Η λιτότητα, πρόβλημα και για την ίδια την ΕΕ



του Claudio Conti
Δύο άρθρα, σε δύο εφημερίδες με ειδίκευση στα οικονομικά, που σχολιάζουν διαφορετικές πτυχές της ευρωπαϊκής κρίσης και καταρρίπτουν σημείο προς σημείο όλη τη ρητορική (και τις "συνταγές") που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση .
 
Από τη μία, την κοινοτοπία ότι η Γερμανία είναι "πιο ανταγωνιστική" λόγω της μεγαλύτερης "παραγωγικότητας" της, ένα μείγμα υψηλής τεχνολογίας και  χαμηλών μισθών και που, στην πραγματικότητα, ήταν μόνο το δεύτερο  χάρη κυρίως στις "μεταρρυθμίσεις Hartz" που καταδίκασαν εκατομμύρια νέους σε μια ζωή επισφαλή και άθλια, αλλά τώρα –επειδή οι Γερμανοί ηγέτες  ανησυχούν για τη δική τους στασιμότητα - ετοιμάζουν ένα πρόγραμμα "αντι-μεταρρυθμιστικό": δηλαδή, κατώτατο μισθό στα € 8,5,  μείωση του ορίου συνταξιοδότησης και συγκράτηση του ύψους των ενοικίων. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που ζητούν από τους άλλους να κάνουν. Η ανάλυση και η είδηση, από τον Daniel Gros, έναν από τους κορυφαίους θεωρητικούς  του "αποπληθωρισμού των μισθών", που τώρα είναι υποχρεωμένος  να βλέπει να διαλύεται το δημιούργημα του. Χωρίς καν να διαμαρτύρεται, βλέποντας την καταστροφή που προκάλεσε (όχι από "κοινωνική άποψη", το τελευταίο που τον νοιάζει, αλλά από την πλευρά της "ανταγωνιστικότητας"). 

Από την άλλη, η διαπίστωση ότι η Ευρώπη σε φάση αποπληθωρισμού είναι σήμερα  "πηγή παγκόσμιας αστάθειας", η οικονομική υπερδύναμη που με τις αυτοκτονικές επιλογές της δημιουργεί προβλήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις αναδυόμενες χώρες. Χωρίς πάντως να επιλύει οποιοδήποτε από τα προβλήματα - δείτε το δημόσιο χρέος των PIIGS - για το οποίο σχεδιάστηκε η "λιτότητα". Η αποκάλυψη, στην περίπτωση αυτή, αποκαλύπτει αυτό που ήδη γνωρίζαμε: δηλαδή, αν δεν αυξηθεί το ΑΕΠ (που σημαίνει περισσότερες επενδύσεις, ακόμα και με ελλείμματα, αν χρειαστεί), δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Επειδή κάθε περικοπή δαπανών παράγει περισσότερο και από ανάλογη συμπίεση του ΑΕΠ, σύμφωνα με μια σπείρα του παραλογισμού ότι η περικοπή των δαπανών (σε απόλυτες τιμές) αυξάνει το χρέος (ποσοστιαία).
 
Φυσικά υπάρχουν πολύ περισσότερα, αρχίζοντας από την παραδοχή ότι μια "καλή λειτουργία" ,καπιταλιστική, της αγοράς εργασίας είναι αυτή στην οποία "Τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας μεταξύ 2000 και 2008, ανάγκασαν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν χαμηλότερους μισθούς και περισσότερες ώρες εργασίας" . Κρίμα όμως, που όλα αυτά λειτουργούν και αντίστροφα, συρρικνώνοντας την εγχώρια ζήτηση, επιτρέποντας να επιβιώσουν  "παρωχημένες τεχνικές παραγωγής " αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαμηλών μισθών, μειώνοντας τις δυνατότητες να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Ένα μοντέλο μερκαντιλιστικό προσανατολισμένο στις εξαγωγές, το οποίο όμως ενισχύει υπερβολικά το ενιαίο νόμισμα, παρά τα μηδενικά επιτόκια (ακόμη και αρνητικά για τις καταθέσεις στην ΕΚΤ). Διότι, αν το "ισοζύγιο πληρωμών είναι αυξητικά πλεονασματικό" δεν υπάρχει τρόπος να πειστούν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια να κοιτάξουν να βρουν ένα άλλο νόμισμα αναφοράς.
Λείπει, βέβαια, το όποιο επιχείρημα σχετικά με τη φύση της κρίσης, αλλά πως είναι δυνατό να περιμένετε από κάποιους σχεδόν θρησκευτικούς οπαδούς των αρετών του φιλελευθερισμού να πιάσουν το νόημα της "πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους." Αλλά παρ 'όλα αυτά μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες και "εννοιολογικές σχέσεις" πολύ χρήσιμες στις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Φυσικά, δεν βοηθούν σε τίποτα αν κάποιος ταυτίζει γενικά τη σύγκρουση μόνο με τις διαδηλώσεις ...
 
Σε πολιτικό επίπεδο, τέλος, τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν είναι πολύ απλά: είναι άστοχη η όποια κινητοποίηση επικεντρώνεται μόνο στη "λιτότητα" χωρίς να βάζει σαν στόχο και την πολιτική οντότητα των πανευρωπαϊκών επιλογών: δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση (μια πολιτική υποδομή οικοδομημένη με διακυβερνητικές συνθήκες που δεν υπόκεινται σε κανένα "δημοκρατικό" έλεγχο) . Ήδη  από σήμερα, αλλά κυρίως κατά τους επόμενους μήνες, όλοι  είναι και θα είναι "κατά της λιτότητας".  Λείπει μόνο η Μέρκελ, η οποία συνεχίζει να την ζητά προς το παρόν από τις άλλες χώρες, ενώ στο εσωτερικό της χώρας της προχωρά σε "αντιμεταρρυθμίσεις". Θα προστεθεί σύντομα και εκείνη ακόμη και ο Σόιμπλε και ο Βάιντμαν. Η δύναμη της κρίσης μετατοπίζει τις πιο βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές πεποιθήσεις.
 
*****  
Γερμανικά μάθημα για το κόστος εργασίας *
του Daniel Gros
 
Την τελευταία δεκαετία, η ευρωπαϊκή οικονομία έχει αντιμετωπίσει αρκετές ανατροπές : η Γερμανία, για παράδειγμα, από ασθενής της Ευρώπης έχει γίνει το πρότυπο. Αλλά είναι έτσι; Οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, και ακόμη περισσότερο  οι "αντι-μεταρρυθμίσεις" σήμερα, δεν αυξάνουν την παραγωγικότητα, όπως αντίθετα φαίνεται να κάνουν οι μεταρρυθμίσεις - ακόμη και αν επιβλήθηκαν - σε ορισμένες χώρες της περιφέρειας.

Το γερμανικό μοντέλο:μεταρρυθμίσεις και αντι-μεταρρυθμίσεις

Το 2003, η Γερμανία είχε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με σχεδόν 4% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό που δεν είναι υψηλό με βάση τα σημερινά δεδομένα, αλλά στη συνέχεια υπερέβη το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα τα δημοσιονομικά της χώρας  είναι ισορροπημένα, ενώ οι περισσότερες από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης κατέγραψαν ελλείμματα υψηλότερα από ό, τι η Γερμανία πριν από δέκα χρόνια. Η Γερμανία έχει εξυγιάνει τα δημοσιονομικά της, βασικά περικόπτωντας τις δαπάνες: οι δημόσιες δαπάνες - που το 2003 ανέρχονταν στο 46% περίπου,του ΑΕΠ, δηλαδή πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης - έχουν μειωθεί κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Το 2008, λοιπόν, ενώ ο κόσμος έπεφτε στη "μεγάλη ύφεση", η Γερμανία είχε μια σχέση των δαπανών προς στο ΑΕΠ  από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να βελτιωθεί η χαμηλή παραγωγικότητα της Γερμανίας, που ήταν το μεγάλο πρόβλημα της χώρας εκείνη την εποχή. Αν και σήμερα μπορεί να μας φαίνεται παράξενο, τα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ, η Γερμανία θεωρείτο ότι ήταν μια χώρα λίγο ανταγωνιστική λόγω του υψηλού επιπέδου του μισθολογικού κόστους της. Και πολλοί φοβόντουσαν ότι με το ενιαίο νόμισμα η χώρα  θα έχανε, μαζί με την ικανότητα να χειραγωγεί την ισοτιμία, και την ικανότητα να λύσει το πρόβλημα. Αντίθετα, όπως γνωρίζουμε, η Γερμανία έγινε πάλι ανταγωνιστική σε σημείο που σήμερα να την κατηγορούν ότι είναι υπερβολικά ανταγωνιστική, χάρη σε ένα μίγμα  συγκράτησης των μισθών και  διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Μια πιο ενδελεχής ανάλυση των στοιχείων, ωστόσο, δείχνει ότι το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται περισσότερο στο πρώτο μέτρο (συγκράτηση των μισθών) παρά στο δεύτερο. Επομένως, ο καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η συγκράτηση των μισθών, αν και αυτό δεν είναι ένα μέτρο που μπορεί να επιβληθεί από την κυβέρνηση και  μάλλον ήταν το αποτέλεσμα της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας της Γερμανίας. Το υψηλό ποσοστό της ανεργίας μεταξύ 2000 και 2008,  ανάγκασε τους εργαζόμενους να αποδέχονται χαμηλότερους μισθούς και περισσότερες ώρες εργασίας, ενώ στις χώρες της περιφέρεια οι μισθοί αυξανόντουσαν με ρυθμούς 2-3% ετησίως. Αυτός είναι λοιπόν ο παράγοντας ο οποίος μέχρι το 2008 πίεσε προς τα κάτω το κόστος εργασίας ανά γερμανική μονάδα προϊόντος σε σχέση με αυτό της υπόλοιπης ευρωζώνης.
 
Όσον αφορά την παραγωγικότητα, είναι αλήθεια ότι μια σειρά σημαντικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, στην πραγματικότητα ξεκίνησαν πριν δέκα χρόνια, αλλά ο αντίκτυπός τους στην παραγωγικότητα μοιάζει να είναι αμελητέος. 
Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν μια αύξηση του ποσοστού της παραγωγικότητας  της γερμανικής οικονομίας πολύ χαμηλή, την τελευταία δεκαετία. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν σκεφτεί κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρέασαν ουδόλως τον τομέα των υπηρεσιών, που γενικά θεωρείται  υπερβολικά ρυθμισμένος και προστατευμένος. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε περισσότερο στον τομέα της μεταποίησης, λόγω της έκθεσής του στον έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Ωστόσο, ακόμη και στη Γερμανία, ο τομέας των υπηρεσιών είναι  διπλάσιος από τη μεταποίηση.


Ας δούμε τώρα τις τρεις οικονομικές προτάσεις από τις οποίες εξαρτάται το πρόγραμμα της νέας γερμανικής κυβέρνησης, του Μεγάλου Συνασπισμού: κατώτατος μισθός, μείωση του ορίου συνταξιοδότησης και συγκράτηση των ενοικίων. Και τα τρία αυτά στοιχεία της γερμανικής αντιμεταρρύθμισης έχουν ένα πολύ σημαντικό οικονομικό βάρος.
 
Ο κατώτατος μισθός: Προβλέπεται μια ευρεία κάλυψη ( αποκλείονται μόνο οι νέοι και οι μακροχρόνια άνεργοι) και υψηλά επίπεδα (κάτι σαν € 8,5 την ώρα). Η εμπειρική έρευνα γύρω από τις επιπτώσεις του κατώτατου μισθού (με βάση κυρίως την εμπειρία  στις Ηνωμένες Πολιτείες), δείχνει ότι αυτό το μέτρο, συνήθως, δεν επηρεάζει  ιδιαίτερα την απασχόληση.
Μείωση του ορίου  συνταξιοδότησης. Μια σημαντική μεταρρύθμιση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Σρέντερ είχε συνδέσει την ηλικία συνταξιοδότησης με αντικειμενικές δημογραφικές μεταβλητές, αυξάνοντας βαθμιαία  τα όρια συνταξιοδότησης μέχρι τα 67 χρόνια (με γενναιόδωρες εξαιρέσεις για τα βαριά, σωματικά,  επαγγέλματα). Σήμερα βλέπουμε να γίνεται ένα σχετικό πισωγύρισμα  που επιτρέπει σε ορισμένους  εργαζόμενους που εισήλθαν στην αγορά εργασίας σε πολύ νεαρή ηλικία να συνταξιοδοτηθούν με πλήρη σύνταξη στα 63 χρόνια.
 
Συγκράτηση των ενοικίων. Το χαμηλό ύψος των επιτοκίων οδήγησε σε μια ανάκαμψη της αύξησης των τιμών των κατοικιών, μετά από δεκαετίες στασιμότητας. Η πορεία στις τιμές των ακινήτων είχε επιπτώσεις στα ενοίκια, τα οποία στη συνέχεια αυξήθηκαν. Στη Γερμανία, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, η συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών ζουν στο νοίκι: έτσι ακόμα κι αν η αύξηση των ενοικίων ήταν μικρή και αφορούσε τις πιο περιζήτητες περιοχές, εντούτοις ήταν η αιτία να δημιουργηθεί μια ζήτηση συγκράτησης των τιμών των ενοικίων που θα οδηγήσει προφανώς στη στρέβλωση της αγοράς σε μακροπρόθεσμη βάση. Βραχυπρόθεσμα, η συγκράτηση του ύψους των μισθωμάτων θα τονώσει τον τομέα των κατασκευών, δεδομένου ότι δεν ισχύουν για τις νέες κατοικίες. Σε μακροπρόθεσμη βάση, θα αυξήσει το ποσοστό των ιδιοκτητών ακινήτων, σύμφωνα με τα ισχύοντα στη νότια Ευρώπη, όπου εδώ και δεκαετίες πολιτικών συγκράτησης των ενοικίων  (μέχρι τη δεκαετία του ενενήντα) έχουν πολύ υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης.

Να βγούμε από την κρίση πιο ανταγωνιστικοί.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ορισμένα στοιχεία του "γερμανικού μοντέλου" θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τις προβληματικές περιφερειακές οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Μια διαρκής δημοσιονομική εξυγίανση απαιτεί  συγκράτηση των δαπανών, και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορούν, εν καιρώ, να επιτρέψουν την είσοδο  νέων εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η πιο σημαντική πρόκληση για χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία παραμένει η ανταγωνιστικότητα. Η περιφέρεια της Ευρώπης μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη μόνο εάν μπορέσει να εξάγει περισσότερο. Τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας έχουν ήδη επιβάλλει τη μείωση των μισθών, αλλά αυτή είναι η πιο επώδυνη διέξοδος από την κρίση  και δημιουργεί έντονες αντιθέσεις. Πιο καλά θα ήταν να μειωθεί το κόστος εργασίας αυξάνοντας την παραγωγικότητα και από την άποψη αυτή, δυστυχώς, η Γερμανία δεν είναι ένα μοντέλο προς μίμηση.
 

*Ο συγγραφέας είναι διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες
 

Πηγή : IlSole24Ore 

aletta.pdf

[--->]