Κλαούντια Φάντι
Από την
εφημερίδα μανιφέστο ,30/10/2018
" Ακόμα κι αν δεν μείνει τίποτα από αυτές τις σελίδες, η
ελπίδα είναι ότι κάτι τουλάχιστον θα μείνει: Η εμπιστοσύνη μας στον λαό. Η
πίστη μας στα ανθρώπινα όντα και η δημιουργία ενός κόσμου στο οποίο είναι
λιγότερο δύσκολο να αγαπήσεις ". έτσι έγραφε ο Πάουλο Φρέιρε - ο μεγάλος
εκπαιδευτικός που θα ήθελε να σβήσει ο Μπολσονάρο από τη διδασκαλία με το
φλογοβόλο - ολοκληρώνοντας την " Αγωγή του καταπιεζόμενου ". Λέξεις
που είναι καλό να τις θυμόμαστε, τη στιγμή που ο Βραζιλιάνικος λαός επέλεξε ως
πρόεδρο του έναν φασίστα που απειλεί να στείλει όλους τους αντιπάλους στην
εξορία ή στη φυλακή.
Αυτός που δεν χάνει σίγουρα την εμπιστοσύνη στον λαό είναι
σίγουρα ο Ζοάο Πέδρο Στέντιλε - ηγέτης του κινήματος των Χωρίς Γη,του MST, που ο Μπολσονάρο έχει ήδη χαρακτηρίσει τρομοκράτη - ο οποίος, απαντώντας στις
ερωτήσεις μας, καλεί για ένα νέο ξεκίνημα τα 76 εκατομμύρια βραζιλιάνους που
δεν ψήφισαν το πρώην στρατιωτικό και μια λαϊκή οργάνωση ικανή να αντισταθεί
στην επίθεση της άκρας δεξιάς.
Πώς είναι
δυνατόν η Βραζιλία να επέλεξε ένα πρόγραμμα ανοικτά φασιστικό;
Οι λαϊκές και προοδευτικές δυνάμεις έχουν υποστεί μια εκλογική
ήττα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει επιλέξει τον
φασισμό. Ο Μπολσονάρο έλαβε 56 εκατομμύρια ψήφους, ο Χαντάντ 45 και άλλα 31 εκατομμύρια
δεν πήγαν να ψηφίσουν, έριξαν άκυρο ή λευκό.
Από την άλλη, η χώρα βγήκε διαιρεμένη από τις εκλογές: στα
βόρεια και βορειοανατολικά έχουμε εκλέξει 12 κυβερνήτες, που θα αποτελέσουν το
γεωγραφικό μας χαράκωμα. Είχαμε την υποστήριξη των πιο φτωχών στρωμάτων του
πληθυσμού και την τελευταία εβδομάδα υπήρξε ένα σημαντικό πανεθνικό ρεύμα για
την άμυνα της Δημοκρατίας, από διανοούμενους, μουσικούς, εκπαιδευτικούς, εκπρόσωπους
εκκλησιών, προοδευτικούς ιερωμένους, οι οποίοι θα αποτελέσουν το κοινωνικό μας
οχυρό.
Ηττηθήκαμε εκλογικά επειδή η βραζιλιάνικη αστική τάξη που
κυριαρχείται από το χρηματιστικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές εγκατέλειψε την συνταγή
Μακρόν και επέλεξε τη μέθοδο Πινοσέτ, προτείνοντας μια κατασταλτική κυβέρνηση
σύμφωνα με το φασιστικό λειτουργικό και ένα υπερνεοφιλελεύθερο οικονομικό
μοντέλο. Έτσι, ρίχνοντας όλο το οικονομικό τους βάρος και την ηγεμονική δύναμη
τους υπέρ του Μπολσονάρο, οι ολιγαρχικές δυνάμεις, με την εξωτερική υποστήριξη
του Στηβ Μπάνον, συντονιστή της εκστρατείας του Τραμπ, και της ισραηλινής
ακροδεξιάς, χρηματοδοτησαν στα κοινωνικά δίκτυα, που είναι πολύ διαδεδομένα στη
Βραζιλία, μια εκστρατεία βομβαρδίζοντας το λαό της Βραζιλίας συστηματικά με
ψεύδη. Με τη στήριξη του δικτύου των συντηρητικών ευαγγελιστών ιερωμένων και
τομείς της δεξιάς της καθολικής εκκλησίας. Και έτσι δημιούργησαν ένα κλίμα κατά
του ΡΤ, κατά της Αριστεράς, λές και εμείς ήμασταν υπεύθυνοι για την κρίση του καπιταλισμού.
Τέλος, πήραν με το μέρος τους τον κρατικό μηχανισμό , αφενός, υπολογίζοντας
στον φανατισμό της στρατιωτικής αστυνομίας, των εκπροσώπων των ενόπλων δυνάμεων
και τη μασονία και αφετέρου χρησιμοποιώντας τη δικαστική εξουσία, πιστή στα
συμφέροντα του κεφαλαίου, με το πραξικόπημα κατά της Ντίλμα απαγορεύοντας στο
Λούλα να συμμετέχει στις εκλογές, τις οποίες θα κέρδιζε από τον πρώτο γύρο.
Και σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσετε τις οργανωτικές
αδυναμίες της Αριστεράς, την αποσύνδεσή της από τη βάση, τους πιο φτωχούς και
την εργατική τάξη γενικά.
Ο Μπολσονάρο
εμφανίστηκε ως αντισυστημικός υποψήφιος παρά το ότι υποστήριξε όλα τα αντιλαϊκά
μέτρα τουΤεμέρ. Πώς τα κατάφερε;
Ο Μπολσονάρο κρύφτηκε πίσω από μια εκστρατεία ψεύδους, χωρίς
ποτέ να συζητήσει κανένα πολιτικό πρόγραμμα και χωρίς ποτέ να συμμετέχει σε μια
κοινή τηλεοπτική συζήτηση. Και έτσι κρύβει τον πραγματικό του στόχο που είναι ο
σχηματισμός μιας κυβέρνησης καταστολής, με έντονη στρατιωτική συνιστώσα, στην
υπηρεσία των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
Τα
μόνα ονόματα που ανακοινώθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας
ήταν εκείνα του τραπεζίτη Πάουλο Πουέντες, ενός Chicago boy, για το υπουργείο
Οικονομικών, και του iΙλαν Γκολντφαιν ενός ισραηλινού πολίτη της Τράπεζας Itaú ως
διοικητή της Κεντρική Τράπεζας.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Στηβ Μπάνον αναφερόμενος στον Μπλσονάρο,
θεωρει την προεκλογική του εκστρατεία ως την πιο σημαντική προεκλογική εκστρατεία
της παγκόσμιας δεξιάς, λόγω των νέων μεθόδων μαζικής χειραγώγησης μέσω των
κοινωνικών δικτύων. Η διεθνής δεξιά, θέλω να πω, μετέτρεψε τη Βραζιλία σε ένα
εκλογικό εργαστήριο, με στόχο την εξαγωγή του και σε άλλες χώρες.
Η
εκλογική στρατηγική του ΡΤ ήταν σωστή;
Νομίζω ότι το ΡΤ ήταν πιο έτοιμο για μια εκστρατεία με το Λούλα,
τον βασικό μαζικό ηγέτη στη Βραζιλία. Με τη σύλληψή του και την απομόνωση του,
μας αφαίρεσαν την μεγάλη μας δύναμη. Σε αυτό προσθέστε την αδυναμία αντιμετώπισης
του βομβαρδισμού των fake news στο whatsapp. Τέλος, έλειψε ο χρόνος και η
θέληση να διεξάγουμε μια εκστρατεία πόρτα-πόρτα, πιο κοντά στον λαό, γιατί στο ΡΤ
πολλοί πιστεύουν στην δύναμη της τηλεόρασης. Σήμερα,όμως, η τηλεόραση δεν αποτελεί
πλέον ένα επαρκές εργαλείο για την αλλαγή των συσχετισμών στις εκλογές.
Πολλοί υποστηρίζουν
ότι όλα ξεκίνησαν με τις διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2013 ενάντια στην αύξηση της
τιμής των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Από τότε ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης
του ΡΤ, η παράνομη απομάκρυνση της Ντίλμα Ρούσεφ, η δικαστική-μηντιακή
δίωξη του Λούλα και η συνεχής άνοδος του
Μπολσονάρο. Αν το ΡΤ είχε ακούσει περισσότερο τις φωνές όλων όσων ζητούσαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα
μπορούσαν τα πράγματα να είχαν πάει διαφορετικά;
Σίγουρα.Αλλά αυτό που βρίσκεται πίσω από όλα αυτά είναι η
βαθιά οικονομική κρίση του καπιταλιστικού μοντέλου. Όταν υπάρχει ανάπτυξη της
οικονομίας, όλοι μπορούν να βγουν κερδισμένοι. Αλλά, σε περιόδους ύφεσης, ο
καθένας σκέφτεται τον εαυτό του. Αυτό συνέβη με τον Τιτανικό, όταν οι επιβάτες
της πρώτης θέσης εξασφάλισαν τις σωσίβιες λέμβους, αφήνοντας τους άλλους να
πνιγούν.
Η κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ και τα αριστερά κόμματα δεν είχαν την
ικανότητα και την πολιτική βούληση να εξηγήσουν στους ανθρώπους τη φύση της
κρίσης και, έτσι άφησαν το πεδίο ελεύθερο στη δεξιά να ρίξει όλο το φταίξιμο στην
Ντίλμα μετά στο ΡΤ και στη συνέχεια, στο Λούλα.
Αυτό που τώρα
πρέπει να αναμένουμε είναι ένας πόλεμος ενάντια στα δικαιώματα της εργασίας, ενάντια στους μαύρων και τους ιθαγενικούς πληθυσμούς, το περιβάλλον, το
κινήμα των ακτημόνων της Βραζιλίας,MST,
και όλα τα κοινωνικά κινήματα. Ποια πρόκειται να είναι η στρατηγική σας;
Απόντος ενός μαζικού φασιστικού κινήματος όπως έχει υπάρξει
στην Ευρώπη, πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση αυτή ίσως μοιάζει περισσότερο με αυτή
του Πινοσέτ ή του Ντουτέρτε των Φιλιππίνων, με ένα πρόγραμμα στην υπηρεσία
τραπεζών και πολυεθνικών,
συμπεριλαμβανομένων ευρωπαϊκών και ιταλικών. Αλλά είναι πλέον γνωστό ότι ο νεοφιλελευθερισμός,
το ελάχιστο Κράτος, η άνευ όρων ελευθερία κινήσεων για το κεφάλαιο δεν λύνει τα
θεμελιώδη προβλήματα του λαού. Έχουμε 14 εκατομμύρια ανέργους και 33 επισφαλώς
εργαζόμενους. Οι άνθρωποι χρειάζονται απασχόληση, σπίτι, σχολείο, γη. Και γι '
αυτό θα πρέπει να κινητοποιηθούν.
Πρώτον, θα πρέπει να οργανώσουμε ένα ευρύ δημοκρατικό μέτωπο
ενάντια σε αυτή τη φασιστική κυβέρνηση. Διαθέτουμε μια ισχυρή θεσμική βάση, με
12 κυβερνήτες Πολιτειών και πάνω από το ένα τρίτο των μελών του Κοινοβουλίου.
Και μια οργάνωση λαϊκή έτοιμη να αντισταθεί στην επίθεση της άκρας δεξιάς.
Θα πρέπει να αναπτύξουμε περισσότερο τη δουλειά στη βάση, να
εξηγήσουμε, να ακούσουμε, να οργανώσουμε λαϊκές επιτροπές σε όλες τις γειτονιές
και τους δήμους γύρω από αυτό που ονομάζουμε "Κογκρέσο του λαού", να
συζητήσουμε με τους ανθρώπους ένα σχέδιο για τη χώρα.
Πρέπει να ενισχύσουμε το έργο της πολιτικής επιμόρφωσης και να αναπτύξουμε τα λαϊκά μέσα ενημέρωσης
και στα κοινωνικά δίκτυα. Και να συνεχίσουμε τους μαζικούς αγώνες, που είναι ο
μόνος τρόπος προκειμένου να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα και να βελτιώσουμε τις
συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού.
Για όλα αυτά θα χρειαστούν διαδικασίες ανανέωση της αριστεράς
και ενότητας των λαϊκών δυνάμεων.