Πραγματικά φοβήθηκαν. Και τώρα μπορείτε να τους ακούσετε,
να μιλάνε πια έξω από τα δόντια, με επιχειρήματα σχεδόν ναζιστικά και ελιτίστικα, για
«υπεράσπιση της δημοκρατίας». Το κορυφαίο, όλων αυτών των ημερών το εντοπίσαμε
σε αυτό το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο περιοδικό Foreign Policy, ένα
διμηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε από το Ίδρυμα Carnegie,και που τώρα ανήκει σε
μια μεγάλη φιλελεύθερη εφημερίδα όπως η Ουάσιγκτον Ποστ.
Ο τίτλος είναι ανατριχιαστικός, όπως μπορείτε να
δείτε. Αποπνέει αρρωστημένο ελιτισμό, αλαζονεία, και μίσος. Πρόκειται όμως
για ένα σύμπτωμα αποκαλυπτικό, πολύ ξεκάθαρο, μια διάθεση που εκκολάπτεται εδώ
και καιρό. Η δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς που το ξέθαψε ο καπιταλισμός
του εικοστού αιώνα για αντικομμουνιστική κυρίως χρήση ( «εμείς έχουμε τις ελεύθερες
εκλογές, η ΕΣΣΔ όχι»).
Τώρα, όμως, αυτή η δημοκρατία συγκρούετε ευθέως με το συγκεκριμένο
στάδιο ανάπτυξης και την κρίση του τρόπου παραγωγής.
Οι φτωχοί είναι άσχετοι, δεν ξέρουν γιατί δεν πρέπει να ξέρουν και το μόνο που
πρέπει να κάνουν είναι να δουλεύουν και τέρμα, ή να μένουν άνεργοι, αλλά να το βουλώνουν.
Δεν πρέπει να ζητάνε, να εξεγείρονται, να έχουν απαιτήσεις. Αρα, δεν πρέπει να
ψηφίζουν για ζητήματα που θέτουν υπό αμφισβήτηση τόσο τεράστια και «πολύπλοκα» συμφέροντα
τα οποία όσοι είναι απ’έξω – και όχι μόνο οι φτωχοί – δεν μπορούν να τα γνωρίζουν
και να τα κατανοήσουν.
Δεύτερη σημαντική λεπτομέρεια: η σημασία της αναταραχής υπό εξέλιξη είναι μεγαλύτερη
από αυτή – για να το θέσω πιο απλά – ενός «παγκόσμιου Εξήντα οκτώ». Τότε δεν ήταν παρά
«συνήθεις ταλαντώσεις ενός σχετικά σταθερού
πολιτικού συστήματος». Σήμερα έχουμε ένα σύστημα που δεν αντέχει πλέον το
βάρος των αντιφατικών φαινομένων που το διαπερνούν...
Πρόκειται για ένα γεγονός νέο στην ιστορία της Δύσης που δύσκολα μπορούμε να υποτιμήσουμε
...
Ήρθε
η ώρα οι ελίτ να ξεσηκωθούν ενάντια στις ανίδεες μάζες
Το Brexit αποκάλυψε το πολιτικό σχίσμα της εποχής μας. Δεν πρόκειται για τη
σύγκρουση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς αλλά του υγιούς κομματιού της κοινωνίας
κατά του οργισμένου και άσχετου.
του JAMES TRAUB
Γεννήθηκα το 1954, και μέχρι στιγμής θα’ λεγα ότι τα τέλη της δεκαετίας του '60
ήταν η πιο έντονη περίοδος πολιτικών αναταραχών που έχω ζήσει. Ωστόσο, παρά τις
αλλαγές που έφερε ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο αγώνας για τα πολιτικά
δικαιώματα στην αμερικανική κουλτούρα και την αναμόρφωση των πολιτικών κόμματων,
εκ των υστέρων αυτές οι άγριες καταιγίδες μοιάζουν με συνήθεις διακυμάνσεις ενός
σχετικά σταθερού πολιτικού συστήματος. Η παρούσα συγκυρία, όμως, είναι
διαφορετική. Σήμερα η εξέγερση των πολιτών - στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και
την Ευρώπη - μπορεί να ανατρέψει την πολιτική, όσο τίποτε άλλο απ’ όσα έχω
ζήσει μέχρι σήμερα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι ελίτ ζούσαν σε μια χαώδη κατάσταση, όπως και σήμερα
– μόνο που τότε προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τα παιδιά που επαναστατούσαν
ενάντια στον κόσμο των γονιών τους. Σήμερα οι ελίτ προσπαθούν να ξεφύγουν από
τους γονείς τους. Ο εξτρεμισμός έχει γίνει κατεστημένο.
Ένα από τα πιο εμφανή
χαρακτηριστικά του Brexit ήταν η πλήρης αντίθεση τραπεζιτών, οικονομολόγων
και αρχηγών κρατών της Δύσης, οι οποίοι προειδοποιούσαν τους ψηφοφόρους για τους
κινδύνους μιας ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ
Κάμερον πίστευε ότι οι ψηφοφόροι θα σεβαστούν τη γνώμη των ειδικών σχεδόν στο σύλονό τους, κάτι το οποίο δείχνει πόσο λάθος είχε εκτιμήσει τους δικούς του
ανθρώπους.
Τόσο το Συντηρητικό Κόμμα όσο και το Κόμμα των Εργατικών στη Βρετανία, βρίσκονται τώρα σε κρίση. Οι Βρετανοί είχαν τη δικιά τους ημέρα κρίσης ,ενώ οι Αμερικανοί πρόκειται να την
έχουν.
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ χάσει, και χάσει άσχημα (συγχωρήστε μου την απερίσκεπτη
αισιοδοξία μου, αλλά νομίζω ότι αυτό θα συμβεί) το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα αντιμετωπίσει μια ιστορική ρήξη μεταξύ της βάσης του που αποτελείται από εντελώς άσχετους
και την ηγεσία του που προέρχεται από την K Street στην Ουάσιγκτον, όπου βρίσκεται και η έδρα
πολυάριθμων δεξαμενών σκέψης, ομάδων πίεσης (λόμπι) και το Εμπορικό Επιμελητήριο.
Η σοσιαλιστική
κυβέρνηση της Γαλλίας ίσως αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο φιάσκο στις εθνικές
εκλογές την προσεχή άνοιξη: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Πρόεδρος Φρανσουά
Ολάντ δεν θα καταφέρει να φτάσει ούτε στο δεύτερο γύρο. Τα δεξιά κόμματα σε όλη
την Ευρώπη ζητούν επίμονα δημοψήφισμα για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ναι, είναι πιθανό οι πολιτικοί να αλλάξουν θέσεις και να βρεθούν λίγο
πολύ εκεί που ήταν πρώτα, πάντως το Brexit δείχνει ότι ακόμη και μια
συγκλονιστική αλλαγή δεν θα είναι πια και τόσο συγκλονιστική. Που θα μπορούσαν να
καταλήξουν όλα αυτά; Η Ευρώπη ήδη δείχνει την κατεύθυνση. Σε πολλά μέρη
της Ευρώπης τα εθνικιστικά κόμματα της άκρας δεξιάς προηγούνται στις
δημοσκοπήσεις.
Μέχρι στιγμής, κανένα δεν διαθέτει την πλειοψηφία, αν και τον
περασμένο μήνα ο Νόρμπερτ Χόφερ,ο ηγέτης του ακροδεξιού Κόμματος των Ελευθέρων στην
Αυστρία, που αρέσκεται στους ναζιστικούς συμβολισμούς, βρέθηκε μια ανάσα από το
να κερδίσει τις εκλογές για την προεδρία της Δημοκρατίας.Τα παραδοσιακά κόμματα
της αριστεράς και της δεξιάς μπορούν πάντα να ενώνουν τις δυνάμεις τους για να
κρατήσουν μακριά τους εθνικιστές. Αυτό συμβαίνει ήδη στη Σουηδία, όπου ένα
κεντροδεξιό κόμμα λειτουργεί ως εταίρος στην κεντροαριστερή κυβέρνηση. Εάν στη
Γαλλία οι σοσιαλιστές χάσουν στον πρώτο γύρο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναγκαστούν
να υποστηρίξουν τους συντηρητικούς Δημοκρατικούς κατά της ακροδεξιάς του Εθνικού
Μετώπου.
Ίσως οι άτυπες αυτές συμμαχίες να μπορέσουν να επιβιώσουν μέχρι το τέλος του
πυρετού. Όμως, η επιτακτική ανάγκη της συμβίωσης μπορεί να οδηγήσει και σε
πραγματικές ανακατατάξεις. Δηλαδή, κομμάτια από κόμματα της αριστεράς και της κεντροδεξιάς
θα μπορούσαν να αποκολληθούν και να σχηματίσουν ένα διαφορετικό είδος κέντρου, υπερασπιζόμενα
τον πραγματισμό, την βελτιοδοξία (meliorism),την τεχνογνωσία, και την αποτελεσματική
διακυβέρνηση ενάντια στις ιδεολογικές δυνάμεις και των δύο άκρων. Δεν είναι
δύσκολο να φανταστούμε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες - και,
ίσως, τους Βρετανούς Συντηρητικούς, εφόσον η διαδικασία του Brexit έχει άσχημο τέλος
- να χάνουν τον έλεγχο της οργής,της εθνικιστικής υπερηφάνειας και στη συνέχεια
να ανοικοδομούνται στα πρότυπα ενός κόμματος του εμπορίου, η των
επιχειρηματιών όπως γινόταν πριν από μια γενιά, πριν ο ιδεολογικός ζήλο τους οδηγήσει
σε αδιέξοδο. Αυτή θα μπορούσε να είναι η μοναδική εναλλακτική λύση στον
παραγκωνισμό τους.
Το βασικό πρόβλημα, είναι η παγκοσμιοποίηση. Το Brexit, ο Τραμπ, το Εθνικό Μέτωπο
κοκ, δείχνουν ότι οι πολιτικές ελίτ έχουν υποτιμήσει το μέγεθος της οργής των παγκόσμιων
δυνάμεων , άρα και το αίτημα για επιστροφή, κατά κάποιο τρόπο, στο
προηγούμενο στάτους κβο. Μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι αντίδραση εκδηλώνεται μόλις σήμερα και όχι αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008, αλλά η άμπωτη
της κρίσης έχει οδηγήσει σε μια νέα αίσθηση στασιμότητας.
Με μηδενικές προοπτικές
ανάπτυξης στην Ευρώπη και ελάχιστη αύξηση των εισοδημάτων στις Ηνωμένες
Πολιτείες, οι ψηφοφόροι εξεγείρονται ενάντια στο θλιβερό μέλλον τους. Κα
παγκοσμιοποίηση σημαίνει πολιτισμός, και οικονομία: οι ηλικιωμένοι, των οποίων ο κόσμος τους έχει εξαφανιστεί μέσα ένα συνονθύλευμα ξένων γλωσσών και
πολυπολιτισμικών γιορτών, κουνούν απειλητικά τις γροθιές τους ενάντια στις
κοσμοπολίτικες ελίτ.
Βρισκόμουν πρόσφατα στην Πολωνία, όπου ένα ακροδεξιό κόμμα
που επικαλείται τον εθνικισμό και την παράδοση έχει ανέβει στην εξουσία, παρά
τα χρόνια της αναμφισβήτητης ευημερίας υπό ένα κεντρώο καθεστώς. Οι
υποστηρικτές τους χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά για να εξηγήσουν
την ψήφο τους: «Οι αξίες και η παράδοση» Ψήφισαν υπέρ της «Πωλονικότητας» ενάντια στη νεωτερικότητα της Δυτικής
Ευρώπης.
Ίσως η ίδια πολιτική θα μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί γύρω από τον άξονα της
παγκοσμιοποίησης, με τις υψωμένες γροθιές από τη μία και τους πραγματιστές, από
την άλλη. Τότε,οι εθνικιστές θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη της λευκής εργατικής
τάξης και της μεσαίας τάξης, που θεωρούν τους εαυτούς τους υπερασπιστές της
εθνικής κυριαρχίας. Ενώ το μεταρρυθμισμένο κέντρο θα πρέπει να περιλαμβάνει
τους ευνοημένους της παγκοσμιοποίησης και τους φτωχούς και μη λευκούς και
περιθωριοποιημένους πολίτες, που αναγνωρίζουν ότι ο εορτασμός της εθνικής
ταυτότητας τους αποκλείει.
Φυσικά, τα παραδοσιακά κόμματα τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς προσπαθούν
να προσεγγίσουν τους οργισμένους εθνικιστές. Κάποιες φορές αυτό παίρνει τη
μορφή χοντροκομμένης κολακείας, όπως
όταν ο Νικολά Σαρκοζί, που θέλει να επιστρέψει στη γαλλική προεδρία, καταγγέλλει
την «τυραννία των μειοψηφιών» και επικαλείται τις αξίες της «Αιώνιας Γαλλίας» και
το λευκό παρελθόν της.
Από τα αριστερά, η Χίλαρι Κλίντον έχει αναθεωρήσει τις
απόψεις της υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, προκειμένου να προσελκύσει τα μέλη των
εργατικών συνδικάτων και άλλων που θέλουν να προστατεύσουν τα εθνικά σύνορα από
την παγκόσμια αγορά. Αλλά ούτε στα δεξιά ούτε στα αριστερά υπάρχει κάποια
σύμπτωση απόψεων για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των
επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης, ούτε για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η μεγάλη
εισροή προσφύγων και μεταναστών καθώς η απειλή του εξτρεμισμού δεν είναι τόσο ισχυρή
που να τους κάνει να έχουν κοινούς στόχους.
Το σχίσμα που βλέπουμε μπροστά μας δεν αφορά μόνο τις πολιτικές, αλλά και την
πραγματικότητα. Οι δυνάμεις του Brexit κέρδισαν επειδή κυνικοί ηγέτες ήταν
έτοιμοι να ικανοποιήσουν την παράνοια του εκλογικού σώματος, λέγοντας ψέματα για
τους κινδύνους της μετανάστευσης και το κόστος συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ορισμένοι από αυτούς τους ηγέτες έχουν ήδη αρχίσει να παραδέχονται ότι έλεγαν ψέματα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, φυσικά, έχει ορίσει νέα πρότυπα για τα ψεύδη και την
ικανότητα να τροφοδοτεί τους φόβους των ψηφοφόρων, για τη μετανάστευση ή το εξωτερικό
εμπόριο, ή οτιδήποτε άλλο μπορείτε να σκεφτείτε. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, γεμάτο
αρνητές της επιστήμης και αρνητές της οικονομικής πραγματικότητας, παραδόθηκε στα
χέρια ενός άνθρωπου που κατασκευάζει μια πραγματικότητα στην οποία οι άσχετοι πάνε
στη συνέχεια να κατοικήσουν.
Είπα «άσχετοι»; Ναι, το είπα. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι έπεσαν έξω ,
και ότι καθήκον της ηγεσίας είναι να τους συνεφέρει. Αυτό είναι «ελιτίστικο»;
Ίσως. Ίσως έχουμε μια προδιάθεση να θριαμβολογούμε για την ορθότητα των
προσωπικών μας απόψεων που τώρα μας φαίνεται ελιτίστικο να πιστεύουμε στη λογική,
την εμπειρία, στα διδάγματα της ιστορίας. Αν είναι έτσι, τότε το κόμμα που αποδέχεται
την πραγματικότητα πρέπει να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει το κόμμα της άρνησης
της πραγματικότητας, και τα στελέχη του είναι μεταξύ εκείνων που αυτό το γνωρίζουν
καλύτερα. Αν αυτή είναι η επόμενη αλλαγή, τότε θα πρέπει να την αγκαλιάσουμε
[--->]
Ρίχτε μια ματιά και εδώ :
To Brexit δείχνει άλλη μια φορά ότι το δημοψήφισμα έχει σχέση με τη δημοκρατία όση
σχέση έχουν τα αυγά ρέγγας με το χαβιάρι.
Είναι δηλαδή ένα υποκατάστατο και όχι
η πεμπτουσία της λαϊκής κυριαρχίας, όπως υποστηρίζουν εδώ και είκοσι χρόνια τα
κόμματα που αποκαλούνται λανθασμένα “λαϊκιστικά”, ενώ στην πραγματικότητα είναι
ξενόφοβα, εθνικιστικά και αυταρχικά.