Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η κυβερνητική πρόταση συνταγματικής
αναθεώρησης, η μικροδιαχείριση της πολιτικής συγκυρίας και τα τεράστια θεσμικά
κενά που ανέδειξε η εμπειρία των μνημονίων
Η λέξη «Σύνταγμα» αποτελεί συνεκδοχή
τριών πραγμάτων ταυτόχρονα. Δηλώνει τον θεμελιώδη νόμου του κράτους, το
ιστορικό γεγονός διεκδίκησης του πρώτου συντάγματος της χώρας με την εξέγερση
του 1843 στον χώρο που σήμερα ονομάζεται «Σύνταγμα», και την πλατεία που, στη
συμβολική και χωροταξική της σχέση με τη Βουλή, αποτελεί τη δημόσια, υλική,
σωματική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία τυπικά αποτελεί πηγή όλων των
εξουσιών, όπως δηλώνεται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος.
Το εργαστήριο του
«λαϊκού συντάγματος» του 2011
Πριν από πέντε περίπου χρόνια, τον Μάιο και τον
Ιούνιο του 2011, η πλατεία Συντάγματος, όπως και δεκάδες άλλες πλατείες σε όλη
τη χώρα, φιλοξένησε την πιο μαζική, πολύμορφη, συμμετοχική, αντιφατική, αλλά
και πολιτικά αδιέξοδη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, με άξονα την ψήφιση του
τότε Μεσοπρόθεσμου προγράμματος. Ήταν μια έκρηξη διαμαρτυρίας που είχε
κυριολεκτικά τρομάξει και φέρει σε αμηχανία το πολιτικό σύστημα. Αλλά ήταν και
το εκκολαπτήριο της μετέπειτα εκτόξευσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Τότε, ενώ η
λεγόμενη «πάνω πλατεία», ο χώρος μπροστά από τη Βουλή, ήταν το πεδίο εκτόνωσης
της λαϊκής δυσφορίας για την πλήρη υποταγή των μνημονιακών δυνάμεων στις
απαιτήσεις των δανειστών, η «κάτω πλατεία» μετατράπηκε σε εργαστήριο άμεσης
δημοκρατίας, ζωντανού διαλόγου και απόπειρας να διατυπωθεί ένα «σύνταγμα του
λαού», με ριζοσπαστικές προτάσεις για το πολιτικό σύστημα, την οργάνωση του
κράτους, τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις, τον δημόσιο πλούτο, τα
κοινωνικά αγαθά, τις σχέσεις της χώρας με τους διεθνείς οργανισμούς και,
φυσικά, το ζήτημα του χρέους.
Η διεργασία της «κάτω πλατείας» Συντάγματος, στην
οποία τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, κρατήθηκαν σε απόσταση
ασφαλείας, δεν τελεσφόρησε. Αλλά εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι αυτός που
κεφαλαιοποίησε πολιτικά την υπεραξία αυτής της ιδιότυπης λαϊκής συντακτικής
διαδικασίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η «πριβέ» τελετή και οι προηγούμενες αναθεωρήσεις
Δεν ξέρουμε αν η σκηνοθεσία της προχθεσινής παρουσίασης της κυβερνητικής
πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση πήρε υπόψη αυτή την προϊστορία, οι
συνειρμοί όμως είναι αναπόφευκτοι: σε αντίθεση με τη διεργασία της «κάτω
πλατείας» στο Σύνταγμα που προϋποθέτει πλήθος κι ήταν εξ ορισμού δημόσια και
ανοιχτή , η παρουσίαση έγινε πίσω από το Σύνταγμα, στον προαύλιο χώρο της
Βουλής, ως μια «πριβέ» τελετή με καλεσμένους τα μέλη του κλειστού κλαμπ της
πολιτικής και θεσμικής ελίτ.
Τα συνθήματα σε κόκκινο φόντο, πίσω από τις
δωρικές κολώνες του περιστήλιου -Νέο Σύνταγμα, Νέα Μεταπολίτευση, Νέα Ελλάδα-
απέπνεαν κάτι πατερναλιστικό, που θύμιζε έντονα Καραμανλή του 1974 και
Παπανδρέου του 1981 και υπογράμμιζε την αντίληψη ότι τα ιστορικά ορόσημα δεν
προϋποθέτουν τίποτα άλλο πέραν της βούλησης του ηγέτη.
Διόλου τυχαία, σχεδόν
όλοι οι πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης θέλησαν να συνδέσουν τη θητεία τους ως
σημείο ιστορικής καμπής με μια συνταγματική αναθεώρηση. Παρ’ όλα αυτά, οι τρεις
αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 1974 δεν κατάφεραν παρά να προκαλέσουν μικρές,
ερμηνευτικές και συχνά συγχυτικές «αναπηρίες» σε ένα κείμενο που, αν και προϊόν
συμβιβασμού ανάμεσα στον μεταδικτατορικό αστικό κόσμο και την έντονα
ριζοσπαστικοποιημένη κοινωνία, ήταν ένα από τα πιο προωθημένα συντάγματα της
μεταπολεμικής Ευρώπης.
Πιθανότατα και η τέταρτη αναθεώρηση δεν ξεφεύγει από τα
όρια των τριών προηγουμένων.
Οι κυβερνητικές προτάσεις για την αναθεώρηση σε
γενικές γραμμές είναι περιορισμένες, μάλλον συντηρητικές και σε κάθε περίπτωση
αναντίστοιχες με τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος , του
κρατικού και οικονομικού μοντέλου που εκφράστηκε στα χρόνια των Μνημονίων. Ίσως
το πιο ενδιαφέρον στοιχείο τους είναι η προτεινόμενη διαδικασία αναθεώρησης,
που δανείζεται στοιχεία από το ισλανδικό παράδειγμα μακράς λαϊκής διαβούλευσης
για το νέο Σύνταγμα της Ισλανδίας στη μετά τη χρεοκοπία εποχή.
Ωστόσο, το αν
αυτή η «αμεσοδημοκρατική» διαδικασία θα είναι γνήσια, εξαρτάται και από τη
σύνθεση και τις αρμοδιότητες της οργανωτικής επιτροπής που θα την εγγυηθεί. Τα
όρια και οι αντιφάσεις των 15 προτάσεων Όσον αφορά τις κυβερνητικές προτάσεις
για τους πέντε άξονες και τα δεκαπέντε σημεία αναθεώρησης, επιγραμματικά μπορεί
κανείς να επισημάνει τα εξής:
- Η πρόταση συνταγματικής κατοχύρωσης της απλής
αναλογικής ως έκφρασης της θεμελιώδους διάταξης για την ισότητα των πολιτών
ενώπιον του νόμου έχει νόημα μόνο αν απαγορεύει κάθε καταστρατήγηση αυτής της
αρχής. Η παραβίαση της ισότητας ψήφου με τη διατήρηση ορίων εισόδου στη βουλή,
όπως τώρα με το 3%, αφήνει παράθυρα ακόμη πιο κραυγαλέας φαλκίδευσης με κατά
βούληση αυξομειώσεις του ορίου αυτού. Στην Τουρκία, ως γνωστόν, η νόμιμη
καλπονοθεία έχει όριο το 10%.
- Η εκλογή του Προέδρου από τον λαό, έστω και ως
τρίτη ψηφοφορία, εκ πρώτης όψεως είναι αδιάφορη. Κανένας κανόνας, όμως, δεν
επιβάλει ότι η άμεση εκλογή σημαίνει και μετατροπή του πολιτεύματος σε ελαφρώς
προεδρική δημοκρατία. Η «λελογισμένη αύξηση αρμοδιοτήτων» αποτελεί βαθιά
συντηρητική επιλογή. Πολύ περισσότερο που συνδυάζεται με τη συγκρότηση «ειδικού
γνωμοδοτικού οργάνου» από δικαστές που θα αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας
νόμου. Αυτό, άραγε, δεν υπάγεται στην «τεχνοκρατική ιδεολογία», στην οποία ο
πρωθυπουργός αποδίδει την «ήττα της μεταπολίτευσης»;.
- Η «εποικοδομητική ψήφος
δυσπιστίας», δηλαδή πρόταση μομφής που συνοδεύεται από πρόταση νέου
πρωθυπουργού αποτελεί κλασική φιλελεύθερη προσέγγιση κατά την οποία η
«κατάχρηση» της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία πρέπει να αποφεύγεται και να
δίνονται εκ των ενόντων λύσεις διακυβέρνησης. Ορθά προτείνεται ότι ο
πρωθυπουργός πρέπει να είναι αιρετός, παράδοξη είναι όμως η πρόταση για «κόφτη»
οκτώ ετών στη θητεία βουλευτή. Αντιθέτως, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να
αναζητηθούν δυνατότητες ανάκλησης βουλευτή όταν θεωρείται ότι παραβιάζει την
εντολή του. Η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας ακούγεται αυτονόητη, αλλά
απαιτούνται πολλές δικλίδες ασφαλείας για να μην εξελιχθεί σε μηχανισμό ομηρίας
των βουλευτών από ορατές και αόρατες εξουσίες.
- Τα δημοψηφίσματα είναι μια
δοκιμασμένη διαδικασία άμεσης δημοκρατίας, αρκεί να έχουν δεσμευτικό και όχι
γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Προφανώς πρέπει να είναι υποχρεωτικά όταν πρόκειται για
συνθήκες που εκχωρούν κρατική κυριαρχία, αλλά το μείζον ερώτημα είναι πώς θα
αποφευχθεί η δια του συντάγματος κατοχύρωση της ήδη εκχωρημένης κυριαρχίας,
μέσω Μνημονίων και ευρωπαϊκών συνθηκών. Αίφνης, για ποιο λόγο εξαιρούνται από
τα δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας οι «δημοσιονομικοί νόμοι», πρακτικά κάθε
νομοθέτημα που πηγάζει από τα μνημόνια ή από τη δημοσιονομική επικυριαρχία της
Ε.Ε.;
- Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών είναι μια «ασπιρίνη»
για το μείζον πρόβλημα, την ιδιωτικοποίηση των πιο ζωτικών, επιτελικών
λειτουργιών του κράτους, ιδιαίτερα στο πεδίο της ρύθμισης των αγορών ή στην
κραυγαλέα περίπτωση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Μια αληθινά
δημοκρατική μεταρρύθμιση θα ήταν ο δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος αυτών των
λειτουργιών του κράτους.
- Η διακήρυξη της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του
κράτους δεν έχει το παραμικρό αντίκρισμα χωρίς τον σαφή διαχωρισμό κράτους και
εκκλησίας. Η κυβέρνηση παραιτείται απ’ αυτόν τον στοιχειώδη εκσυγχρονισμό,
δεδομένο εδώ και δεκαετίες στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου.
- Η πρόταση
για ρητή απαγόρευση της άρσης του δημοσίου ελέγχου στο νερό και στην ενέργεια,
θα ήταν ευπρόσδεκτη αν δεν βρισκόταν σε κραυγαλέα αντίφαση με την
ιδιωτικοποίηση του… σύμπαντος μέσω του τρίτου Μνημονίου.
Αλλά μια βαθιά
δημοκρατική συνταγματική μεταρρύθμιση θα είχε νόημα να προσδιορίζει από την
αρχή το σύνολο των δημοσίων και κοινών αγαθών που απαγορεύεται να φεύγουν από
τον δημόσιο έλεγχο, από τον αιγιαλό μέχρι τα δίκτυα μεταφορών, και από το
ψηφιακό φάσμα μέχρι τον ορυκτό πλούτο. Θα έπρεπε, επίσης, να ξαναπροσδιορίσει
τις έννοιες του δημοσίου συμφέροντος και της κοινής ωφέλειας, τόσο βάναυσα
τραυματισμένες στην εποχή της τραπεζοκρατίας, της χρεοκρατίας και της
κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
- Τέλος, η συνταγματική κατοχύρωση
της ελευθερίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως μοναδικού μέσου προσδιορισμού
του μισθού ακούγεται ενδιαφέρουσα, αν και έχει προφανώς αμυντικό χαρακτήρα
ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης. Στην πραγματικότητα προσθέτει μόνο ένα
ερμηνευτικό στοιχείο στην ήδη ισχύουσα και επαρκή συνταγματική διάταξη (άρθρο
22, παρ. 2), που έχει παραβιαστεί από τις μνημονιακές διατάξεις. Ίσως μάλιστα
δημιουργήσει ανάγκες λεπτομερούς προσδιορισμού του τι άλλο πρέπει να ρυθμίζουν
οι ΣΣΕ, προκειμένου να αποφευχθούν ερμηνείες ασφυκτικού περιορισμού του
περιεχομένου τους.
Συνολικά, η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση αφήνει
ανέγγιχτα τα τεράστια ζητήματα που ανέδειξε η εμπειρία των Μνημονίων και
αφορούν μεταξύ άλλων:
τα συνταγματικά όρια στους περιορισμούς της κρατικής
κυριαρχίας έναντι διεθνών οργανισμών και, πολύ περισσότερο, έναντι των πιστωτών
της χώρας, είτε είναι ιδιώτες είτε κράτη και διακρατικοί θεσμοί που
συμβάλλονται ως ιδιώτες (Μνημόνιο), τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος
ιδιαίτερα στις συγκρούσεις του με το ιδιωτικό συμφέρον (δικαιοδοσία στην επίλυση
διαφορών κράτους και ιδιώτη επενδυτή, διασώσεις τραπεζών κλπ), την
επικαιροποίηση της προστασίας των δημοσίων και κοινών αγαθών καθώς και των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που απειλούνται από την ανεξέλεγκτη ισχύ
των ιδιωτικών συμφερόντων και της αγοράς κ.α.
Η χρηματοπιστωτική κρίση και η
κρίση χρέους έχει ανοίξει εκ των πραγμάτων μια μεγάλη ατζέντα θεσμικών – και
συνταγματικών- κενών για τα όρια μεταξύ έθνους κράτους, διακρατικών
ολοκληρώσεων και δυνάμεων της αγοράς. Χωρίς συνταγματικούς φραγμούς τα κενά
αυτά θα τα κατακλύσουν η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση και η ηγεμονία των ισχυρών
χωρών.
[--->]