Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία καλωσόρισε με ενθουσιασμό τη
νίκη του φασίστα Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία, ο οποίος ζητά επιστροφή στις
μέρες της δικτατορίας του 1964-85. Ελάχιστοι όμως θυμούνται ότι η Volkswagen
συνεργαζόταν για δεκαετίες με τους πραγματικούς δικτάτορες καταδίδοντας
εργαζομένους της, οι οποίοι στη συνέχεια βασανίζονταν και εκτελούνταν.
«Οι κυβερνήσεις δεν κρίνονται από τα λόγια αλλά από τις
πράξεις τους» έγραψε λίγα 24ωρα μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν στη Βραζιλία ο
Αντρέας Ρένστλερ, από το διοικητικό συμβούλιο της Volkswagen. «Γι’ αυτό»,
συνέχισε, «έχουμε πολλούς λόγους να αισθανόμαστε ασφαλείς». Τα «λόγια», στα
οποία προφανώς αναφερόταν το ανώτατο στέλεχος της γερμανικής
αυτοκινητοβιομηχανίας, ήταν οι προκλητικές τοποθετήσεις του φασίστα προέδρου
της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο – του ανθρώπου που δήλωσε ότι «το λάθος της
δικτατορίας στη Βραζιλία ήταν ότι βασάνιζαν αλλά δεν σκότωναν». Οσο για τις
«πράξεις», είναι το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που θα επιβάλει με τη βοήθεια
πρώην συμβούλων του δικτάτορα Πινοσέτ της Χιλής.
Το κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε στη «Φρανκφούρτερ
Αλγκεμάινε», αποτελεί μια ωδή στις «ευκαιρίες» που ανοίγονται για τη Γερμανία
χάρη στην «επανεκκίνηση» της οικονομίας που θα φέρει ο νέος πρόεδρος της
Βραζιλίας – της χώρας στην οποία καταλήγει το ένα τρίτο των γερμανικών ξένων
επενδύσεων.
Η Volkswagen δεν είναι βέβαια η πρώτη εταιρεία που ερωτεύτηκε
(και) αυτόν τον φασισμό. H Deutsche Bank, εν μέσω της προεκλογικής περιόδου,
χαρακτήρισε «εκλεκτό των αγορών» τον Μπολσονάρο, ο οποίος παρεμπιπτόντως
χρηματοδοτήθηκε από τον Αμπίλιο Ντινίζ, τον δεύτερο βασικότερο μέτοχο των
γαλλικών σούπερ μάρκετ Carrefour. Την ίδια ώρα η καναδική δημόσια τηλεόραση
μιλούσε για τον ενθουσιασμό που επικρατεί μεταξύ των καναδικών εταιρειών
εξορύξεων, ύστερα από τις υποσχέσεις του Μπολσονάρο να ψαλιδίσει τη νομοθεσία
για την προστασία του Αμαζονίου.
Για τη Volkswagen όμως, ο βραζιλιάνικος φασισμός είναι κάτι
περισσότερο από ένα περιστασιακό φλερτ.
Ενας από τους ανθρώπους που το γνώρισαν κυριολεκτικά στο πετσί
τους είναι και ο Λούτσιο Μπελεντάνι, πρώην εργάτης και συνδικαλιστής στο
εργοστάσιο της VW στο Σάο Πάολο. Υστερα από 45 χρόνια βουρκώνει ακόμη όταν
περιγράφει τη νύχτα που η αστυνομία τον συνέλαβε και τον έσπασε στο ξύλο μέσα
στο γραφείο προσωπικού της εταιρείας, παρουσία ανδρών της ασφάλειας της VW.
Ο Λούτσιο Μπελεντάνι την ημέρα που οδηγήθηκε στην Ασφάλεια,
ενώ φορούσε ακόμη τη στολή της VW
Μιλώντας πριν από μερικούς μήνες σε Γερμανούς δημοσιογράφους
του δικτύου ARD, δήλωσε ότι αισθάνεται «τυχερός», παρά το γεγονός ότι στα
κεντρικά της Ασφάλειας του έσπασαν σχεδόν όλα τα δόντια. Αλλοι συνάδελφοί του
πέθαναν κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, τα οποία το στρατιωτικό κατεστημένο
είχε αναγάγει σε «επιστήμη» – κυρίως χάρη στην «τεχνογνωσία» που του προσέφεραν
οι αμερικανικές και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η VW Βραζιλίας είχε στήσει τη δική της εσωτερική «ασφάλεια», η
οποία -σύμφωνα με καταγγελίες- συνεργαζόταν στενά με την αστυνομία και τον
στρατό της χούντας. Επικεφαλής ήταν ένας στρατηγός εν αποστρατεία, ο οποίος
φρόντιζε να τροφοδοτεί την αστυνομία και τον στρατό με στοιχεία συνδικαλιστών
(συμπεριλαμβανομένου και του μετέπειτα προέδρου Λούλα ντα Σίλβα) και
εργαζομένων που απεργούσαν ή διατηρούσαν δεσμούς με το κομμουνιστικό κόμμα.
Συνεργαζόμασταν αρμονικά με τη Volkswagen… Αν αναζητούσαμε
έναν ύποπτο και δεν τον βρίσκαμε, μας βοηθούσαν αμέσως – Χοσέ Μπονκριστιάνο,
επικεφαλής των βασανιστών της χούντας στο Σάο Πάολο
Ακόμη και σήμερα η VW δεν παραδέχεται ότι τα διευθυντικά
στελέχη της γνώριζαν τη συγκεκριμένη πρακτική. Τα ίδια τα στελέχη, όμως, δεν
βοηθούν ιδιαίτερα με τις δηλώσεις τους. «Στη Βραζιλία δεν είχαμε στρατιωτική
δικτατορία» δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του ARD o Τζέισι Μεντόζα, πρώην διευθυντής
του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού στο Σάο Πάολο. «Το κλίμα ήταν πολύ θετικό»,
συμπλήρωσε ο ίδιος, «και μόνο οι αριστεροί ένιωσαν την πίεση που ασκούσε η
στρατιωτική κυβέρνηση. Αυτοί όμως ήθελαν να βυθίσουν τη χώρα στο χάος».
«Προφανώς και είχαμε τις ίδιες επιδιώξεις (με τους δικτάτορες)
αφού θέλαμε να δούμε τη χώρα να πηγαίνει μπροστά» δήλωσε και ο πάλαι ποτέ
πανίσχυρος πρόεδρος του ομίλου της VW, Καρλ Χαν. Οταν μάλιστα η δημοσιογράφος
του ARD τον πίεσε λίγο περισσότερο, της απάντησε προκλητικά ότι ο λόγος για τον
οποίο μπορεί να κάνει τέτοιες ερωτήσεις είναι ότι έχουμε καταντήσει
υπερ-δημοκράτες (überdemokraten).
Ομολογουμένως το επίσημο γραφείο Τύπου της Volkswagen κρατά
πολύ χαμηλότερους τόνους. Δηλώνει ότι συμβάλλει στη διερεύνηση των σχετικών
καταγγελιών και σίγουρα αποφεύγει να χρησιμοποιεί λέξεις που ξεκινούν από…
über. Ισως γιατί θυμάται ότι ένας από τους ανθρώπους που προσέλαβε η θυγατρική
της στη Βραζιλία ήταν και ο διαβόητος λοχαγός των SS, Φραντς Στανγκλ, ο
διοικητής των στρατοπέδων εξόντωσης του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα, που
καταδικάστηκε για τον θάνατο τουλάχιστον 40.000 ανθρώπων. Η Volkswagen αρχικά
υποστήριξε ότι δεν γνώριζε πως ο Στανγκλ ήταν διοικητής σε στρατόπεδα εξόντωσης
(παρά το γεγονός ότι προσελήφθη με το πραγματικό του όνομα και ενώ εκκρεμούσε
σε βάρος του διεθνές ένταλμα σύλληψης). Στη συνέχεια βέβαια η εταιρεία φρόντισε
να του προτείνει τον δικηγόρο που τον εκπροσώπησε (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία)
στο δικαστήριο.
Κανένας φυσικά δεν ισχυρίζεται ότι ο Στανγκλ, εκτός από τις
γνώσεις του ως μηχανικός, προσέφερε στην εταιρεία και κάτι από την
«τεχνογνωσία» των στρατοπέδων εξόντωσης. Είναι όμως βέβαιο ότι χάρη στη χούντα,
η Volkswagen Βραζιλίας απέκτησε το πιο υπάκουο προσωπικό στην ιστορία της… με
εξαίρεση την εποχή που χρησιμοποιούσε κρατούμενους ως σκλάβους για να
κατασκευάζει τα αυτοκίνητα του Χίτλερ.
/info-war.gr