Η «μεγάλη επανεκκίνηση»: Ο καπιταλισμός σε κρίσιμο σταυροδρόμι 2

 

(Επι)στροφή στον stakeholderκαπιταλισμό

 

του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου *

 

Ενόψει του απειλούντος με πλήρη  διάβρωση  και  απορρύθμιση των όποιων κοινωνικών-δημοκρατικών στοιχείων, συχνά τυπικά ισχυόντων αλλά όχι και defacto, μοντέλου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της επιτακτικής ανάγκης βελτίωσής του, προτείνεται, ως κατάλληλο και ικανό  να  ανταποκριθεί  στο  αίτημά αυτό, το μοντέλο του stakeholder καπιταλισμού, δηλαδή  ενός  καπιταλισμού  λειτουργούντος επ’ ωφελεία των συμφερόντων όλων των ενδιαφερόμενων που συνδέονται, αμέσως ή εμμέσως, με τις δραστηριότητες μιας επιχείρησης ή ενός επιχειρηματικού ομίλου.  Πιο  συγκεκριμένα,  προτείνεται ένα μοντέλο που ο K. Schwab έχει αρχίσει να επεξεργάζεται από το 1971. 

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, σε αντίθεση με το, στοχοπροσηλωμένο στο συμφέρον των μετόχων-ιδιοκτητών, μοντέλο του  shareholder  καπιταλισμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη  και  τα  συμφέροντα  όλων των μετεχόντων αμέσως ή εμμέσως στο μικροοικονομικό γίγνεσθαι, δηλαδή των εργαζομένων πρωτίστως, αλλά και των πελατών και των προμηθευτών της επιχείρησης, των τοπικών κοινοτήτων, του κράτους  και  της  κοινωνίας  γενικότερα. 

Σημειωτέον ότι το μοντέλο αυτό διαφοροποιείται από εκείνο του κρατικού καπιταλισμού, όπου το κράτος αποτελεί το βασικό ρυθμιστή της οικονομίας.

Το  «νέο»  παράδειγμα  ενός  «κοινωνικού καπιταλισμού», που ευαγγελίζεται ο Schwab, φαίνεται να εμπνέεται από το μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας    της    αγοράς»,    προφανώς όμως όχι με την, τείνουσα σε νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη, διαβρωμένη και απορρυθμισμένη μορφή του. Η αναγνώριση ενός ιδιαιτέρως ενισχυμένου ρόλου του κρά-τους δείχνει μάλλον διεύρυνση παρά απλή αποκατάσταση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και την κοινωνία, στην αρχική μορφή του μοντέλου. Η υιοθέτηση από τους Schwab ‒ Malleret μιας (επι)στροφής σ’ ένα «ισχυρό κράτος»,  συνδυαζόμενη  με  την παραπέμπουσα σε μια μεταμοντέρνα βιοπολιτική της «γυμνής ζωής» (Agamben), θέση ότι «μια καλή κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο» είναι ενδεικτική των πατερναλιστικών αντιλήψεων τους για το κράτος.


 Από την άλλη πλευρά, οι συγγραφείς αναγνωρίζουν μεν τους κινδύνους διολίσθη-σης στον ολοκληρωτισμό μιας γενικευμένης  επιτήρησης  –συμμεριζόμενοι ανάλογους φόβους του Harari («The World after Coronovirus», Financial Times, 20/03/2020) – τόσο και κυρίως από το κράτος όσο και από ιδιωτικές εταιρείες, με προεξάρχοντες τους τεχνολογικούς  γίγαντες.  

Εντούτοις  δεν παύουν να εξαίρουν την «πολύτιμη» συμβολή της ψηφιοποίησης κατά τη διαχείριση της πανδημίας, ιδίως ως προς την ιχνηλάτηση και τον εντοπισμό των επαφών του νοσούντος. Βεβαίως ως αντίμετρο προτείνεται η ενεργοποίηση της διαχείρισης αυτής να επαφίεται στην «ελεύθερη βούληση» του ατόμου. Πόσο όμως ελεύθερη είναι η παροχή της σχετικής συναίνεσης, όταν  ο  πολίτης  τίθεται  προ  του διλήμματος «προστασία υγείας και ζωής» ή «ατομικού δικαιώματος και ελευθερίας»; Είναι ηλίου φαεινότερο ποια θα είναι η επιλογή του πολίτη. 

Έτσι, η «ελεύθερη βούληση» αποδεικνύεται ψευδεπίγραφη και παραπλανητική. Λειτουργεί δε ως προσχηματικός «νομιμοποιητικός» λόγος για την επίτευξη, μέσω φόβου, εκβίασης και καταναγκασμού, της  περίφημης  «ελεύθερης  επιλογής».

Στη θέση αυτή πρέπει άλλωστε να επισημανθεί ειδικότερα και το εξής: Οι αποφάσεις για την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας με σκοπό την αντιμετώπιση του Covid-19, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής θέσης σε λειτουργία της, εμπεριέχουν τον κίνδυνο να αποτελέσουν μια «συνταγή-πατέντα», η οποία θα κληθεί να δώσει λύση σε κάθε παρόμοιο εξωτερικό ζήτημα που τυχόν θα ανακύψει (π.χ. σε σχέση με το κλίμα). 


Τούτο, δε, καθώς είναι απλούστερος και ευκολότερος ο επηρεασμός μιας ιδιωτικής συμπεριφοράς μέσω μιας στηριζόμενης στη ψηφιοποίηση, λύσης από την αναζήτηση της λύσης αυτής μέσω μιας πολύπλοκης πολιτικής επεξεργασίας και έρευνας των γενεσιουργών λόγων του ζητήματος (βλ. σχετικά Evg.  Morozov,  «The  tech  “solutions»” for coronavirus take the surveillance state to the next level», The Gurdian, 25 April 2020). 

Πέραν, ωστόσο, του κινδύνου αυτού, αξίζει επίσης να τονι-στεί μια γενικότερη πτυχή της προβληματικής της επιτήρησης και παραβίασης της ιδιωτικής σφαίρας. Πρόκειται για την αξιοποίηση από την Google και  τις  τεχνολογικές  εταιρείες που ελέγχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. facebook, twitter κ.ά.), των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, η οποία λειτουργεί ως μια δωρεάν παρεχόμενη και ανεξάντλητη πηγή πρώτης ύλης για την παραγωγή εμπορευμάτων, που με άλλα λόγια αποτελεί μια νέου τύ-που  (ψηφιακού)  μορφή  κεφαλαιακής     συσσώρευσης     ιδιαιτέρως κερδοφόρα. 

Έτσι, πέραν του κινδύνου «οικειοθελούς», βασικά, εξαέρωσης της ιδιωτικής σφαίρας, της γενικευμένης επιτήρησης και της εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, παρέχεται στις εταιρείες  αυτές  η  δυνατότητα  πρόβλεψης,    ποδηγέτησης    και προκαθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς (βλ. αναλυτικά  S.  Zuboff,  «Das  Zeitalter des Überwachungs kapitalismus», 2018. Πρβλ. Τραυλού ‒ Τζανετάτου, «Το Εργατικό δίκαιο στην 4η βιομηχανική επανάσταση», 2019, σ. 246 – 247, 255 – 256 και τις εκεί παραπομπές). 

Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν βεβαίως τους κινδύνους μιας δυστοπικής εξέλιξης που εμπεριέχονται στις αποκαλούμενες από τους ίδιους «τεχνολογίες της επιτήρησης», που έχουν διεισδύσει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τονίζουν μάλιστα ιδιαιτέρως τον κίνδυνο της «βιομετρικής επιτήρησης»,  όπου  το  κράτος  και  οι  επιχειρήσεις  θα  μπορούν να μας γνωρίζουν καλύτερα απ’ ό,τι εμείς τον εαυτό μας, προβλέποντας και χειραγωγώντας ακόμα και τα αισθήματά μας. Ωστόσο φρονούν ότι το δυστοπικό αυτό σενάριο μπορεί να αποτραπεί.

 Η αισιοδοξία τους αυτή στηρίζεται προφανώς στη θέση ότι  η  επιστημονικοτεχνική  επανάσταση,  αποτελεί  ένα  ουδέτερο εργαλείο που μπορεί να αξιοποιηθεί είτε προς αρνητική  είτε  προς  θετική  κατεύθυνση.  Έτσι  ανάγουν  το επίμαχο ζήτημα σε θέμα ευθύνης  των  κυβερνήσεων  και της κοινωνίας, παραβλέποντας  ότι  το  διαδίκτυο,  η  ψηφιοποίηση   και   οι   νέες   τεχνολογίες,  ως  εγγεγραμμένες  στο  γενετικό  κώδικα  του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής,  υπηρετούν  τις  ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας. Αυτό  βεβαίως  σημαίνει  ότι  μια εναλλακτική χρησιμοποίησή τους με την έννοια της εξουδετέρωσης των αρνητικών δυστοπικών όψεων και συνεπειών τους κινείται στη σφαίρα  της  «ενδοκαπιταλιστικές τεχνοουτοπίας» (βλ. κριτικά για τα σχετικά ζητήματα Τραυλού – Τζανετάτου, ο.π., σ. 17 επ.).

 


Από τον υγειονομικό στον γενικευμένο βιοπολιτικό έλεγχο;


Η πραγματοποιούμενη, άλλωστε, από τους συγγραφείς, πρόβλεψη ότι η προστασία της υγείας θα διεκδικήσει και στο μέλλον απόλυτη αξιολογική προτεραιότητα στη σύγκρουσή της με άλλα κοινωνικά αγαθά και θεμελιώδη δικαιώματα, είναι   επιβεβαιωτική   της,   παρατηρούμενης   κατά   τη   διαχείριση  της  πανδημίας,  μετάλλαξης  του  δικαιώματος της υγείας σε υποχρέωση διασφάλισής της, καθώς και ενδεικτική της εγγενούς στο νέο μοντέλο του «κοινωνικού καπιταλισμού»,  που  καλείται να σώσει τον κόσμο (και τον καπιταλισμό), τάσης ενός πατερναλιστικού-αυταρχικού κρατικού παρεμβατισμού (βλ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Προς έναν υγειονομικό ολοκληρωτισμό», Δρόμος της Αριστεράς, 2/02/2021). 

Δεν είναι έτσι τυχαίο  ότι,  στο  επίκεντρο  της    σχετικής    συζήτησης,    βρίσκεται ο κίνδυνος διολίσθησης προς μια «υγειονομική δικτατορία» (βλ. Dr. C. E Nyder, Gesundheitsdiktatur, 2020), η οποία μέλλει να αφή-σει  το  αποτύπωμά  της  στη  μετακορωναϊκή  εποχή.  

Άλλωστε, υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο των έκτακτων μέτρων ασφάλειας, μετά την 11η  Σεπτεμβρίου  2001,  στο  οποίο  αναφέρονται  και  οι  συγγραφείς, που έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της «νέας» κανονικότητας. 

Βεβαίως,    οι    συγγραφείς    αναγνωρίζουν,   όπως   ήδη   σημειώθηκε, τους κινδύνους εκτροπής της ψηφιοποίησης και  της  επιστημονικοτεχνικής επανάστασης γενικότερα προς μια δυστοπική, ολοκληρωτική κατεύθυνση. Ωστόσο, παραβλέποντας την τρέχουσα πραγματικότητα λειτουργίας των σύγχρονων τεχνολογιών, ιδίως δε τις διαγραφόμενες για  τη  μετακορωναϊκή  περίοδο τάσεις προς ένα «καπιταλισμό της επιτήρησης», πιστεύουν ότι είναι δυνατή όχι  μόνο  η  αποτροπή  τους,  αλλά  πολύ  περισσότερο  η  αναστροφή τους προς θετική κατεύθυνση. Εντούτοις, η πρόβλεψη, από τους ίδιους, ότι  οι  υγειονομικές  κρίσεις  τείνουν να μετατραπούν σε συχνά  επαναλαμβανόμενο,  ενδημικό φαινόμενο, ενισχύει τη δυναμική μετάλλαξης της εξαιρετικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, με τους συνακόλουθους δραματικούς περιορισμούς σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε παγιωμένη, νέα κανονικότητα. 


Εν όψει του σοβαρού αυτού κινδύνου, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση μιας κατάστασης ως έκτακτης, χρήζουσας εξαιρετικής αντιμετώπισης, πρέπει να γίνεται με τη δέουσα φειδώ, βάσει ορθολογικών και αυστηρών κριτηρίων. Ωστόσο, με βάση τη θέση ότι κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για το πότε υπάρχει μια κατάσταση εξαίρεσης και πώς θα αντιμετωπιστεί (C. Schmitt, G.  Agamben),  γεννιέται  το  κρίσιμο ερώτημα, ποιος τελικά είναι αυτός. Δεν πρέπει δε να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι κυρίαρχος είναι εκείνος που τυπικά λαμβάνει τη σχετική απόφαση, δηλαδή το κράτος, αλλά πραγματικά κυρίαρχος είναι εκείνος που κατέχει την πραγματική οικονομικοπολιτική ισχύ, δηλαδή «οι αγορές και   το   χρηματοπιστωτικό   κεφάλαιο».  

Πολλώ  μάλλον  όταν το συγκεκριμένο κράτος έχει απωλέσει και τυπικά μεγάλο  ή  το  μέγιστο  μέρος  της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας του –πέραν βεβαίως εκείνου που έχει εκχωρηθεί στην  ΕΕ  μέσω  της  ένταξής  του σ’ αυτή– όπως π.χ. είναι η ουσιαστικώς μνημονιοκρατούμενη και υπερχρεωμένη Ελλάδα, όπου πραγματικός κυρίαρχος είναι η «ηγεμονεύουσα γερμανική βιομηχανία» (Κ. Τσουκαλάς). Καθώς δε οι συγγραφείς επικαλούνται με έμφαση τη δεσπόζουσα σημασία του «γενικού καλού» στο επαγγελλόμενο μοντέλο του stakeholder καπιταλισμού, πέραν από τις όποιες ηθικολογικές-ιδεαλιστικές προσεγγίσεις,  ο  εννοιολογικός  και  τελολογικός προσδιορισμός του  δεν  παύει  να  είναι  συνάρτηση, αν όχι εξαρτημένη μεταβλητή, του πραγματικά κυρίαρχου, δηλαδή των αγορών και της κεφαλαιοκρατούμενης οικονομίας. 

Άλλωστε η «εργαλειοποίηση» του γενικού συμφέροντος από τα ελληνικά δικαστήρια, ιδίως τα ανώτατα, δεν είναι μόνο ενδεικτική των κινδύνων που εμπεριέχει η χειραγώγηση της αόριστης αυτής έννοιας και η  μετατροπή  σε  μηχανισμό  αποσταθεροποίησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ουσιαστικής  αναίρεσης  της  κανονιστικής  τους  ισχύος.  

Πολύ  περισσότερο  αποκαλύπτει  ποιος  στην  πραγματικότητα προσδιορίζει στην επίμαχη περίπτωση το γενικό συμφέρον, προσδίδοντας του μάλιστα υπερεθνική διάσταση. Αυτό δεν είναι άλλος από τη «γερμανοκρατούμενη» ΕΕ. (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Ανώτατα Δικαστήρια», σ. 31 επ., ιδίως 65 επ. και τις εκεί παραπομπές).

Πέραν   από   τα   ιδιαιτέρως   ευάλωτα και εκτεθειμένα σε κριτική σημεία του βιβλίου που αφορούν βασικά τη «φετιχοποίηση» των νέων τεχνολογιών και τους κινδύνους μιας, όχι μόνο υγειονομικής, αλλά γενικευμένης επιτήρησης και ενίσχυσης των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του επαγγελλόμενου «εντόνως παρεμβατικού κράτους», παρά τις διακηρύξεις για το «κοινωνικό  του  πρόσωπο»,  την  «προστασία  της  εργασίας»  και  των  «δημοκρατικών  δικαιωμάτων»  που  όχι  μόνο  δεν  συνάδουν,  αλλά  αντιστρατεύονται προς την τρέχουσα πραγματικότητα και την εξελιξιακή της δυναμική, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μια κρίσιμη για την όλη λογική και τελολογική συνοχή, την ισορροπία και την πειστικότητα  της  «μεγάλης  επανεκκίνησης»  αντίφαση.  


Πρόκειται για μια αντίφαση που αφορά την αναγόρευση της πανδημίας στην καταλυτική εκείνη δύναμη που, προς αποφυγή  του  επερχόμενου  χάους, αλλά και θεραπεία των δεινών του παρόντος, αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη αλλαγής καπιταλιστικού παραδείγματος και επιβάλλει την επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας. 

Πιο συγκεκριμένα: Οι συγγραφείς, στηριζόμενοι σε αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοιχεία, επισημαίνουν ότι η πανδημία του Covid-19 εμφανίζει θνητότητα  μόλις  0,4  -  0,5%  και  ότι  οι θάνατοι κατά την περίοδο της συγγραφής του βιβλίου ήταν λιγότεροι από το 0,006% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ κατά την ισπανική γρίπη ανήλθαν στο 2,7%. 

Ωστόσο, σε αντίθεση με την επισήμανση αυτή,  όχι  μόνο  δεν  ασκούν  κριτική στην οδηγήσασα στις βιωνόμενες καταστρεπτικές για την οικονομία, την κοινωνία, το κοινωνικό κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, υπέρμετρες, δυσανάλογες και εν πολλοίς καταστροφικές συνέπειες. 

Πολύ περισσότερο, φαίνεται να τις δικαιολογούν πλήρως ως προερχόμενες από ένα  έκτακτο  γεγονός,  που  προσομοιάζει  προς  παγκόσμιο πόλεμο. Και ναι μεν οι προκληθείσες ανατροπές είναι τέτοιας έντασης και έκτασης που παραπέμπουν σε συνέπειες παγκοσμίου πολέμου. 

Όμως, το γεγονός ότι ένας ιός τόσο μικρής επικινδυνότητας, σε σχέση με εκείνη άλλων ιών στο παρελθόν, όπως ο κορωναϊός, οδηγεί μέσω της συ-γκεκριμένης διαχείρισής του σε  τέτοιες  ανατροπές,  δεν  αποτελεί  απλώς  ένα  πρωτοφανές ιστορικό παράδοξο. 

Πολύ περισσότερο, συνιστά μια   κραυγαλέα   αντίφαση   μεταξύ αιτίου και αιτιατού, πράγμα το οποίο θα απαιτούσε μια πειστική εξήγηση. Αντ’ αυτού, περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα τις προ-καλούμενες από τη διαχείριση του ιού ανατροπές και τους προδιαγραφόμενους  για  το  μέλλον  κινδύνους  πλήρους  αποσταθεροποίησης,   θεώρησαν  τον  Covid-19  ως  τον  καταλύτη για την προώθηση και επιτάχυνση της «μεγάλης επανεκκίνησης», η οποία πέπρωται όχι μόνο να προσδώσει «κοινωνικό πρόσωπο» στον, επί του παρόντος κυριαρχούμενο από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καπιταλι-σμό. Πολύ περισσότερο, θεωρούμενου  προφανώς  του  καπιταλισμού ως του τελειότερου οικονομικοπολιτικού συστήματος, παρά τις οφθαλμοφανείς και βιωνόμενες κατά τρόπο οδυνηρό αδυναμίες του, και συνακόλουθα ως «του τέλους του κόσμου», εκφράζουν την  αισιοδοξία  τους  για  τη  δυνατότητα σχεδιασμού και εφαρμογής ενός πιο συνεκτικού, βιώσιμου, δίκαιου και πράσινου μοντέλου.

 

Η αχίλλειος πτέρνα του υποστηριζόμενου μοντέλου.

 Βεβαίως το γεγονός ότι το, περιλαμβανόμενο στο βιβλίο των Schwab ‒ Malleret μανιφέστο για ένα βελτιωμένο καπιταλιστικό μοντέλο διακηρύσσεται από έναν «ορκισμένο» εκπρόσωπο της παγκόσμιας καπιταλιστικής-επιχειρηματικής ελευθερίας και απευθύνεται σε ένα αυστηρά επιλεγμένο ακροατήριο, όπου κυριαρχούν βασικά οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως π.χ. ο Jamie Demon, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan καθώς  και  διευθυντικά  στελέχη  πλανητικά δρώντων πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων (Facebook, Amazon, Uber κ.ά.), είναι εύλογο να προκαλεί σοβαρούς ενδοιασμούς για την ειλικρίνεια, τα κίνητρα και τις πραγματικές στοχεύσεις του όλου «εναλλακτικού σχεδιασμού».

Πολλώ μάλλον όταν είναι γνωστή η «ιδεοληπτική εμμονή» του Schwab στον «κοσμοσωτήριο ρόλο» της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Ανεξαρτήτως  πάντως  των  πραγματικών  κινήτρων  και  στοχεύσε-ων  του  ιδεολογικοπολιτικού  και  φιλοσοφικού  credo  του  Schwab  δεν μπορεί παρά να διαφωνεί ριζικά όποιος, όπως και ο γράφων, φρονεί ότι οι κίνδυνοι και τα δεινά του σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν δομικά χωρίς την αμφισβήτηση και υπέρβαση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς τον απεγκλωβισμό της τεχνοεπιστήμης από τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής. 

Υπό την οπτική αυτή γωνία, η όποια «νέα κοινωνική συμφωνία», εφόσον καταστεί  δυνατή,  δεν  μπορεί  παρά  να  έχει  συγκυριακό,  προσωρινό  χαρακτήρα. Τούτο, δε, καθώς θα τελεί υπό τη μόνιμη αίρεση της μη επέλευσης μιας νέας «κατάστασης εξαίρεσης», προσδιοριζόμενης από τις ανάγκες και τα προτάγματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. 

Πολλώ δε μάλλον εφόσον ο κίνδυνος κατάρρευσής του, το επιτάσσει. Αν δε ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο της συχνής επανάληψης πολλώ δεν μάλλον της διαδοχικότητας εμφάνισης των διαφόρων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, οικονομικής, υγειονομικής ή οικολογικής υφής, καθώς και άλλων πολύ σοβαρών απειλών, όπως η τρομοκρατία και ο πόλεμος, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι η πλήρωση της αίρεσης από πιθανό εξαιρετικό ενδεχόμενο τείνει να μετατραπεί σε «δαμόκλειος σπάθη», που απειλεί να  καταπέσει  ανά  πάσα  στιγμή. 

Άλλωστε το ιστορικό προηγούμενο της τύχης του φορντικού-κεϋνσιανικού  μοντέλου  και  ο  ρόλος  της  μικροηλεκτρονικής τεχνολογίας στη μετάβαση στο μεταφορντισμό και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποτελεί αψευδή μαρτυρία για του λόγου το αληθές. Ωστόσο, πέρα από ωραιοποιήσεις, αποκρύψεις, ψευδαισθήσεις, οπισθοβουλίες και ιδεοληπτικές εμμονές, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή, πολλώ μάλλον, να απαξιωθεί, η συμβολή της «μεγάλης επανεκκίνησης» στην άκρως επίκαιρη συζήτηση για την αντιμετώπιση των δεινών που προ-κάλεσε στην εργασία, την κοινωνία, τη δημοκρατία και το περιβάλλον ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. 

Τούτο, δε, καθώς, α) υιοθετώντας βασικά τα κύρια επιχειρήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα οποία δεν προβάλλονται μόνο, όπως  ήδη  σημειώθηκε,  από  τους  αρνητές  του  καπιταλισμού,  καταφέρει σε αυτή ένα συντριπτικό πλήγμα, αν όχι τη χαριστική βολή, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον ψευδεπίγραφο, αντιιστορικό χαρακτήρα του διαβόητου θατσερικού δόγματος ΤΙΝΑ και β) αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία, τις αντιφάσεις, τις παγίδες, τις ωραιοποιήσεις και τελικά τα εγγενή πεπερασμένα όρια ενός, άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες  δυσχερέστατου,  αν  όχι  ανέφικτου, πάντως δε θνησιγενούς από τη φύση του, εγχειρήματος.

 

Το «τρίλημμα της παγκοσμιοποίησης».

Βεβαίως, μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος της οραματιζόμενης νέας «κοινωνικής συμφωνίας» είναι η εφαρμογή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μια, τουλάχιστον κατ’ επίφαση, πολιτικά νομιμοποιημένη παγκόσμια διακυβέρνηση, της οποίας πραγματικό στήριγμα θα είναι η επίτευξη ενός στοιχειώδους consensus των βασικών, οικονομικών και γεωπολιτικών, ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, δηλαδή βασικά Κίνας, ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσίας. 


Όπως το πρωτόγνωρο, λαμβάνων ψυχονευρωσική διάσταση, μένος, πρωτίστως των ΗΠΑ, αλλά και της ΕΕ κατά της Ρωσίας και της Κίνας καθιστά  κατά  τρόπον  δραματικό  και απειλητικό για την παγκόσμια ειρήνη μια τέτοια συναίνεση, και θα είναι πιθανότατα για μακρό χρονικό διάστημα, αδιανόητη. Ίσως δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ενδοκαπιταλιστικός  αυτός,  προσομοιάζων  με πόλεμο, ανταγωνισμός αφορά δυνάμεις που ανήκουν σε διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή αφενός μεν του «δημοκρατικού καπιταλισμού» (ΗΠΑ, ΕΕ), στο πλαίσιο του οποίου πάντως οξύνεται το κοινωνικό ζήτημα και εντείνεται η  κρίση  στη  σχέση  καπιταλισμού  και δημοκρατίας, αφετέρου δε του «αυταρχικού κρατικο-νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» (βασικά Κίνα, αλλά και Ρωσία). 

Έτσι φαίνεται να περιορίζεται από τα πράγματα το πεδίο δοκιμαστικής, έστω, εφαρμογής του επίμαχου μοντέλου  στον  χώρο  του  δυτικότροπου «δημοκρατικού καπιταλισμού», ιδίως δε στις χώρες όπου, παρά  τη  διάβρωσή  τους  από  τη  νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εξακολουθεί, έστω παραπαίοντας και καρκινοβατώντας, ο καπιταλισμός  να  διατηρεί  στοιχειώδη  δημοκρατικά, κοινωνικοκρατικά και δικαιοκρατικά στοιχεία, όπως είναι κυρίως οι χώρες της Ευρώπης. 

Αν δε εξαιρέσει κανείς ορισμένους υπερεθνικούς συνασπισμούς κρατών, όπως βασικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, που καίτοι δεν έχουν αποκτήσει τη μορφή  μιας  Κοινοπολιτείας,  δια-θέτουν  τους  βασικούς  θεσμικούς  μηχανισμούς  για  τη  διαμόρφωση  μιας  βασικά  κοινής  και  ομοιογενούς  οικονομικής  και  μέχρις  ένα  βαθμό νομισματικής πολιτικής, η επίμαχη   «κοινωνική   συμφωνία»   έχει ως πεδίο εφαρμογής βασικά το εθνικό κράτος, λαμβανομένων υπ’ όψη των επιμέρους ιστορικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του, κυρίως όμως του τρόπου οργάνωσης του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά εργασίας. 


Η  δημοκρατική  οργάνωση  και  η  αναγνώριση θεμελιωδών κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, παρά  την  προϊούσα  αφυδάτωσή  τους, αποτελούν θεωρητικά πρόσφορο έδαφος για την επίτευξη της επίμαχης συμφωνίας. 

Σημειωτέον εξάλλου  ότι  η  πανδημία  ανέδειξε  τον κρίσιμο αναντικατάστατο ρόλο του παρεμβατικού στην οικονομία και κοινωνία εθνικού κράτους. Πάντως, ως αναγκαία κοινά σε κάθε συμφωνία στοιχεία θεωρούνται οι βασικές συνιστώσες της κοινωνικής  και  εργασιακής  προστασίας.  

Εξάλλου,  στον  προσδιορισμό  του  περιεχομένου της συμφωνίας δεν πρέπει να παρακαμφθεί η γνώμη της  νέας  γενιάς,  που  έχει  πληγεί  με ιδιαίτερη σφοδρότητα από την πανδημία. Αναφερόμενοι,  εξάλλου,  οι  συγγραφείς  στον  κρίσιμο  τομέα  των  γεωπολιτικών ανατροπών, θεωρούν ότι τέσσερα είναι τα κύρια προβλήματα τα οποία θα δεσπόσουν κατά την  «παγκόσμια  αταξία»  που  θα  επικρατήσει κατά την μετακορωναϊκή περίοδο: Η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, η έλλειψη μιας παγκόσμιας πολιτικής τάξης πραγμάτων, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας και η τύχη των ασθενικών και φυτοζωούντων κρατών. 

Στο πλαίσιο των προδιαγραφομένων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και υπό τον φόβο ενίσχυσης του εθνικισμού, λόγω της επιστροφής του εθνικού κράτους κατά την πανδημία, ανασύρουν το περίφημο «τρίλημμα της παγκοσμι-οποίησης» του Dani Rodricks (The Globalization Paradox, 2012). 

Σύμφωνα με αυτό, επειδή η συνύπαρξη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης με την πολιτική δημοκρατία και το εθνικό  κράτος  δεν  είναι  δυνατή,  πρέπει να επιλεγεί το ζεύγος των λημμάτων που μπορούν να συνυπάρξουν. 

Η αποτροπή ανόδου του εθνικισμού (φαινόμενα Brexit και τραμπισμού) συνηγορεί, κατά τους συγγραφείς, υπέρ της απώθησης (υποχώρησης) της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. 

Από την άλλη όμως πλευρά, όπως δείχνει η περίπτωση της ΕΕ (οικονομική ολοκλήρωση = παγκοσμιο-ποίηση), η υποχώρηση αφορά κατά κύριο λόγο το εθνικό κράτος. Πολλώ μάλλον καθώς επειδή απουσιάζει μια συντεταγμένη πολιτική υπόσταση, μια ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία, διατηρείται,  αν  δεν  διευρύνεται,  το   δημοκρατικό   ευρωενωσιακό   έλλειμμα. 

Από  την  άλλη  πλευρά  δεν  πρέπει  να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι Schwab-Malleret   διακηρύσσουν   τη «μεγάλη επανεκκίνηση» όχι ως υπέρβαση, αλλά ως βελτίωση του ισχύοντος καπιταλιστικού μοντέλου. Ο  δε  προτεινόμενος  stakeholder  καπιταλισμός και η σχετική κοινωνική συμφωνία παραπέμπουν σε μια νέα μορφή «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» προσαρμοζόμενης στις ανάγκες του ψηφιακού καπιταλισμού, με έμφαση στην προστασία της υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος και με εμφανείς πάντως τις τάσεις ενός «πατερναλιστικού ολοκληρωτισμού», με κυρίαρχο το στοιχείο  της  διάχυτης,  κρατικής,  ιδίως δε της σε μεγάλο βαθμό συναι-νετικής και ιδιωτικής επιτήρησης.

                                                                                                                        Συνεχίζεται                                   

  * Ο Δημήτρης Α. Τραυλός – Τζανετάτος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα

    ΠΗΓΗ : Δρόμος της Αριστεράς, Σάββατο 10 Απριλίου 2021

 

Η «μεγάλη επανεκκίνηση»: Ο καπιταλισμός σε κρίσιμο σταυροδρόμι 1

 

Καπιταλιστική κρίση και ψηφιακή ανασυγκρότηση.


του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου *


Όπως είναι γνωστό, η τρίτη βιομηχανική     επανάσταση     της  πληροφορικής  και  της  μικροηλεκτρονικής    τεχνολογίας  απετέλεσε  το  όχημα  της, επιβαλλόμενης από την ανάγκη  αντιμετώπισης  της  οικονομικής-ενεργειακής κρίσης  της  δεκαετίας  του  ’70,   ανασυγκρότησης   του   ισχύοντος    καπιταλιστικού    παραδείγματος.  Έτσι,  μετά  από μια ένδοξη 30ετία κυριαρχίας  του  φορντισμού  και  του κεϋνσιανισμού, πραγματοποιήθηκε η φυγή προς το μοντέλο του μεταφορντισμού και τη μετάβαση σ’ ένα σύστημα ευέλικτης συσσώρευσης και  παγκοσμιοποίησης  του  κεφαλαίου. 

Οι στηριχθείσες βασικά στην ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιοποίησης νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της επιχείρησης (λιτή παραγωγή, νεοτεϋλορισμός, αποκέντρωση, διαδικτυοποίηση), σε συνδυασμό με τις πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας και  διαδοχικών  απορρυθμίσεων των σχέσεων εργασίας, προσέδωσαν  στο  νέο  αυτό,  πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς και του ανταγωνισμού, καπιταλιστικό παράδειγμα μια δυναμική σταθερότητας και ευεξίας. Η δε κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση και ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο το υφέρπον, εγγενές στο καπιταλιστικό σύστημα, στοιχείο της κρίσης, ύστερα από τέσσερις περίπου δεκαετίες ηρεμίας και ενίσχυσης της εικόνας της «νεοφιλελεύθερης ουτοπίας», έδωσε τον αναμενόμενο ισχυρό «τεκτονικό σεισμό» με το δημιουργηθέν τσουνάμι να κτυπά με σφοδρότητα την παγκόσμια οικονομία.

Ως πυροκροτητής λειτούργησε η  κατάρρευση  της  Lehman  Brothers.  Τα  δε  προηγηθέντα ωστικά κύματα έπληξαν όλη την υφήλιο. Οι μετέπειτα οικονομικές εξελίξεις, παρά την επιτευχθείσα καχεκτική ανάκαμψη, δεν έπαυσαν να βρίσκονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη  μιας  νέας  κρίσης.  Η  δυσμενής  αυτή  προοπτική  συνδέεται   άρρηκτα   με   το   γεγονός  ότι  η  αντιμετώπιση  της  κρίσης  ακολούθησε,  μάλιστα επί το φανατικότερον,  την  αποτυχημένη  νεοφιλελεύθερη   συνταγή   της   μονόπλευρης λιτότητας, της αποδιάρθρωσης των σχέσεων εργασίας και του κοινωνικού κράτους και της χρεοδουλοπαροικίας. Η δε αξιοποίηση των αναπτυσσόμενων στο πλαίσιο της  τέταρτης  βιομηχανικής  επανάστασης νέων ανατρεπτικών τεχνολογιών, ιδίως δε της έκρηξης της ψηφιοποίησης, ακολούθησε μια, στρατευμένη σχεδόν αποκλειστικά στα κε-λεύσματα και τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και αναπαραγωγής, τροχιά, όπως  ακριβώς  συνέβη  και  κατά την αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι στο παραδοσιακό instrumentarium της απορρύθμισης προστέθηκαν «καινοτόμα μέσα», όπως π.χ. ο ψηφιακός νεοτεϋλορισμός, η κινητή τηλεργασία, το    crowdworking,    κ.λπ.    

Αποτέλεσμα  της  πολιτικής  αυτής   αντιμετώπισης   της   κρίσης και συνέχισης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής υπήρξε η διεύρυνση του χάσματος πλούσιων και φτωχών,  η  αποκόμιση  των  οφελών  της  ψηφιοποίησης  και  των  νέων  τεχνολογιών  σχεδόν   αποκλειστικά   από   το   κεφάλαιο,   η   προϊούσα   αύξηση    της    τεχνολογικής    ανεργίας και τελικά η όξυνση του «κοινωνικού ζητήματος» με αυξανόμενο τον ρόλο του «ψηφιακού προλεταριάτου» ή, ευρύτερα «ψηφιακού πρεκαριάτου» (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική  επανάσταση»,  2019,  σ. 139 επ.).

Ωστόσο η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στο κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο, παρά τα πλήγματα που έχει υποστεί, κυρίως σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά όχι μόνο, παρά τις εμφανείς, συχνά υπονομευτικές της ίδιας της πορείας του, αδυναμίες, παρά την κριτική, συχνά προερχόμενη και από το εσωτερικό του συστήματος, και παρά τις όποιες μικροαποκλίσεις,  ψιμυθιώσεις  και  ψευδαισθήσεις εξακολουθεί να καθοδηγεί και να διαμορφώνει την μακροοικονομική και μικροοικονομική πολιτική σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. 


Υπό αυτές τις δυσοίωνες για το μέλλον της εργασίας και την πορεία της ανθρωπότητας γενικότερα συνθήκες, το κρίσιμο ερώτημα, αν και κατά πόσο είναι δυνατή η συνύπαρξη δημοκρατίας και καπιταλισμού, που, με αφορμή την βαθιά δομική κρίση που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι τα τελευταία χρόνια αντικείμενο ζωηρής συζήτησης, αποκτά δραματική επικαιρότητα (βλ. ενδεικτικά W. Streeck, «Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός;», 2019). Αξίζει να σημειωθεί στη θέση αυτή ότι ήδη από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας το ισχύον καπιταλιστικό μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, πέραν από την αυστηρή κριτική των αρνητών του καπιταλιστικού συστήματος,  δέχεται  συντονισμένα  πυρά από μια σειρά διακεκριμένων οικονομολόγων, φίλα προσκείμενων στο καπιταλιστικό σύστημα (S. Rifkin, R. Reich, J. Stiglitz, T. Piketty, κ.ά.).  

Υπογραμμίζεται  δε  η  επιτακτική ανάγκη αλλαγής πορείας προς ένα νέο παράδειγμα με κοινωνικό πρόσημο. Διαφορετικά, όπως επισημαίνουν, αν δεν ληφθούν μέτρα ανάσχεσης των δραματικών κοινωνικών ανισοτήτων και περιορισμού  του  χάσματος  πλούσιων και φτωχών, υπάρχει ο κίνδυνος μιας κοινωνικής ανάφλεξης, απειλητικής της ίδιας της υπόστασης του καπιταλιστικού συστήματος. Μέτρα αντιμετώπισης των ανισοτήτων και της τεχνολογικής ανεργίας, όπως η δημιουργία ενός  «παγκόσμιου  βασικού  εισοδήματος», ενός «παγκόσμιου βασικού μερίσματος» (B. Gates, Βαρουφάκης) και ενός  «κοινωνικού  κεφαλαί-ου εις είδος» (Ρομπόλης), το «άνευ όρων ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (A. Hermann) αποτελούν ήδη αντικείμενο συζήτησης, πολιτικής δικαίου αλλά και κριτικής (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική  επανάσταση»,  2019, σ. 109 επ. και τις εκεί παραπομπές).

 

Το τεχνοκρατικό αφήγημα του K. Schwab

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας 2010 καλλιεργείται, σχεδόν εμμονικά και με ιεραποστολικό πάθος, η προσδοκία ότι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, ως δήθεν οικονομικοπολιτικά ουδέτερο μέγεθος, δίκην ιστορικής νομοτελειακής αναγκαιότητας, παρά τις όποιες αρνητικές της όψεις, οδηγεί  προς  ένα  καλλίτερο,  δικαιότερο  και  ανθρωπινότερο   κόσμο.   Σταθμό   στην   καλλιέργεια   της   ευοίωνης   αυτής, στηριζόμενης σε μια «νεοκαπιταλιστική τεχνοουτοπία», προοπτικής, απετέλεσε η οργανωθείσα από το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» στο Νταβός το 2016 συνάντηση της παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και επιστημονικής ελίτ των θιασωτών και απολογητών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, χωρίς να λείπουν βεβαίως και αυστηρά επιλεγμένοι εκπρόσωποι κοινωνικών  και  μη  κυβερνητικών  οργανώσεων.  

Την  πρωτοβουλία αυτή ανέλαβε να υλοποιήσει ο ιδρυτής του Φόρουμ K. Schwab, οι θέσεις του οποίου κυριάρχησαν στη σχετική συζήτηση και περιελήφθησαν σε σχετικό βιβλίο με τίτλο «Die vierte industrielle Revolution», 2016. Όπως τονίζεται  χαρακτηριστικά,  «η  επανάσταση αυτή, που στηρίζεται στην τρίτη ψηφιακή βιομηχανική    επανάσταση,    χαρακτηρίζεται  από  τη  συνεύρεση του φυσικού, ψηφιακού και βιολογικού κόσμου με τρόπον που θα μεταβάλει ριζικά την ανθρωπότητα.» [...] 

«Πρόκειται για μια παγκόσμια επανάσταση που θα προκαλέσει την αναδιαμόρφωση των συστημάτων σε πολλούς τομείς. Η επανάσταση αυτή θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες ανάπτυξης  και  προόδου  σε  πολλούς τομείς. Ωστόσο θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιθωριοποίηση ορισμένων ομάδων, να οξύνει την ανισότητα, να απειλήσει την ασφάλεια και να υπονομεύσει τις ανθρώπινες σχέσεις». 

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον όσο και εντόνως αμφιλεγόμενο βιβλίο, με το οποίο επιχειρείται με τρόπο συστηματικό και συγκροτημένο, παρά τους ομολογούμενους από τον συγγραφέα σοβαρούς δυνητικούς κινδύνους, η ανάδειξη της καταλυτικής σημασίας της, χαρακτηριζόμενης από μια πρωτόγνωρη εκθετική δυναμική, τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης για την πορεία της ανθρωπότητας και το μέλλον του πλανήτη. Εντελώς επιγραμματικά πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν από την περιγραφή των επιτευγμάτων και των προδιαγραφόμενων  εξελίξεων  και  την αναφορά των δυνητικών κινδύνων, αναδεικνύεται μια εργώδης, βασικά γενικόλογη και ηθικολογικού χαρακτήρα, προσπάθεια συγκρότησης ενός, στηριζόμενου στην, εμφανιζόμενη ως οικονομικοπολιτικά ουδέτερη, επιστημονικοτεχνική   επανάσταση   αφηγήματος.  

Ωστόσο  είναι  εμφανής  η  απουσία  συγκεκριμένων  προτάσεων  για  τον  τρόπο  και τα μέσα μετάβασης στο νέο, καλλίτερο κόσμο, αλλά και για τη βασική δομή και τους κανόνες λειτουργίας του οικονομικοπολιτικού συστήματος στη νέα εποχή. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζονται βεβαίως ορισμένες αρνητικές όψεις και παρενέργειες της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, όπως  π.χ.  η  διακινδύνευση  ιδιωτικής σφαίρας, η αύξηση  τεχνολογικής  ανεργίας,  η όξυνση ανισότητας, κ.λπ. 

Ωστόσο, παρά τις αρνητικές αυτές πλευρές, που κατά τον συγγραφέα πρέπει και μπορούν  να  αντιμετωπιστούν,  η στηριζόμενη στη δημιουργική  συνεύρεση  ψηφιακού,  φυσικού και βιολογικού κόσμου, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, υπόσχεται στην ανθρωπότητα τη μετάβαση σε ένα νέο «θαυμαστό κόσμο». Τελικά, οι περιλαμβανόμενες στο   προαναφερθέν   βιβλίο   αναπτύξεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα μανιφέστο του υπό μια δυναμική αναδιάρθρωσης   τελούντος   ψηφιακού καπιταλισμού, ως ένα ευαγγέλιο μιας «νεοκαπιταλιστικής τεχνοουτοπίας», η οποία, δίκην δήθεν ιστορικής νομοτέλειας, υπόσχεται την μετάβαση (ή την επάνοδο;) της ανθρωπότητας στην εποχή «του χρυσού γένους» (Ησίοδος).Μερικά χρόνια αργότερα ο K. Schwab σε συνεργασία με μια σειρά ειδικών επιστημόνων, συμμετεχόντων στο Παγκόσμιο   Οικονομικό   Φόρουμ,   επανέλαβε   την   πίστη   του   στον   «σωτηριολογικό»   και   συνάμα «εσχατολογικό» ρόλο της  τέταρτης  βιομηχανικής  επανάστασης με την έκδοση ενός νέου βιβλίου με τον τίτλο «Die Zukunft der vierten industriellen Revolution», 2019 (η αρχική αγγλική έκδοση έγινε το 2018). 


Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η αποσαφήνιση και η συμπλήρωση των περιεχομένων στο πρώτο του βιβλίο θέσεων, η συγκεκριμενοποίηση του «νέου αφηγήματος». Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ειδικότερη και αναλυτικότερη αναφορά στις προκλήσεις των νέων τεχνολογιών και την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισής τους. Σ’ αυτές συγκαταλέγει βασικά την δίκαιη κατανομή των ωφελειών της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, την αντιμετώπιση της εξωτερίκευσης  των  προκαλούμενων κινδύνων και βλαβών, τη διασφάλιση του ανθρωποκεντρικού αξιακού προσανατολισμού της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών. Παράλληλα υπογραμμίζει την ανάγκη διαμόρφωσης μιας «νέας ηγεσίας», ικανής να συγκεκριμενοποιήσει το νέο αφήγημα και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους συστημικούς κινδύνους. Αναφέρει δε τους κανόνες που θεωρεί αναγκαίους  για  την  υλοποίηση  του  όλου   εγχειρήματος.  

Όπως   τονίζει χαρακτηριστικά, «για την στοχευμένη αξιοποίηση των θετικών αποτελεσμάτων της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν πρέπει να θεωρούμε τις νέες τεχνολογίες ούτε ως “απλά εργαλεία”, τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, ούτε ως εξωγενείς δυνάμεις, οι οποίες δεν μπορούν να ποδηγετηθούν. Αντ’ αυτών οφείλουμε να κατανοήσουμε πως και που θα καταστεί δυνατή η διοχέτευση στις νέες τεχνολογίες των ανθρώπινων αξιών και η διαμόρφωσή τους, έτσι ώστε να είναι ταγμένες στην προαγωγή του γενικού καλού, της οικολογικής ευθύνης και της ανθρώπινης αξίας». 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «όραμα» του Schwab για την οδηγούσα προς τη «σωτηρία της ανθρωπότητας» επαναστατική δυναμική της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, εντός βεβαίως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που ο Schwab θεωρεί δεδομένο και αναντικατάστατο, καθίσταται πιο συγκεκριμένο, καλλίτερα οργανωμένο, πιο ενδιαφέρον, ίσως και «ελκυστικό». Ωστόσο, κυριαρχούμενο από έναν έντονο υποκειμενισμό, ωσμωμένο με έναν βολουνταριστικό ντετερμινισμό, είτε αγνοεί είτε παραβλέπει είτε και αποσιωπά τις τρέχουσες, δυστοπικές οικονομικοπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις, ωραιοποιώντας και παραποιώντας την πραγματικότητα. 

Έτσι ο όλος σχεδιασμός, οι σχετικές αναπτύξεις και προτάσεις που συγκροτούν το αφήγημα αυτό,  αν δεν συγκαλύπτουν εντέχνως την πραγματικότητα, πάντως κινούνται σε θεωρητικό, βασικά ηθικοφιλοσοφικό επίπεδο, αποτελώντας έτσι απλές διακηρύξεις και ευχές για το δέον γενέσθαι, μετατρέποντας την επιθυμία σε πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά ο «έρωτας» του Schwab για τον    «θαυματουργό    ρόλο»    της  τέταρτης  βιομηχανικής  επανάστασης και τη διαμορφωνόμενη σχέση ανθρώπου και τεχνολογίας τον ωθεί, αν όχι στην υιοθέτηση, πάντως στη  θεώρηση  ως  οιονεί  αυτονόητων και αναπόδραστων εξελίξεων, που προκαλούν ή και εντείνουν τους φόβους για μια επερχόμενη «τεχνοδυστοπία». 

Έτσι είναι ενδεικτικό της θέσης  του  έναντι  των  νέων  τεχνολογιών ότι, εκκινώντας από την παρατήρηση ότι «τα έξυπνα τηλέφωνα έχουν γίνει επέκταση του είναι μας», θεωρεί ως αυτονόητη εξέλιξη ότι «οι σημερινές εξωτερικές συσκευές –από τους φορητούς υπολογιστές μέχρι τα Virtual Reality-Headsets– με σχετική βεβαιότητα  θα  μπορούν  να  εμφυτευτούν στο σώμα και τον εγκέφαλό μας». Εν τω μεταξύ η ανισότητα πλούτου και ισχύος διευρύνεται, η απορρύθμιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνεχίζεται, εμπλουτιζόμενη μάλιστα από τις δυνατότητες υπερευλικτοποίησης που παρέχει η έκρηξη της ψηφιοποίησης, οι πολυεθνικοί τεχνολογικοί γίγαντες αυξάνουν με ταχύτατο ρυθμό τα κέρδη τους και το ισχύον νεοφιλελευθεροκρατούμενο μοντέλο του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού συνεχίζει βασικά την δρομολογημένη από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση πορεία του.

 

Ο Covid-19 ως επιταχυντής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

 Ενώ η παγκόσμια οικονομία δεν είχε συνέλθει ακόμη μετά την  οικονομική  και  χρηματιστηριακή  κρίση  των  ετών  2008-2009, ευρισκόμενη σε μια αργόσυρτη και καχεκτική πορεία ανάκαμψης, ενέσκηψε ο  Covid-19.  Πέραν  από  την  προκληθείσα     υγειονομική     κρίση,  που  έθεσε  σε  δεινή  δοκιμασία τα εθνικά συστήματα υγείας και κατέδειξε για μια ακόμη φορά τις εγγενείς αδυναμίες  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης, η πανδημία κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα τόσο στην παραπαίουσα αστική δημοκρατία όσο και κυρίως στην καρκινοβατούσα παγκόσμια οικονομία  και  την  εργασία,  ανεξαρτήτως της έντασης και έκτασης των επιπτώσεών της στις επιμέρους χώρες. 


Το πλήγμα  αυτό  στις  πιο  αδύναμες  οικονομικά, όπως κυρίως η Ελλάδα, αναμένεται να έχει δραματικές επιπτώσεις. Φαίνεται  δε  ότι  το  επερχόμενο  υφεσιακό τσουνάμι μόνον η Κίνα θα μπορέσει να αποφύγει.  Η  νέα  αυτή  παγκόσμια  πραγματικότητα ήταν επόμενο να οξύνει τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του ψηφιακού καπιταλισμού  και  να  καταδείξει  με  ανάγλυφο  τρόπο  το δύσμορφο αντικοινωνικό πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. 

Εξάλλου το γεγονός ότι η πανδημία  και  η  διαγραφόμενη  μετακορωναϊκή  προοπτική  φαίνεται να διαψεύδουν τις ελπίδες  και  υποσχέσεις  για  την εναλλακτική πορεία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης  και  της  δικαιότερης κατανομής των οφελών της αυτοματοποίησης και να ευνοούν δυνάμεις ρέπουσες σε ολοκληρωτικές πρακτικές (βλ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Covid-19: Προς έναν υγειονομικό ολοκληρωτισμό;», Δρόμος της  Αριστεράς,  2/2/2021,  σ.  12-13), δεν αποθάρρυνε τους θιασώτες του «τεχνοουτοπικού καπιταλισμού». 

Αντιθέτως η, πάντως όχι τόσο «αιφνίδια» και «απροσδόκητη», εμφάνιση του SARS-CoV-2 και η μέσω διαχείρισής του όξυνση των ελλειμμάτων και αντιφάσεων του κρατούντος παγκοσμιοποιημένου, νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ιδίως δε η εκρηκτική διεύρυνση του χάσματος πλούσιων   και   φτωχών,   η   ραγδαία  αύξηση  της  τεχνολογικής ανεργίας και τελικά η διαφαινόμενη πλήρης χρεοκοπία του κρατούντος καπιταλιστικού παραδείγματος τους  παρέσχε  την  ευκαιρία  να καταδείξουν την επιτακτική ανάγκη μετάβασης σε ένα «νέο», απαλλαγμένο από τις αδυναμίες και την «αντικοινωνικότητα» του κρατούντος νεοφιλελευθεροκρατούμενου παραδείγματος, καπιταλιστικό μοντέλο. 

Η τέταρτη βιομηχανική  επανάσταση  και  η  εκρηκτική  ανάπτυξη  των  ανατρεπτικών  τεχνολογιών  καλούνται  έτσι  επειγόντως  και με επιταχυνόμενο ρυθμό να παράσχουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Η προβληματική αυτή αποτελεί αντικείμενο διεξοδικής ανάλυσης στο βιβλίο των K. Schwab και K. Malleret με τίτλο «Covid-19: The  Great  Reset»  ή  «Der  grosse Umbruch» (στη γερμανόγλωσση έκδοση), 2019. Θα αποτελέσει επίσης βασικό θέμα συζήτησης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που λόγω της πανδημίας θα λάβει χώρα τον επόμενο Μάιο στη Σιγκαπούρη. Σημειωτέον πάντως ότι μερικούς μήνες πριν από την εμφάνιση της πανδημίας,  το  ίδρυμα  Bill  και  Melinda  Gates,  το  Πανεπιστήμιο  Johns-Hopking  και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ οργάνωσαν με το όνομα event 201 στη Νέα Υόρκη μια άσκηση με σενάριο μια πανδημία, προκληθείσα στον άνθρωπο από ένα ζώο. 

Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, η 18μηνη πανδημία προκάλεσε 65 εκατομμύρια θανάτους. Με το βιβλίο τους αυτό, που γράφτηκε προφανώς σε χρόνο ρεκόρ,  καθώς  εκδόθηκε  εν  μέσω  του  πρώτου  κύματος  του Covid-19, οι συγγραφείς, αφού επισημάνουν τα προβλήματα και τους κινδύνους του σύγχρονου (καπιταλιστικού) κόσμου, περιγράφουν αναλυτικά τις προκληθείσες από τον ιό  πρωτοφανείς  ανατροπές  της κανονικότητας τόσο σε μακροεπίπεδο   (οικονομία,   κοινωνία,  γεωπολιτική,  οικολογία,  τεχνολογία),  τόσο  σε μικροεπίπεδο (βιομηχανία, επιχειρήσεις,  εργασία)  όσο  και σε προσωπικό επίπεδο. 


Πρόκειται για ανατροπές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διάκριση του ιστορικού χρόνου σε προ και μετά κορωναϊκό. Ενόψει δε αυτών, χωρίς να προτείνουν γενικά εφαρμόσιμες, όπως ισχυρίζονται, συνταγές, διατυπώνουν  εικασίες,  σκέψεις  και  εκτιμήσεις για το πως πρέπει να διαμορφωθεί η νέα μετακορωναϊκή πραγματικότητα ενός συνεκτικότερου, δικαιότερου και φιλικότερου προς το περιβάλλον κόσμου. 

Κεντρικό ρόλο στη μεταβολή αυτή μέλλει  να  διαδραματίσει  η  τέταρτη  βιομηχανική  επανάσταση. Εμπνεόμενοι ίσως από την ελληνική μυθολογία, κατά  την  οποία  ο  Ηρακλής  καλείται να επιλέξει είτε το δρόμο  της  αρετής  είτε  το  δρόμο της κακίας, θεωρούν ότι ο κόσμος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η σωστή επιλογή δεν είναι ο δρόμος του δυστοπικού προκορωναϊκού παρόντος (που όμως, αλλοίμονο, προσδιορίζει τις τρέχουσες εξελίξεις  και  φαίνεται  να  προδιαγράφει και τις μελλοντικές!), αλλά εκείνος που «ελέω κορωναϊού» υπόσχεται τη βελτίωση του ισχύοντος οικονομικοκοινωνικού μοντέλου. 


Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο, ενώ απευθυνόταν αρχικά στο περιορισμένο, αυστηρά επιλεγμένο , ακροατήριο του Davos και τα «δορυφορικά σχήματα», βρίσκεται ως bestseller πλέον, στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης. Στόχος των σκέψε-ων που ακολουθούν δεν είναι βεβαίως μια βιβλιοπαρουσίαση και μάλιστα εκτενής. Απλώς επιδιώκεται ο εστιασμός της προσοχής σε ορισμένα βασικά σημεία των σχετικών αναλύσεων, ιδιαιτέρως δε εκείνες που αφορούν στη διαμόρφωση του νέου καπιταλιστικού πα-ραδείγματος, που αποσκοπεί στην άρση ή απάβλυνση των αδυναμιών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και  στη  λειτουργία  του  ως  μηχανισμού  αποσυμπίεσης  του   σωρευμένου   εκρηκτικού  υλικού  και  αποτροπής  της κοινωνικής έκρηξης (βλ. ήδη τις ενδιαφέρουσες κριτικές σκέψεις Δημητριάδη στο αφιέρωμα «Κωδικός Μεγάλη Επανεκκίνηση», Δρόμος της Αριστεράς, 3/12/2020).

 

Ο νεοφιλελευθερισμός στο «στόχαστρο».

Προς επίρρωση της επιτακτικής ανάγκης επιτάχυνσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του ισχύοντος καπιταλιστικού παραδείγματος, που ανέδειξε με δραματικό τρόπο η πανδημία, οι συγγραφείς περιγράφουν  με  μελανά  χρώματα,  χωρίς ωραιοποιήσεις και περιστροφές, τις χαίνουσες πληγές που έχει προκαλέσει το ισχύον νεοφιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τις οποίες έχει επιδεινώσει δραματικά η πανδημία. 


Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, ένα   εκτεταμένο   αίσθημα   αδικίας, βαθιά γεωπολιτικά χάσματα, πολιτική πόλωση, αυξανόμενα ελλείμματα και χρέη, μια αναποτελεσματική ή ανύπαρκτη πολιτική παγκόσμιας τάξης, ακραίος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, καταστροφή περιβάλλοντος και αυτές είναι μόνο μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, οι οποίες υφίσταντο προ της πανδημίας. 


Η κορωναϊκή κρίση  τις  όξυνε  περισσότερο». Δεν παραλείπουν δε να προειδοποιήσουν ότι, αν το οικονομικοπολιτικό σύστημα δεν αναλάβει επειγόντως την αυτοϊασή του, κινδυνεύει να περιπέσει σε μια κατάσταση χάους και βίας. Όπως είναι εμφανές, η περιγραφή αυτή υιοθετεί όλα τα βασικά στοιχεία της αυστηρής κριτικής που ασκείται κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, κυρίως από αρνητές του καπιταλιστικού συστήματος, όπως ο γράφων, δηλαδή από εκείνους οι οποίοι φρονούν ότι η όποια απάβλυνση των ακροτήτων του ισχύοντος μοντέλου, η όποια βελτίωσή του, θα είναι εμβαλωματικού και προσωρινού χαρακτήρα και, αργά ή γρήγορα, θα έχει την τύχη της «ένδοξης εποχής» του φορντισμού-κεϋνσιανισμού. 


Κατόπιν της δραματικής αυτής έκθεσης των προκαλούμενων από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεινών, δεν πρέπει να εκπλήττει η ρητή και κατηγορηματική αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού από  τους  συγγραφείς,  την  οποία ο Schwab επανέλαβε με κατηγορηματικό τρόπο σε μεταγενέστερη  συνέντευξή  του στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit, Zeit – online, 21/9/2020).Ωστόσο, η καταφατική απάντηση στο ερώτημα των δημοσιογράφων, αν φρονεί ότι η πανδημία έδωσε τη χαριστική βολή στο νεοφιλελευθερισμό, καθώς συνδέεται με τον «αρρύθμιστο» και «αχαλίνωτο» νεοφιλελευθερισμό τύπου  ΗΠΑ  και  Ηνωμένου  Βασιλείου, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο επίμαχο βιβλίο, φαίνεται να διακρίνει μεταξύ «ακραίου» και «ήπιου» νεοφιλελευθερισμού, δηλα-δή,  προφανώς  μεταξύ  σχολής Hayek και Friedman και Ordoliberalismus (Eucken), μεταξύ «ολοκληρωτικής οικονομίας της αγοράς» και «πολιτισμένης οικονομίας της αγοράς» (P. Ulrich, «Zivilisierte Marktwirtschaft», 2010), με άλλα λόγια, μεταξύ «ακραίου» και «μετριοπαθούς», επιτρέποντος  «λελογισμένες»  πα-ρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία, νεοφιλελευθερισμού.

 Ο  εστιασμός  στο  νεοφιλελευθερισμό,    όπως    αυτός    εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είναι τυχαίος. Ο Schwab, γαλουχημένος στη «γερμανική σχολή» του  ορντοφιλελευθερισμού  και  της,  θεμελιωθείσας  θεωρητικά σ’ αυτόν, «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» («Soziale Marktwirtschaft», βλ.   σχετικά   Ptak,   «Vom   Ordoliberalismus zur Sozialer Marktwirtschaft», 2004), δηλαδή ενός μοντέλου «κοινωνικού καπιταλισμού», δεν θα μπορούσε να μην είναι επηρεασμένος από αυτό. 

Βεβαίως, το  μοντέλο  αυτό  βρίσκεται  ακόμη   και   στη   γενέτειρά   του  ήδη  από  τη  δεκαετία  του  ’90,  ιδίως  δε  από  την  περιβόητη Agenda Schröder (Hartz-Konzept), σε τροχιά προϊούσας   απορρύθμισης.   Η συζήτηση με αφορμή την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» είναι ενδεικτική της εξέλιξης αυτής. 

Η ίδια, άλλωστε, τάση απορρύθμισης χαρακτηρίζει και τις οικονομικές πολιτικές της Ε.Ε., παρά τις σχετικές διακηρύξεις (βλ. άρθρο 2 αριθ. 3 Συνθήκης Λισαβώνας),όπως κατέδειξε  η  αντιμετώπιση  της, προκληθείσας από την κατάρρευση   της   Lehman   Brothers, κρίσης. Ιδιαίτερο δε ρόλο στην υλοποίηση των πολιτικών αυτών διαδραματίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. για το ζήτημα αυτό αναλυτικά Zapka, «Soziale Marktwirtschaft in der  Europäischen  Union»,  2019).  Τις  νεοφιλελεύθερες  αυτές, απορρυθμιστικές του κοινωνικού κράτους και των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, τάσεις, απηχεί εξάλλου η στάση της νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων στη χώρα μας, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των ακραίων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών ρυθμίσεων (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Ανώτατα Δικαστήρια και εργασιακές σχέσεις στην εποχή των μνημονίων», 2015).

                                                                                                                   Συνεχίζεται 

Ο Δημήτρης Α. Τραυλός – Τζανετάτος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα


ΠΗΓΗ : Δρόμος της Αριστεράς, Σάββατο 3 Απριλίου 2021