχθρός τους.
Η «αριστερή διακυβέρνηση» ανατράπηκε χωρίς καν να χάσει την εξουσία, και όλοι
εκείνοι που είχαν πάρει θέση μάχης απέναντί της αναστέναξαν με ανακούφιση. Απέτρεψε
τον εμφύλιο καταθέτοντας τα όπλα.
Τώρα
που η ιστορική ευκαιρία μιας λαϊκής αντεπίθεσης χάθηκε, μπορούνε και πάλι να
λένε στους ηττημένους ότι το σχήμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο, η οξύτερη έκφραση της ταξικής αντιπαράθεσης αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα,
«έχει ξεπεραστεί». Στη γλώσσα τους, σημαίνει ότι κάθε ανθιστάμενη λαϊκή δύναμη
έχει αφοπλιστεί και δεν έχει νόημα να συνεχίζει κανένας. Στην εν εξελίξει κοινωνική
σύγκρουση που ζήσαμε την τελευταία πενταετία, η λαϊκή δύναμη ηττήθηκε δύο
φορές, σε δύο εναλλακτικές δοκιμαστικές της στρατηγικές: στις αυθόρμητες
μαζικές κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-12 που σχηματικά ονομάζουμε «κίνημα
των πλατειών», και στην οργανωμένη πολιτική συσπείρωση γύρω από τον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ
την περίοδο 2012-15. Κάποιοι το είδαν αυτό σαν δύο διαδοχικές φάσης ωρίμανσης
του λαϊκού κινήματος – περιμένοντας φυσιολογικά μια τρίτη, ενδεχομένως πιο
αποτελεσματική. Μπορεί όμως να ιδωθεί και αντίστροφα, ως το συντριπτικό,
παραλυτικό διπλό αδιέξοδο της λαϊκής
διαμαρτυρίας: η αυθόρμητη κινητοποίηση εξαντλεί πολύ γρήγορα τα όρια των
δυνατοτήτων της μη μπορώντας να ωριμάσει και να βρει αποτελεσματική πολιτική
έκφραση· και η λογική της πολιτικής ανάθεσης προσκρούει στους χαλύβδινους
αυτοματισμούς τού συστήματος εξουσίας που μοιραία αποκόπτεται από τη ζωντανή
του κοινωνική βάση και υπηρετεί αυτονομημένους σκοπούς, υπαγορευόμενους από ένα
πολύ ευρύτερο, υπερεθνικό και σε τελευταία ανάλυση ταξικό, πλέγμα ισχύος.
Εντυπωσιάζει
αυτή η ανικανότητα μιας μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας να οργανωθεί
αποτελεσματικά και να ανατρέψει τους εναντίον της συσχετισμούς δύναμης – και
δεν αρκεί ως δικαιολογία το ότι το ίδιο συμβαίνει παντού στην Ευρώπη… Ούτε
είναι δικαιολογία η επίρριψη ευθυνών σε «ανίκανες», «εγωιστικές» ή «προδοτικές»
ηγεσίες – γιατί όσο οι κυβερνώντες διαφθείρουν τον λαό τους, άλλο τόσο ο λαός
διαφθείρει τους κυβερνώντες του… Η πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο
ευθύνη του ίδιου, αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας που μοιάζει να δημιουργεί δομικές θέσεις στο πολιτικό της σύστημα,
οι οποίες μένει απλώς να καταληφθούν από εκείνον που θα προσαρμοστεί καλύτερα
σε αυτές ως εκ των ουκ άνευ όρο για
να κυβερνήσει. Θα πρέπει καλύτερα να σκεφτούμε τί είναι αυτό που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι μάζες μοιράζονται
με τους εξουσιαστές τους, ποια είναι η κρίσιμη γραμμή τής ιδεολογικής
συναίνεσης που εξασφαλίζει στους τελευταίους εκείνο που κάποιοι ονόμασαν
ηγεμονία. Αυτή η γραμμή, στην Ελλάδα σήμερα, είναι μια ακαταμάχητη ιδεολογία
που ακούει στο όνομα ευρωπαϊσμός. Το
ότι είναι το όπλο ακριβώς με το οποίο οι μάζες δελεάζονται να αυτοκτονήσουν,
φαίνεται από το πόσο βαθιά έχει διαποτίσει την ίδια την ελληνική αριστερά.
Το
να μιλάει κανείς για Ευρώπη των δημοκρατικών αξιών και του διαφωτισμού δεν
είναι μόνο τερατώδης ιστορικός αναχρονισμός – λες και η εμπειρία της κεφαλαιοκρατικής
νεωτερικότητας δεν έχει γραφτεί στα κύτταρα και δεν έχει μεταλλάξει βαθιά τις ευρωπαϊκές
κοινωνίες· είναι και άγνοια της πραγματικής ιστορίας – γιατί ο διαφωτισμός ήταν
μόνο ένα περιθωριακό φαινόμενο και οι δημοκρατικές διακηρύξεις τίποτα
περισσότερο από δόλωμα για την πειθάρχηση των μαζών στις ιστορικές κρίσεις…
Αληθινή φύση της Ευρώπης ήταν η αποικιοκρατία, το εμπόριο σκλάβων, οι
περιφράξεις της γης, τα βιομηχανικά κάτεργα, η πυρηνική βόμβα και τα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως. Ποιος θέλει να είναι ο διαχειριστής αυτής της κληρονομιάς; Θα το
ξαναπώ, στον λόγο των κυριάρχων θα βρούμε πάντα μια πολύ πιο προσγειωμένη
αίσθηση της πραγματικότητας. Ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν δήλωσε κάποτε με καμάρι, «Το
Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά εντός νόμου τον σοσιαλισμό» – και δεν
χρειαζότανε να φτάσουμε στην ελληνική πανωλεθρία για να το δούμε. Να μιλάμε σήμερα
για «αριστερή Ευρώπη» είναι αντίφαση εν τοις όροις – και πρέπει να είναι
κάποιος ή εντελώς ηλίθιος ή συνειδητά απατεώνας για να το κάνει.
Ποιοι και γιατί όμως θέλουν την Ευρώπη; Αυτό είναι εύκολο να εξηγηθεί αν έχουμε καταλάβει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια ολόκληρη κεφαλαιοκρατική τάξη, κατ’ εξοχήν παρασιτική, που ζει από τη χρηματοπιστωτική αξιοποίηση με όλες τις συνακόλουθες λειτουργίες και τα παράγωγά της. Λειτουργίες οι οποίες προϋποθέτουν, φυσικά, τον ευτελισμό του κόστους της εργασίας και την άκρα εμπορευματοποίηση –«αξιοποίηση»– όλων των κοινωνικών πρακτικών και των φυσικών πόρων. Συνυποθέτουν επίσης την ένταξη σε έναν υπερεθνικό καταμερισμό εργασίας, δυνάμει του οποίου πλήττεται μεν η παραγωγική αυτάρκεια κάθε συνιστώσας χώρας, αλλά και δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας καταναλωτικής συμμετοχής χωρίς τον αντίστοιχο παραγωγικό μόχθο. Στην πράξη, αυτή τείνει να περιορίζεται σε όλο και στενότερους κύκλους ενώ διαρκώς αυξανόμενες μάζες καταδικάζονται στον εξοβελισμό από το παιχνίδι, στην ανέχεια και ουσιαστικά στην εξόντωση· το πρόβλημα είναι όμως ότι όσοι δεν έχουν νιώσει ακόμα στο πετσί τους τις πλήρεις συνέπειες, νανουρίζονται με το όνειρο της άκοπης κατανάλωσης ακόμη και όταν απομακρύνεται διαρκώς στον ορίζοντα – και αυτού του είδους η εξαχρείωση, καλλιεργημένη επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά τη θανάσιμη παθολογία της ελληνικής κοινωνίας.
Φώτης Τερζάκης