Η ελληνική
κρίση ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή των εμπειριών της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής
αριστεράς, από τις πιο «θεσμικές» συνιστώσες της μέχρι τις τυπικά πιο
«ανταγωνιστικές». Μέχρι τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015, θα μπορούσε
κανείς καλόπιστα να πιστεύει ότι ένα
μεγάλο διαρθρωμένο πολιτικό κίνημα, ως άμεση έκφραση ενός επίσης διαρθρωμένου κοινωνικού
μετώπου που αναπτύχθηκε σε μια μακρά πορεία αγώνων και κινητοποιήσεων, θα ανέβαινε
στη κυβέρνηση μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έτσι θα έβαζε ένα τέλος στις
πολιτικές λιτότητας, στα πλαίσια πάντα μιας «ευρωπαϊστικής» προοπτικής που δεν θα
αμφισβητούσε την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σήμερα, αυτό το «αθώο» σκεπτικό είναι πλέον ανέφικτο. Η «κωλοτούμπα» που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας υπό την πίεση της Τρόικας έκανε σαφές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, διότι το σύστημα των Συνθηκών που την κρατά ενωμένη είναι συγκροτησιακό στοιχείο της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. και επομένως χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης σχετικά με την οικονομική πολιτική σε μια ή σε περισσότερες χώρες.
Και ακόμα περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τους τελευταίους μήνες έδειξε δημόσια ότι είναι μια αντιδημοκρατική κρατική μηχανή η οποία συγκροτήθηκε με στόχο να επαναπροσδιορίσει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» - ουσιαστικά κεϋνσιανό - για να καταστεί η γηραιά ήπειρος ένας παγκόσμιος ανταγωνιστής.
Πρακτικά, σήμερα, το να συνεχίζει κανείς να παραμυθιάζει και να παραμυθιάζεται ότι θα ήταν δήθεν δυνατό να λέμε «όχι στη λιτότητα» χωρίς να έλθουμε σε ρήξη - με οποιονδήποτε τρόπο – με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το σύστημα των δεσμεύσεών της είτε είναι μια αυτοκτονική συμπεριφορά, είτε είμαστε συνειδητά συνένοχοι. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική αξιοπιστία της επιλογής αυτής είναι μηδενική. Έτσι, οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση θέλει να ζει με αυτή την ψευδαίσθηση είναι καταδικασμένη να περάσει οριστικά στο πολιτικό περιθώριο.
Σήμερα, αυτό το «αθώο» σκεπτικό είναι πλέον ανέφικτο. Η «κωλοτούμπα» που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας υπό την πίεση της Τρόικας έκανε σαφές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, διότι το σύστημα των Συνθηκών που την κρατά ενωμένη είναι συγκροτησιακό στοιχείο της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. και επομένως χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης σχετικά με την οικονομική πολιτική σε μια ή σε περισσότερες χώρες.
Και ακόμα περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τους τελευταίους μήνες έδειξε δημόσια ότι είναι μια αντιδημοκρατική κρατική μηχανή η οποία συγκροτήθηκε με στόχο να επαναπροσδιορίσει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» - ουσιαστικά κεϋνσιανό - για να καταστεί η γηραιά ήπειρος ένας παγκόσμιος ανταγωνιστής.
Πρακτικά, σήμερα, το να συνεχίζει κανείς να παραμυθιάζει και να παραμυθιάζεται ότι θα ήταν δήθεν δυνατό να λέμε «όχι στη λιτότητα» χωρίς να έλθουμε σε ρήξη - με οποιονδήποτε τρόπο – με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το σύστημα των δεσμεύσεών της είτε είναι μια αυτοκτονική συμπεριφορά, είτε είμαστε συνειδητά συνένοχοι. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική αξιοπιστία της επιλογής αυτής είναι μηδενική. Έτσι, οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση θέλει να ζει με αυτή την ψευδαίσθηση είναι καταδικασμένη να περάσει οριστικά στο πολιτικό περιθώριο.
Το να συζητάμε λίγο πολύ για «ενωτικά εγχειρήματα» - με το ένα μάτι στραμμένο στις εκλογές ή στις κοινωνικές συγκρούσεις, δεν έχει διαφορά – προσποιούμενοι ότι η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και το ευρώ) δεν είναι απολύτως ισοδύναμα με την ψήφο κατά των «πολεμικών δαπανών», όπως έγινε πριν από ένα αιώνα, είναι απλά χάσιμο χρόνου. Και καθόλου αθώα στάση.
Ευτυχώς, που η οδυνηρή συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας αρχίζει να κερδίζει έδαφος σε όλη την «εξωκοινοβουλευτική αριστερά», αν και με εξοργιστική βραδύτητα. Απόδειξη, η παρέμβαση του Dino Greco (ΣτΜ.ο τελευταίος διευθυντής της εφημερίδας "
---------------------------------------------------------
του Dino Greco
Το χειρότερο
που μπορούμε να κάνουμε σε στιγμές κρίσιμες (και τέτοιες είναι σίγουρα οι
σημερινές) είναι να παραμένουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας και μεταξύ μας, προβαίνοντας
- από ένα κακώς εννοούμενο αίσθημα ευθύνης – σε παραλείψεις και σε πράξεις αυτολογοκρισίας
που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά πράξεις πολιτικής αυτοχειρίας.
Αντίθετα, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη των πράξεων μας και των απόψεων μας.
Αναφέρομαι, φυσικά, στις πολιτικές εξελίξεις της ελληνικής κρίσης, που παράγουν μια αλυσίδα αρνητικών εξελίξεων στην αριστερά, μέσα και έξω από αυτή τη χώρα .
Το σημείο καμπής στη σύγκρουση της κυβέρνησης Τσίπρα με την Τρόικα ήταν η απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να καταφύγει σε δημοψήφισμα μετά το τελεσίγραφο του Γιούρογκρουπ: μια απόφαση ιδιαίτερης σημασίας, που συνοδευόταν από τη δήλωση ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα συμμορφωνόταν με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όποιο και αν ήταν αυτό.
Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων που κατέγραφαν την πρόθεση ψήφου, ελεγχόμενες από τη δεξιά, έδιναν αβέβαια αποτέλεσμα , με το «Ναι» να υπερισχύει ελαφρώς, ως αποτέλεσμα των τρομοκρατικών πρακτικών από τη μεριά της ΕΚΤ (το κλείσιμο των τραπεζών), προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου και να καμφθεί η αντίσταση των Ελλήνων.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη..
Το «Όχι» όχι μόνο κέρδισε, αλλά σημείωσε μια επιτυχία εκπληκτικών διαστάσεων.
Το ποσοστό του ΟΧΙ ήταν κατά πολύ υψηλότερο από τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές που τον ανέβασαν στην κυβέρνηση, αλλά ο Τσίπρας αποφάσισε να μην το αξιοποιήσει.
Ενώ στην πλατεία Συντάγματος ο κόσμος γιόρταζε τη νίκη, η ηγεσία του κόμματος αποφασίζει (κατά πλειοψηφία) να σταματήσει τη διαπραγμάτευση.
Τώρα, δεν θα ήθελα να υπάρξει κάποιος που θα θεωρήσει ότι είναι περιττό αν αναρωτηθεί να μάθει το λόγο που ο Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα και στη συνέχεια – μετά τη νίκη του - κήρυξε την άνευ όρων παράδοση στο κείμενο που αυτός ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει «ταπεινωτικό και καταστροφικό».
Αλλά αντί να κάνουμε αυτό, προσπερνάμε διακριτικά το ζήτημα αφήνοντας το αναπάντητο.
Μπροστά σε μια τόσο εμφανώς αντιφατική συμπεριφορά καλύτερα να μην κάνουμε και πολλές ερωτήσεις, πιο καλά να πιστεύουμε ότι ίσως δεν γνωρίζουμε τα πάντα, αλλά κάποιος λόγος θα υπάρχει , δεν είναι δυνατόν ... (στην αριστερά εξακολουθεί μέχρι σήμερα να επιβιώνει , μια θρησκευτικού τύπου αντίληψη που μας αποτρέπει να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, όταν αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση μια προσωπικότητα που είχαμε εμπιστευτεί).
Στην πραγματικότητα, υπάρχει πάντα μια λογική εξήγηση: το να την αναζητήσει όμως κανείς, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση κάποια ιδιοτελή δίκη προθέσεων, αλλά,αν μη τι άλλο, βοηθά να κατανοήσουμε περισσότερο τα πράγματα, να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια που μπορεί να είναι και δυσάρεστη.
Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με βάση την εμπειρία.
Συμβαίνει καμιά φορά κατά τη διαχείριση μιας δύσκολης εργατικής διαφοράς, που χαρακτηρίζεται από αγώνες και απεργίες σκληρές και παρατεταμένες, η συνδικαλιστική ηγεσία να θεωρεί (ή να φοβάται) ότι δεν θα τα καταφέρει, ότι δεν έχει περισσότερα βέλη στη φαρέτρα της και να θεωρεί πανίσχυρη την εργοδοσία που προχωρά σε αντίποινα, και απειλεί με λοκ άουτ.
Πώς μπορούμε να βγούμε από μια τόσο δύσκολη κατάσταση, αφού οι πιο μαχητικοί εργάτες δεν παραδόθηκαν;
Η λύση είναι να θέσουμε το ζήτημα υπό την κρίση τους, εκθέτοντας την κατάσταση όπως έχει κάτι που θα βοηθήσει να αποφασίσουν αυτοί αν θα συνεχίσουν ή θα σταματήσουν την κινητοποίηση.
Ο συνδικαλιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, υπό το μαστίγιο του εκβιασμού της εργοδοσίας, στο κομμάτι των εργαζόμενων που είναι πάντα με τα αφεντικά προστίθεται και το λιγότερο μαχητικό κομμάτι των εργαζομένων και ότι στο στρατόπεδο των απεργών, που είναι εξασθενημένο από τη σκληρότητα των συγκρούσεων, μπορούν να υπάρξουν ρήγματα.
Ο συνδικαλιστής γνωρίζει, ότι τελικά, θα χάσει το δημοψήφισμα και ότι θα πρέπει να συνθηκολογήσει, αλλά όμως έτσι θα σώσει τη συνείδηση του, διότι θα είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αυτοί που θα έχουν αποφασίσει.
Ωστόσο, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο ,αισθάνεται μέσα του κάτι να σπάει, ανεπανόρθωτα.
Ετσι, κι εγώ πιστεύω ότι στην Ελλάδα συνέβη κάτι παρόμοιο, με το επιβαρυντικό όμως στοιχείο ότι εδώ το ΟΧΙ είχε σαρώσει και ότι η εγκατάλειψη του, βιώθηκε επομένως ως κάτι το ακατανόητο, πέρα από καταστροφική.
Η εξήγηση που δόθηκε είναι γνωστή: το δημοψήφισμα - είπαν - ήταν ενάντια στη λιτότητα, αλλά όχι κατά του ευρώ. Η παραμονή στις θέσεις μας θα συνεπαγόταν το απεχθές «Grexit», όπως απειλούσε ο ακατανόμαστος κ. Σόιμπλε.
Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα.
Εάν οι δύο επιλογές - το τέλος της λιτότητας και η παραμονή στο ενιαίο νόμισμα - είναι σε ανοιχτή σύγκρουση, τότε ποια από τις δύο έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα;
Αν η επιλογή είναι το νόμισμα, τότε ο αγώνας ενάντια στη λιτότητα περνά αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα και το μνημόνιο που αποτελεί την πεμπτουσία της χάνεται στον ορίζοντα όπου από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζετε να κινείστε.
Με άλλα λόγια, το «Όχι» στη λιτότητα ισχύει μόνο μέχρι το σημείο που δεν αμφισβητείται η παραμονή στο ευρώ. Έξω από αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχει παρά η παράδοση.
Όσα ακολούθησαν δεν είναι παρά οι συνέπειες από το αδιέξοδο όπου η απουσία εναλλακτικών λύσεων (εξαιρουμένων, μέχρι ένα σημείο, των εναλλακτικών προτάσεων του Βαρουφάκη, που όμως απορρίφθηκαν αμέσως από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ) απομάκρυνε τη σύγκρουση, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ποτέ, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γερμανία, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ συμπεριφέρθηκαν ακριβώς όπως η γάτα με το ποντίκι, όπως ο τοκογλύφος με το θύμα του.
Βλέπω μια απεραντολογία για τον υποτιθέμενο «λενινισμό» που ενέπνευσε την κίνηση του Τσίπρα.
Επικαλούνται τον Λένιν και το Μπρεστ Λιτόφσκ, όταν το 1918 οι Μπολσεβίκοι έκαναν σκληρές εδαφικές παραχωρήσεις στις Κεντρική Δυνάμεις. Μικρή λεπτομέρεια: με αυτή τη συνθήκη ο Λένιν απέσυρε τη νεαρά τότε σοβιετική Ρωσία από τον πόλεμο και υπερασπίστηκε την επανάσταση και τα επιτεύγματά της.
Στην Ελλάδα, η παράδοση δεν άφησε τίποτα όρθιο. Και πολύ φοβάμαι ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα.
Η ψευδαίσθηση ότι τώρα είναι δυνατή μια «αριστερή» διαχείριση του Μνημονίου είναι ο πιο δηλητηριώδης καρπός της συνθηκολόγησης και προκαλεί μεγάλη θλίψη να βλέπεις σήμερα τον Τσίπρα να λέει ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να βάλουν την Ελλάδα σε πορεία ανάκαμψης όταν δεν είναι παρά η πιο δραματική συνέχεια των παλιών πολιτικών ενάντια στις οποίες ανδρώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κέρδισε τις εκλογές,.
Στις (αναπόφευκτες) παράπλευρες απώλειες που είχε η υπογραφή της καθ’ υπαγόρευση συμφωνίας είναι και η δραματική διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και - αυτό που είναι χειρότερο – η παραβίαση της δημοκρατίας στο κόμμα , του οποίου η κεντρική επιτροπή απέρριψε κατά πλειοψηφία τη συμφωνία, και είχαμε την παραίτηση του Γενικού Γραμματέα της, Τάσου Κορωνάκη, ενώ μέχρι και ο Θεόδωρος Κόλλιας (ο λογογράφος του Τσίπρα) αποχώρησε από το κόμμα, και η οργάνωση της νεολαίας καταρρέει.
Υπάρχουν όμως κι άλλα. Τώρα ο Τσίπρας μπορεί να πάει στις εκλογές όπου κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.
Αν καταφέρει να την κατακτήσει ,τότε θα πρέπει να εφαρμόσει με επιμέλεια τα μέτρα που υπέγραψε με την τρόικα.
Εάν δεν έχει την αυτοδυναμία,αυτό θα το κάνει σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αν όχι και με τη Νέα Δημοκρατία, στα πλαίσια ενός μεγάλου συνασπισμού, με το ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζεται την εξουσία (τρόπος του λέγειν) με τις δυνάμεις ενάντια στις οποίες πολεμούσε μέχρι πριν δύο μήνες.
Βλέπω, τώρα, με μεγάλη ανησυχία ότι στην ηγεσία του κόμματος και στην ηγεσία της Άλλης Ευρώπης (η λίστα Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα,πρωτοεμφανίστηκε στις ευρωεκλογές του 2012) , εδραιώνεται μια κατεύθυνση που φαίνεται ως μια ανεπιφύλακτη αποδοχή της χαρισματικής μορφής του Τσίπρα σε βαθμό που να αποτελεί και βασικό σημείο στήριξης της προεκλογικής του εκστρατείας.
Η Άλλη Ευρώπη αναφέρεται ακόμα σε μια υποτίθεται «άρρηκτη σχέση» της με το όνομα του Τσίπρα «που δεσπόζει στο ίδιο το λογότυπο της λίστας».
Με λίγα λόγια, μας ζητούν να είμαστε με τον Τσίπρα ... άσχετα με όσα συνέβησαν. Τελεία και παύλα.
Αν είναι έτσι, τότε εδώ έχουμε όλα τα στοιχεία μιας βαθιάς πολιτισμικής οπισθοδρόμησης, πέρα από πολιτική,της στρατηγικής μας.
Εάν η σημερινή γραμμή του Τσίπρα γίνει η νέα σημαία μας, τότε ποια θα είναι η διαφορά μας με το Κόμμα Ευρωπαϊκού Σοσιαλισμού (Pse ), και το Δημοκρατικό Κόμμα (όχι μόνο στην εκδοχή Ρέντσι), ως προς τις πολιτικές λιτότητας, στο φιλελευθερισμό;
Η ήττα βοηθάει να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα, με την προϋπόθεση ότι θα την αναγνωρίσεις, θα την πεις με το όνομά της, και θα ανιχνεύσεις τις αιτίες που την γέννησαν, και γνωρίζοντας πώς να σπρώξεις την κριτική σου σκέψη μέχρι τη ρίζα των θεωρητικών και πολιτικών σου αδυναμιών, κάτι που κατάφερε να κάνει ο Αντόνιο Γκράμσι μετά την ήττα της εργατικής τάξης, την κόκκινη διετία, και μετά την έλευση του φασισμού.
Σε διαφορετική περίπτωση η ανικανότητα μας θα οδηγήσει σε μια νέα βαριά ήττα συνολικά της ευρωπαϊκής αριστεράς, όχι υπό τη μορφή μιας παθητικής επανάστασης, αλλά υπό τη μορφή μιας πραγματικής στροφής που θα αλλάξει (και ήδη αλλάζει) με πρωτόγνωρους αντιδραστικούς τρόπους το χαρακτήρα της Ευρώπης.
Αντίθετα, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη των πράξεων μας και των απόψεων μας.
Αναφέρομαι, φυσικά, στις πολιτικές εξελίξεις της ελληνικής κρίσης, που παράγουν μια αλυσίδα αρνητικών εξελίξεων στην αριστερά, μέσα και έξω από αυτή τη χώρα .
Το σημείο καμπής στη σύγκρουση της κυβέρνησης Τσίπρα με την Τρόικα ήταν η απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να καταφύγει σε δημοψήφισμα μετά το τελεσίγραφο του Γιούρογκρουπ: μια απόφαση ιδιαίτερης σημασίας, που συνοδευόταν από τη δήλωση ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα συμμορφωνόταν με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όποιο και αν ήταν αυτό.
Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων που κατέγραφαν την πρόθεση ψήφου, ελεγχόμενες από τη δεξιά, έδιναν αβέβαια αποτέλεσμα , με το «Ναι» να υπερισχύει ελαφρώς, ως αποτέλεσμα των τρομοκρατικών πρακτικών από τη μεριά της ΕΚΤ (το κλείσιμο των τραπεζών), προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου και να καμφθεί η αντίσταση των Ελλήνων.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη..
Το «Όχι» όχι μόνο κέρδισε, αλλά σημείωσε μια επιτυχία εκπληκτικών διαστάσεων.
Το ποσοστό του ΟΧΙ ήταν κατά πολύ υψηλότερο από τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές που τον ανέβασαν στην κυβέρνηση, αλλά ο Τσίπρας αποφάσισε να μην το αξιοποιήσει.
Ενώ στην πλατεία Συντάγματος ο κόσμος γιόρταζε τη νίκη, η ηγεσία του κόμματος αποφασίζει (κατά πλειοψηφία) να σταματήσει τη διαπραγμάτευση.
Τώρα, δεν θα ήθελα να υπάρξει κάποιος που θα θεωρήσει ότι είναι περιττό αν αναρωτηθεί να μάθει το λόγο που ο Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα και στη συνέχεια – μετά τη νίκη του - κήρυξε την άνευ όρων παράδοση στο κείμενο που αυτός ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει «ταπεινωτικό και καταστροφικό».
Αλλά αντί να κάνουμε αυτό, προσπερνάμε διακριτικά το ζήτημα αφήνοντας το αναπάντητο.
Μπροστά σε μια τόσο εμφανώς αντιφατική συμπεριφορά καλύτερα να μην κάνουμε και πολλές ερωτήσεις, πιο καλά να πιστεύουμε ότι ίσως δεν γνωρίζουμε τα πάντα, αλλά κάποιος λόγος θα υπάρχει , δεν είναι δυνατόν ... (στην αριστερά εξακολουθεί μέχρι σήμερα να επιβιώνει , μια θρησκευτικού τύπου αντίληψη που μας αποτρέπει να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, όταν αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση μια προσωπικότητα που είχαμε εμπιστευτεί).
Στην πραγματικότητα, υπάρχει πάντα μια λογική εξήγηση: το να την αναζητήσει όμως κανείς, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση κάποια ιδιοτελή δίκη προθέσεων, αλλά,αν μη τι άλλο, βοηθά να κατανοήσουμε περισσότερο τα πράγματα, να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια που μπορεί να είναι και δυσάρεστη.
Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με βάση την εμπειρία.
Συμβαίνει καμιά φορά κατά τη διαχείριση μιας δύσκολης εργατικής διαφοράς, που χαρακτηρίζεται από αγώνες και απεργίες σκληρές και παρατεταμένες, η συνδικαλιστική ηγεσία να θεωρεί (ή να φοβάται) ότι δεν θα τα καταφέρει, ότι δεν έχει περισσότερα βέλη στη φαρέτρα της και να θεωρεί πανίσχυρη την εργοδοσία που προχωρά σε αντίποινα, και απειλεί με λοκ άουτ.
Πώς μπορούμε να βγούμε από μια τόσο δύσκολη κατάσταση, αφού οι πιο μαχητικοί εργάτες δεν παραδόθηκαν;
Η λύση είναι να θέσουμε το ζήτημα υπό την κρίση τους, εκθέτοντας την κατάσταση όπως έχει κάτι που θα βοηθήσει να αποφασίσουν αυτοί αν θα συνεχίσουν ή θα σταματήσουν την κινητοποίηση.
Ο συνδικαλιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, υπό το μαστίγιο του εκβιασμού της εργοδοσίας, στο κομμάτι των εργαζόμενων που είναι πάντα με τα αφεντικά προστίθεται και το λιγότερο μαχητικό κομμάτι των εργαζομένων και ότι στο στρατόπεδο των απεργών, που είναι εξασθενημένο από τη σκληρότητα των συγκρούσεων, μπορούν να υπάρξουν ρήγματα.
Ο συνδικαλιστής γνωρίζει, ότι τελικά, θα χάσει το δημοψήφισμα και ότι θα πρέπει να συνθηκολογήσει, αλλά όμως έτσι θα σώσει τη συνείδηση του, διότι θα είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αυτοί που θα έχουν αποφασίσει.
Ωστόσο, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο ,αισθάνεται μέσα του κάτι να σπάει, ανεπανόρθωτα.
Ετσι, κι εγώ πιστεύω ότι στην Ελλάδα συνέβη κάτι παρόμοιο, με το επιβαρυντικό όμως στοιχείο ότι εδώ το ΟΧΙ είχε σαρώσει και ότι η εγκατάλειψη του, βιώθηκε επομένως ως κάτι το ακατανόητο, πέρα από καταστροφική.
Η εξήγηση που δόθηκε είναι γνωστή: το δημοψήφισμα - είπαν - ήταν ενάντια στη λιτότητα, αλλά όχι κατά του ευρώ. Η παραμονή στις θέσεις μας θα συνεπαγόταν το απεχθές «Grexit», όπως απειλούσε ο ακατανόμαστος κ. Σόιμπλε.
Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα.
Εάν οι δύο επιλογές - το τέλος της λιτότητας και η παραμονή στο ενιαίο νόμισμα - είναι σε ανοιχτή σύγκρουση, τότε ποια από τις δύο έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα;
Αν η επιλογή είναι το νόμισμα, τότε ο αγώνας ενάντια στη λιτότητα περνά αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα και το μνημόνιο που αποτελεί την πεμπτουσία της χάνεται στον ορίζοντα όπου από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζετε να κινείστε.
Με άλλα λόγια, το «Όχι» στη λιτότητα ισχύει μόνο μέχρι το σημείο που δεν αμφισβητείται η παραμονή στο ευρώ. Έξω από αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχει παρά η παράδοση.
Όσα ακολούθησαν δεν είναι παρά οι συνέπειες από το αδιέξοδο όπου η απουσία εναλλακτικών λύσεων (εξαιρουμένων, μέχρι ένα σημείο, των εναλλακτικών προτάσεων του Βαρουφάκη, που όμως απορρίφθηκαν αμέσως από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ) απομάκρυνε τη σύγκρουση, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ποτέ, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γερμανία, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ συμπεριφέρθηκαν ακριβώς όπως η γάτα με το ποντίκι, όπως ο τοκογλύφος με το θύμα του.
Βλέπω μια απεραντολογία για τον υποτιθέμενο «λενινισμό» που ενέπνευσε την κίνηση του Τσίπρα.
Επικαλούνται τον Λένιν και το Μπρεστ Λιτόφσκ, όταν το 1918 οι Μπολσεβίκοι έκαναν σκληρές εδαφικές παραχωρήσεις στις Κεντρική Δυνάμεις. Μικρή λεπτομέρεια: με αυτή τη συνθήκη ο Λένιν απέσυρε τη νεαρά τότε σοβιετική Ρωσία από τον πόλεμο και υπερασπίστηκε την επανάσταση και τα επιτεύγματά της.
Στην Ελλάδα, η παράδοση δεν άφησε τίποτα όρθιο. Και πολύ φοβάμαι ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα.
Η ψευδαίσθηση ότι τώρα είναι δυνατή μια «αριστερή» διαχείριση του Μνημονίου είναι ο πιο δηλητηριώδης καρπός της συνθηκολόγησης και προκαλεί μεγάλη θλίψη να βλέπεις σήμερα τον Τσίπρα να λέει ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να βάλουν την Ελλάδα σε πορεία ανάκαμψης όταν δεν είναι παρά η πιο δραματική συνέχεια των παλιών πολιτικών ενάντια στις οποίες ανδρώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κέρδισε τις εκλογές,.
Στις (αναπόφευκτες) παράπλευρες απώλειες που είχε η υπογραφή της καθ’ υπαγόρευση συμφωνίας είναι και η δραματική διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και - αυτό που είναι χειρότερο – η παραβίαση της δημοκρατίας στο κόμμα , του οποίου η κεντρική επιτροπή απέρριψε κατά πλειοψηφία τη συμφωνία, και είχαμε την παραίτηση του Γενικού Γραμματέα της, Τάσου Κορωνάκη, ενώ μέχρι και ο Θεόδωρος Κόλλιας (ο λογογράφος του Τσίπρα) αποχώρησε από το κόμμα, και η οργάνωση της νεολαίας καταρρέει.
Υπάρχουν όμως κι άλλα. Τώρα ο Τσίπρας μπορεί να πάει στις εκλογές όπου κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.
Αν καταφέρει να την κατακτήσει ,τότε θα πρέπει να εφαρμόσει με επιμέλεια τα μέτρα που υπέγραψε με την τρόικα.
Εάν δεν έχει την αυτοδυναμία,αυτό θα το κάνει σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αν όχι και με τη Νέα Δημοκρατία, στα πλαίσια ενός μεγάλου συνασπισμού, με το ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζεται την εξουσία (τρόπος του λέγειν) με τις δυνάμεις ενάντια στις οποίες πολεμούσε μέχρι πριν δύο μήνες.
Βλέπω, τώρα, με μεγάλη ανησυχία ότι στην ηγεσία του κόμματος και στην ηγεσία της Άλλης Ευρώπης (η λίστα Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα,πρωτοεμφανίστηκε στις ευρωεκλογές του 2012) , εδραιώνεται μια κατεύθυνση που φαίνεται ως μια ανεπιφύλακτη αποδοχή της χαρισματικής μορφής του Τσίπρα σε βαθμό που να αποτελεί και βασικό σημείο στήριξης της προεκλογικής του εκστρατείας.
Η Άλλη Ευρώπη αναφέρεται ακόμα σε μια υποτίθεται «άρρηκτη σχέση» της με το όνομα του Τσίπρα «που δεσπόζει στο ίδιο το λογότυπο της λίστας».
Με λίγα λόγια, μας ζητούν να είμαστε με τον Τσίπρα ... άσχετα με όσα συνέβησαν. Τελεία και παύλα.
Αν είναι έτσι, τότε εδώ έχουμε όλα τα στοιχεία μιας βαθιάς πολιτισμικής οπισθοδρόμησης, πέρα από πολιτική,της στρατηγικής μας.
Εάν η σημερινή γραμμή του Τσίπρα γίνει η νέα σημαία μας, τότε ποια θα είναι η διαφορά μας με το Κόμμα Ευρωπαϊκού Σοσιαλισμού (Pse ), και το Δημοκρατικό Κόμμα (όχι μόνο στην εκδοχή Ρέντσι), ως προς τις πολιτικές λιτότητας, στο φιλελευθερισμό;
Η ήττα βοηθάει να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα, με την προϋπόθεση ότι θα την αναγνωρίσεις, θα την πεις με το όνομά της, και θα ανιχνεύσεις τις αιτίες που την γέννησαν, και γνωρίζοντας πώς να σπρώξεις την κριτική σου σκέψη μέχρι τη ρίζα των θεωρητικών και πολιτικών σου αδυναμιών, κάτι που κατάφερε να κάνει ο Αντόνιο Γκράμσι μετά την ήττα της εργατικής τάξης, την κόκκινη διετία, και μετά την έλευση του φασισμού.
Σε διαφορετική περίπτωση η ανικανότητα μας θα οδηγήσει σε μια νέα βαριά ήττα συνολικά της ευρωπαϊκής αριστεράς, όχι υπό τη μορφή μιας παθητικής επανάστασης, αλλά υπό τη μορφή μιας πραγματικής στροφής που θα αλλάξει (και ήδη αλλάζει) με πρωτόγνωρους αντιδραστικούς τρόπους το χαρακτήρα της Ευρώπης.