Του Claudio
Conti
Τα χρηματιστήρια καταρρέουν, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, οι
ερμηνείες δίνουν και παίρνουν ενώ οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις θεωρούνται σχεδόν δεδομένες.
Πριν απ 'όλα, ο πληθωρισμός, ο οποίος συνεχίζει να σφυροκοπά οικονομίες
στρεσαρισμένες μετά από δύο χρόνια πανδημίας και το ξέσπασμα ενός πολέμου που
κινδυνεύει να γίνει παγκόσμιος (αν και είναι ήδη, υπογείως).
Χθες τα στοιχεία για τον πληθωρισμό της Μεγάλης Βρετανίας για το
μήνα Απρίλιο έδειχναν +9% , ενώ για
ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση +7,4%, όπως τον Μάρτιο) κάτι που επιβεβαιώνει την ύπαρξη
μιας μακράς περιόδου αύξησης των τιμών, οι οποίες αναπόφευκτα - αργά ή γρήγορα
- θα οδηγήσουν σε κοινωνικές εντάσεις για την προσαρμογή των μισθών και των
συντάξεων σύμφωνα με το κόστος διαβίωσης.
Μια εγγενής επίδραση του βάρους του πληθωρισμού είναι ήδη
εμφανής: οι τριμηνιαίες εκθέσεις των κερδών
των αμερικανικών αλυσίδων διανομής καταγράφουν μια κατάρρευση των κερδών λόγω
της πτώσης των πωλήσεων. Πράγμα λογικό αφού αν οι τιμές αυξάνονται και οι
μισθοί όχι, οι καταναλωτές σφίγγουν το ζωνάρι. Η Target και η Walmart, δύο από
τις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες, σε μόλις τρεις ημέρες έχασαν στη Wall Street
αντίστοιχα το -29% και το -17% της αξίας των μετοχών τους.
Στο σκωτσέζικο αυτό ντουζ προστίθεται η βεβαιότητα ότι οι
κεντρικές τράπεζες, ξεκινώντας από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, θα
αυξήσουν σύντομα τα επιτόκια. Ο πρόεδρος της Jerome Powell, που ήδη είχε αυξήσει
το επιτόκιο βάσης κατά 0,50%, μόλις χθες εγγυήθηκε ότι θα προχωρήσει σε περαιτέρω
άνοδο: «Ο πληθωρισμός πρέπει να πέσει με τρόπο πειστικό. Μέχρι να έχουμε συγκεκριμένες
αποδείξεις, θα συνεχίσουμε προς αυτή την κατεύθυνση».
Υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ακριβότερο δανεισμό για
επιχειρήσεις και νοικοκυριά, επομένως μείωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης
(υποθήκες, αγορές με δόσεις κ.λπ.). Εν ολίγοις, μια μάλλον απότομη οικονομική
συρρίκνωση με την ελπίδα ότι, όπως και άλλες φορές, αυτό θα σταματήσει τις
πληθωριστικές πιέσεις (για παράδειγμα: μια δραστική αύξηση της ανεργίας θα
μπορούσε να μειώσει τους «μισθολογικές αξιώσεις» των εργαζόμενων φορτώνοντας
έτσι στις πλάτες τους την αύξηση του κόστους της ύφεσης ).
Αλλά μια «παγωμένη» οικονομία συνεπάγεται κατάρρευση της αξίας
των μετοχών και επομένως των χρηματιστηρίων, σε ένα φαύλο κύκλο που δεν αφήνει κανέναν
ανεπηρέαστο.
Υπάρχει όμως κάτι που διαφεύγει από αυτή τη συνήθη μονεταριστική
«συνταγή» αντιμετώπισης του πληθωρισμού: το κύμα υψηλών τιμών δεν οφείλεται σε
μια «υπερθερμασμένη» οικονομία (αύξηση της κατανάλωσης, υψηλοί μισθοί κ.λπ.),
αλλά είναι ένας πληθωρισμός προσφοράς. Εν ολίγοις, ακόμη κι αν μειωθεί η
ποσότητα της παραγωγικής δραστηριότητας, οι τιμές ενέργειας (και άλλων πρώτων υλών)
δεν θα μειωθούν και τόσο. Οπότε, η αύξηση των επιτοκίων σε αυτή την περίπτωση
δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα ...
Μια εικόνα ήδη αρκετά σκοτεινή αν δεν υπήρχε ο πόλεμος στην
Ουκρανία να επιδεινώσει τις προοπτικές. Οι κυρώσεις, στην πραγματικότητα,
μπορεί να βλάπτουν ως ένα σημείο τη Ρωσία ,αλλά σε κάθε περίπτωση βάζουν νέα
και άκαμπτα «όρια» που καθιστούν τόσο τις εμπορικές σχέσεις όσο και την
προμήθεια αγαθών απαραίτητες για την παραγωγή.
Τα προβλήματα των ευρωπαίων σχετικά με το φυσικό αέριο είναι ένα
μόνο από τα πολλά πιθανά παραδείγματα, αλλά είναι προφανές ότι η διάρκεια της
σύγκρουσης θα προκαλέσει (ή μπορεί να προκαλέσει) και όξυνση των εντάσεων στις
διεθνείς αγορές, τόσο όσον αφορά τη φυσική παραγωγή όσο και τις οικονομικές
συναλλαγές (με την επέκταση των εναλλακτικών πλατφορμών πληρωμών στο σύστημα
SWIFT, που ελέγχεται από τις ΗΠΑ).
Ήδη σήμερα βαραίνουν και μάλιστα πολύ, τα παρατεταμένα
προβλήματα την εφοδιαστική αλυσίδα, που δεν αφορούν μόνο το αέριο ή τους
μικροεπεξεργαστές (οι βιομηχανίες που τους παράγουν έχουν επιβραδύνει σημαντικά
τον όγκο της παραγωγής τους στα δύο έτη της πανδημίας), αλλά και μια ολόκληρη
σειρά προϊόντων που υπάρχει έλλειψη. Το στάρι - η Ουκρανία και η Ρωσία
καλύπτουν περισσότερο από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής - είναι το
πιο εντυπωσιακό παράδειγμα, βλέποντας τις συνέπειες στις χώρες που εισάγουν στάρι
και το ψωμί είναι συχνά η βασική τροφή του πληθυσμού.
Το πράμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Τα συνεχή λοκντάουν στην Κίνα για την απομόνωση των
εστιών Covid και την αποτροπή διάχυσής του, έχουν επίσης επιβραδύνει
και το «Παγκόσμιο Εργοστάσιο», κάτι που τώρα επιβαρύνει σχεδόν τις Ηνωμένες
Πολιτείες (και ακόμη περισσότερο, με την ίδια αγοραστική δύναμη). Αλλά η Κίνα
ήταν τα τελευταία 30 χρόνια η βασική ατμομηχανή ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ
...
Μπροστά σε μια εικόνα τόσο ζοφερή , ωστόσο, δεν λείπουν οι αισιόδοξοι, οι οποίοι όμως γραπώνονται σε δύο
μεταβλητές που επί του παρόντος δεν είναι παρά μόνο υποθέσεις. Η πρώτη αφορά
τις ΗΠΑ, όπου η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να είναι «επιθετική» τώρα και
στη συνέχεια να αλλάξει ξαφνικά πρόσημο την παραμονή των ενδιάμεσων εκλογών -το
Νοέμβρη για να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επιπλέον πλεονέκτημα στη «δημοκρατική» παράταξη
που σήμερα αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.
Φαίνεται πως ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ενδιαφέρει και τόσο τους
Αμερικανούς πολίτες, δεδομένου ότι εκεί δεν υπάρχουν στρατιώτες των ΗΠΑ, αλλά μόνο
τις δαπάνες (τα 40 δισεκατομμύρια συμπληρωματικής στρατιωτικής βοήθειας που
υποσχέθηκε ο Μπάιντεν) τα οποία προστίθενται στο αμερικανικό δημόσιο χρέος. Αν όμως,
η οικονομική κατάσταση επιδεινωθεί, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόβλημα από
το οποίο θα πρέπει να απαλλαγούν.
Η δεύτερη ελπίδα βασίζεται σε ένα πιθανό «ερέθισμα» της
οικονομίας από την κινεζική κεντρική τράπεζα, ως αντίδραση ακριβώς στην
επιβράδυνση λόγω των λοκντάουν. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το Πεκίνο δεν είχε
ακολουθήσει τη δυτική επιλογή της ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία διατηρούσε
τεχνητά τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε υψηλά επίπεδα, αλλά επέλεξε να
επικεντρωθεί στην ενίσχυση της παραγωγής και την εσωτερική αύξηση των μισθών (η
οποία μετατράπηκε σε μεγαλύτερη κατανάλωση, σύμφωνα με ένα «ενάρετο οικονομικό
κύκλο» που η νεοφιλελεύθερη Δύση επέλεξε να σπάσει και να παραδοθεί σε μια
διαρκή κρίση).
Αλλά δεν είναι η μόνη «συστημική αυτοκτονία» που μπήκε σε
εφαρμογή προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη ελάχιστων. Αν προσέξουμε καλλίτερα,
ακόμη και η προσπάθεια να βγούμε από την κρίση που σέρνεται πάνω από μια
δεκαετία, εξαπολύοντας τον οικονομικό πόλεμο για να βγει από τη μέση η Ρωσία,
φαίνεται πως παράγει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενώ η Μόσχα αντέχει αρκετά καλά στις
πιέσεις, η Wall Street έχει μπροστά της ένα «μεγάλο πρόβλημα».
Όπως μπορείτε να δείτε, πέρα από κάποιες αόριστες ελπίδες, τα κύματα
της θάλασσας της οικονομίας είναι όλο και ψηλότερα....
[------>]