Όλος ο τόπος ζέχνει ψοφίμι.
Όταν το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, σύντομα σαπίζουν τα εντόσθια
και η μπόχα φτάνει ως την ουρά.
Λοιμώδης η ψοφίλα.
Ψοφίμια σπρώχνουν τον Αντώνη στο άγριο θανατικό.
Η ναυτοσύνη της λεβεντιάς που βουτούσε στη θάλασσα, για να
σώσει το ναυαγό, ψοφίμι
Ψοφίμια περιπολούν με πυρσούς στη Θεσσαλονίκη και ορέγονται Νύχτες
Κρυστάλλων.
Ψοφίμια «συνοριοφύλακες» συλλαμβάνουν και κακοποιούν
κυνηγημένους, αφού πρώτα κάνουν το διακινητή της απόγνωσής τους.
Ψοφίμια χειροκροτούν τα ψοφίμια και ουρλιάζουν, «κάψτε τους».
Ψοφίμια περιφέρονται με κουστούμια στα καμένα, στα λιμάνια,
στα Τέμπη για να ψοφολογήσουν για την «κακιά την ώρα»
Ψοφίμια ταριχευμένα στα έδρανα των δικαστηρίων, διαπλέκονται,
χρηματίζονται και ζέχνουν.
Ψοφίμια ταριχευμένα στα έδρανα της Βουλής μιας ψόφιας δημοκρατίας, κάνουν δηλώσεις
ανυπόφορης μπόχας.
Ψοφοδεείς κι εμείς που ανεχόμαστε και ξεχνάμε.
[----->]