Χρέος και λιτότητα: το γερμανικό μοντέλο επισφαλούς πλήρους απασχόλησης*


του Maurizio Lazzarato

"Αντίθετα,η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε  με τις Βουλές, είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας-και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους.Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής…"

Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία.



"Η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται έξω από το μονοπάτι που ανοίγει το ΔΝΤ. Ο οργανισμός αυτός εξακολουθεί να προτείνει το ίδιο μοντέλο  δημοσιονομικής προσαρμογής δηλαδή τη μείωση των χρημάτων  που δίνονται στους ανθρώπους - μισθοί, συντάξεις, δημόσιες δαπάνες, αλλά και τα μεγάλα δημόσια έργα που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης – για να πληρωθούν με τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν οι πιστωτές. Αυτό είναι παράλογο. Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης δεν μπορούμε να συνεχίσουμε  να κόβουμε χρήματα πάντα από τους ίδιους. Αυτό ακριβώς θέλουν  να επιβάλουν στην Ελλάδα! Να περικοπούν τα πάντα για να δοθούν στις τράπεζες. Το ΔΝΤ έχει εξελιχθεί σε θεσμό προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου και μόνο. Όταν βρίσκεστε  σε απελπιστική κατάσταση, όπως η Αργεντινή το 2001, θα πρέπει να ξέρετε να αλλάζετε πορεία. "

Roberto Lavagna, πρώην υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής ,2002 -2005.


Είκοσι σχεδόν  χρόνια μετά την «τελική νίκη κατά του κομμουνισμού» και δεκαπέντε μετά το «τέλος της ιστορίας», και ο καπιταλισμός βρίσκεται σε αδιέξοδο. Από το 2007 κρατιέται στη ζωή  μόνο με  μεταγγίσεις τεράστιων ποσών δημόσιου χρήματος. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να κινείται  στο κενό. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί και αναπαράγεται, δίνοντας όμως τη χαριστική βολή,  στα τελευταία υπολείμματα κοινωνικών  κατακτήσεων των τελευταίων δύο αιώνων.  Από τότε που ξεκίνησε η κρίση του  δημόσιου  χρέους μέχρι σήμερα, δεν σταματάει να μας χαρίζει άφθονο γέλιο όσον αφορά τον τρόπο  λειτουργίας του. 

Οι οικονομικοί κανόνες «ορθολογικής διαχείρισης» που οι  «αγορές», οι οίκοι αξιολόγησης και οι ειδικοί επιβάλλουν στα κράτη για να ξεπεραστεί η κρίση του δημόσιου χρέους είναι αυτοί  που οδήγησαν στην κρίση του ιδιωτικού χρέους (και η αιτία για το δημόσιο χρέος). Οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι θεσμικοί επενδυτές απαιτούν από τα κράτη να αναδιοργανώσουν τα οικονομικά του δημοσίου, ενώ οι ίδιοι  κατέχουν ακόμα  δισεκατομμύρια τοξικούς τίτλους, καρπό  μιας πολιτικής αντικατάστασης  μισθών και εισοδημάτων με  δανεισμό.

 Οι οίκοι αξιολόγησης αφού αξιολόγησαν σαν  ΑΑΑ τίτλους που σήμερα δεν έχουν πια καμία  αξία (μία τράπεζα, με ένα δείγμα 2679 τίτλους στεγαστικών δανείων στους 17.000, ανέλυσε τις αξιολογήσεις της Standard & Poors και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά την έκδοση τους το 99% ήταν ΑΑΑ, σήμερα όμως η αξία του 90% από αυτούς είναι τόση, που αποθαρρύνει τους επενδυτές (non-investment grade).Και όμως, οι οίκοι αξιολόγησης επιμένουν, παρά τις ενδείξεις, ότι η εκτίμηση τους ήταν σωστή και οικονομικά συνετή.

Οι ειδικοί (καθηγητές οικονομικών, σύμβουλοι, τραπεζίτες, στελέχη του δημόσιου τομέα, κλπ..) – των οποίων η τύφλωση  από τις καταστροφές που προκάλεσαν στην κοινωνία και στον πλανήτη, η υποτιθέμενη αυτορρύθμιση των αγορών  και ο  ανταγωνισμός , είναι ευθέως ανάλογη με την πνευματική τους υποδούλωση –έσπευσαν να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις  «τεχνοκρατών»  που θυμίζουν τις «επιτροπές κερδοσκοπίας της αστικής τάξης». Περισσότερο  και από  «κυβερνήσεις  τεχνοκρατών» πρόκειται για «τεχνικές εξουσίας»  αυταρχικές  και  καταπιεστικές, που βρίσκονται σε αντιπαράθεση ακόμα και με τον κλασσικό  «φιλελευθερισμό».


Στην  κορυφή  όμως της γελοιοποίησης βρίσκονται, ίσως, τα μέσα ενημέρωσης. Η  «ενημέρωση» που μας μεταφέρουν μέσω των δελτίων ειδήσεων και των  τηλεοπτικών εκπομπών λόγου, μας λέι, ότι «για την κρίση φταίτε όλοι εσείς που βγαίνετε  πολύ νωρίς στη σύνταξη, που ξοδεύεται υπερβολικά ποσά για ιατρική περίθαλψη, που δεν δουλεύεται  ούτε πολλά χρόνια ούτε τόσο σκληρά όσο θα πρεπε και που δεν είστε αρκετά ευέλικτοι αφού καταναλώνετε τόσο πολύ.
Τελικά, είστε ένοχοι επειδή ζείτε πέρα ​​από τις δυνατότητες σας.


 Από την άλλη, οι διαφημιστές, σπεύδουν να αντικρούσουν  τον ενοχοποιητικό λόγο των  οικονομολόγων,των  ειδικών,των  δημοσιογράφων και των ανθρώπων της πολιτικής,υποστηρίζοντας τα ακριβώς αντίθετα: «Είστε εντελώς αθώοι, δεν έχετε  καμία ευθύνη! Δεν κάνατε τίποτα ώστε να το έχετε βάρος στη συνείδηση σας. Ολοι , ανεξαιρέτως, αξίζετε τον παράδεισο των προϊόντων μας. Εχετε καθήκον να καταναλώνετε  βουλιμικά».

Οι «διαταγές» και οι προσταγές που περνάνε μέσα από τα σημασιολογικά μηνύματα του αισθήματος ενοχής, και τα  εικονοποιημένα και συμβολικά μηνύματα αθωότητας, συγκρούονται  μεταξύ τους. Υπάρχει σαφής αντίφαση μεταξύ ασκητικής  ηθικής της εργασίας και δημόσιου χρέους και  ηδονιστικής ηθικής της μαζικής κατανάλωσης, που δεν μπορούν πια να συνυπάρξουν.


Περισσότερο  και από μία έξοδο από την κρίση, όλη αυτή η αναστάτωση, μοιάζει με φαύλο κύκλο στον οποίο ο καπιταλισμός φαίνεται να είναι εγκλωβισμένος. Από τις κυρίαρχες τάξεις, που η σκέψη τους δεν πηγαίνει ποτέ πέρα από το πορτοφόλι τους,δε θα πρέπει να αναμένουμε παρά μόνο τα  χειρότερα. Η αγριότητα με την οποία κυβερνήσεις τεχνοκρατών και μη μεθοδεύουν την αποπληρωμή του χρέους και την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα. Οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των πιστωτών που κατέχουν το ελληνικό χρέος μπήκαν στον πειρασμό, σύμφωνα με την εφημερίδα
New York Times να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά του ελληνικού δημοσίου, για παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων  όπως είναι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας: property rights are human rights). Ακόμη και η ύφεση και η κρίση(Ελλάδα), είναι μικρότερες ασθένειες μπροστά  στο ενδεχόμενο  μη αποπληρωμής του  χρέους . 

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ πρότενε ,με θατσερικό κυνισμό, λύσεις που όχι μόνο οδήγησαν  στην κρίση, αλλά που θα κάνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα : μείωση των φόρων για να γίνουν οι πλούσιοι πλουσιότεροι και περικοπή  των κοινωνικών δαπανών για να γίνουν οι φτωχοί φτωχότεροι.

Οι πολιτικοί έχουν γίνει οι λογιστές και οι «διαμεσολαβητές» του κεφαλαίου (Μαρξ) .

Ο Σαρκοζί πρότεινε (στμ. και πέρασε) τα έσοδα από την πληρωμή «των τοκοχρεολύσιων του ελληνικού χρέους» να κατατίθενται σε δεσμευμένο λογαριασμό, που θα διασφαλίζει ότι τα χρέη των Ελλήνων φίλων μας θα πληρωθούν».  Η Αγκελα Μέρκελ, που συμφωνεί με  την ιδέα αυτή, είπε ότι «αυτό θα διασφαλίσει  ότι τα χρήματα  θα είναι διαρκώς διαθέσιμα».


Αν υπάρχει μία σταθερά στον καπιταλισμό αυτό είναι σίγουρα το καθεστώς πολέμου στο οποίο ο φιλελευθερισμός φαίνεται να μας οδηγεί, σχεδόν, με «αυτόματο πιλότο». Ο ενδοκαπιταλιστικός πόλεμος φαίνεται πλέον λιγότερο οξύς  από τον πόλεμο που το κάθε εθνικό κεφάλαιο  διεξάγει ενάντια στον δικό του εσωτερικό  εχθρό. Οι διαφορετικοί καπιταλισμοί  μπορεί να διαφωνούν για το  μοίρασμα  της πίτας της παγκόσμιας εκμετάλλευσης, συμφωνούν  όμως στο πώς θα πρέπει να την εντείνουν στο εσωτερικό του κάθε μεμονωμένου κράτους.


Για την έξοδο από την κρίση, πρέπει να προχωρήσουμε σε «μεταρρυθμίσεις»: να μπουν κανόνες, δηλαδή, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Μήπως με την αναδιανομή του πλούτου; Η μήπως με τη μείωση των ανισοτήτων, της ανασφάλειας και της ανεργίας; Να μπει ένα τέλος στη  σκανδαλώδη «βοήθεια» του κράτους πρόνοιας ή  με φοροαπαλλαγές  στους πλούσιους και τις επιχειρήσεις; 


Οι μόνες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»που έχουν προγραμματιστεί και υλοποιούνται ήδη είναι δύο: η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας που συνοδεύεται  από περικοπές μισθών και δραστικές  περικοπές των κοινωνικών δαπανών, αρχίζοντας ως συνήθως, από το επίδομα ανεργίας. Το μοντέλο αναφοράς είναι το γερμανικό. Σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, ο Σαρκοζί, ανέφερε  9 φορές το παράδειγμα της Γερμανίας και την κυβέρνηση «τεχνοκρατών»  του Mario Monti που είναι ερωτευμένος με τη νέα «Σιδηρά Κυρία», από την οποία και λαμβάνει απευθείας «συμβουλές».


Το γερμανικό μοντέλο

Επί 10 χρόνια, η Γερμανία προωθεί πολιτικές ελαστικοποίησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Daniel Cohn-Bendit κατηγόρησε ευθέως την Άνγκελα Μέρκελ: «Πώς είναι δυνατόν σε μια πλούσια χώρα όπως η Γερμανία το 20% να είναι φτωχοί» ; [1]

 Ο παλιός ακτιβιστής της εποχής της αμφισβήτησης του Μάη του ‘68 ή είναι αφελής  ή έχει πάθει αμνησία. Αλλά μάλλον είναι κυνικός και υποκριτής , διότι αυτή που  εισήγαγε το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας στην οποία οφείλονται όλα όσα  συμβαίνουν  σήμερα είναι η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, του Καγκελάριου  Σρέντερ, από το 2000 ως το 2005, δηλαδή τους νόμους περί «πλήρους επισφαλούς απασχόλησης»  που μετέτρεψαν τους  άνεργους και τον ανενεργό πληθυσμό σε μία  εντυπωσιακά μεγάλη μάζα  φτωχών εργαζόμενων (working poors).Πρέπει να χουμε και  λίγο μνήμη και να γνωρίζουμε κάποια  στοιχεία για να δούμε την αθλιότητα του γερμανικού μοντέλου που η τρόικα (Ε.Ε.,Δ.Ν.Τ.,Ε.Κ.Τ.) θέλει να επιβάλλει σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές  χώρες.

Μεταξύ 1999 και 2005 η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων πέρασε τέσσερις μεταρρυθμίσεις με το σύνθημα «fördern und fordern»(«προώθηση και  ζήτηση» ), τέσσερις νόμους  για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την αγορά εργασίας, ο ένας πιο αντεργατικός από τον άλλο  (Νόμοι Harzt).

Με το νόμο  Harzt ΙΙ, τον Ιανουάριο του 2003, καθιερώνονται   οι συμβάσεις  εργασίας «
mini-job» (μίνι-εργασία, χωρίς σταθερό ωράριο αλλά μόνο όταν προκύπτει ανάγκη ), ένα είδος νομιμοποιημένης μαύρης εργασίας (οι εργοδότες απαλλάσσονται από  εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και οι υπάλληλοι δεν έχουν  καμία κάλυψη αν μείνουν άνεργοι,  και καθόλου σύνταξη) και οι συμβάσεις «Midi- job» με μισθό από 400 έως 800 ευρώ το μήνα, με τους οποίους προέτρεπαν τους εργαζόμενους  να γίνουν οι ίδιοι τα αφεντικά της δικιάς τους  μιζέριας.  




   

Τον Ιανουάριο του 2004, ο νόμος Hartz III αναδιάρθρωσε τις κρατικές και  ομοσπονδιακές   υπηρεσίες για την απασχόληση, για να ενταθεί ο έλεγχος και η παρακολούθηση της συμπεριφοράς και της ζωής των φτωχών εργαζόμενων. Μόλις δημιουργήθηκαν οι  μηχανισμοί «διακυβέρνησης» των φτωχών εργαζόμενων, η κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση ενέκρινε μια σειρά απίστευτους νόμους, για να τους βάλει σε εφαρμογή.

Ο  νόμος Hartz IV με έναρξη ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2005, προβλέπει τα εξής:

* Μείωση της διάρκειας του επιδόματος ανεργίας  από τα τρία  χρόνια στο ένα, αυστηριοποίηση των προϋποθέσεων πρόσβασης και  υποχρέωση των ανέργων να δέχονται οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προτείνεται. Επίδομα  ανεργίας δικαιούται όποιος έχει εργαστεί  τουλάχιστον δώδεκα μήνες τα τελευταία δύο χρόνια πριν χάσει τη  θέση  εργασίας του. Μετά τον  ένα χρόνο επιδόματος ανεργίας, ο άνεργος παίρνει ένα βοήθημα (το ισοδύναμο ενός εισοδήματος αλληλεγγύης ) 374 ευρώ. Σε έκθεση του  Ομοσπονδιακού Γραφείου  Εργασίας αναφέρεται  ότι ο ένας εργαζόμενος στους  τέσσερις που χάνει τη δουλειά του, παίρνει το επίδομα αλληλεγγύης  (Arbeitslosengeld II: ALG II), αντί του επιδόματος ανεργίας (ALG I). Ο λόγος  βρίσκεται στη φύση της δουλειάς που μόλις έχασε ο εργαζόμενος και η οποία είναι επισφαλής ή κακοπληρωμένη.

* Μείωση του επιδόματος στους  μακροχρόνια άνεργους που αρνούνται να δεχτούν θέσεις εργασίας κατώτερη των προσόντων τους.

* Οι άνεργοι είναι υποχρεωμένοι να δέχονται  θέσης εργασίας  με μισθό € 1 την ώρα (συν το επίδομα  ανεργίας που λαμβάνουν).

* Να μπορεί να μειώνεται το επίδομα  ανεργίας των άνεργων που έχουν κάποιες αποταμιεύσεις και να μπορεί η υπηρεσία  να έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η δυνατότητα  να εκτιμάται η αξία του διαμερίσματος που μένει ο άνεργος και να του ζητάται, αν κριθεί απαραίτητο, να μετακομίσει σε άλλο πιο φθηνό, αν αυτό που διαμένει ξεπερνάει  κάποια στάνταρντ.

Οι δικαιούχοι του κοινωνικού βοηθήματος  του νόμου  Hartz IV υπολογίζονται σε  6,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι –από αυτούς το 1,7 εκατομμύρια είναι παιδιά. Τα υπόλοιπα 4,9 εκατομμύρια ,ενήλικες, στην πραγματικότητα είναι φτωχοί εργαζόμενοι που εργάζονται λιγότερο από 15 ώρες την εβδομάδα. Τον Μάιο του 2011, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία τις θέσεις μίνι εργασίας (mini- job) τις υπολόγιζαν σε 5.000.000, μία αύξηση 47,7%, δεύτερη μόνο μετά την αλματώδη αύξηση κατά 134% της εποχιακής απασχόλησης. Αυτοί οι τύποι συμβάσεων είναι ευρέως διαδεδομένοι  και στους συνταξιούχους: 660.000 συνταξιούχοι  συμπληρώνουν τη σύνταξη τους με κάποια Minijob. Ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (21,7%), το 2010, δούλευε  σε καθεστώς μερικής απασχόλησης (part  time).[2]


Το γερμανικό  Ινστιτούτο Στατιστικής( Destatis)  υπολόγισε την αύξηση της επισφαλούς εργασίας και τις διάφορες μορφές της: μεταξύ, λοιπόν, 1999 και 2009, όλες οι μορφές άτυπης απασχόλησης  αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 20%. [3]

Αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες (οι γυναίκες) και οι ηλικιωμένοι. Στον τομέα της πλήρους επισφαλούς απασχόλησης, το επίσημο ποσοστό ανεργίας που το προβάλλουν μάλιστα και  ως σημάδι  του «γερμανικού οικονομικού  θαύματος»,  δεν σημαίνει και πολλά!
 

Ο ταχέως αναπτυσσόμενος  στρατός των φτωχών εργαζόμενων δεν αποτελείται εξ ολοκλήρου από επισφαλείς εργαζόμενους, αλλά και από εργαζόμενους με μόνιμη και πλήρη απασχόληση. Τον Αύγουστο του 2010, μια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας του Πανεπιστημίου του Duisburg - Έσσεν ανέφερε ότι στη Γερμανία πάνω από 6.550.000 εργαζόμενοι  κερδίζουν λιγότερο από 10 ευρώ μικτά την ώρα – και ότι αυτοί αυξήθηκαν κατά  2,6 εκατομμύρια σε διάστημα 10 χρόνων. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για μακροχρόνια άνεργους  που το σύστημα  Hartz κατάφερε να «δραστηριοποιήσει»: νέοι κάτω των 25 ετών, αλλοδαποί και  γυναίκες (69% του συνόλου).
 

Επιπλέον, 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι  κερδίζουν κάτω  από 6 ευρώ την ώρα, ενώ στην  πρώην ΛΔΓ, είναι πολλοί  αυτοί που ζουν με λιγότερα  από 4 ευρώ την ώρα, δηλαδή λιγότερα από € 720 το μήνα, υπό καθεστώς πλήρους ωραρίου. Η κατάληξη είναι ότι οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι γύρω στο 20% των Γερμανών εργαζομένων. [4]

Στη  χρηματοπιστωτική  κρίση, η κυβέρνηση κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό  στη μερική ανεργία  που επιτρέπει στις εταιρείες να καταβάλλουν  μόνο το 60% των κανονικών αποδοχών στους  εργαζομένους  και μόνο το μισό των ασφαλιστικών τους εισφορών.


Μία άλλη συνέπεια των αλλαγών που άρχισαν επί  Σρέντερ ήταν ότι ,από το 2002, το μερίδιο των μισθών, στο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5% στην πέρα του Ρήνου Γερμανία.


Οι αλλαγές,  λοιπόν, επί «κόκκινο-πράσινης» συγκυβέρνησης,  ήταν μεγάλες: μετά από χρόνια άγριας  και χαοτικής  επέκτασης της  επισφαλούς εργασίας, της υποαπασχόλησης και της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, είχε έλθει η ώρα να περάσει και μια   ρύθμιση για τον εξορθολογισμό της φτώχειας και της  επισφάλειας, με τη συγκρότηση  μιας «πραγματικής» και «συνεπούς» αγορά  εργασίας «ζητιάνων», που θα έσπρωχνε προς την ευελιξία και την προσαρμογή στους νέους κανόνες ακόμα και όσους εργάζονταν  σε καλλίτερες θέσεις εργασίας. Είναι ο πληθυσμός στο σύνολό του- οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι
working poors, οι ειδικευμένoι εργάτες ,που γίνονται  πιο προσαρμόσιμοι  και πιο διαθέσιμοι στη μόνιμη ευελιξία. Οι διάφορες συνιστώσες της  «εργατικής  δύναμης» δεν είναι πλέον παρά μία απλή μεταβλητή προσαρμογής στην οικονομική συγκυρία.

Το «κόκκινο-πράσινο» πρόγραμμα, εύστοχα ονομάστηκε  «Ατζέντα 2010» επειδή δέκα χρόνια μετά τον πρώτο νόμο Hartz, οι συνέπειες του είναι, κυριολεκτικά, θανατηφόρες! Και αυτό δεν είναι αλληγορία! Στη Γερμανία το προσδόκιμο ζωής των πιο φτωχών – που το εισόδημα τους είναι κάτω από το 75% του μέσου εισοδήματος, μειώθηκε από τα 77,5 χρόνια, το 2001 στα  75,5 χρόνια το 2011, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Στα ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολής, μάλιστα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, το προσδόκιμο όριο ζωής από τα 77,9 χρόνια κατέβηκε στα 74,1 χρόνια.

Η Γερμανία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή  χώρα  που ακολούθησε τις  ΗΠΑ  στη νεοφιλελεύθερη πορεία της.  Άλλες  δύο δεκαετίες προσπαθειών  «διάσωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος»   και η ημερομηνία  θανάτου θα συμπέσει με την ημερομηνία συνταξιοδότησης. Αλλά ο εσωτερικός πόλεμος έχει και αυτός τα «χειρουργικά χτυπήματα του».  Αν δεν αλλάξει τίποτα, στην πρώην Ανατολική Γερμανία το προσδόκιμο  ζωής θα πέσει  στα  66, ένα χρόνο πριν από τα 67 που κάποιος βγαίνει σε σύνταξη. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου!» (
Mors tua, vita mea!) . Αλλά ποιος νοιάζεται! Η οικονομία να είναι καλά, οι εταιρείες αξιολόγησης να δίνουν υψηλή βαθμολογία, οι πιστωτές να περνάνε μια χαρά και το προσδόκιμο ζωής του πλουσιότερου τμήματος  του πληθυσμού ολοένα και να αυξάνεται.

Δυο λόγια όμως για τον Peter Hartz, τον εμπνευστή των νόμων  για την ανεργία και τη μεταρρύθμιση  του ασφαλιστικού συστήματος  Ο Hartz καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλακή  με αναστολή και πρόστιμο € 576.000, για «διαφθορά». Ο Peter Hartz, ο πρώην υπεύθυνος  ανθρώπινων πόρων της Volkswagen και μεγάλος ηθικολόγος των Anspruchdenker, των «κερδοσκόπων του συστήματος», παραδέχτηκε ότι κατέβαλε στο συνδικαλιστή της IG Metall και πρώην πρόεδρο του εργοστασιακού συμβουλίου του Γερμανού κατασκευαστή αυτοκινήτων, διάφορα χρηματικά ποσά  για να πληρώσει τις πόρνες και τα εξωτικά ταξίδια που έκανε. Ο Klaus Volkert, εν τω μεταξύ, παραπέμφθηκε σε δίκη για υποκίνηση σε παραβίαση της εμπιστοσύνης, όπως  και ο πρώην διευθυντής προσωπικού κ. Klaus-Joachim Gebauer, με την κατηγορία της συνενοχής.


Η χρήση της φτώχειας και της  επισφάλειας  ως μεταβλητές στρατηγικής σημασίας της ευέλικτης αγοράς εργασίας, είναι αυτό που γίνεται σήμερα με τον εκβιασμό του χρέους, στην Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, στην Αγγλία και την Ιρλανδία.[6]


Η Γαλλία με την άνοδο στην εξουσία του Νικολά Σαρκοζί, δεσμεύτηκε  και αυτή στον ίδιο στόχο,τα αποτελέσματα όμως δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά , όπως στη Γερμανία. Χάρη, και πάλι, σε έναν άνθρωπο της κεντροαριστεράς,τον Martin Hirsch,που προσέλαβε ο Σαρκοζί, με το άνοιγμα του στην «αριστερά», στη Γαλλία θα δοκιμαστεί η μετατροπή του κοινωνικού βοηθήματος (ελάχιστο εισόδημα  ένταξης, 417 ευρώ ανά άτομο) σε μηχανή παραγωγής φτωχών εργαζόμενων. 


Με τις τεχνικές διαχείρισης των φτωχών, δοκιμάζονται οι μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου οι οποίοι σε δεύτερο χρόνο θα επεκταθούν και στο σύνολο της κοινωνίας, κάτι που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ούτε την αριστερά, αλλά ούτε και τα συνδικάτα. Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης συνεπάγεται την  υπέρβαση των  φορντικών  δυισμών, ανεργία/απασχόληση, μισθός/εισόδημα,δικαίωμα στην εργασία/δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, νόμος/σύμβαση εργασίας) και οργανώνει την επικάλυψη και αλληλοσύνδεση  τους χάρη στη φιγούρα του φτωχού εργαζόμενου. Καθιερώνει με μόνιμο τρόπο το νομικό καθεστώς του εργαζομένου/ «επιδοματούχου» με εισόδημα από την εργασία του συν το επίδομα «αλληλεγγύης». 

Η  σύγχυση αυτή μεταξύ «μισθωτού» και «επιδοματούχου», μεταξύ εργασίας, ανεργίας και κοινωνικής πρόνοιας, δικαιωμάτων  εργασίας και δικαιώματος στην πρόνοια, είναι προϋπόθεση της οικοδόμησης ενός μεγάλου μέρους  της αγοράς εργασίας, που βασίζεται στην υποαπασχόληση και την υποαμοιβή. 

Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης σημαίνει λοιπόν την επίσημη εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης και την καθιέρωση πολιτικών «πλήρους δραστηριότητας» εννοούμενες ως δραστηριότητες για όλους, ανεξάρτητα από τη διάρκεια και την ποιότητα της απασχόλησης. [7]



Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που η ιταλική «κυβέρνηση τεχνοκρατών» ετοιμάζεται να ψηφίσει εμπνέεται κι αυτή άμεσα από το γερμανικό μοντέλο.
Η υπουργός κοινωνικών Πολιτικών Fornero, το λέει ξεκάθαρα στην εφημερίδα La Stampa στις 4 Μαρτίου.Η μετάφραση της γερμανικής πραγματικότητας στη Νέα Γλώσσα με την οποία εκφράζεται η «εξουσία» (governance) , είναι ένα αριστούργημα υποκρισίας και ψεύδους :


«Το πιο πρόσφατο παράδειγμα πλήρους μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας  και των εργαλείων κοινωνικής προστασίας-ανεξάρτητα από τη διαδικασία, που ξεκίνησε μόλις στην Ισπανία- το δίνουν οι παρεμβάσεις στη Γερμανία, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν η χώρα θεωρείτο ο «ασθενής της Ευρώπης», ανίκανη να αναπτυχθεί  και να ξεπεράσει το σκόπελο της επανένωσης. Οι μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία περιλάμβαναν  όλες τις πλευρές της αγοράς εργασίας και Πρόνοιας, δηλαδή, τη βελτίωση των εργαλείων επαγγελματικής κατάρτισης και τη διευκόλυνση της πρόσβασης , από το σχολείο στην αγορά εργασίας, την υποστήριξη για συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση, έστω και μερική, των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων, την ενίσχυση των δεσμών  ειδικής μεταχείρισης και αποτελεσματικής δια βίου κατάρτισης και της αναζήτησης εργασίας,την  εισαγωγή περισσότερης ευελιξίας, ή με  νέους τύπους  συμβάσεων ή σε επίπεδο διαπραγματεύσεων,  μεταξύ  εταιρείας και  εργαζομένων».

Με τον εκβιασμό του χρέους, το κράτος επιδιώκει την ολοκλήρωση  της μετάβασης, που ξεκίνησε τη δεκαετία του Ογδόντα, από το κράτος Πρόνοιας (δικαιώματα και κοινωνικές υπηρεσίες,Welfare) στο καθεστώς εργασιακής πειθαρχίας (Workfare, υποταγή της κοινωνικής πολιτικής στη διαθεσιμότητα και την ευελιξία της πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης).Με την  αυταρχική στροφή του νεοφιλελευθερισμού τελειώνει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο», επειδή όπως ισχυρίζεται ο Μάριο Ντράγκι (στμ. διοικητής της ΕΚΤ),δεν μπορούμε πλέον να «πληρώνουμε τον κόσμο που δεν δουλεύει».

Σε κάθε αλλαγή οικονομικής πολιτικής  βλέπουμε πάντα το κράτος και τη διοίκηση του να ηγούνται των επιχειρήσεων. Όπως ακριβώς και τη δεκαετία του 1980 το κράτος διευκόλυνε και έδωσε ώθηση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στον τομέα της πίστης, έτσι και τώρα σ’ αυτό ανήκει ο ρόλος της οργάνωσης της συνέχειας τους σε νέες αυταρχικές και κατασταλτικές μορφές  πληρωμής του χρέους και  στον  υπερχρεωμένο άνθρωπο.Ετσι  διαλύεται μία  ακόμα αυταπάτη της αριστεράς, αυτή που αντιπαραθέτει στη λογική της ατομικής ιδιοκτησίας της αγοράς, τη λογική ενός «δημόσιου» κρατικού. Δεν υπάρχει ούτε αυτονομία του πολιτικού, ούτε ουδετερότητα του κράτους. Οι διαχειριστές του δρουν σε βάθος στην οικονομία, την «κοινωνία» και τις υποκειμενικότητες, όπως η οικοδόμηση της αγοράς εργασίας αποδεικνύει με τρόπο παραδειγματικό.




Κρίση οικονομική ή κρίση του καπιταλισμού ;
Δεν έχει και τόση σημασία να αποδειχθεί  η παντοδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος όσο οι αδυναμίες του, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ακόμα κι αν οι διαρθρωτικές αντιμεταρρυθμίσεις  επηρεάσουν  δραματικά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δεν θα είναι αυτές που θα μας βγάλουν από την κρίση. Οι ειδικοί, οι αγορές, οι οίκοι αξιολόγησης και οι πολιτικοί, αγνοώντας  προς τα που πρέπει να βαδίσουν και πώς, με τον εκβιασμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ασκούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές παραγωγής  και όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, που είναι και η πραγματική αιτία της κρίσης.

Η καπιταλιστική μηχανή έχει μπλοκάρει όχι επειδή δεν ήταν καλά ρυθμισμένη, ούτε  επειδή έγιναν κάποιες υπερβολές, ή επειδή οι χρηματιστές ήταν άπληστοι (μια άλλη ψευδαίσθηση της μεταρρυθμιστικής «αριστεράς» !). Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν συλλαμβάνουν τη φύση της σημερινής κρίσης, η οποία δεν άρχισε με την  οικονομική  καταστροφή που βλέπουμε μπροστά μας. Αυτή, είναι μάλλον αποτέλεσμα της αποτυχίας της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (η  επιχείρηση ως  μοντέλο κάθε  κοινωνικής σχέσης) και της αντίστασης που συνάντησε η μορφή του υποκειμένου που αυτή  η ίδια δημιούργησε  (ανθρώπινο κεφάλαιο και επιχειρηματίας  του εαυτού μας). 


Είναι αυτή η αντίσταση, που αν και παθητική, εμποδίζοντας την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, μετέτρεψε την  πιστοληπτική  ικανότητα σε  χρέος. 

Εάν η πίστωση και το  χρήμα εκφράζουν την κοινή φύση τους, ως «δημόσιο  χρέος», είναι επειδή η συσσώρευση έχει μπλοκάρει, δεν μπορεί να εξασφαλίσει νέες πηγές εσόδων και να παράξει νέες μορφές υποταγής, και όχι το αντίθετο.

Μεταξύ 2001 και 2004, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά  10% επειδή στα μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας προστέθηκαν κι άλλες 15,5 μονάδες του ΑΕΠ: είχαμε δηλαδή μείωση της φορολογίας κατά 2,5 μονάδες  του ΑΕΠ, αύξηση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων από 450 σε 960 δις  (1300 πριν την κρίση του 2007), αύξηση των δημόσιων δαπανών κατά 500 δισεκατομμύρια .

Στο γύρισμα του αιώνα, η Γερμανία βρισκόταν στην ίδια θέση. Η  αύξηση του γερμανικού  ΑΕΠ μεταξύ 2000 και 2006 ήταν € 354 δισεκατομμύρια. Αλλά σε σύγκριση με το  χρέος την ίδια περίοδο (342 δισ. ευρώ), δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι το πραγματικό αποτέλεσμα  ήταν μια «ανάπτυξη μηδενική».

Η  πρώτη που μπήκε σε περίοδο «μηδενικής ανάπτυξης» - μετά το σκάσιμο της φούσκας της  αγοράς  ακινήτων  τη δεκαετία του ενενήντα (και την έκρηξη του χρέους που ακολούθησε για να διασωθεί το  τραπεζικό σύστημα)  ήταν η  Ιαπωνία – και από τότε βρίσκεται σε ύφεση. Στην Ιαπωνία φαίνεται καλύτερα από άλλες χώρες ,η φύση της σύγχρονης κρίσης. Οι λόγοι για το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν βρίσκονται μόνο στις οικονομικές αντιφάσεις, αν και αυτές παίζουν ρόλο, αλλά κυρίως σε αυτό που ο  Γκουαταρί ονομάζει «κρίση της παραγωγικότητας  της υποκειμενικότητας».
 
Το ιαπωνικό θαύμα, που κατάφερε  να δημιουργήσει  ένα συλλογικό εργατικό δυναμικό και μια κοινωνική δύναμη «πολύ ενσωματωμένη στο μηχανισμό» (Γκουαταρί), μοιάζει να περιστρέφεται στο κενό, αιχμάλωτο και αυτό, όπως κάθε αναπτυγμένη χώρα, στα δίχτυα του χρέους  και τους τρόπους υποκειμενοποίησης του. Το υποκειμενικό πρότυπο «Φορντ», (μόνιμη  απασχόληση, χρόνος αφιερωμένος αποκλειστικά στην εργασία, ο ρόλος της οικογένειας και ο πατριαρχικός καταμερισμός ρόλων, κλπ.) έχει εξαντληθεί, και δεν είναι σαφές  με τι θα αντικατασταθεί. Η κρίση χρέους δεν είναι μια τρέλα της κερδοσκοπίας, αλλά η προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή ένας ήδη προβληματικός  καπιταλισμός.

 Το «γερμανικό οικονομικό θαύμα» είναι μια αυταρχική και οπισθοδρομική απάντηση στο αδιέξοδο που είχε εμφανιστεί πριν το 2007. Αυτός είναι ο λόγος, που η Γερμανία και η Ευρώπη είναι τόσο άγριες και άκαμπτες απέναντι στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή «Θέλω πίσω τα λεφτά μου» (οι πιστωτές), αλλά βασικά επειδή η οικονομική κρίση ανοίγει μια νέα πολιτική φάση στην οποία το κεφάλαιο δεν μπορεί πια να επικαλεστεί την υπόσχεση για μελλοντικό  πλουτισμό  των πάντων, όπως τη δεκαετία του 1980. Αυτό δεν μπορεί πια  να χρησιμοποιεί  καθρεφτάκια για να πιάνει κορυδαλλούς, τα πουλιά της «ελευθερίας» και της «ανεξαρτησίας» του ανθρώπινου κεφαλαίου, ούτε αυτά της κοινωνίας της πληροφορίας ή του γνωσιακού  καπιταλισμού. 

Και όπως είπε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός μπορεί να στηριχθεί μόνο στην επέκταση και εμβάθυνση της «απόλυτης υπεραξίας», δηλαδή στην επιμήκυνση του χρόνου  εργασίας, στην αύξηση της απλήρωτης εργασίας και στους χαμηλούς μισθούς, στις περικοπές των κοινωνικών υπηρεσιών, στις  επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και απασχόλησης, στη μείωση του προσδόκιμου ζωής. Η λιτότητα, οι θυσίες, η κατασκευή της υποκειμενικής  εικόνας του  οφειλέτη δεν είναι κάποιες κακές στιγμές  που θα πρέπει να ξεπεραστούν ενώπιον μιας «νέας ανάπτυξης», αλλά τεχνικές της εξουσίας, τπου μόνο ο αυταρχισμός που δεν έχει πια τίποτα  το «φιλελεύθερο» μπορεί να εγγυηθεί προκειμένου να αναπαραχθούν οι σχέσεις εξουσίας.


Η κυβέρνηση της πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης και η παγίδα  της εξόφλησης του χρέους απαιτεί την ενσωμάτωση στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα - το οποίο από τη δεκαετία του ογδόντα λειτουργεί κάθε άλλο παρά σαν  εκπροσώπηση –μεγάλων τμημάτων από  το πρόγραμμα  της άκρας δεξιάς. Η παθητική αντίσταση που δεν έχει προσχωρήσει στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα είναι η μόνη ελπίδα διαφυγής από τις «τεχνικές εξουσίας» του χρέους των «κυβερνήσεων τεχνοκρατών». Αντιμέτωποι με τη φρίκη των προγραμμάτων λιτότητας  που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, είναι αυτοί που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θάπρεπε να πουν, de te Fabula narratur!

Για σένα μιλάει ο μύθος.

Βερολίνο, 5  Μαρτίου 2012

* Πρόλογος στην ιταλική έκδοση του
La Fabbrica del uomo indebitato, Derive  Approdi, Μάρτιος 2012





Σημειώσεις:
 
[1]. Οι στατιστικές δείχνουν   μια αύξηση της φτώχειας από το 12,2% του πληθυσμού το 2005, στο 15,6% το 2010. Στοιχεία σε κάθε περίπτωση  αξια προσοχής και με αυξητική τάση ιδιαίτερα σημαντική. Είναι γνωστό, ότι οι αριθμοί της φτώχειας  δεν μειώνονται με την «ανάπτυξη», αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Κάτι που σημαίνει πολλά  για τη φύση της τελευταίας.

[2]. Αν ως προς το σύνολο είναι μόνο το 3%, με όρους ροής βρίσκεται σε συνεχή αύξηση. Το 2000 ήταν μόνο 416.000. Μέσα όμως σε δέκα χρόνια ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 58%. Το 2007, η γερμανική κυβέρνηση αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη, όταν η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης είναι 62,1 χρόνια για τους άνδρες και 61 για τις γυναίκες, γεγονός που οδηγεί σε ανασφάλεια και μια  συγκαλυμμένη μείωση του ύψους των συντάξεων.

[3]. Στις 11 Ιανουαρίου 2012,το  Ομοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικής (Destatis) δημοσιεύει την έκθεση «Σκοτεινές και φωτεινές πλευρές στην αγορά εργασίας», στην οποία αναφέρεται: «Ο αριθμός των λεγόμενων θέσεων εργασίας άτυπης απασχόλησης – παρτ-τάιμ κάτω από είκοσι ώρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και των περιθωριακών δραστηριοτήτων, την απασχόληση  ορισμένου χρόνου και την προσωρινή- μεταξύ 1991 και 2010 αυξήθηκε κατά 3,5 εκατ., ενώ ο αριθμός των εργαζόμενων με σταθερή απασχόληση μειώθηκε κατά 3,8 εκατομμύρια περίπου».

[4]. Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία κάνουν λόγο για 4,1 εκατομμύρια εργαζόμενους που κερδίζουν λιγότερο από € 7, για 2, 5 εκατομμύρια κάτω από 6 και 1,4 εκατομμύρια κάτω από 5 ευρώ μικτά την ώρα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι γυναίκες, νέοι, μετανάστες και ανειδίκευτοι.


[5]. Η Σοσιαλδημοκρατία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη μετάλλαξη της στην κοινωνική οικονομία της αγοράς (ordoliberalismo), την 1 Ιουνίου 2003, με την υιοθετηση της  Ατζέντα 2010 με πλειοψηφία  80%,πέρασε στο νεοφιλελευθερισμό. Στις 15 Ιουνίου 2003, στο ετήσιο συνέδριο των Πρασίνων, και με πλειοψηφία 90% εγκρίθηκε το ίδιο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει επίσης και ένα συνταξιοδοτικό σύστημα  κεφαλαιοποιητικό, την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών κλπ.

[6]. Η Ευρώπη βαδίζει ολοταχώς  προς το αμερικανικό μοντέλο ελεύθερης απόλυσης. Η ισπανική κυβέρνηση στις 10 Φεβρουαρίου του 2012,ενέκρινε μια σειρά νόμους  που έχουν την ίδια  λογική: διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση του επιδόματος  ανεργίας και περικοπές μισθών. Το επίδομα ανεργίας από τους 42 μήνες,κατά μέγιστο όριο, μειώθηκε στους 24.
Οι απολύσεις για οικονομικούς λόγους, όπου οι αποζημιώσεις  (20 ημέρες ανά έτος εργασίας) περιορίζονταν στο ανώτατο όριο των 12 μηνών τώρα διευκολύνονται ακόμα περισσότεροι:   μια εταιρεία μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις για  οικονομικούς λόγους, αν επί τρία συνεχή  εξάμηνα εμφανίσει μείωση των πωλήσεων, ακόμα και αν συνεχίζει να εμφανίζει κέρδη. Μετά από τρία τρίμηνα  μείωσης των πωλήσεων, οι εταιρείες μπορούν να επιβάλουν μονομερείς μειώσεις μισθών. Άρνηση από τη μεριά του εργαζόμενου σημαίνει απόλυση.
 
[7]. Με το Εισόδημα  (επίδομα) ενεργητικής αλληλεγγύης (RSA), από κανονιστική και θεσμική σκοπιά (ίσα δικαιώματα για όλους!) περνάμε σε μια  αντίληψη συμβασιακή και διακριτότητας (ο δικαιούχος  πρέπει να υπογράψει μία σύμβαση) η οποία, στοχεύοντας σε ειδικές καταστάσεις τονίζει το πρόβλημα της κάθε κοινωνικής πολιτικής, την εξατομίκευση. 

Η σύμβαση ένταξης είναι ένα υβρίδιο μεταξύ  «νόμου» και «σύμβασης» που, κατά  τον Alain Supiot, δεν εκφράζει την ισότητα και την αυτονομία των μερών, αλλά επιβεβαιώνει  την ασυμμετρία της εξουσίας: «Το αντικείμενο  τους [των συμβάσεων ένταξης ] δεν είναι βέβαια η ανταλλαγή συγκεκριμένων αγαθών, ούτε και η σύναψη μιας συμφωνίας μεταξύ ίσων, αλλά η νομιμοποίηση  της άσκησης  εξουσίας », δεδομένου ότι ο συμβαλλόμενος, για  να πάρει το επίδομα, είναι υποχρεωμένος  να υπογράψει. Έτσι από τη λογική του δικαιώματος του «έχοντος το δικαίωμα», περνάμε σε μια λογική που υποτάσσει το επίδομα σε  μία επένδυση υποκειμενική, το μια «δουλειά για τον εαυτό μας», που θέλει να δείξει ότι« είναι διατεθειμένη να υποαπασχοληθεί  και με υποβαθμισμένο μεροκάματο». 


Το Εισόδημα (επίδομα) ενεργητικής αλληλεγγύης είναι μια αντιστροφή  της λογικής της κοινωνικής πρόνοιας, δηλαδή μια αντιστροφή του «χρέους». Κλείνει άπαξ δια παντός τις ρωγμές που άνοιξε το ελάχιστο Εισόδημα ένταξης, στο δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια: ένα επίδομα που δεν συνδέεται με την «εργασία» και χωρίς άμεσα ανταλλάγματα. Το ελάχιστο Εισόδημα  ένταξης, υποτίθεται ότι ήταν, αν και αυτό είναι συζητήσιμο, ένα χρέος του «έθνους»  προς  «τους λιγότερο ευνοημένους  πολίτες». Το Εισόδημα  ενεργητικής αλληλεγγύης, αντίθετα, έχει ως στόχο να κατευθύνει το επίδομα  σε θέσεις υποαπασχόλησης , στην απασχολησιμότητα και σε μια σύμβαση ένταξης. Εκτός από τη θέσπιση φτωχών εργαζομένων, καλλιεργούν ένα αίσθημα ενοχής, αφού ο εργαζόμενος θεωρείται σιωπηρά ότι ευθύνεται για την κατάστασή του, και ωεπομένως, υπό-χρεος στην κοινωνία και το κράτος.
 
Το κείμενο στα γαλλικά : http://www.cip-idf.org/article.php3?id_article=6023

 [->]


Δεν υπάρχουν σχόλια: