https://newleftreview.org/sidecar/posts/circuits-of-war
Δημοσιεύουμε τη μετάφραση του "Circuits of
war", του Marco D'Eramo, που δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα στο ιστολόγιο
New Left Review.
Το άρθρο ασχολείται με τον πρόσφατο και εκτεταμένο
τεχνολογικό αποκλεισμό που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κίνα, ιδίως στον βασικό τομέα
των ημιαγωγών/μικροτσίπ. Στα συν του κειμένου, μεταξύ άλλων,και ότι τονίζει πως
οι ΗΠΑ εξακολουθούν να απολαμβάνουν σημαντική "διαρθρωτική ισχύ" στον
παγκόσμιο τεχνολογικό ανταγωνισμό με μια Κίνα που προορίζεται, τουλάχιστον
βραχυπρόθεσμα, να υποστεί τις συνέπειες μιας όλο και πιο επιθετικής
αμερικανικής πολιτικής.
Στις 7 Οκτωβρίου κηρύχθηκε παγκόσμιος πόλεμος. Αυτό δεν
αναφέρετε πουθενά ως είδηση, παρόλο που όλοι θα πρέπει να υποστούμε τις συνέπειές
του. Εκείνη την ημέρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξαπέλυσε μια τεχνολογική επίθεση
κατά της Κίνας, βάζοντας αυστηρά όρια και υποβάλλοντας σε εκτεταμένους ελέγχους
τις εξαγωγές όχι μόνο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, αλλά και των σχεδίων τους, των
μηχανών που χρησιμοποιούνται για να τα "γράψουν" στο πυρίτιο και των
εργαλείων που παράγουν αυτές οι μηχανές. Στο εξής, αν ένα κινεζικό εργοστάσιο
χρειάζεται ένα από αυτά τα εξαρτήματα για την παραγωγή προϊόντων - όπως τα
κινητά τηλέφωνα της Apple ή τα αυτοκίνητα της GM – θα πρέπει να υποβάλουν
αίτηση άλλες εταιρείες για να πάρουν ειδική άδεια εξαγωγής.
Για ποιο λόγο οι ΗΠΑ επιβάλλουν αυτές τις κυρώσεις; Και γιατί
είναι τόσο αυστηρές; Ο λόγος είναι, όπως αναφέρει ο Chris Miller στο πρόσφατο
βιβλίο του (Chip war: the fight for the world's most critical technology),ότι "η βιομηχανία ημιαγωγών παράγει
περισσότερα τρανζίστορ κάθε μέρα από όσα τα κύτταρα στο ανθρώπινο σώμα".
Τα ολοκληρωμένα κυκλώματα ("τσιπ") αποτελούν μέρος όλων των προϊόντων
που καταναλώνουμε - δηλαδή όλων όσων παράγει η Κίνα - από αυτοκίνητα μέχρι
τηλέφωνα, πλυντήρια ρούχων, τοστιέρες, τηλεοράσεις και φούρνους μικροκυμάτων.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα χρησιμοποιεί πάνω από το 70% των
ημιαγωγών που παράγονται παγκοσμίως, αν και, παρά την κοινή αντίληψη, παράγει
μόνο το 15% αυτών. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός αυτός είναι παραπλανητικός,
καθώς η Κίνα δεν παράγει κανένα από τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά τσιπ, αυτά
που χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη ή σε προηγμένα οπλικά συστήματα.
Χωρίς την τεχνολογία αυτή δεν πάτε πουθενά. Η Ρωσία αυτό το
ανακάλυψε όταν, της επιβλήθηκε εμπάργκο από τη Δύση για την εισβολή στην
Ουκρανία και υποχρεώθηκε να κλείσει ορισμένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια
αυτοκινήτων της. Η σπανιότητα των τσιπ συμβάλλει και στη σχετική αναποτελεσματικότητα
των ρωσικών πυραύλων: πολύ λίγοι από αυτούς ανήκουν στην κατηγορία των
"έξυπνων", δηλαδή είναι εξοπλισμένοι με μικροεπεξεργαστές που
καθοδηγούν και διορθώνουν την τροχιά τους.
Σήμερα, η παραγωγή μικροτσίπ είναι μια παγκόσμια βιομηχανική
διαδικασία με τουλάχιστον τέσσερα βασικά "νευραλγικά σημεία (choke points)"
( στο εξής θα χρησιμοποιούμε τον αγγλικό όρο: chokepoints) τα οποία απαριθμεί ο
Gregory Allen του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) ως εξής : 1)
σχεδιασμός τσιπ τεχνητής νοημοσύνης (AI), 2) λογισμικό αυτοματοποιημένου
ηλεκτρονικού σχεδιασμού, 3) μηχανήματα κατασκευής ημιαγωγών 4) εξαρτήματα
εξοπλισμού.
Όπως εξηγεί ο Allen , οι τελευταίες ενέργειες της κυβέρνησης
Μπάιντεν εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα την αμερικανική κυριαρχία και στα τέσσερα
αυτά chokepoint . Έτσι, οι ενέργειες αυτές καταδεικνύουν έναν άνευ προηγουμένου
βαθμό παρέμβασης της κυβέρνησης των ΗΠΑ όχι μόνο για να διατηρήσει τον έλεγχό των
chokepoints , αλλά και για να ξεκινήσει μια νέα αμερικανική πολιτική
στραγγαλισμού μεγάλων τμημάτων της κινεζικής τεχνολογικής βιομηχανίας.
Ο Miller στην ανάλυσή του είναι λίγο πιο νηφάλιος: "Η
λογική", γράφει, "είναι να ρίχνουμε άμμο στα γρανάζια".Αν και υποστηρίζει
ότι "το νέο εξαγωγικό μπλοκ δεν μοιάζει με κανένα άλλο από την εποχή του
Ψυχρού Πολέμου". Ακόμη και ένας σχολιαστής τόσο θετικός προς τις ΗΠΑ όπως
ο Martin Wolf των Financial Times δεν θα μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι
"οι πρόσφατα ανακοινωθέντες έλεγχοι στις εξαγωγές αμερικανικών ημιαγωγών
και συναφών τεχνολογιών προς την Κίνα" είναι "πολύ πιο εχθρικοί προς
το Πεκίνο από οτιδήποτε είχε πράξει ο Ντόναλντ Τραμπ αφού στοχεύουν ξεκάθαρα στην
επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας. Πρόκειται για μια πράξη οικονομικού πολέμου. Μπορεί κάποιος να συμφωνήσει
με αυτό αλλά θα έχει τεράστιες γεωπολιτικές συνέπειες".
Ο "στραγγαλισμός με πρόθεση το φόνο" είναι ένας αξιοπρεπής χαρακτηρισμός των στόχων μιας αμερικανικής αυτοκρατορίας που ανησυχεί σοβαρά από την προηγμένη τεχνολογία των κινεζικών οπλικών συστημάτων, από τους υπερηχητικούς πυραύλους μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Η Κίνα έχει κάνει αυτά τα βήματα προόδου μέσω της χρήσης τεχνολογιών που ανήκουν ή ελέγχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εδώ και χρόνια, το Πεντάγωνο και ο Λευκός Οίκος εκνευρίζονται όλο και περισσότερο όταν βλέπουν τον "παγκόσμιο ανταγωνιστή" τους να κάνει τεράστια βήματα με εργαλεία που οι ίδιοι έχουν παράσχει. Η ανησυχία για την Κίνα δεν ήταν απλώς μια παροδική παρόρμηση της κυβέρνησης Τραμπ. Τις ίδιες ανησυχίες συμμερίζεται και η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία επιδιώκει τώρα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τους ίδιους στόχους με τον προκάτοχό της.
Η ανακοίνωση των ΗΠΑ έγινε λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του
Εθνικού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Κατά κάποιον τρόπο, η
απαγόρευση των εξαγωγών ήταν η παρέμβαση του Λευκού Οίκου στις εργασίες του
Συνεδρίου, οι οποίες στην εδραίωση της πολιτικής υπεροχής του Σι Τζινπίνγκ. Σε
αντίθεση με πολλές από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, οι οποίες, αν
εξαιρέσουμε τον αποκλεισμό των μικροτσίπ, αποδείχθηκαν μάλλον
αναποτελεσματικές, οι περιορισμοί αυτοί έχουν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας,
δεδομένης της μοναδικής δομής της αγοράς ημιαγωγών και των ιδιαιτεροτήτων της
παραγωγικής διαδικασίας.
Ο κλάδος των μικροτσίπ χαρακτηρίζεται από γεωγραφική διασπορά και
υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίων. Αυτό, λόγω του γεγονότος ότι η παραγωγή τους είναι
υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και στο ότι, η ένταση του κεφαλαίου επιταχύνεται με
την πάροδο του χρόνου, καθώς η δυναμική του κλάδου βασίζεται στη συνεχή
βελτίωση των "επιδόσεων", δηλαδή στην ικανότητα επεξεργασίας ολοένα
και πιο πολύπλοκων αλγορίθμων με ολοένα χαμηλότερη κατανάλωση ηλεκτρικής
ενέργειας.
Το πρώτο ολοκληρωμένο κύκλωμα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του
1960 είχε 130 τρανζίστορ. Το πρώτο Intel του 1971 είχε 2.300 τρανζίστορ. Στη
δεκαετία του 1990, ο αριθμός των τρανζίστορ σε ένα μόνο τσιπ ξεπέρασε το ένα
εκατομμύριο. Το 2010, ένα τσιπ περιείχε 560 εκατομμύρια τρανζίστορ και ένα
Apple iPhone του 2022 έχει 114 δισεκατομμύρια. Καθώς τα τρανζίστορ γίνονται όλο
και μικρότερα, οι τεχνικές κατασκευής τους σε ημιαγωγούς γίνονται όλο και πιο
εξελιγμένες. Αναλυτικότερα, η δέσμη φωτός που σχεδιάζεται πρέπει να έχει όλο
και μικρότερο μήκος κύματος.
Οι πρώτες ακτίνες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν στη ζώνη ορατού
φωτός (από 400 έως 700 δισεκατομμυριοστά του μέτρου, νανόμετρα, nm). Με την πάροδο
του χρόνου, το μήκος κύματος μειώθηκε στα 190 nm, στη συνέχεια στα 130 nm, πριν
φτάσει στο ακραίο υπεριώδες: μόλις 3 nm.
Για να έχετε μια ιδέα, ένας ιός Covid-19 είναι περίπου δέκα
φορές μεγαλύτερος. Για να επιτευχθεί αυτό το μικροσκοπικό μέγεθος απαιτείται
εξαιρετικά πολύπλοκη και ακριβή τεχνολογία: λέιζερ και οπτικές συσκευές
απίστευτης ακρίβειας και εξαιρετικά καθαρά διαμάντια. Ένα λέιζερ ικανό να
παράγει ένα επαρκώς σταθερό και εστιασμένο φως αποτελείται από 457.329 μέρη, τα
οποία παράγονται από δεκάδες χιλιάδες εξειδικευμένες εταιρείες σε όλο τον κόσμο
(ένα μόνο μικροτσίπ "εκτυπωτή" με αυτά τα χαρακτηριστικά αξίζει 100
εκατομμύρια δολάρια, ενώ το τελευταίο μοντέλο μπορεί να φτάσει τα 300
εκατομμύρια). Αυτό σημαίνει ότι για να ανοίξει ένα προηγμένο εργοστάσιο μικροτσιπ
απαιτούνται γύρω στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, όσο περίπου κοστίζει ένα
αεροπλανοφόρο.
Και η επένδυση αυτή πρέπει να αποδώσει πολύ γρήγορα, διότι
μέσα σε λίγα χρόνια τα τσιπ αυτά θα ξεπεραστούν από ένα πιο προηγμένο, συμπαγές
και μικροσκοπικό μοντέλο, το οποίο θα απαιτεί εντελώς νέο εξοπλισμό,
αρχιτεκτονικές και διαδικασίες. (Υπάρχουν και φυσικά όρια σε αυτή τη
διαδικασία- τώρα έχουμε φτάσει σε επιστρώσεις πάχους μερικών ατόμων, γεγονός
που εξηγεί τις υψηλές επενδύσεις στην κβαντική πληροφορική, στην οποία το
φυσικό όριο της κβαντικής αβεβαιότητας κάτω από ένα ορισμένο όριο δεν αποτελεί
πλέον περιορισμό, αλλά ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να αξιοποιηθεί).
Σήμερα, οι περισσότερες εταιρείες ημιαγωγών δεν παράγουν
καθόλου, αλλά μόνο σχεδιάζουν, γι' αυτό και ονομάζονται "fabless",
δηλαδή χωρίς εργοστάσιο και στην πραγματικότητα η παραγωγή είναι
τμηματοποιημένη και ανατίθεται σε εξωτερικούς συνεργάτες.
Αλλά ακόμη και αυτές οι εταιρείες δεν είναι ακριβώς fabless:
για να δώσουμε μόνο τρία παραδείγματα, η Qualcomm απασχολεί 45.000 εργαζόμενους
και έχει κύκλο εργασιών 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η Nvidia απασχολεί 22.400
εργαζόμενους με 27 δισεκατομμύρια δολάρια και η AMD 15.000 με 16 δισεκατομμύρια
δολάρια.
Αυτό δείχνει το παράδοξο που διέπει την τεχνολογική μας
νεωτερικότητα: το όλο και πιο απειροελάχιστο μέγεθος χρειάζεται όλο και πιο
μακροσκοπικές και πανάκριβες εγκαταστάσεις, σε τέτοιο βαθμό που το Πεντάγωνο
δεν μπορεί καν να τις αντέξει οικονομικά, παρά τον ετήσιο προϋπολογισμό των 700
δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, απαιτείται ένα πρωτοφανές επίπεδο
ολοκλήρωσης για τη συναρμολόγηση εκατοντάδων χιλιάδων διαφορετικών εξαρτημάτων
που παράγονται από διαφορετικές τεχνολογίες, καθεμία από τις οποίες είναι
υπερεξειδικευμένη.
Η τάση για συγκέντρωση της παραγωγής είναι τεράστια. Η
παραγωγή των μηχανημάτων που "τυπώνουν" μικροτσίπ τελευταίας
τεχνολογίας μονοπωλείται από μια ολλανδική εταιρεία: την ASM International, ενώ
η παραγωγή των ίδιων των τσιπ έχει ανατεθεί σε μικρό αριθμό εταιρειών (που
ειδικεύονται σε έναν συγκεκριμένο τύπο τσιπ: λογικής, DRAM, μνήμη flash ή
επεξεργασία γραφικών). Η αμερικανική εταιρεία Intel παράγει σχεδόν το σύνολο
των τσιπ των υπολογιστών, ενώ ο ιαπωνικός τομέας, ο οποίος τα πήγε πολύ καλά τη
δεκαετία του 1980, πριν εισέλθει σε κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έχει
πλέον απορροφηθεί από την αμερικανική εταιρεία Micron, η οποία έχει εργοστάσια
σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία.
Ωστόσο, υπάρχουν μόνο δύο πραγματικοί γίγαντες στην παραγωγή
υλικών: ο ένας είναι η νοτιοκορεατική Samsung, που προτιμήθηκε από τις ΗΠΑ τη
δεκαετία του 1990 για να αντιμετωπίσει την άνοδο της Ιαπωνίας, της οποίας η
τεχνολογική προκοπή πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε γίνει απειλητική-
ο άλλος είναι η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company- 51.000
εργαζόμενοι με κύκλο εργασιών 43 δισεκατομμυρίων δολαρίων και 16 δισεκατομμύρια
δολάρια κέρδη), η οποία προμηθεύει όλες τις αμερικανικές εταιρείες
"fabless", παράγοντας το 90% των προηγμένων τσιπ παγκοσμίως.
Οι αλυσίδες παραγωγής τσιπ είναι επομένως πολύ ετερογενείς, με
εργοστάσια διάσπαρτα στις Κάτω Χώρες, τις ΗΠΑ, την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, την
Ιαπωνία και τη Μαλαισία (αλλά σημειώστε τη συστάδα εταιρειών που εδρεύουν στην
Ανατολική Ασία, όπως δείχνει ο παραπάνω χάρτης). Είναι επίσης συγκεντρωμένη σε
μια χούφτα οιονεί μονοπωλίων (ASML για την υπεριώδη λιθογραφία, Intel για τους
μικροεπεξεργαστές, Nvidia για τις GPU, TSMC και Samsung για την πραγματική
παραγωγή), με πολύ υψηλά επίπεδα επενδύσεων.
Αυτό είναι το δίκτυο που κάνει τις αμερικανικές κυρώσεις τόσο
αποτελεσματικές: ένα αμερικανικό μονοπώλιο στα σχέδια μικροτσίπ, που
καταρτίζονται από τις μεγάλες εταιρείες "χωρίς εργοστάσιο", μέσω του
οποίου είναι δυνατόν να ασκείται τεράστια επιρροή στις εταιρείες των υποτελών
κρατών που παράγουν στην πραγματικότητα τα υλικά. Οι ΗΠΑ μπορούν να εμποδίσουν
αποτελεσματικά την κινεζική τεχνολογική πρόοδο επειδή καμία χώρα στον κόσμο δεν
διαθέτει την τεχνογνωσία ή τους πόρους για να αναπτύξει αυτά τα εξελιγμένα
συστήματα. Οι ίδιες οι ΗΠΑ πρέπει να βασίζονται στην τεχνολογική υποδομή που
έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού.
Αλλά δεν είναι μόνο θέμα τεχνολογίας: χρειάζονται και
εκπαιδευμένοι μηχανικοί, ερευνητές και τεχνικοί. Για την Κίνα, επομένως, το
βουνό που πρέπει να ανέβει είναι απότομο, ακόμη και ιλιγγιώδες. Αν καταφέρει να
προμηθευτεί ένα εξάρτημα, θα διαπιστώσει ότι λείπει ένα άλλο, και ούτω καθεξής.
Σε αυτόν τον τομέα, η τεχνολογική αυτονομία είναι αδύνατη.
Το Πεκίνο φυσικά προσπάθησε να προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο, έχοντας προβλέψει από καιρό αυτούς τους περιορισμούς, συσσωρεύοντας τσιπ και επενδύοντας φανταστικά ποσά στην ανάπτυξη της τοπικής τεχνολογίας παραγωγής τσιπ. Πράγματι, έχει σημειωθεί πρόοδος και η κινεζική εταιρεία Semiconductor Manufacturing International Corporation (SIMC) είναι πλέον σε θέση να παράγει τσιπ διαφόρων ειδών, αλλά υστερεί σημαντικά σε σχέση με την TMSC, τη Samsung και την Intel. Τελικά, θα είναι αδύνατο για την Κίνα να φτάσει τους ανταγωνιστές της.
Δεν έχει πρόσβαση σε μηχανήματα λιθογραφίας ή στην
ακραία υπεριώδη ακτινοβολία που παρέχει η ASML, η οποία έχει σταματήσει όλες
τις εξαγωγές. Η αδυναμία της Κίνας απέναντι σε αυτή την επίθεση είναι εμφανής
από την παντελή απουσία οποιασδήποτε επίσημης απάντησης από τους αξιωματούχους
του Πεκίνου, οι οποίοι δεν έχουν ανακοινώσει κανένα αντίμετρο ή αντίποινα για
τις αμερικανικές κυρώσεις. Η προτιμώμενη στρατηγική φαίνεται να είναι η
παραπλάνηση: να συνεχίσει να εργάζεται κάτω από το ραντάρ (ίσως με λίγη
κατασκοπεία), παρά να πεταχτεί στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο.
Το πρόβλημα με τον αμερικανικό αποκλεισμό είναι ότι ένα μεγάλο
μέρος των εξαγωγών της TSMC (όπως και των Samsung, Intel και ASML) κατευθύνεται
προς την Κίνα, η βιομηχανία της οποίας εξαρτάται από το νησί που θέλει να
προσαρτήσει. Οι Ταϊβανέζοι έχουν πλήρη επίγνωση του κεντρικού ρόλου της
βιομηχανίας ημιαγωγών για την εθνική τους ασφάλεια, τόσο που την αποκαλούν
"ασπίδα πυριτίου". Οι ΗΠΑ θα έκαναν τα πάντα για να μην χάσουν τον
έλεγχο της βιομηχανίας και η Κίνα δεν έχει την πολυτέλεια να καταστρέψει τις
εγκαταστάσεις της με μια εισβολή. Αλλά αυτή η συλλογιστική ήταν πολύ πιο
σταθερή πριν από το ξέσπασμα του σημερινού ψυχρού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και
της Κίνας.
Ετσι, δύο μήνες πριν από την ανακοίνωση των κυρώσεων για τα μικροτσίπ στην Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν πέρασε ένα νομοσχέδιο για τα μικροτσίπ και την επιστήμη που διέθετε 50 δισεκατομμύρια δολάρια για τον επαναπατρισμό τουλάχιστον μέρους της διαδικασίας κατασκευής, αναγκάζοντας τη Samsung και την TSMC να κατασκευάσουν νέες εγκαταστάσεις παραγωγής (και να αναβαθμίσουν τις παλιές) σε αμερικανικό έδαφος.
Η Samsung έχει υποσχεθεί να επενδύσει 200 δισεκατομμύρια δολάρια για έντεκα νέα εργοστάσια στο Τέξας την επόμενη δεκαετία, αν και το χρονοδιάγραμμα είναι πιο πιθανό να είναι δεκαετιών. Όλα αυτά δείχνουν ότι αν οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να "αποπαγκοσμιοποιήσουν" μέρος του παραγωγικού τους μηχανισμού, είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να αποσυνδέσουν τις οικονομίες της Κίνας και των ΗΠΑ μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια αμοιβαίας δέσμευσης. Επιπλέον, θα είναι ακόμη πιο περίπλοκο για τις ΗΠΑ να πείσουν τους άλλους συμμάχους τους - την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ευρώπη - να αποσυνδέσουν τις οικονομίες τους από την οικονομία της Κίνας, όχι μόνο επειδή αυτά τα κράτη έχουν ιστορικά χρησιμοποιήσει αυτούς τους εμπορικούς δεσμούς για να χαλαρώσουν τον αμερικανικό ζυγό.
Η περίπτωση του εγχειριδίου είναι η Γερμανία, η οποία είναι ο μεγαλύτερος χαμένος στον πόλεμο στην Ουκρανία, μια σύγκρουση που έχει αμφισβητήσει κάθε στρατηγική απόφαση των γερμανικών ελίτ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Από την αλλαγή της χιλιετίας, η Γερμανία έχει βασίσει την οικονομική - και συνεπώς την πολιτική - τύχη της στη σχέση της με την Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της (με 264 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιο εμπόριο).
Σήμερα, η Γερμανία συνεχίζει να ενισχύει αυτούς τους διμερείς δεσμούς, παρά την ψυχρότητα των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος έχει διαταράξει τη ρωσική διαμεσολάβηση μεταξύ του γερμανικού μπλοκ και της Κίνας.
Τον Ιούνιο, η γερμανική εταιρεία παραγωγής χημικών BASF ανακοίνωσε
επένδυση ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε νέο εργοστάσιο στο Zhanjiang της
νότιας Κίνας.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Olaf Scholz επισκέφθηκε το Πεκίνο,
επικεφαλής αντιπροσωπείας στελεχών της Volkswagen και της BASF. Ο καγκελάριος
έφερε δώρα, υποσχόμενος να εγκρίνει την αμφιλεγόμενη επένδυση της κινεζικής
εταιρείας Cosco σε τερματικό σταθμό πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στο
λιμάνι του Αμβούργου. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν σε αυτή την
κίνηση, αλλά ο καγκελάριος επισήμανε ότι η συμμετοχή της Cosco θα ήταν περίπου
24,9%, χωρίς δικαίωμα βέτο, και θα κάλυπτε μόνο έναν από τους τερματικούς
σταθμούς του Αμβούργου – ουδεμία σύγκριση με την πλήρη εξαγορά του Πειραιά από
την εταιρεία το 2016. Στο τέλος, η πιο ατλαντική πτέρυγα του γερμανικού
συνασπισμού αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Στην παρούσα συγκυρία, ακόμη και αυτές οι ελάχιστες
χειρονομίες - το ταξίδι του Σολτς στο Πεκίνο, λιγότερο από 50 δισεκατομμύρια
δολάρια κινεζικών επενδύσεων στο Αμβούργο - μοιάζουν με σημαντικές πράξεις
ανυπακοής, ιδίως μετά τον τελευταίο γύρο των αμερικανικών κυρώσεων. Αλλά η
Ουάσιγκτον δεν θα μπορούσε να περιμένει από τους Ασιάτες και τους Ευρωπαίους
υποτελείς της να καταπιούν αμάσητα την αποπαγκοσμιοποίηση σαν να μην υπήρξε
ποτέ η νεοφιλελεύθερη εποχή: σαν να μην είχαν ενθαρρυνθεί, ωθηθεί, σχεδόν
εξαναγκαστεί να διαπλέξουν τις οικονομίες τους μεταξύ τους τις τελευταίες
δεκαετίες, δημιουργώντας ένα δίκτυο αλληλεξάρτησης που είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο
να διαλυθεί.
Από την άλλη , όταν ξεσπάει πόλεμος, οι υποτελείς θα πρέπει να
αποφασίσουν με ποια πλευρά θα πάνε. Και αυτός ο πόλεμος υπόσχεται να είναι ένας
γιγάντιος πόλεμος, έστω και αν διεξάγεται για εκατομμυριοστά του χιλιοστού
του χιλιοστού.