Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και επερχόμενες επιλογές
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία η κυβέρνηση μετέφερε τα
ταμειακά αποθέματα πολλών δημοσίων φορέων στην Τράπεζα της Ελλάδας ήταν
μια δύσκολη κίνηση που θα ήταν δικαιολογημένη μόνο σε έκτακτες συνθήκες.
Δεν υπάρχει φυσικά καμία αμφιβολία για το ότι οι συνθήκες είναι
έκτακτες, όπως και ότι μας τις κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση
ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Στις 26 Ιανουαρίου το υπουργείο Οικονομικών παρέδωσε στη νέα κυβέρνηση
ταμειακά διαθέσιμα 1,634 δις ευρώ. Επαίρονται πολλοί της κυβέρνησης
Σαμαρά για το πλεόνασμα αυτό και το παρουσιάζουν ως απόδειξη του αλήστου
μνήμης ‘σαξές στόρι’. Μόνο που η πρόβλεψη εσόδων-εξόδων που επίσης
παρέδωσε το υπουργείο Οικονομικών εμφάνιζε ταμειακό έλλειμμα 429 εκ ευρώ
για τις 24 Φεβρουαρίου, το οποίο μάλιστα θα ανέβαινε σε πάνω από 700 εκ
ευρώ τις επόμενες δύο μέρες. Δηλαδή όταν θα πληρώνονταν οι μισθοί και
οι συντάξεις. Αυτή ήταν η ‘επιτυχία’ της κυβέρνησης Σαμαρά.
Αλλά μήπως η κατάσταση θα γινόταν καλύτερη τον Μάρτιο; Θα στενοχωρήσω
τους ζηλωτές των Μνημονίων, αλλά ακριβώς η ίδια πρόβλεψη έδινε αρνητικό
πρόσημο για όλες τις μέρες του Μαρτίου. Προβλέπονταν ταμειακά ελλείμματα
για όλο το μήνα, που μάλιστα θα έφταναν σε εφιαλτικά ύψη 3, 4, ακόμη
και σχεδόν 5 δις ευρώ μετά τις 20 Μαρτίου. Το κράτος που παρέδωσε ο κ.
Σαμαράς ήταν απολύτως χρεοκοπημένο.
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει η νέα κυβέρνηση;
Μήπως να ομολογήσει ανοιχτά την κατάσταση και να ρίξει την ευθύνη στους
προηγούμενους, όπως σας θυμίζω ότι είχαν κάνει και ο κ. Καραμανλής και ο
κ. Παπανδρέου στο παρελθόν; Όχι βέβαια. Οι κουτόφραγκοι βλέπετε, δεν
διαχωρίζουν ανάμεσα σε ‘καλούς’ και ‘κακούς’ Έλληνες όπως μερικοί στη
χώρα μας δυστυχώς πιστεύουν. Ακόμη περισσότερο, πως θα μπορούσε η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να μπει σε σκληρή διαπραγμάτευση, αν ομολογούσε
στους δανειστές ότι οι προηγούμενοι είχαν αφήσει πίσω τους κυριολεκτικά
άδεια ταμεία;
Η νέα κυβέρνηση, πολύ λογικά, σιώπησε κι έτρεξε να μαζέψει το χάος. Κι
επειδή δεν υπάρχουν μαγικές μέθοδοι στην οικονομία, αναγκάστηκε να κάνει
εξονυχιστικό έλεγχο στις δαπάνες και να μεταθέσει πληρωμές του
Δημοσίου. Το ποσό των πληρωμών που μετατέθηκαν όλο αυτό το διάστημα
πλησιάζει σωρευτικά τα 2 δις. Είναι αναμφίβολα σοβαρό, έχει προκαλέσει
σημαντική στενότητα στην αγορά και έχει επιτείνει την επενδυτική
δυστοκία, αλλά δεν είναι τεράστιο, ούτε και εξαρτάται το μέλλον της
Ελλάδας από αυτό. Δυστυχώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να αντιμετωπιστεί
το χάος που άφησε πίσω του ο κ. Σαμαράς.
Πιστεύει κανείς ότι η αποφυλάκιση Ξηρού τρομάζει
πραγματικά τις ΗΠΑ; Υπάρχει έστω και ένας πολίτης που να θεωρούσε ότι
από μόνη της μια «σκληρή» διαπραγμάτευση θα φόβιζε την ευρωπαϊκή
αντίδραση; Υπάρχει κάποιος αφελής που να θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκοί
(αν)εγκέφαλοι δεν γνωρίζουν ότι οι πολιτικές αρχών 20ού αιώνα (λιτότητα,
ισχυρή κοινωνική και οικονομική ανισότητα και πολιτικός εξτρεμιστικός
αυταρχισμός) οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις φτώχειας και εξαθλίωσης;
Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Οι ΗΠΑ παραμένουν μία
ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη που θα υποστηρίζει πολιτικές στο μέτρο και
στο βαθμό που τη βολεύουν. Αν υπήρξε πρόσκαιρη υποστήριξη σε ελληνικές
θέσεις, αυτό συνέβη γιατί εξυπηρετούσαν δικές τους θέσεις μέσα στον
ευρωπαϊκό και διατλαντικό ανταγωνισμό. Επίσης,αδιαφορούν για ένα
δικαιακό σύστημα που βασίζεται στις φιλελεύθερες αρχές του Διαφωτισμού.
Τέλος, στέλνουν ένα μήνυμα. Είναι ανεπίτρεπτη μια
ανεξάρτητη και πολυδιάστατη πολιτική από ένα κράτος που αμφισβητεί την
δυτική, αυταρχική και ιμπεριαλιστική διεθνή ιεραρχία. Για δε την Ευρώπη του Διαφωτισμού, αυτή απλώς δεν
υφίσταται. Το κοινωνικό κράτος καταρρέει σε κάθε γωνιά της, όχι μόνο
στην Ελλάδα. Η εξαθλίωση είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ισχυρή
ανισότητα συνιστά δομικό στοιχείο της.
Η Ευρώπη των λαών πέθανε. Η Ευρώπη των
(εξαθλιωμένων) μαζών γεννήθηκε και επισημοποιήθηκε με τη συνθήκη του
Μάαστριχτ. Αριστερός περίπατος δεν υπάρχει. Ή αντιδράς μεθοδικά ή χάνεις
ιστορικές και μοναδικές ευκαιρίες.
Αριστερή μυστική διπλωματία δεν υφίσταται.
Οικονομικές πολιτικές που χαράζονται σε ανήλιαγα γραφεία δεν είναι
Αριστερά. Αριστερά σημαίνει εξορισμού καταφυγή σε έναν ενημερωμένο
λαό. Σημαίνει ότι απευθύνεσαι και υπηρετείς τον μισθωτό, τον βιοπαλαιστή
μικροεπιχειρηματία, τον αγρότη και πολύ πιο πάνω από αυτό. Σημαίνει ότι
του δίνεις τον χώρο να αποφασίζει ακόμη και αν ο ίδιος είναι
ανοργάνωτος και ελλιπώς ενημερωμένος.
Αριστερά σημαίνει ότι μοχθείς για να συντηρείς τις
λαϊκές επιλογές ζωντανές. Αριστερά σημαίνει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια
είναι το βασικό σου μέλημα. Να μορφώνεσαι αξιοπρεπώς, να εργάζεσαι
ανθρώπινα, να τρέφεσαι υγιεινά, να αναπνέεις καθαρό αέρα, να έχεις
ιατρική φροντίδα όταν τη χρειάζεσαι και να πεθαίνεις σαν Άνθρωπος.
Επειδή στο χώρο της Δεξιάς το πολιτικό προσωπικό είναι απίστευτα ανίκανο, αμόρφωτο και υποτελές έγινε η λανθασμένη υπόθεση ότι δρούσε χωρίς σχέδιο. Λάθος.
Σχέδιο υπήρχε,
μπορεί να τους δόθηκε έτοιμο, αλλά είχαν δομημένο σχέδιο δράσης που
εφαρμόστηκε με συνέπεια. Μικρό κράτος, ευρύτατη λαϊκή εξαθλίωση, διάλυση
του μηχανισμού εκπαίδευσης, για εργαζομένους χωρίς απαιτήσεις,
εξαφάνιση όλων των δημόσιων αγαθών ως πραγμάτων και υπηρεσιών που πρέπει
να αγοράζεις και όχι να σου ανήκουν δικαιωματικά. Το πραγμάτωσε χωρίς
παλινωδίες.
Η Αριστερά είναι πάνω από όλα ένα σχέδιο πολιτικής
και κοινωνικής δράσης με την ενεργή συμμετοχή ενός ενημερωμένου λαού.
Δεν είναι lifestyle, έστω και όμορφα αγραβάτωτο. Απαιτεί ισχυρό δημόσιο
χώρο, ισχυρούς δημόσιους μηχανισμούς και μάλιστα σε μια χώρα όπου ο
επενδυτής υποδομών ήταν και θα παραμείνει για πάντα μόνο ένας ο
κοινωνικός, δημόσιος, κρατικός επενδυτής.
Είναι υποχρέωσή σου να στήνεις εναλλακτικό
μηχανισμό, να είσαι έτοιμος να δράσεις ακόμη και αν οι πολιτικές σου
δεσμεύσεις δεν το προέβλεπαν. Σ’ αυτήν την περίπτωση καταφεύγεις στη
λαϊκή ετυμηγορία για να του δώσεις τη δυνατότητα της έκφρασης.
Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Η Αριστερά δεν μπορεί να μην έχει να προσφέρει εναλλακτικές. Η Αριστερά δεν μπορεί να μην πραγματώνει εναλλακτικές.
Όταν πας συντεταγμένα ο φασισμός υποχωρεί. Όταν δεν
επιλέγεις και μάλιστα λαϊκά, τότε ο φασισμός θεριεύει και θα επιβληθεί
με ή χωρίς ευρώ. Μπορεί να μη λέγεται Χρυσή Αυγή, μπορεί και να φορά
στολή, μπορεί και να μη φορά. Σίγουρα θα διαφεντεύει όταν η Αριστερά θα
βρίσκεται σε κατάσταση αφασίας.
Ενώ
μόνο ένα γενετικά τροποποιημένο προϊόν (το καλαμπόκι MON 810)
επιτρέπεται επί του παρόντος να καλλιεργηθεί στα εδάφη της Ευρώπης,
εγκρίθηκαν δυστυχώς στις 24 Απριλίου για εμπορική εισαγωγή στην
Ευρωπαϊκή Ένωση δέκα νέα γενετικά τροποποιημένα διατροφικά προϊόντα (Γ Τ
Ο ή «μεταλλαγμένα»). Ταυτόχρονα, ανανεώθηκε η έγκριση άλλων επτάΓ Τ Ο προϊόντων η οποία είχε λήξει και τέλος, εγκρίθηκε η εισαγωγή δύο ειδών από «μεταλλαγμένα» γαρύφαλλα! Οι
νέες εγκρίσεις για εμπορική εισαγωγή θα ισχύουν για 10 χρόνια και τα
προϊόντα αυτά (καλαμπόκι, βαμβάκι,σόγια και ελαιοκράμβη) ανήκουν στις
εταιρίες Monsanto, DuPont, Bayer, BASF. Θυμίζουμε έχει προηγηθεί η έγκριση εισαγωγής 58 γενετικά
τροποποιημένων οργανισμών (Γ Τ Ο) στην Ευρώπη και μέσω αυτών των
εγκρίσεων έχουμε κυριολεκτικά γεμίσει γενετικά τροποποιημένες ζωοτροφές.
Είναι επομένως
επείγον να στραφούμε άμεσα στον τοπικό μας πλούτο στον τομέα των
ζωοτροφών καθώς ειδικά σε αυτήν την περίπτωση ο καταναλωτής δεν
ενημερώνεται προκειμένου να μπορεί να αντισταθεί. Δηλαδή δεν γνωρίζουμε
εάν το κρέας τα αυγά το γάλα τα γιαούρτια και τα τυριά που αγοράζουμε
προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με «μεταλλαγμένα¨. Μόνον ο
κτηνοτρόφος το γνωρίζει και δεν έχει υποχρέωση να μας ενημερώνει.
Αντίθετα
κάθε ανθρωπο-τροφή που περιέχει «μεταλλαγμένο» συστατικό είναι
υποχρεωτικό να έχει σήμανση στην Ευρώπη και να γράφει: περιλαμβάνονται
γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί. Η σήμανση έχει σαν αποτέλεσμα να
υπάρχουν μόνον ελάχιστα «μεταλλαγμένα» στα ευρωπαϊκά σουπερμάρκετ. Από
τη σήμανση εξαιρούνται τα ίχνη γενετικά τροποποιημένου συστατικού. Η
πρόσφατη έγκριση εισαγωγής «μεταλλαγμένων» αποτελεί προπομπό της νέας
εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ η οποία αποκαλείται ΤΤΙΡ (Διατλαντική
Συνεργασία για ΕμπόριοκαιΕπενδύσεις) και βρίσκεται ακόμα στο στάδιο
των μυστικών διαπραγματεύσεων. Όταν εγκριθεί, θα είναι πιο δύσκολη η
αντίσταση στην ελεύθερη διακίνηση των Γ Τ Ο. Τελικά η μόνη
εγγύηση για να μη γίνουμε πειραματόζωα είναι η ανάπτυξη του δικού μας
αγροτικού πλούτου. Γι΄ αυτό το ΠΕΛΙΤΙ επικεντρώνει σε θετικές δράσεις
που αξιοποιούν τους τοπικούς μας πόρους και μας κάνουν πιο αυτάρκεις και
δυνατούς. Βάσω Κανελλοπούλου [--->]
Όταν το 1974 ξέσπασε η «επανάσταση των γαριφάλων» στην Πορτογαλία πολλοί
ήταν εκείνοι που έκαναν λόγο για την «αρχή μίας νέας εποχής», εννοώντας
την κατάρρευση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στον κόσμο και την
επικράτηση του σοσιαλισμού, με τη μία ή την άλλη εκδοχή του.
Η διεθνής
πολιτική συγκυρία επέτρεπε ίσως μια τέτοια ανεδαφική εκτίμηση: οι ΗΠΑ
εκδιώκονταν ντροπιασμένες από την Ινδοκίνα· στις πρώην πορτογαλικές
αποικίες θριάμβευαν τα αντι-ιμπεριαλιστικά εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα· πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, με επικεφαλής την Ινδία της
Ίντιρα Γκάντι, αποστασιοποιούνταν από τη Δύση και προσέγγιζαν την
Ανατολή· στην ανατολική Μεσόγειο οι δύο σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, η
Ελλάδα και η Τουρκία, βρίσκονταν στο χείλος του πολέμου λόγω της Κύπρου·
στο Λίβανο άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος· στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική
οι κυβερνήσεις κατέρρεαν υπό την πίεση απεργιών και πολιτικών ή
οικονομικών σκανδάλων· ακόμα, σημαντική ήταν η οικονομική ύφεση που
προκλήθηκε από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, όταν οι αραβικές χώρες
απάντησαν στη νίκη του Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ με την
αύξηση της τιμής του πετρελαίου.
Σε ολόκληρο τον κόσμο τα θεμέλια του
καπιταλισμού και της ηγεμονίας της Δύσης έδειχναν να τρίζουν, ενώ τα
φιλο-μαρξιστικά και φιλο-σοβιετικά κινήματα βρίσκονταν σε άνοδο.
Κι όμως, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια η ισορροπία ανατράπηκε
ολοκληρωτικά.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους όχι μόνο κατάφεραν να
αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, αλλά και να
προχωρήσουν σύντομα στην ολοκληρωτική της επιβεβαίωση: η Κίνα συμμάχησε
με την Αμερική και σταδιακά εντάχθηκε στην παγκόσμια αγορά· στον
μουσουλμανικό κόσμο ο ισλαμικός εξτρεμισμός αντικατέστησε τα
σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα· στη δυτική Ευρώπη η
κρίση του μεταπολεμικού “κράτους πρόνοιας” δεν οδήγησε σε κάποια
“σοσιαλιστική” παραλλαγή του, αλλά στο νεοφιλελεύθερο κράτος, προϊόν της
αμερικανο-βρετανικής “αντεπανάστασης”, μ’ επικεφαλής την Θάτσερ και τον
Ρίγκαν· τέλος, το ίδιο το ανατολικό μπλοκ άρχισε να καταρρέει, με τους
–υποστηριζόμενους από την καθολική Εκκλησία– Πολωνούς εργάτες να
καταφέρνουν το πρώτο χτύπημα στη σταλινική στασιμότητα.
Η πετρελαϊκή
κρίση δεν είχε πλήξει βέβαια μονάχα τη Δύση, αλλά ολόκληρο τον κόσμο·
και το πλήγμα ήταν ισχυρότερο για τους περισσότερο αδύναμους, δηλαδή
εκείνους που η εξουσία τους προσπαθούσε να ισορροπήσει στην αντίφαση
μεταξύ του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και της ταυτόχρονης
υπαγωγής της στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.
Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης του
κεφαλαίου σήμανε το τέλος της εποχής του “μεγάλου εργοστασίου” και,
επακόλουθα, της εργατικής τάξης ως συγκροτημένου επαναστατικού
υποκειμένου.
Ταυτόχρονα, σήμαινε την οριστική απαξίωση του
συγκεντρωτικού μοντέλου του “λαϊκού” ή “προοδευτικού” κράτους, δηλαδή
του μοντέλου που προέβλεπε την ανάπτυξη σε εθνικό επίπεδο, με βάση μία
προοδευτική γραφειοκρατία και έναν κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό,
μοντέλο το οποίο υιοθετήθηκε από το σύνολο σχεδόν των μαρξιστικών
κομμάτων και καθεστώτων του 19ου και του 20ού αιώνα, από τους γερμανούς
σοσιαλδημοκράτες ως τους Ρώσους μπολσεβίκους και τους σταλινικούς,
τροτσκιστές, μαοϊκούς ή εθνικιστές του Τρίτου Κόσμου.
Από αυτήν την
άποψη, η «επανάσταση των γαριφάλων» έχει ακριβώς ενδιαφέρον επειδή
αντιπροσωπεύει τόσο την τελευταία εξέγερση της εργατικής τάξης
–τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο– όσο και την τελευταία προσπάθεια
εγκαθίδρυσης ενός “λαϊκού” κράτους –στην ίδια γεωγραφική περιοχή– από
τους εκφραστές του συγκεντρωτικού μοντέλου.
Ωστόσο, η εξέγερση στην Πορτογαλία δεν έχει μόνο τα σημαινόμενα του
“τέλους”. Η ρήξη ανάμεσα στους Πορτογάλους προλετάριους και τα λεγόμενα
“εργατικά” κόμματα (σε όλες τους τις παραλλαγές), τα οποία στην
προσπάθειά τους να επιβάλουν με κάθε τρόπο και με κάθε δυνατή συμμαχία
την πολιτική τους αποξενώθηκαν πλήρως από τους εξεγερμένους που
υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν, σήμαινε ταυτόχρονα και μία “αρχή” (έστω κι
αν η ιστορία έχει να παρουσιάσει δείγματά της και νωρίτερα): την άρνηση
του πολιτικού έναντι του κοινωνικού, δηλαδή την υιοθέτηση της αντίληψης
των κοινωνικών κινημάτων έναντι της λογικής των πολιτικών πρωτοποριών.
Προφανώς, η αντίληψη αυτή δεν είναι αναγκαστικά ανατρεπτική· αντίθετα,
τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη τους
περιορισμούς και τις αντιφάσεις της.
Παραμένει ωστόσο απελευθερωτική, με την έννοια ότι αρνείται τη λογική
της πρωτοπορίας, βασίζεται σε αμεσοδημοκρατικές και αντιιεραρχικές δομές
και προβάλλει την αυτοδιαχείριση ως φυσική επιλογή της κοινωνικής
δράσης· επιλογή που οι Πορτογάλοι εξεγερμένοι ακολούθησαν από την αρχή,
προσφέροντας ένα ακόμα ιστορικό παράδειγμα ελευθερίας, μία ακόμα ελπίδα
ότι όλα είναι εφικτά.
Η άνοδος και η πτώση του καθεστώτος Σαλαζάρ
Οτέλο ντε Καρβάλιο
Η Πορτογαλία αποτελούσε για αιώνες μία ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια
ιδιαιτερότητα: παλιά παρηκμασμένη αυτοκρατορία με φτωχό το μητροπολιτικό
της κέντρο, ασήμαντη ευρωπαϊκή δύναμη με αξιόλογη παρουσία στον Τρίτο
Κόσμο. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του
πολιτικού και οικονομικού συστήματος που κατέβαλαν οι δυνάμεις της
αστικής τάξης συναντούσαν την ισχυρή αντίσταση της αριστοκρατίας και της
μοναρχίας, που ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης και
διατηρούσαν σημαντικά εμπορικά μονοπώλια, που συνδέονταν με τις αποικίες
στην Αφρική και την Ασία.
Το συντηρητικό πολιτικό καθεστώς της
συνταγματικής μοναρχίας κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά η
οικονομία και η κοινωνία της χώρας παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό
προσκολλημένες στην προηγούμενη κατάσταση.
Όπως συνέβη και σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες, ο φόβος της κοινωνικής επανάστασης, που προκαλούσαν οι
γενικές απεργίες (οργανωμένες συνήθως από το ισχυρό τοπικό
αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα) και η γενικότερη κοινωνική αναταραχή,
οδήγησε σε συμμαχία των αστικών-γραφειοκρατικών δυνάμεων με τους
συντηρητικούς γαιοκτήμονες και την Εκκλησία.
Η συμμαχία αυτή, με τη
συνδρομή του στρατού, έφερε στην εξουσία το 1928 τον Σαλαζάρ, ο οποίος
στη συνέχεια επέβαλε ένα φασιστικό καθεστώς, που θα αποδεικνυόταν το
πλέον μακρόβιο στην παγκόσμια ιστορία.
Πράγματι, το φασιστικό καθεστώς του Σαλαζάρ κατάφερε να επιβιώσει για
περισσότερα από σαράντα χρόνια. Η συμπόρευσή του με το ΝΑΤΟ εξασφάλισε
την πολιτική του επιβίωση, ενώ η εκμετάλλευση των αποικιών, σε συνδυασμό
με την πολιτική ελεγχόμενης αυτάρκειας που ακολούθησε μέχρι τη δεκαετία
του 1960, διατήρησε ως κυρίαρχο τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας
και καθυστέρησε έτσι τις κοινωνικές συνέπειες της βιομηχανικής
ανάπτυξης.
Παράλληλα, η μεγάλη μετανάστευση των νέων προς εξεύρεση
εργασίας στο εξωτερικό (μέχρι το 1974 περισσότεροι από 1.000.000
Πορτογάλοι είχαν εγκατασταθεί στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική)
πρόσφερε στη χώρα τα απαραίτητα εμβάσματα για την εξισορρόπηση του
εμπορικού της χρέους.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η στροφή
στην οικονομία της αγοράς, που προήλθε τόσο από την ανάγκη προσαρμογής
στις νέες διεθνείς συνθήκες όσο και από εκείνη της χρηματοδότησης των
αποικιακών πολέμων,
δημιούργησε νέα κοινωνικά δεδομένα: Την ανάπτυξη καταρχήν της εργατικής
τάξης κατά 18% μέχρι το 1974 και την ακόλουθη επανεμφάνιση του εργατικού
συνδικαλισμού, καθώς και την προώθηση του τουρισμού, που αποτέλεσε για
τους Πορτογάλους ένα ακόμα παράθυρο στον έξω κόσμο.
Πάνω απ’ όλα,
δημιούργησε τεράστιες αντιφάσεις στον πορτογαλικό καπιταλισμό, αφού το
καθεστώς δεν κατάφερε να προσαρμόσει την οικονομία του στα νέα δεδομένα,
πιθανότατα για να μην δυσαρεστήσει τους –στυλοβάτες του–
μεγαλογαιοκτήμονες, προκαλώντας, ωστόσο, τη δυσαρέσκεια της ανερχόμενης
βιομηχανικής αστικής τάξης. Οι αντιφάσεις αυτές έγιναν εμφανείς την
εποχή της επανάστασης του Απριλίου 1974, γεγονός που εξηγεί και τη
συστράτευση μέρους της αστικής τάξης με τη νέα πολιτική ηγεσία.
Τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε το καθεστώς του Σαλαζάρ κατέρρευσαν
πλήρως με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στις αφρικανικές
κυρίως αποικίες (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα Μπισάου, Πράσινο Ακρωτήρι),
που προκάλεσε την αφαίμαξη της πορτογαλικής οικονομίας αλλά και του
πορτογαλικού στρατού, ο οποίος σταδιακά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε
να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο.
Εν τω μεταξύ, ο ηγέτης-σύμβολο του
καθεστώτος, Σαλαζάρ, πέθανε το 1968 και ο διάδοχός του Καετάνο
εξακολούθησε να υποστηρίζει τον “εκπολιτιστικό” ρόλο του πορτογαλικού
έθνους στον Τρίτο Κόσμο, ιδεολόγημα του ιμπεριαλισμού του 19ου αιώνα,
που δεν έπειθε πλέον κανέναν.
Οι τριγμοί στην οικονομία της χώρας (που
έγιναν εμφανέστεροι μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973), η επανεμφάνιση
των εργατικών κινητοποιήσεων και, κυρίως, η διαφαινόμενη ήττα των
πορτογαλικών αποικιακών στρατευμάτων έπεισαν πολλούς στρατιωτικούς και
πολιτικούς ότι η ρήξη με το καθεστώς ήταν αναπόφευκτη.
Η «επανάσταση των γαριφάλων»
Έτσι φτάσαμε στις 25 Απριλίου του 1974, ημέρα του περίφημου
πραξικοπήματος του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων (Movimiento das Forcas
Armadas - MFA), που έμεινε γνωστό ως «επανάσταση των γαριφάλων».
Το MFA
αποτελούνταν κυρίως από κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς, που
υπηρετούσαν στις αποικίες, και οι οποίοι είχαν ήδη επαφή με τα εκεί
φιλο-μαρξιστικά ανταρτικά κινήματα.
Χωρίς να έχει συγκεκριμένη
ιδεολογική κατεύθυνση, υποστήριζε γενικά τον εκσυγχρονισμό της
πορτογαλικής οικονομίας και κοινωνίας και τον “εκδημοκρατισμό” της
πολιτικής ζωής. (Από αυτήν την άποψη το MFA προσομοιάζει με αντίστοιχα
κινήματα του Τρίτου Κόσμου ή των παρυφών του Πρώτου, που ανέλαβαν την
ευθύνη του εκσυγχρονισμού των χωρών τους, ελλείψει ισχυρής αστικής
τάξης.)
Τα στελέχη του περιλάμβαναν από οπαδούς του δεξιού στρατηγού
Σπινόλα μέχρι υποστηρικτές του φιλο-κομμουνιστή συνταγματάρχη
Γκονσάλβες, που επιθυμούσαν το τέλος των αποικιακών πολέμων και τον
εκσυγχρονισμό της μητροπολιτικής οικονομίας.
Πολλοί από αυτούς πίστευαν
ότι ήταν αναγκαίος κάποιου είδους “σοσιαλισμός” για την επίτευξη αυτού
του στόχου και για την υποστήριξη του “λαού”. Μεταξύ των τελευταίων
βρισκόταν και η ομάδα του ταγματάρχηΟτέλο ντε Καρβάλιο, οργανωτή του
πραξικοπήματος της 25ης Απριλίου και αργότερα διοικητή της στρατιωτικής
αστυνομίας Copcon, ο οποίος σταδιακά αποστασιοποιήθηκε από την
πλειοψηφία των αξιωματικών του MFA, εμφανιζόμενος ως “εκπρόσωπος” της
πορτογαλικής άκρας αριστεράς.
Αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος του MFA, οι ανώτεροι
στρατιωτικοί συμφώνησαν στην ανατροπή του καθεστώτος, με αντάλλαγμα την
ανάληψη της ηγεσίας από δύο δικούς τους ανθρώπους, τον στρατηγό Σπινόλα
στη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας και τον στενό του συνεργάτη
Πάλμα-Κάρλος στη θέση του πρωθυπουργού. Στο νέο «Συμβούλιο του Κράτους»
προστέθηκαν στελέχη του MFA και εκπρόσωποι όλων σχεδόν των πολιτικών
κομμάτων, από χριστιανοδημοκράτες μέχρι κομμουνιστές.
Η έδρα της μισητής
μυστικής αστυνομίας (PIDE) περικυκλώθηκε από τον εξεγερμένο πληθυσμό
και τα στελέχη της κατάφεραν να γλιτώσουν το λιντσάρισμα μόνο χάρη στη
μεσολάβηση εκπροσώπων του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCP).
Στους επόμενους
μήνες σημειώθηκε ένα αυθόρμητο κύμα απεργιών και καταλήψεων
επιχειρήσεων και γαιών σε ολόκληρη τη χώρα, από εργαζόμενους και αγρότες
που διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς, αυτοδιαχείριση στους χώρους
εργασίας και τιμωρία στελεχών του φασιστικού καθεστώτος.
Οι
κινητοποιήσεις οδήγησαν στην παραίτηση του Πάλμα-Κάρλος και στην
αντικατάστασή του από τον Γκονσάλβες, ο οποίος κρίθηκε ως ικανότερος να
χειριστεί την αναταραχή, λόγω της συνεργασίας του με το PCP. Από την
πλευρά του, το PCP αντιτάχθηκε στις ανεξέλεγκτες απεργίες και στις
καταλήψεις εργοστασίων, χαρακτηρίζοντάς τες «αντιδραστικές».
Το απεργιακό κύμα φάνηκε να επιβεβαιώνει τους φόβους των οπαδών του
Σπινόλα και τμημάτων της αστικής τάξης ότι το MFA και τα επίσημα
αριστερά κόμματα δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους προλετάριους. Επιπλέον, η
κυβέρνηση Γκονσάλβες αναγνώρισε τον Ιούλιο την ανεξαρτησία της Γουινέας
Μπισάου, και απειλούσε να κάνει το ίδιο με τις πολύ πλουσιότερες
αποικίες της Μοζαμβίκης και της Αγκόλας.
Σε μία απεγνωσμένη τους προσπάθεια, οι δεξιοί στρατιωτικοί προσπάθησαν
να αντιστρέψουν την κατάσταση: αρχικά συνέλαβαν τους Γκονσάλβες και
Καρβάλιο, και στη συνέχεια προσπάθησαν να οργανώσουν διαδήλωση της
“σιωπηρής πλειοψηφίας”, δηλαδή της δεξιάς, που θα υποστήριζε το
αντι-πραξικόπημα της 29ης Σεπτεμβρίου. Η άμεση απάντηση των εξεγερμένων
αγροτών και εργατών ήταν να στήσουν οδοφράγματα σε όλες τις επαρχίες της
χώρας, κάνοντας έτσι αδύνατη οποιαδήποτε μετακίνηση στρατιωτικών
δυνάμεων. Ακολούθησε η παραίτηση του Σπινόλα και η αντικατάστασή του από
τον μετριοπαθή στρατιωτικό Κόστα Γκόμες.
Η στροφή προς τα αριστερά
Υπό τις συνθήκες αυτές το νέο καθεστώς στράφηκε προς τα αριστερά:
αποφάσισε την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που προχωρούσαν σε μαζικές
απολύσεις ή εκείνων που τα αφεντικά τους είχαν καταφύγει στο εξωτερικό
(κυρίως στη Βραζιλία, όπου είχαν ήδη βρει καταφύγιο ο Καετάνο, ο Σπινόλα
και άλλοι δεξιοί πολιτικοί και στρατιωτικοί)· πήρε μέτρα εις βάρος των
τσιφλικάδων· δημοσίευσε το «μεταβατικό οικονομικό πρόγραμμα», που
προέβλεπε προνομιακή συμμετοχή του κράτους στη βαριά βιομηχανία·
αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Αγκόλας και του Πράσινου Ακρωτηρίου·
συγχρόνως, το MFA διακήρυξε ότι το «σοσιαλίζων πρόγραμμά του θα γινόταν
σταδιακά σοσιαλιστικό».
Τον Ιανουάριο του 1975 η κυβέρνηση προχώρησε
στην αντικατάσταση των παλιών συντεχνιακών συνδικάτων από έναν νέο,
ενιαίο φορέα, την Intersindical (αντίστοιχη με την ΓΣΕΕ).
Η κίνηση αυτή,
που έγινε δεκτή με μαζικές διαδηλώσεις υποστήριξης από την πλευρά των
εργαζομένων, σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον κάθε ενδιαφερόμενο: η
Δύση –πολιτικοί και μμε– την αντιμετώπισε ως προοίμιο της κατάληψης της
εξουσίας από το PCP. Για το τελευταίο και την αριστερή πτέρυγα του MFA, η
Intersindical αποτελούσε έναν τρόπο ελέγχου του συνδικαλιστικού
κινήματος, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε, ενδεχομένως, την ενίσχυση για
κάποιο διάστημα των εργατικών αγώνων.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, το
Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSP) κράτησε αρνητική στάση.
Οι οργανώσεις της
άκρας αριστεράς θεώρησαν ότι η ίδρυση της Intersindical σήμαινε τον
ενταφιασμό του παλιού σαλαζαρικού συνδικαλισμού, και συνεπώς το οριστικό
χτύπημα στο φασισμό. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα έγινε γρήγορα
δευτερεύων, με τη συγκρότηση και λειτουργία των εργατικών συμβουλίων από
τους ίδιους τους εξεγερμένους εργαζόμενους.
Η επόμενη αναμέτρηση μεταξύ των διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό του
στρατού πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1975, όταν οι σπινολικοί
στρατιωτικοί επιχείρησαν ένα ακόμα πραξικόπημα. Για άλλη μια φορά,
εργάτες και αγρότες κατέλαβαν τους σημαντικότερους οδικούς και
σιδηροδρομικούς κόμβους εμποδίζοντας οποιαδήποτε στρατιωτική
κινητοποίηση. Μία μονάδα αλεξιπτωτιστών, που είχε αναλάβει να καταλάβει
στρατηγικά σημεία της Λισαβόνας, αρνήθηκε τελικά να δράσει. Την επόμενη
μέρα οι τραπεζοϋπάλληλοι κατέλαβαν τις ιδιωτικές τράπεζες απαιτώντας την
άμεση εθνικοποίησή τους, αίτημα που το MFA έσπευσε να υιοθετήσει.
Ακολούθησε μεγάλη έξοδος των Πορτογάλων καπιταλιστών από τη χώρα με κατεύθυνση και πάλι– τη Βραζιλία.
Η κλιμάκωση της επαναστατικής κρίσης
Οι επόμενοι μήνες μέχρι το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου αποδείχτηκαν
οι πιο κρίσιμοι για την εξέλιξη της επανάστασης και, ταυτόχρονα, για την
καταστολή της.
Σ’ αυτήν την περίοδο οι καταλήψεις εργοστασίων, γης και
άδειων σπιτιών γενικεύτηκαν. Δεν επρόκειτο για μία ενορχηστρωμένη
προσπάθεια για την κατάληψη της εξουσίας από το PCP και την αριστερή
πτέρυγα του MFA, όπως κινδυνολογούσαν ο αρχηγός του PSP Μάριο Σοάρες, ο
επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Χένρι Κίσινγκερ και οι
παράγοντες της ΕΟΚ, μαζί με τα δυτικά μμε. Το κίνημα των καταλήψεων και
της αυτοδιαχείρισης ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των επιχειρήσεων
από τα αφεντικά που έφευγαν πανικόβλητα από τη χώρα· οι εργαζόμενοι
αποφάσισαν να λειτουργήσουν μόνοι τους –ή μαζί με τους εκπροσώπους του
νέου καθεστώτος– τις επιχειρήσεις, για να ζήσουν οι ίδιοι και οι
οικογένειές τους.
Παρομοίως, οι ακτήμονες αγρότες του νότου κατέλαβαν τα λατιφούντια, που
είχαν εγκαταλειφθεί από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τα τσιράκια τους,
βάζοντας τέλος σε έναν “αναχρονισμό” για την –Ευρωπαϊκή τουλάχιστον–
αγροτική οικονομία. Οι καταλήψεις στέγης ανταποκρίθηκαν σε μία τεράστια
ζήτηση, που είχε προκληθεί από την επιστροφή χιλιάδων μεταναστών από τη
Δυτική Ευρώπη και την άφιξη αποίκων από την Αφρική. Επιπλέον, η επιλογή
της αυτοδιαχείρισης των εργασιακών χώρων βασίστηκε στις παραδόσεις του
πάλαι ποτέ αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο αναβίωσε, με άλλες
συνήθως εκφάνσεις, την περίοδο αυτή.
Μία από τις πολυσυζητημένες περιπτώσεις κατάληψης επιχείρησης και
λειτουργίας της από τους εργαζόμενους ήταν αυτή της φιλο-σοσιαλιστικής
εφημερίδας Republica. Όταν τον Ιούλιο του 1975 ο εκδότης της εφημερίδας
αρνήθηκε τον έλεγχο της έκδοσης από το εργατικό συμβούλιο των
τυπογράφων, το τελευταίο κατέλαβε τα γραφεία της και αποφάσισε να
επιβάλει τη θέση του μονομερώς.
Το MFA αναγκάστηκε τελικά να καλύψει
τους τυπογράφους της εφημερίδας ερχόμενο σε σύγκρουση με τους
Σοσιαλιστές, οι οποίοι κατήγγειλαν την κατάληψη ως προσπάθεια των
Κομμουνιστών να ελέγξουν τον Τύπο, παρ’ όλο που το εργατικό συμβούλιο
της εφημερίδας δεν είχε καμία σχέση με το PCP.
Η εκδοχή αυτή υιοθετήθηκε
αμέσως από τα δυτικοευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά μμε, ενώ ο
Κίσσιγκερ και η αμερικανική διπλωματία έκαναν λόγο για προσπάθεια
ελέγχου του καθεστώτος από το PCP, και προειδοποιούσαν την ΕΣΣΔ ότι
ενδεχόμενη προσπάθειά της να διεισδύσει στην Πορτογαλία –η οποία
παρέμενε μέλος του ΝΑΤΟ– θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση των δύο
στρατιωτικών συνασπισμών.
Η Μόσχα συμβούλευσε την πορτογαλική κυβέρνηση
να μείνει στο ΝΑΤΟ, προκειμένου να μην διαταραχτεί η πολιτική ισορροπία
στην Ευρώπη, θέση με την οποία συμφωνούσαν ούτως ή άλλως και οι
περισσότεροι από τους Πορτογάλους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες.
Ωστόσο, η Δύση εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το φόβητρο της
κομμουνιστικής επικράτησης στην Πορτογαλία και άρχισε να εξοπλίζει τα
δεξιά και συντηρητικά στοιχεία της πορτογαλικής πολιτικής σκηνής και του
στρατού.
Το επιχείρημά της ότι οι Κομμουνιστές σχεδίαζαν την κατάληψη
της εξουσίας σε συνεργασία με το MFA, δεν είχε καμία σχέση με την
πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί οι πρώτοι δεν είχαν τέτοια πρόθεση, αλλά
και επειδή το Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων κάθε άλλο παρά ενιαία δύναμη
συνιστούσε.
Η διάσταση στο εσωτερικό του έγινε φανερή κατά τη διάρκεια
του καλοκαιριού, όταν το Κίνημα παρουσίασε τρεις διαφορετικές θέσεις: η
πρώτη εκφράστηκε από τον Μέλο Αντούνες και την «ομάδα των εννέα» και
υποστήριζε μία κρατικιστική-τεχνοκρατική λύση για την Πορτογαλία· η
δεύτερη, που εκφράστηκε από τον Βάσκο Γκονσάλβες, τάχθηκε υπέρ του
γραφειοκρατικού-σταλινικού μοντέλου και έτυχε της υποστήριξης του PCP·
και η τρίτη από τον Οτέλο ντε Καρβάλιο, ο οποίος πρότεινε τη σταδιακή
εφαρμογή αμεσοδημοκρατικού ελέγχου της παραγωγής και διοίκησης από τους
εργαζόμενους της χώρας, σε συνεργασία όμως με την προοδευτική πτέρυγα
των ενόπλων δυνάμεων· επρόκειτο για την περισσότερο ετερογενή και
ολιγάριθμη ομάδα, που είχε μαζί της τις δυνάμεις της άκρας αριστεράς.
Η
σύγκρουση μεταξύ των τριών αυτών διαφορετικών προσεγγίσεων έγινε
εντονότερη στα μέσα Ιουλίου, μετά την αποχώρηση των Σοσιαλιστών και των
δεξιών συμμάχων τους από την κυβέρνηση και την έναρξη της αντεπανάστασης
με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Κι ενώ στο νότο το MFA ανακοίνωνε την κρατικοποίηση όλων των
λατιφουντίων, στον συντηρητικό βορρά οι δεξιές δυνάμεις άρχισαν να
επιτίθενται εναντίον γραφείων αριστερών κομμάτων και κέντρων εργατικών
συμβουλίων.
Η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, κι αυτό ήταν
κάτι που ούτε το MFA ούτε οι δυνάμεις της αριστεράς ήταν έτοιμες να
αντιμετωπίσουν.
Την ίδια περίοδο οι καπιταλιστές της Δύσης κινητοποίησαν
όλες τους τις δυνάμεις –χωρίς να αποκλείσουν τη στρατιωτική επέμβαση–
για να πλήξουν τους Πορτογάλους προλετάριους: Οι ξένες επενδύσεις
σταμάτησαν, οι δυτικές τράπεζες βοήθησαν τους Πορτογάλους καπιταλιστές
να βγάλουν τις καταθέσεις τους από τη χώρα, με σκοπό να πλήξουν το
εσκούδο· η αυξανόμενη ανεργία στη Γερμανία και τη Γαλλία ανάγκασε
χιλιάδες Πορτογάλους μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους,
μειώνοντας έτσι τα εμβάσματα, που στο παρελθόν είχαν φανεί τόσο χρήσιμα
στην οικονομία της χώρας.
Έτσι, η οικονομία της Πορτογαλίας βρέθηκε σε
χαώδη κατάσταση με την ανεργία να φτάνει το 11%, τις επενδύσεις να έχουν
πέσει κατά 71% μέσα σ’ ένα χρόνο, και την παραγωγή να έχει πέσει
τουλάχιστον κατά 10%, εξαιτίας της συνεχούς κινητοποίησης του εργατικού
πληθυσμού, της φυγής των διευθυντών και των τεχνοκρατών, της έλλειψης
απαραίτητων υλικών και της χρεοκοπίας εκατοντάδων μικρών ή μικρομεσαίων
επιχειρήσεων.
Η ήττα της εξέγερσης
Υπό τις συνθήκες αυτές οι Σοσιαλιστές μαζί με τους δεξιούς συμμάχους
τους και την «ομάδα των εννέα» στο εσωτερικό του MFA κατάφεραν μία
τακτική πολιτική νίκη οδηγώντας τον Γκονσάλβες σε παραίτηση, στις 29
Αυγούστου, και αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση με επικεφαλής τον δεξιό
ναύαρχο Πινέιρο ντε Αζεβέντο.
Αυτή η πολιτική νίκη της δεξιάς εις βάρος
της αριστεράς δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση και την επικράτησή της εις
βάρος των εργατικών κινητοποιήσεων και των συμβουλίων στα εργοστάσια, τα
στρατόπεδα και τις γειτονιές· αντίθετα, στους επόμενους τρεις μήνες οι
κινητοποιήσεις εργατών και στρατιωτών δεν έγιναν απλώς περισσότερο
δυναμικές, αλλά προσπάθησαν για πρώτη φορά να απεμπλακούν τόσο από το
PCP όσο και από το MFA.
Την εποχή εκείνη συγκροτείται η κίνηση
«Στρατιώτες Ενωμένοι για τη Νίκη» (SUV), που θα θέσει το ζήτημα της
διάλυσης του αστικού στρατού και της δημιουργίας λαϊκών πολιτοφυλακών
από εργάτες και στρατιώτες· οι δεύτεροι θα προχωρήσουν στην κατάληψη
στρατιωτικών μονάδων και στην ανάληψη της στρατιωτικής διοίκησης από
τους ίδιους· και θα αναγκάσουν τους αριστερούς του MFA, ακόμα και τον
ήρωα της πορτογαλικής άκρας αριστεράς Καρβάλιο, να τους κατηγορήσουν ως
«αντεπαναστάτες».
Στις αρχές Νοεμβρίου η κατάσταση κάθε άλλο παρά ελεγχόμενη από την
κυβέρνηση ήταν. Οι δραστηριότητες της SUV, οι καταλήψεις εργοστασίων και
οι απεργιακές κινητοποιήσεις συνεχίζονταν, και μέσα σε δύο εβδομάδες
δύο διαδηλώσεις 100.000 και 200.000 εργαζομένων στη Λισαβόνα ανάγκασαν
τον πρωθυπουργό Αζεβέντο να παραχωρήσει αυξήσεις στους μισθούς της τάξης
του 40%, ενώ ο Καρβάλιο που κλήθηκε να διαλύσει μία συγκέντρωση βάδισε
τελικά επικεφαλής μίας αντικυβερνητικής πορείας προς το πρωθυπουργικό
μέγαρο. Στη συνέχεια η κυβέρνηση αποφάσισε τη διάλυση της Copcon,
προκειμένου να αποδυναμώσει τα ακροαριστερά στοιχεία στο στράτευμα. Παρά
τις αντιδράσεις των στρατιωτών, η Copcon διαλύθηκε και μαζί με αυτήν
πολλοί αριστεροί αξιωματικοί εκδιώχτηκαν από το στράτευμα.
Στις 25 Νοεμβρίου το PCP, σε συνεργασία με αριστερούς αξιωματικούς του
MFA έκαναν μία τελευταία προσπάθεια να καταλάβουν στρατιωτικά τη
Λισαβόνα και να εμποδίσουν την τελική επικράτηση των δεξιών δυνάμεων:
ομάδες αλεξιπτωτιστών κατέλαβαν τέσσερις αεροπορικές βάσεις της
πρωτεύουσας.
Ακολούθησαν δύο μέρες έντασης, κατά τις οποίες το PCP και η
άκρα αριστερά παρουσιάστηκαν έτοιμες να ξεκινήσουν τον εμφύλιο πόλεμο.
Τελικά όμως το PCP, βλέποντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν εις βάρος
του, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Οι αλεξιπτωτιστές παραδόθηκαν και
κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος από τον επικεφαλής των συντηρητικών
στρατιωτικών Ραμάλιο Εάνες.
Σε αντάλλαγμα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το
PCP ήταν απολύτως απαραίτητο για την ανοικοδόμηση της Πορτογαλίας,
συνεπώς τα στελέχη του δεν θα διώκονταν. Διώξεις δέχτηκαν μονάχα
ακροαριστεροί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Καρβάλιο, στρατιώτες και
εργαζόμενοι, που κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν αναμιχθεί ανοικτά
στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης, βασισμένοι στην υποστήριξη των
Κομμουνιστών.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών εκατοντάδες αριστεροί αξιωματικοί
εκδιώχτηκαν από το στράτευμα· τα στελέχη του PCP και της άκρας αριστεράς
στους εργασιακούς χώρους απομονώθηκαν· αρκετές από τις παραχωρήσεις
προς τους προλετάριους εργάτες και αγρότες αποσύρθηκαν.
Οι
κινητοποιήσεις δεν σταμάτησαν, αλλά αντιμετωπίζονταν πλέον διαφορετικά
από τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, που η κυβέρνηση είχε
καταφέρει να ελέγχει (σε μία διαδήλωση στις 31 Δεκεμβρίου η «Δημοκρατική
Φρουρά» πυροβόλησε εναντίον του πλήθους σκοτώνοντας τρία άτομα).
Τα
εργατικά συμβούλια εξαφανίστηκαν λόγω του κλίματος υποχώρησης ή
ενσωματώθηκαν στην κρατική ή ιδιωτική διοίκηση των επιχειρήσεων. Το
Φεβρουάριο του 1976, κι ενώ η κρατική καταστολή που ακολούθησε το κίνημα
της 25ης Νοεμβρίου συνεχιζόταν, ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα. Αν και στο
ύφος του παρέμενε “προοδευτικό”, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι
εξυπηρετούσε τις δυνάμεις που είχαν επικρατήσει. Στις εκλογές του
Απριλίου επιβεβαιώθηκε η “αποκατάσταση της τάξης”: Ο Ραμάλιο Εάνες
εκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Καρβάλιο ήρθε δεύτερος με 17%·
οι Σοσιαλιστές σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μάριο Σοάρες. Η
επανάσταση στην Πορτογαλία είχε ηττηθεί.
Até sempre!
Αν μας ενδιαφέρει η επαναστατική διαδικασία στην Πορτογαλία πριν τόσα
χρόνια δεν είναι για “καθαρά” ιστορικούς λόγους.
Σηματοδοτεί πράγματι
μια εποχή που έχει “τελειώσει”: ενός κόσμου μοιρασμένου ανάμεσα σε δύο
μπλοκ εξουσίας, που ήταν ικανά να ελέγχουν τις εξελίξεις στις ζώνες
επιρροής τους και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους. Ικανά στο βαθμό που
μπορούσαν να “καθοδηγούν” –και να χαλιναγωγούν– τις κοινωνικές δυνάμεις
που δρούσαν.
Η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι χαρακτηριστική: Το
Κομμουνιστικό Κόμμα προερχόταν από μια μακρόχρονη παρανομία, η οποία
συνέτεινε τόσο στην ιδεολογική του απολίθωση (σταλινική “ορθοδοξία”
παρόμοια με αυτήν του ελληνικού ΚΚ, σε μια περίοδο που τα μεγάλα
ευρωπαϊκά ΚΚ –ιταλικό, ισπανικό, γαλλικό– είχαν στραφεί στον
ευρωκομμουνισμό), όσο και στην ενίσχυση των δεσμών και εξαρτήσεών του
από τη Μόσχα· εξαρτήσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της
κατάστασης.
Η σύμπλευση του ΚΚ με τα διεθνή στρατηγικά συμφέροντα της
ΕΣΣΔ και η ταυτόχρονη αποδοχή ότι η Πορτογαλία «ανήκει στη Δύση»
οδήγησαν κυριολεκτικά στο ξεπούλημα της πορτογαλικής επανάστασης:Η
“ανεξαρτησία” της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης (η πρόσδεσή τους στο
σοβιετικό άρμα) υπήρξε το αντάλλαγμα για το φρενάρισμα της επαναστατικής
διαδικασίας και τη συμβολή στην αποκατάσταση της τάξης στην Πορτογαλία.
Ωστόσο, αν τέτοια στρατηγικά παίγνια εξελίσσονται στο μακροπολιτικό
επίπεδο του συνεχούς της ιστορίας, ένας ογδοντάχρονος επαναστάτης ο Αουγκουστίν. Σούχυ στο κείμενο του Πορτογαλία 1975 : Λουζιτανικές επαναστατικές εμπειρίες, επιλέγει να εστιάσει στις “μικρές”
στιγμές της πορτογαλικής εμπειρίας. Εκεί που οι «νικημένοι της ιστορίας»
φτάνουν από υπόγειες διαδρομές, ανώνυμοι και τ’ όνομά τους είναι τομή,
ανοιχτή και μέσα της φωσφορίζουν όλες οι ήττες, και τίποτα δεν έχει πάει
χαμένο, φέρνουν την ίδια πείσμονα αξιοπρέπεια και τον ίδιο πόθο για
ελευθερία, και μιλούν σε πρώτο (αδιάρρηκτα ενικό-πληθυντικό) πρόσωπο.
Μέχρι πάντα.
Βιβλιογραφία:
Jaime Semprun, Κοινωνικός πόλεμος στην Πορτογαλία (μτφρ. Θ. Μιχαήλ), Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975.
Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων Πορτογαλίας, Ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά
και στρατιωτικά κείμενα (μτφρ. Ε. Αλεξιάδου), Κάλβος, 1981.
Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, Η δίκη του στρατηγού των γαρυφάλλων.
Κατηγορία και υπεράσπιση στο Μονσάντο (μτφρ. Β. Σαραντάκος), Στοχαστής,
1988.
Loren Goldner, Ubu Saved from Drowning: Class Struggle and Statist Containment
in Portugal and Spain, 1974-1977, Queequeg Publications, 2000, και στο http://www.left-dis.nl/uk/goltab.htm
«Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από τον εμπρησμό στο σπίτι του Στέφανου Κόλλια στην Καλοσκοπή,
που το κατέστρεψε ολοκληρωτικά για δεύτερη φορά μέσα σε έξι χρόνια. Σε
αυτό το διάστημα ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει στην κατεύθυνση
εντοπισμού των δραστών του εμπρησμού.
Οι αρμόδιες αρχές, Πυροσβεστική,
αστυνομία, Δικαιοσύνη, που σε άλλες περιπτώσεις με υπερβάλλοντα ζήλο και
ευαισθησία κινούν «γη και ουρανό», επιδεικνύουν για δεύτερη φορά
χαρακτηριστική καθυστέρηση και αδράνεια δημιουργώντας αναπάντητα
ερωτήματα και την αίσθηση ότι η υπόθεση κινδυνεύει να «κουκουλωθεί»
ξανά. [...]
Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να μπει στο αρχείο. Οι εμπρηστές με τη
φωτιά στο σπίτι του Στέφανου, έβαλαν φωτιά στην ίδια την… αξιοπρέπειά
μας. Γιατί δεν μπορούμε να χωνέψουμε, πόσο μάλλον να ανεχτούμε, πως
υπάρχουν κάποιοι που λειτουργώντας είτε μόνοι τους είτε για
λογαριασμό άλλων, χρησιμοποιώντας φασιστικές και μαφιόζικες μεθόδους,
προσπαθούν να διαφεντέψουν τις ζωές των ανθρώπων, θεωρώντας τον τόπο
τσιφλίκι τους.