Μέρα τη μέρα αποδεικνύεται ότι η επιλογή να
τοποθετηθεί η κ. Λυδία Κονιόρδου στη θέση της υπουργού Πολιτισμού και
Αθλητισμού δεν αποσκοπούσε στο να δοθεί η εικόνα του ανοίγματος «στο χώρο του
πολιτισμού», αλλά στο να εξασφαλιστεί ότι στην οδό Μπουμπουλίνας θα εγκαθίστατο
κάποια που θα ήταν έτοιμη να κάνει όλα τα χατίρια που η κυβέρνηση έχει
υποσχεθεί στους επενδυτές, ξεκινώντας από τον όμιλο Λάτση.
Αντιμετωπίστηκε ως κάπως γραφική όταν κυκλοφόρησε και
έγινε viral το βίντεο που την παρουσίαζε
να διαφημίζει «ενεργειακές θεραπείες», όμως, η μετέπειτα πορεία της έδειξε
ότι δεν ήταν γραφική, αλλά επικίνδυνη, καθώς ετοιμάζεται να ανατρέψει τον
πυρήνα της έννοιας της πολιτιστικής προστασίας στη χώρα μας.
Στην αρχή οι περισσότεροι εκτίμησαν ότι η Λυδία
Κονιόρδου τοποθετήθηκε στη θέση αυτή γιατί η κυβέρνηση ήθελε να δείξει ότι
εμπιστεύεται τους «ανθρώπους του πολιτισμού» να διοικήσουν το αρμόδιο
υπουργείο. Άλλωστε, είχαν προηγηθεί ανάλογες κρούσεις και στη μεριά του Γ.
Κιμούλη, που σύμφωνα με πληροφορίες ήταν η πρώτη επιλογή.
Όμως, γρήγορα φάνηκε
ότι ο βασικός λόγος που επελέγη η κ. Κονιόρδου δεν ήταν ούτε η θητεία της ως
τραγωδού και ως καλλιτεχνικής διευθύντριας ΔΗΠΕΘΕ, ούτε η προέλευσή της από
τους συμμετέχοντες στο κυβερνητικό σχήμα Οικολόγους, με το ευρωψηφοδέλτιο των
οποίων ήταν υποψήφια το 2014, ούτε, βέβαια, η γνώση που δεν έχει όπως έχει αποδειχτεί
πολλές φορές του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το υπουργείο του οποίου
ηγείται.
Όχι, ο βασικός λόγος που επελέγη η κ. Κονιόρδου ήταν
γιατί θεωρήθηκε έτοιμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κυβέρνησης και δη του
υπεύθυνου για θέματα εξυπηρέτησης «επενδυτών» Αλέκου Φλαμπουράρη σε σχέση με
την αρχαιολογική προστασία, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει να ακυρώνεται τελικά η
ίδια η έννοια της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Είναι γνωστό ότι πολλά χρόνια τώρα ένα μεγάλο μέρος
του πολιτικού συστήματος, του μακαρίτη Κ. Μητσοτάκη προεξάρχοντος, είχαν
συμπεριλάβει την «αρχαιολογία» μαζί με την δασική υπηρεσία στους μεγάλους
εχθρούς των επενδύσεων.
Ο λόγος προφανή εφόσον όντως η αρχαιολογική υπηρεσία,
μία από τις παλαιότερες υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου, είναι ταυτόχρονα και
μία από τις τελευταίες γραμμές άμυνας απέναντι στην ασυδοσία των επενδυτών και
όσων υποτίθεται ότι θα φέρουν την «ανάπτυξη». Των επενδυτών που αρνούνται να
δεχτούν να πληρώσουν το κόστος και να αποδεχτούν την όποια καθυστέρηση απαιτεί
η έρευνα, καταγραφή και διάσωση κατά περίπτωση των υλικών ιχνών του παρελθόντος
που ανακαλύπτονται στη διάρκεια των μεγάλων έργων.
Και εδώ πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε κάτι γιατί υπάρχει μια μυθολογία: η αρχαιολογική έρευνα σπάνια
ακυρώνει ένα έργο, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες που θεωρήθηκε αυτοσκοπός η
«ανάπτυξη δια των εργολάβων».
Τις περισσότερες φορές απλώς συνεπάγεται το
κόστος και το χρόνο της έρευνας, τροποποιήσεις στο έργο ώστε να
μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αναδειχτούν αρχαιότητες και κατά περίπτωση
περιορισμούς στην κλίμακα στης δόμησης. Τα στοιχεία αυτά όχι μόνο βοηθούν την
αρχαιολογική έρευνα αλλά και συνήθως συντελούν ώστε τα μεγάλα έργα να έχουν
συνολικά μικρότερο αρνητικό αντίκτυπο. Όμως, όλα αυτά αντιμετωπίζονται ολοένα
και περισσότερο ως περιττά βάρη από τους κάθε λογής επενδυτές.
Φωτογραφία:
Νίκος Παλαιολόγος / SOOC
Στην Ελλάδα των μνημονίων αυτό πήρε τη μορφή
πραγματικού παροξυσμού με αφορμή την επένδυση στο παλιό αεροδρόμιο του
Ελληνικού.
Εκεί είχαμε μια από τις μεγαλύτερες παλινωδίες της κυβέρνησης,
εφόσον αποδέχτηκε το ξεπούλημα, αντί για το πάγιο αίτημα να γίνει Μητροπολιτικό
Πάρκο, αλλά και συναίνεσε στα φαραωνικά σχέδια της Lamda Development, εταιρείας
συμφερόντων και της οικογένειας Λάτση.
Όμως, υπήρχε μια εκκρεμότητα που
αφορούσε την κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου, δεδομένου ότι είναι γνωστό από
παλιά, από ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα ότι στην έκταση του Ελληνικού υπάρχουν
σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι «επενδυτές» ήθελαν με κάθε τρόπο να
περιοριστεί και η δυνατότητα ανασκαφών και οι τυχόν αλλαγές στα σχέδιά τους και
φυσικά ήθελαν να αποφύγουν να αναλάβουν όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία το
σχετικό κόστος.
Γι’ αυτό το λόγο και υπήρξε για μεγάλο διάστημα μια εκστρατεία
λάσπης και παραπληροφόρησης σχετικά με το πώς χάνονται θέσεις εργασίας εξαιτίας
της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του δασαρχείου (που χαρακτήρισε 37 στρέμματα ως
δασική έκταση).
Ανάλογες επιθέσεις είχαν υπάρξει και εναντίον των φορέων που
υπερασπίστηκαν ορισμένα νεώτερα κτίσματα μέσα στην έκταση που είχαν ιστορική
και αρχιτεκτονική αξία, καθώς με τίποτα δεν δέχονταν τροποποιήσεις των σχεδίων
τους για αισθητική Ντουμπάι στις ακτές του Σαρωνικού.
Έτσι λοιπόν και καθ’ υπόδειξη και των άλλων αρμοδίων
υπουργών και κυρίως του Αλέκου Φλαμπουράρη, η κ. Κονιόρδου αρνήθηκε να
προχωρήσει στην κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου ακριβώς για να μη θιχτεί η
πλευρά των «επενδυτών».
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε και πάλι ότι κήρυξη ενός
αρχαιολογικού χώρου δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται έργα και οικοδομήματα, αλλά
απλώς ότι πρέπει ο «επενδυτής» να αναλάβει το κόστος για τις έρευνες. Όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων
Αρχαιολόγων: «Η αλήθεια είναι ότι η κήρυξη των αρχαιοτήτων δεν
εμποδίζει την υλοποίηση του έργου, ούτε αυτού ούτε άλλων. Ολόκληρο το
κέντρο της Αθήνας αποτελεί κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο –και δεν μπορεί κανείς
να ισχυριστεί ότι είναι άχτιστο! Η κήρυξη απλώς εξασφαλίζει ότι το όποιο
έργο γίνεται με την εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ότι αν βρεθούν
αρχαιότητες γίνονται ανασκαφές με έξοδα του εργολάβου, κι ότι ανάλογα με τη
σημασία και την κατάσταση διατήρησης των αρχαιοτήτων, μπορεί να τροποποιηθούν
τα σχέδια του έργου για λόγους προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, όπως
ακριβώς προβλέπει ο Αρχαιολογικός Νόμος και όπως γίνεται εδώ και δεκαετίες σε
κάθε μικρό και μεγάλο έργο.»
Και όχι μόνο δεν προχώρησε στην κήρυξη του
αρχαιολογικού χώρου η υπουργός Πολιτισμού αλλά και σύναψε ένα άθλιο «μνημόνιο
συνεργασίας» με την Ελληνικό ΑΕ.
Η τελευταία είναι η εταιρεία
ειδικού σκοπού που διαχειρίζεται την έκταση του πρώην αεροδρομίου και οι
μετοχές της οποίας είναι υπό μεταβίβαση στην εταιρεία Lamda Development
συμφερόντων Λάτση, γνωστή από το σκάνδαλο παρανομιών στο διαβόητο The Mall
Athens, που σε συνεργασία με κεφάλαια από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την
Κίνα έχει αναλάβει την επένδυση.
Το μνημόνιο αυτό συνεργασία που πρώτα εγκρίθηκε από
την κυβέρνηση ως… σχέδιο και μετά υπογράφηκε (μόλις στις 24 Αυγούστου) πρακτικά
καταργεί την αρχαιολογική νομοθεσία. Όχι μόνο γιατί μεταφέρει το κόστος των
ανασκαφών στην αρχαιολογική υπηρεσία αντί να το αναλαμβάνει ο ιδιώτης εργολάβος
όπως ήταν ο κανόνας μέχρι τώρα, ούτε μόνο γιατί θέτει ασφυκτικά χρονικά
περιθώρια και πολύ πιεστικές συνθήκες εργασίας. Αλλά πάνω από όλα γιατί δίνει
στην Ελληνικό ΑΕ το ουσιαστικό δικαίωμα να έχει αυτή τον βασικό λόγο για την
τύχη των αρχαιοτήτων (και όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό σημαίνει «τσιμέντο να
γίνει»).
Όμως, ο επικίνδυνος για την πολιτιστική κληρονομιά
ρόλος της κ. Κονιόρδου δεν περιορίζεται μόνο στο πώς παίρνει αποφάσεις με μόνο
κριτήριο την εξυπηρέτηση των επενδυτών και τις υποδείξεις του κ. Φλαμπουράρη.
Περιλαμβάνει και πώς ουσιαστικά διατηρεί στο προσκήνιο της διαχείρισης του
υπουργείου Πολιτισμού παλιές και δοκιμασμένες ΠΑΣΟΚικές κλίκες.
Από την μια τον
κύκλο του σωματείου ΔΙΑΖΩΜΑ, δημιούργημα του τέως υπουργού του ΠΑΣΟΚ κ. Σταύρου
Μπένου, σωματείο που κατεξοχήν προωθεί μια ιδιωτικοοικονομική αντίληψη για την
πολιτιστική διαχείριση και φυσικά είναι φιλικό προς τους «επενδυτές», για το
οποίο η κ. Κονιόρδου έχει εκφράσει δημόσια το θαυμασμό της.
Από την άλλη, τις
παλιές κλίκες των ΠΑΣΟΚων συνδικαλιστών, με επικεφαλής τον κ. Τσακοπιάκο, που
έχουν κατηγορηθεί πέραν όλων των άλλων και για κακοδιαχείριση στο Ταμείο
Αλληλοβοήθειας των εργαζομένων του ΥΠΠΟ, αλλά χρησιμοποιώντας και την
παραδοσιακή απειλή της «απεργίας των φυλάκων που θα κλείσει την Ακρόπολη»
(χωρίς ωστόσο πέραν αυτού να διακατέχονται από ιδιαίτερη μαχητικότητα ή
αλληλεγγύη προς άλλους κλάδους) αποδεικνύονται τελικά «παντός καιρού».
Συμβολική συμπύκνωση των παραπάνω το γεγονός ότι το νέο ΔΣ του Ταμείου
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων αποτελείται σε μεγάλο βαθμό όπως καταγγέλλει
η Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση ΥΠΠΟ «στην πλειοψηφία του (εκτός
ελαχίστων εξαιρέσεων) από πρόσωπα εμπιστοσύνης της παλιάς, γνωστής, πασοκικής
διοίκησης του Υπουργείου ή/και μέλη του Διαζώματος».
Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά έχουν συναντήσει την
ομόθυμη αντίδραση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων που βλέπει σε όλα αυτά να
διακυβεύεται συνολικά το μέλλον της αρχαιολογικής προστασίας και υπενθυμίζει ότι:
«Από τους ίδιους που σήμερα ακούτε ότι «οι αρχαιολόγοι
εμποδίζουν την ανάπτυξη» ακούσατε κάποτε και ότι «το δημόσιο είναι τεμπέληδες»,
ότι «πρέπει να μειωθούν οι μισθοί των εργαζόμενων», ότι «το Μνημόνιο θα μας
σώσει». Και τόσα χρόνια μετά, το μόνο που όλοι βιώνουμε είναι φτώχεια, έλλειψη
δικαιοσύνης και έλλειψη ισότητας.
Από τους ίδιους που σήμερα ακούτε ότι «οι αρχαιολόγοι
είναι υπερβολικοί» ακούσατε κάποτε ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία
μας» και ότι «τα μνημεία μας είναι πολύ σημαντικά». Προφανώς μόνο όταν δεν
βρίσκονται σε λάθος θέση, π.χ. μέσα στον χώρο που παραχωρείται
στη Lamda Development»