Η πρώτη – και μοναδική ως προς τους όρους της – των συμβάσεων
παραχώρησης, ήταν αυτή που υπεγράφη μεταξύ Δημοσίου και της Κοινοπραξίας
«ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ Α.Ε.» για την κατασκευή της λεωφόρου Ελευσίνας-Σταυρού Α/Δ Σπάτων
και Δυτικής Περιφερειακής Λεωφόρου Υμηττού, συνολικού μήκους 65 χλμ. Η σύμβαση
παραχώρησης, υπογράφηκε το 1996 και κυρώθηκε με το νόμο 2445/1996.
Το κόστος κατασκευής της Αττικής οδού, κατανεμήθηκε ως εξής:
– Το 32% (420 εκατομμύρια ευρώ) κατέβαλε το Δημόσιο μαζί με τη
συγχρηματοδότηση της Ε.Ε., δηλαδή το πληρώσαμε εμείς οι πολίτες.
– Γύρω στα 675 εκατ. ευρώ ήταν τα δάνεια που εξασφάλισε η
κοινοπραξία με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Που σημαίνει ότι αν κάτι δεν
πάει καλά με την αποπληρωμή, η τράπεζα θα πάρει τα λεφτά της από το κράτος,
δηλαδή από εμάς. Αν όλα πάνε καλά, θα τα πάρει από τα διόδια, δηλαδή πάλι από
εμάς.
– Περίπου 175 εκατ. ευρώ ήταν η ίδια συμμετοχή της
κοινοπραξίας που και την εκμεταλλεύεται. Για να εγκαταλείψει η Κοινοπραξία την
εκμετάλλευση θα έπρεπε να της επιστραφούν τα ίδια κεφάλαια (δηλ. τα 175 εκατομμύρια
€) με μια μέση απόδοση 11,6% για κάθε έτος μέχρι την αποπληρωμή τους.
Η σύμβαση παραχώρησης προβλέπει ότι η εκμετάλλευση από την
ανάδοχο κοινοπραξία μπορεί να διαρκέσει έως 23 χρόνια. Η Αττική οδός θα
παραδοθεί, εφόσον έχει γίνει η επιστροφή των ιδίων κεφαλαίων (των κεφαλαίων
δηλαδή που έβαλε η κοινοπραξία στο έργο δηλ. των 175.000.000€) με μια ελάχιστη
απόδοση 11,6%, ανεξάρτητα από τη μέγιστη χρονική διάρκεια της σύμβασης.
Κεντρική Επισήμανση: Για πρώτη και μοναδική φορά, η παραπάνω
απόδοση του 11,6% υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, που παρουσιάζει η ίδια η
ανάδοχος! Η οποία, μέχρι σήμερα, φροντίζει να μην παρουσιάζει αντίστοιχα κέρδη,
χρησιμοποιώντας γνωστές και μη εξαιρετέες μεθόδους.
Ειδικότερα, μέχρι το 2011 τα συνολικά έσοδα μέσα στα 8 χρόνια
λειτουργίας της Αττικής Οδού μόνο έχουν ξεπεράσει το 1,7 δισ. ευρώ, που
σημαίνει ότι έχουν υπερβεί όχι μόνο το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και της
συμφωνημένης ετήσιας απόδοσης και των δανείων αλλά ακόμα και το συνολικό κόστος
του έργου. Παρόλα αυτά δεν έχουν ενεργοποιηθεί οι όροι 1, 2, 3, 4 της σύμβασης,
καθώς η κοινοπραξία έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο δίκτυο θυγατρικών της
εταιριών (ΑΤΤΙΚΑ ΔΙΟΔΙΑ Α.Ε., ΑΤΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Α.Ε., ΑΤΤΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ Α.Ε.,
ΑΤΤΙΚΕΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.) στις οποίες αναθέτει εργασίες (π.χ. τεχνικής και
διοικητικής υποστήριξης, διαχείρισης σταθμών διοδίων, συντήρησης οδικού
δικτύου, καλλωπισμού και δενδροφύτευσης κ.ά. ) για τις οποίες τους «καταβάλει»
μηνιαίως εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εμφανίζονται στους ετήσιους ισολογισμούς της
μητρικής εταιρίας, ως έξοδα(!),με αποτέλεσμα, τα κέρδη της μητρικής εταιρίας να
εμφανίζονται πάντοτε μειωμένα, ενώ οι θυγατρικές εμφανίζουν και αποδίδουν στους
μετόχους τους (που είναι οι ίδιοι με αυτούς της μητρικής εταιρίας) κέρδη
εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Με άλλα λόγια, τα έσοδα μετονομάζονται σε έξοδα
της ίδιας πάντα εταιρίας, η οποία διατηρεί την εκμετάλλευση του δρόμου και
εμείς, ως πολίτες καλούμαστε, εκβιαστικά, να συμβάλουμε στον απαράδεκτο και
άδικο πλουτισμό της, μέσω της καθημερινής καταβολής υπέρογκων διοδίων.
Όλα τα παραπάνω, καθίστανται ακόμη πιο σκανδαλώδη,
λαμβανομένου υπ’ όψη του γεγονότος ότι οι παραπάνω όροι στη σύμβαση
παραχώρησης, έγιναν στη βάση υπολογισμού του αριθμού των μελλοντικά διερχόμενων
αυτοκινήτων, στις 125.000, ενώ, ήδη, από τον τρίτο χρόνο λειτουργίας του δρόμου
και μέχρι σήμερα, ο αριθμός των διερχομένων αυτοκινήτων υπερβαίνει τις 300.000!
Η εν λόγω σκανδαλώδης σύμβαση αλλά και ακόμη πιο σκανδαλώδης
εφαρμογή της, δεν διέλαθε της προσοχής της Δικαιοσύνης, η οποία, δια του κ.
Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, παρήγγειλε προκαταρτική εξέταση για αδικήματα σε
βάρος του Δημοσίου. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι η κ. Εισαγγελέας
Πλημμελειοδικών που ανέλαβε την εν λόγω δικογραφία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως
η σύμβαση παραχώρησης είναι, επί λέξει «λεόντειος»(σε βάρος του Δημοσίου), αλλά
δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθούν ποινικά αδικήματα. Παρά ταύτα, ήδη, η
Εισαγγελία Εφετών, παρήγγειλε νέα διερεύνηση, μια που η προπεριγραφείσα
«επιχειρηματική δράση» της εταιρίας, προφανώς υπερβαίνει τα προβλεφθέντα από τη
σύμβαση, αλλά και τις στοιχειώδεις αρχές της καλής πίστης. Στην πραγματικότητα,
είναι δύσκολο πράγματι να διαπιστωθούν ποινικά αδικήματα, αφού πρόκειται για,
από μέρους της εταιρίας, κατάχρηση των όρων της αστικής σύμβασης προς όφελός
της και ενάντια στο κοινό όφελος, φέρουσα όμως μορφές μη αξιολογες ποινικά.
Αυτεπάγγελτη παρέμβαση της Δικαιοσύνης σε αστικού δικαίου διαφορές δεν
προβλέπεται, ενώ ο θιγόμενος συμβληθείς – το ελληνικό δημόσιο – αρνείται μέχρι
σήμερα να προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις, ουδέποτε
κατήγγειλαν/τροποποίησαν την σύμβαση παραχώρησης, ούτε δε, ως όφειλαν,
προσέφυγαν στα πολιτικά Δικαστήρια, προκειμένου να αποδείξουν ότι η
προπεριγραφείσα «επιχειρηματική» δραστηριότητα που μετονομάζει «νομότυπα» τα
έσοδα σε έξοδα, είναι καταχρηστική τουλάχιστον και υπερβαίνει τα όρια της καλής
πίστης, αλλά και αυτής της σύμβασης. Ουδέποτε κατέφυγαν στα πολιτικά Δικαστήρια
για να αναγνωριστεί αυτό που πλέον γνωρίζουν οι πάντες ότι η εταιρία πλουτίζει
Αδικαιολόγητα! Αντ’ αυτού, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, ήλθαν εκ νέου ως
αρωγός της εταιρίας και ενάντια στο κοινό όφελος, θέσπισαν διάταξη νόμου με την
οποία ορίζεται ως παράβαση του Κ.Ο.Κ. η παράλειψη καταβολής των ληστρικών και
μη οφειλόμενων στην πραγματικότητα, τελών διοδίων. Την κατάφωρα άδικη και
μεροληπτική αυτή διάταξη υπέρ των κρατικοδίαιτων μεγαλοεργολάβων, η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ουδέποτε τροποποίησε ή κατάργησε, συνεχίζοντας με συνέπεια το έργο
των προηγουμένων.
Απέναντι και στους δύο συμβαλλομένους, βρισκόμαστε εμείς οι
πολίτες, που καλούμαστε καθημερινά να καταβάλουμε υπέρογκα τέλη διοδίων για την
μετάβαση και επιστροφή στην εργασία μας (2,80+ 2,80=5,60 €), αφού αποτελεί μύθο
ο ισχυρισμός εταιρίας και κυβερνήσεων ότι δήθεν μπορούμε να επιλέξουμε άλλες
διαδρομές. Στην πραγματικότητα, όπως διαπίστωσε το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών
του Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης σε σχετική δημοσιευθείσα μελέτη του «η
χρήση της Αττικής οδού είναι εκβιαστική για τον πολίτη», λόγω της έλλειψης
ολοκληρωμένου δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς και εναλλακτικού οδικού δικτύου.
Στην πραγματικότητα, η σύμβαση παραχώρησης λειτουργεί, με τη συναίνεση
αμφοτέρων των συμβαλλομένων, ως σύμβαση κατά τρίτου, και στη θέση του τρίτου
βρίσκονται οι πολίτες που χρησιμοποιούν το δρόμο που έχουν ήδη, από καιρό,
αποπληρώσει.