|
του Φώτη Τερζάκη
Αυτό που μένει από το Άουσβιτς
ήταν ο τίτλος ενός παλαιότερου βιβλίου τού Giorgio Agamben – το ξαναθυμήθηκα βλέποντας την πρόσφατη ελληνική του έκδοση…1
Τί είναι λοιπόν αυτό που μένει από το Άουσβιτς, το αληθινό στίγμα της σύγχρονης
Ευρώπης; Είναι, σκέφτομαι, οι δεκάδες χιλιάδες (ξέρει κανείς πόσες ακριβώς;) ξεριζωμένων
προσφύγων που κρατιούνται αυτή τη στιγμή αιχμάλωτοι στην ελληνική επικράτεια
–στον μη τόπο που έμβλημα έχει την φοβερή αρχή: χωρίς ιθαγένεια = λιγότερο άνθρωπος– μέσα σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό ερμητικά σφραγισμένων συνόρων,
ΝΑΤΟϊκών νηοπομπών και ανατιναγμένων εστιών σε όλη την περιβάλλουσα ζώνη· και
μαζί τους, ας μη γελιόμαστε, το ίδιο αιχμάλωτη στον ίδιο κλοιό, και η χώρα που
επιλέχθηκε ως αποθήκη ψυχών, καταδικασμένη ν’ αργοπεθαίνει μαζί τους, απερίφραστο
αντικείμενο «θυσίας» στον Ευρωπαϊκό Μολώχ.
Είναι πράγματι ενθαρρυντική η συμπαράσταση που ένα μεγάλο
μέρος τού ελληνικού πληθυσμού έδειξε προς αυτό τον δυστυχισμένο κόσμο. Δεν
έλειψαν όμως και τα ανησυχητικά ανακλαστικά –πολλά εκ των οποίων από επίσημα
χείλη– που φοβάμαι ότι θα ενισχύονται όσο οι αριθμοί μεγαλώνουν και όσο η πίεση
γίνεται ασφυκτικότερη.
Φυσικά και η Ελλάδα θα μπορούσε ν’ αφομοιώσει έναν
τέτοιον αριθμό προσφύγων.2 Στη δεκαετία τού ’90 μόνο αφομοίωσε
500.000-1.000.000 Αλβανούς, Ουκρανούς και άλλους πρώην Ανατολικοευρωπαίους,
χωρίς καθόλου ν’ απειληθεί η κοινωνική της συνοχή και χωρίς να αλλοιωθεί κανένα
από τα ιδιοπολιτισμικά της χαρακτηριστικά (μολονότι ένας βαθμός αλλοίωσης θα
πρέπει να θεωρείται για κάθε πολιτισμό ευλογία: διότι η ίδια η «πολιτισμική
ταυτότητα» είναι, από μια ορισμένη σκοπιά, μια φυλακή…).
Υπό τον όρο, βεβαίως, ότι η Ελλάδα θα ήταν μια αυτοκυβερνώμενη χώρα, ότι
θα ήταν σε θέση να ελέγχει την εξωτερική της πολιτική, να συντονίζει τις
παραγωγικές της δυνατότητες ανάλογα με τις παραγωγικές της ανάγκες και να
αξιοποιεί όλο το ανθρώπινο δυναμικό που έχει στην επικράτειά της, το οποίο θα
δικαιούνταν ασυζητητί το ισότιμο καθεστώς του πολίτη – αλλά δεν είναι. Φυλακή
για τα προσφυγικά καραβάνια της Μέσης Ανατολής, είναι και η ίδια φυλακισμένη
στο αόρατο Lager που διευθύνουν με την πέτρινη μάσκα και το μαστίγιο οι αξιωματικοί του
ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ο ρόλος του πολιτικού της προσωπικού μοιάζει σε αυτό,
πράγματι, με τη θλιβερή και αξιοθρήνητη φιγούρα των Sonderkommnando.
Υπάρχουν όμως και οι κυριολεκτικά φυλακισμένοι, που η
μοίρα τους θα πρέπει ν’ ανησυχεί βαθιά κάθε κοινωνία η οποία δεν είναι εντελώς
εξαχρειωμένη. Και ο λόγος εδώ είναι για μια κατηγορία κρατουμένων που το
ελληνικό πολιτικό και δικαστικό σύστημα έχει εξαντλήσει πάνω τους μια
εκδικητική μανία η οποία είναι στίγμα και ντροπή για το ίδιο αυτό σύστημα – εάν
όχι τεκμήριο της εξάρτησής του από δυνάμεις τις οποίες τρέμει και να σκεφτεί
κάποιος.
Αναφέρομαι στον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και (με τις
πρόσθετες ιδιομορφίες της περίπτωσής του) τον Σάββα Ξηρό, στην περίπτωση των
οποίων καταπατάται σκανδαλωδώς το ρητά προβλεπόμενο δικαίωμα (άρθρο 55 τού ν.
2776/99 του Σωφρονιστικού Κώδικα) σε τακτικές άδειες εξόδου μετά την έκτιση 13
ολόκληρων χρόνων από την ποινή τους.
Απατάται όποιος νομίζει ότι το ζήτημα
είναι παρωνυχίδα ενόψει των άλλων τρομερών προβλημάτων που αντιμετωπίζει αυτή
τη στιγμή η ελληνική κοινωνία, διότι είναι μέρος της ίδιας βαθύτερης
αλληλουχίας συσχετισμών και ενεργειών που τη συντρίβουν.
Υπάρχει μία αρχή,
προϊόν όχι μόνο ρηχής ηθικολογίας, που λέει ότι στον πρόσωπο των φυλακισμένων
(πρέπει να) βλέπουμε τον ίδιο τον εαυτό μας: όταν ο νόμος εφαρμόζεται κατά
περίπτωση και κατά την αυθαίρετη προαίρεση εκείνων που είναι επιφορτισμένοι με την
τήρησή του, ο πέλεκυς των διακρίσεων επικρέμαται κάθε στιγμή πάνω από τα
κεφάλια όλων μας· και όταν η δικαστική και η σωφρονιστική εξουσία ασκούνται με γνώμονα τις
πολιτικές πεποιθήσεις αυτών οι οποίοι υπόκεινται στη κρίση της –όταν δηλαδή
επαναφέρουν de facto την ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου– η ποινικοποίηση των ιδεών
καραδοκεί για ολόκληρη την κοινωνία, και αυτό το είδος κοινωνίας αποκαλείται
δικαίως ολοκληρωτικό.
Η ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης είναι τρομερή – είτε δεν
θέλει είτε δεν μπορεί να επιβάλει το συνταγματικό πνεύμα στη
δικαστική αρχή και μια στοιχειωδώς δημοκρατική λειτουργία στο σωφρονιστικό σύστημα. Αν δεν θέλει, αποκαλύπτει
απλώς την ταξική της φύση (και όχι βέβαια εκείνη την οποία ρητορικά διεκδικεί):
μάλλον τη συγγένεια αίματος που τη δένει με τη διαφθαρμένη και τυχοδιωκτική
αντιπολίτευση και μ’ εκείνο το πλέγμα εντόπιων συμφερόντων που κρατά δέσμιο
ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αν δεν μπορεί, αποδεικνύεται η ίδια μία
ακόμα κατοχική κυβέρνηση, πειθήνιο διαχειριστικό όργανο μιας πυραμίδας
πολύπλοκα διαπλεγμένων οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων, από το
Ευρωπαϊκό Διοικητήριο και τα χρηματοπιστωτικά καρτέλ που αυτό εκπροσωπεί μέχρι
την Υπερατλαντική Προστάτιδα Δύναμη, την αυτουργό τού παγκόσμιου εγκλήματος που
τις συνέπειές του εισπράττει όλο και οδυνηρότερα η ελληνική κοινωνία.
Νομιμοποιώντας τα όπλα τού ίδιου της του εχθρού –το άνομο και επαχθές χρέος–
που εξουσιοδοτήθηκε ακριβώς για ν’ αφοπλίσει, καίγοντας με ανεξήγητη προθυμία
όλα τα μέσα αντίστασης που είχε και έχει στη διάθεσή της, υπακούοντας στα
κελεύσματα εκείνων που τόσο πιο πολύ την περιφρονούν όσο πιο αδιαμαρτύρητα
υποτάσσεται στις προσταγές τους, εναγκαλιζόμενη με τους ειδεχθέστερους
τυράννους στη γειτονιά της και πανηγυρίζοντας συμμαχίες με όλους εκείνους που
της σκάβουν τον λάκκο, βαδίζει σαν τον τυφλό σε ναρκοπέδιο παρασύροντας όλους
μας μοιραία στην άβυσσο – και μοιάζει όλο και πιο πολύ στους φρικαλέους
πάτρωνες και τους δεσμοφύλακές της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εκδόσεις Εξάρχεια (Αθήνα 2015), μετ. Παναγιώτης
Καλαμαράς.
2. Όσο για την Ευρώπη, η οποία σύμφωνα με τ’ αποκαλυπτικά
στοιχεία τής Eurostat έχει παράσχει άσυλο από το 2014 σε πάνω από 2.500.000 πρόσφυγες ή
μετανάστες (προερχόμενους βέβαια από τις «σωστές» χώρες), οι αριθμοί αυτοί
είναι σταγόνα στον ωκεανό… Πρόκειται, κοντολογίς, για μια εσκεμμένη και ωμή επιλογή
αποκλεισμού, που ακολουθεί τον ίδιο εκείνο διαστροφικό κύκλο της ενοχής
και του εγκλήματος που δεκαετίες τώρα βλέπουμε να κινεί το Ισραήλ: το έγκλημα
γεννάει οδυνηρή ενοχή απέναντι στα θύματα, και η ενοχή αυτή τα κάνει ακόμη πιο
μισητά επειδή την ανακινούν, πράγμα που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα
εναντίον τους.
ΠΗΓΕΣ :
δρόμοςΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, Σάββατο 2 Απριλίου 2016