του Χάινερ
Φλάσμπεκ
O
Ντόναλντ
Τραμπ τρομάζει πολλούς. Αυτή τη στιγμή αυτή που φοβάται είναι η Κίνα, καθώς ο
νεοεκλεγμένος πρόεδρος απειλεί να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την
ασιατική χώρα, την οποία θεωρεί ένοχη
για το ότι εκμεταλλεύτηκε μονομερώς τις εμπορικές συναλλαγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται αν ο Τραμπ μπορεί πραγματικά να αντέξει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας και, μετά την Ιαπωνία, ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ, η οποία, όπως γνωρίζουμε, υποφέρει από ένα μεγάλο εμπορικό έλλειμμα.
Η Γερμανία πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα τη συμπεριφορά του Τραμπ προς τη Κίνα. Σε αυτό το διεθνές παιχνίδι ακόμα και η Γερμανία - μέλος των G20 με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα (9% του ΑΕΠ) - έχει πολλά να χάσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος με το μεγαλύτερο έλλειμμα έναντι της Γερμανίας (€ 60 δις). Αργά ή γρήγορα, ο Τραμπ θα το δει. Είναι πιθανό να συμβεί όταν ο υπουργός Οικονομικών του θα υποβάλλει την Ετήσια Έκθεση συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου αναγράφονται, από την πλευρά των αμερικανών, οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί στον τομέα του διεθνούς εμπορίου.
Τι μπορεί να κάνει τότε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στις χώρες με πλεονάσματα;
Στην Ευρώπη κυριαρχεί η άποψη ότι ένας εμπορικός πόλεμος τελικά θα βλάψει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η άποψη αυτή είναι πραγματικά πολύ απλοϊκή.
Πριν απ 'όλα πως μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικονομικός πόλεμος η προσπάθεια επαναφοράς στην τάξη των πλεονασματικών χωρών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου είναι απολύτως επιτρεπτό να χρησιμοποιούν οι χώρες τις δικές τους εθνικές αγορές για να αντιμετωπίσουν και να επιβάλουν κυρώσεις στις χώρες με εμπορικά πλεονάσματα.
Όμως,στη Γερμανία και στην Κίνα ξεχνούν μια άλλη πλευρά: ότι όποιος συσσωρεύει συνεχώς πλεονάσματα βλάπτει από κάθε άποψη χώρες που έχουν ελλείμματα, αφού τις πλημυρίζουν με τα προϊόντα του και εξάγει ανεργία. Επιπλέον, η αύξηση της ευημερίας στο εξωτερικό εμπόριο δεν κατανέμεται εξίσου μεταξύ των χωρών με ελλείμματα και πλεονάσματα. Μια χώρα με πλεονάσματα κερδίζει πάντα, μια ελλειμματική, δεν μπορεί παρά να χάνει. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του ελεύθερου εμπορίου και την ελπίδα να επωφεληθούν από αυτό μπορεί να είναι όλα στον ίδιο βαθμό.
Ακόμα και το ζήτημα των υψηλών χρηματοδοτικών πιστώσεων της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι τόσο απλό. Βασικά, οι πλεονασματικές χώρες συσσωρεύουν όλο και μεγαλύτερες πιστώσεις έναντι των ελλειμματικών χωρών, αφού ένα μέρος των μεταφερομένων προϊόντων πωλούνται μόνο υπό τη μορφή πιστώσεων από τις πλεονασματικές χώρες. Στην Κίνα, επιπλέον, η κεντρική τράπεζα προσπάθησε να αποφύγει εδώ και χρόνια μια ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, προκαλώντας την άνοδο της τιμής του δολαρίου στη διεθνή αγορά συναλλάγματος. Στη συνέχεια, τα δολάρια αυτά ανταλλάσσονται, κυρίως ,με κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ. Η τάση αυτή τώρα φτάνει στο τέλος της, καθώς η κινεζική κεντρική τράπεζα προσπαθεί να μπλοκάρει την υποτίμηση του νομίσματός της, πουλώντας δολάρια και αγοράζοντας το δικό της νόμισμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν μια προνομιακή θέση σε μια πολύ μεγάλη αγορά κεφαλαίων, και οι διαδικασίες αυτές ελάχιστα την επηρεάζουν. Αν η κινεζική κεντρική τράπεζα αποφασίσει να πουλήσει ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου κάποιος άλλος θα αγοράσει. Οτι σ’ αυτά τα πλαίσια μια συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να υπερτιμηθεί ή να υποτιμηθεί πραγματικά δεν έχει καμία διαφορά. Από την άλλη, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση, επειδή σχεδόν το σύνολο του εξωτερικού τους χρέους είναι σε δολάρια ΗΠΑ, το οποίο όπως είναι γνωστό, είναι το νόμισμα της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ.
Το υψηλό εξωτερικό χρέος επομένως μπορεί να μειωθεί μόνο αν η αξία του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων πέσει. Μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον Αμερικανό πρόεδρο. Απλά πρέπει ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ να δηλώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κανένα συμφέρον σε ένα ισχυρό δολάριο και το νόμισμα θα υποτιμηθεί αυτόματα, επειδή οι αγορές περιμένουν από τον αμερικανό πρόεδρο να κάνει πράξη τις προεκλογικές εξαγγελίες του.
Φτηνότερο δολάριο σημαίνει ότι πιο ακριβές εισαγωγές άρα και λιγότερες, αυτό, όμως, σημαίνει ότι το αμερικανικό χρέος θα έχει μικρότερη αξία για τους ξένους κατόχους του, επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες αγοράζουν εμπορεύματα μόνο με δολάρια.
Αν λοιπόν υπάρξουν αντιπαραθέσεις μεταξύ Κίνας και Γερμανίας με τις ΗΠΑ,τότε θα πρόκειται για πόλεμο νομισμάτων, περισσότερο, παρά εμπορικό. Μόνο αν δουν ότι ο νομισματικός πόλεμος δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, μόνο τότε οι ΗΠΑ θα καταφύγουν σε νομικά μέσα που προβλέπονται από τον ΠΟΕ προκειμένου να κάνουν ασύμφορες τις εισαγωγές. Είναι καλύτερα να μην έχουμε αυταπάτες : το φταίξιμο είναι των πλεονασματικών χωρών.
Είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται αν ο Τραμπ μπορεί πραγματικά να αντέξει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας και, μετά την Ιαπωνία, ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ, η οποία, όπως γνωρίζουμε, υποφέρει από ένα μεγάλο εμπορικό έλλειμμα.
Η Γερμανία πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα τη συμπεριφορά του Τραμπ προς τη Κίνα. Σε αυτό το διεθνές παιχνίδι ακόμα και η Γερμανία - μέλος των G20 με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα (9% του ΑΕΠ) - έχει πολλά να χάσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος με το μεγαλύτερο έλλειμμα έναντι της Γερμανίας (€ 60 δις). Αργά ή γρήγορα, ο Τραμπ θα το δει. Είναι πιθανό να συμβεί όταν ο υπουργός Οικονομικών του θα υποβάλλει την Ετήσια Έκθεση συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου αναγράφονται, από την πλευρά των αμερικανών, οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί στον τομέα του διεθνούς εμπορίου.
Τι μπορεί να κάνει τότε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στις χώρες με πλεονάσματα;
Στην Ευρώπη κυριαρχεί η άποψη ότι ένας εμπορικός πόλεμος τελικά θα βλάψει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η άποψη αυτή είναι πραγματικά πολύ απλοϊκή.
Πριν απ 'όλα πως μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικονομικός πόλεμος η προσπάθεια επαναφοράς στην τάξη των πλεονασματικών χωρών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου είναι απολύτως επιτρεπτό να χρησιμοποιούν οι χώρες τις δικές τους εθνικές αγορές για να αντιμετωπίσουν και να επιβάλουν κυρώσεις στις χώρες με εμπορικά πλεονάσματα.
Όμως,στη Γερμανία και στην Κίνα ξεχνούν μια άλλη πλευρά: ότι όποιος συσσωρεύει συνεχώς πλεονάσματα βλάπτει από κάθε άποψη χώρες που έχουν ελλείμματα, αφού τις πλημυρίζουν με τα προϊόντα του και εξάγει ανεργία. Επιπλέον, η αύξηση της ευημερίας στο εξωτερικό εμπόριο δεν κατανέμεται εξίσου μεταξύ των χωρών με ελλείμματα και πλεονάσματα. Μια χώρα με πλεονάσματα κερδίζει πάντα, μια ελλειμματική, δεν μπορεί παρά να χάνει. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του ελεύθερου εμπορίου και την ελπίδα να επωφεληθούν από αυτό μπορεί να είναι όλα στον ίδιο βαθμό.
Ακόμα και το ζήτημα των υψηλών χρηματοδοτικών πιστώσεων της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι τόσο απλό. Βασικά, οι πλεονασματικές χώρες συσσωρεύουν όλο και μεγαλύτερες πιστώσεις έναντι των ελλειμματικών χωρών, αφού ένα μέρος των μεταφερομένων προϊόντων πωλούνται μόνο υπό τη μορφή πιστώσεων από τις πλεονασματικές χώρες. Στην Κίνα, επιπλέον, η κεντρική τράπεζα προσπάθησε να αποφύγει εδώ και χρόνια μια ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, προκαλώντας την άνοδο της τιμής του δολαρίου στη διεθνή αγορά συναλλάγματος. Στη συνέχεια, τα δολάρια αυτά ανταλλάσσονται, κυρίως ,με κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ. Η τάση αυτή τώρα φτάνει στο τέλος της, καθώς η κινεζική κεντρική τράπεζα προσπαθεί να μπλοκάρει την υποτίμηση του νομίσματός της, πουλώντας δολάρια και αγοράζοντας το δικό της νόμισμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν μια προνομιακή θέση σε μια πολύ μεγάλη αγορά κεφαλαίων, και οι διαδικασίες αυτές ελάχιστα την επηρεάζουν. Αν η κινεζική κεντρική τράπεζα αποφασίσει να πουλήσει ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου κάποιος άλλος θα αγοράσει. Οτι σ’ αυτά τα πλαίσια μια συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να υπερτιμηθεί ή να υποτιμηθεί πραγματικά δεν έχει καμία διαφορά. Από την άλλη, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση, επειδή σχεδόν το σύνολο του εξωτερικού τους χρέους είναι σε δολάρια ΗΠΑ, το οποίο όπως είναι γνωστό, είναι το νόμισμα της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ.
Το υψηλό εξωτερικό χρέος επομένως μπορεί να μειωθεί μόνο αν η αξία του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων πέσει. Μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον Αμερικανό πρόεδρο. Απλά πρέπει ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ να δηλώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κανένα συμφέρον σε ένα ισχυρό δολάριο και το νόμισμα θα υποτιμηθεί αυτόματα, επειδή οι αγορές περιμένουν από τον αμερικανό πρόεδρο να κάνει πράξη τις προεκλογικές εξαγγελίες του.
Φτηνότερο δολάριο σημαίνει ότι πιο ακριβές εισαγωγές άρα και λιγότερες, αυτό, όμως, σημαίνει ότι το αμερικανικό χρέος θα έχει μικρότερη αξία για τους ξένους κατόχους του, επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες αγοράζουν εμπορεύματα μόνο με δολάρια.
Αν λοιπόν υπάρξουν αντιπαραθέσεις μεταξύ Κίνας και Γερμανίας με τις ΗΠΑ,τότε θα πρόκειται για πόλεμο νομισμάτων, περισσότερο, παρά εμπορικό. Μόνο αν δουν ότι ο νομισματικός πόλεμος δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, μόνο τότε οι ΗΠΑ θα καταφύγουν σε νομικά μέσα που προβλέπονται από τον ΠΟΕ προκειμένου να κάνουν ασύμφορες τις εισαγωγές. Είναι καλύτερα να μην έχουμε αυταπάτες : το φταίξιμο είναι των πλεονασματικών χωρών.
[--->]