Ο τομέας της ενέργειας αποτελεί ένα από τους πιο
διεθνοποιημένους τομείς της οικονομίας. Ευθύνεται για σκληρές διενέξεις και
πολεμικές συρράξεις για την αρπαγή και εμπορευματοποίηση των ενεργειακών πόρων,
για τεράστιες ανισότητες και δραματικές καταστροφές στην κοινωνία και στο
περιβάλλον.
Όλες οι μεγάλες χώρες, που καθορίζουν και την πολιτική για την
ενέργεια, επιδιώκουν να αξιοποιούν κατά προτεραιότητα τους εγχώριους πόρους,
για να αποφύγουν την ενεργειακή εξάρτηση.
Καταφεύγουν όμως σε εισαγωγή ή και αρπαγή ενεργειακών πόρων
όταν μπορούν να τους εξασφαλίσουν με την ισχύ τους, αξιοποιώντας ή επιβάλλοντας
γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Παράλληλα αξιοποιούν την τεχνολογία είτε για να βελτιώσουν τη
διαδικασία παραγωγής ενέργειας, είτε για νέες μεθόδους παραγωγής (πυρηνικά,
ΑΠΕ).
Εταιρείες κολοσσοί, δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε όλες τις
μορφές ενέργειας, χωρίς διλήμματα για την «καθαρότητά» τους, αρκεί η
δραστηριότητά τους να είναι αποδοτική και η εικόνα στους μετόχους τους
ελκυστική.
Στην Ε.Ε. η ενεργειακή πολιτική συνοψίζεται σε τρεις καθοριστικές
προτεραιότητες:
– την εμπορευματοποίηση της ενέργειας στα πλαίσια μιας
απελευθερωμένης αγοράς, με ενιαίες υποδομές τα διευρωπαϊκά δίκτυα,
– τον κεντρικό έλεγχο αυτής της αγοράς από μια ευρωπαϊκή
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), στην οποία (θα) υπάγονται όλες οι εθνικές
Ρυθμιστικές Αρχές, στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ),
– τις δεσμεύσεις για «καθαρή ενέργεια», με κριτήριο το ποιες
μορφές παραγωγής ενέργειας δεν εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα, ή εκπέμπουν
λιγότερο από άλλες, με παράλληλη αναγωγή του διοξειδίου του άνθρακα σε
κερδοσκοπικό παράγοντα, μέσω του χρηματιστηρίου ρύπων.
Ένα σύστημα που αρπάζει και σπαταλά ανενδοίαστα τους φυσικούς
πόρους, που επιβάλλει βίαια τον πολιτισμό του σε όλο τον πλανήτη, προσπαθεί
σήμερα να μας πείσει ότι για όλα τα ζοφερά προβλήματα που έχει προκαλέσει στο
περιβάλλον και την κοινωνία, ο μόνος καταστροφικός παράγοντας είναι το
διοξείδιο του άνθρακα.
Ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα με τα ίδια εργαλεία που
δημιούργησαν το πρόβλημα.
Κι ακόμα χειρότερα ότι σε περίπτωση ανάγκης, είναι σε θέση να
χειραγωγήσει το κλίμα με τη γεωμηχανική!
Σε όσα προτείνει ως πανάκεια, οι αντιφάσεις είναι ηχηρές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, είναι η σπατάλη που συνεπάγεται ο
ίδιος ο χαρακτήρας του καπιταλισμού, τόσο στην παραγωγή, όσο και στα
καταναλωτικά πρότυπα που επιβάλλει.
Η σπατάλη στην παραγωγή, επεκτάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες
στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Τόσο οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όσο και το φυσικό αέριο
αποτέλεσαν βασικά εργαλεία για την επιβολή της απελευθέρωσης της αγοράς
ενέργειας.
Όλες σχεδόν οι μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και φυσικού
αερίου που εγκαταστάθηκαν μετά από το 1990 στη χώρα μας είναι ιδιωτικές.
Σήμερα στη χώρα μας αναπτύσσονται τρία σύνολα ενεργειακών
εγκαταστάσεων.
Ένα σύνολο μονάδων παραγωγής που μπορούν να παράγουν εγγυημένα
ηλεκτρική ενέργεια σε 24ώρη βάση.
Ένα δεύτερο σύνολο μονάδων ΑΠΕ μεταβλητής παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας (αιολικά, φωτοβολταϊκά).
Και ένα τρίτο σύνολο μονάδων, συμβατικών και ΑΠΕ, με εξαγωγικό
προσανατολισμό, στα πλαίσια της διασυνοριακής περιφερειακής αγοράς ενέργειας.
Για την αγορά ενέργειας μέσω διασυνδέσεων, το Ευρωκοινοβούλιο
πρόσφατα ενέκρινε να επιτραπεί η διασυνοριακή μεταφορά τουλάχιστον 70% της
ποσότητας παραγόμενου ηλεκτρισμού για εμπορική χρήση, με την αιτιολογία ότι
αυτό καθιστά ευκολότερο το εμπόριο ενέργειας που παράγεται από Ανανεώσιμες
Πηγές Ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. [1]
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ήδη προγραμματίζονται στη χώρα
μας νέες μονάδες παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο συνολικής ισχύος 3.500 MW.
[2]
Οδηγούμαστε έτσι να έχουμε σε εθνικό επίπεδο, εγκατεστημένες
μονάδες τετραπλάσιας ισχύος από αυτές που υπήρχαν πριν από την εφαρμογή της
απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας.
Σε τέτοιες συνθήκες, η δομημένη ενεργειακή πολιτική του
συστήματος, καλεί τα κινήματα να τοποθετηθούν και να στοιχηθούν σε διαμορφωμένα
διλήμματα.
Αν σήμερα υπήρχε στρατόπεδο εναλλακτικής πολιτικής, απ’ όπου
θα μπορούσε κανείς να αντλήσει τεκμηριωμένο λόγο, τα κινήματα θα μπορούσαν πιο
εύκολα να εντάξουν τις αντιδράσεις τους σε ένα εναλλακτικό πολιτικό πλαίσιο,
πράγμα που θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τις παρεμβάσεις τους.
Επειδή όμως τέτοιο στρατόπεδο δεν υπάρχει, τα κινήματα
αναγκάζονται να ανιχνεύουν τις βασικές
αρχές μιας άλλης αντίληψης στον τομέα της παραγωγής και διαχείρισης της
ενέργειας.
Τα κινήματα που τοποθετούνται απέναντι σε κάθε είδους
ενεργειακά σχέδια δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν.
Ο κοινός τόπος των κινημάτων απέναντι την πολιτική για τις
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μεγάλης κλίμακας, για τις εξορύξεις ορυκτών πόρων,
για την ενεργειακή χρήση του νερού, για τους ενεργειακούς αγωγούς, είναι η
αρπαγή της γης, (και της θάλασσας) με πρόσχημα το δημόσιο συμφέρον.
Τα κοινά προβλήματά των κινημάτων είναι η εμπορευματοποίηση
και η σπατάλη που γίνεται και στην παραγωγή και στην κατανάλωση ενέργειας.
Είναι ο φόβος που διαχέεται προκειμένου να γίνεται πιο εύκολα
αποδεκτή η πολιτική που κάθε φορά επιλέγεται και ο φόβος δεν είναι ποτέ καλός
σύμβουλος. Οδηγεί την κοινωνία σε μια
παθητική στάση, που καταλήγει να εκλαμβάνεται ως αδιαφορία, ακόμα και
από τους ίδιους που «αδιαφορούν».
Είναι η αδιαφάνεια αποφάσεων που λαμβάνονται με επιχειρηματικά
κριτήρια σε παγκόσμια φόρουμ και τα σχέδια που εξυφαίνονται πριν καν ληφθούν
αυτές οι αποφάσεις. Αν όλα αυτά σε παγκόσμια κλίμακα συζητούνται σε
περιορισμένους κύκλους, στη χώρα μας δεν συζητούνται καθόλου, αλλά καταλήγουν
σε «αυτονόητη» εναρμόνιση είτε στην ευρωπαϊκή είτε στη διεθνή πολιτική.
Τοπία της ενέργειας
1. Το τοπίο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μεγάλης κλίμακας
Ποιος θα ήταν αλήθεια αντίθετος με την ιδέα των Ανανεώσιμων
Πηγών Ενέργειας; Μόνο που οι ΑΠΕ δεν πάνε μόνες τους, αλλά μαζί με το πλαίσιο
της πολιτικής που ασκείται γι’ αυτές και αυτή η πολιτική δημιούργησε και
δημιουργεί παντού προβλήματα και κατά συνέπεια, αντιδράσεις.
Την τελευταία δεκαετία σε όλη την Ελλάδα αναπτύχθηκαν κινήματα
που εναντιώνονται στην ανάπτυξη μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μεγάλης
κλίμακας για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι αντιδράσεις κλιμακώθηκαν το 2010, με την πολιτική της τότε
κυβέρνησης.
Η Τίνα Μπιρμπίλη, ως Υπουργός Περιβάλλοντος, δήλωνε ότι είχε
δύο αδυναμίες: τις ΑΠΕ και τα δάση. Γι’ αυτό αποφάσισε να τις συνδυάσει και να
βάλει τις ΑΠΕ πάνω στα δάση! Για το σκοπό αυτό, διατήρησε –εκτός άλλων- και την
τροποποίηση του δασικού νόμου που από το 2001 επέτρεπε την εγκατάσταση μονάδων
παραγωγής και δικτύων στα δάση, επεκτείνοντας το προνομιακό καθεστώς της ΔΕΗ, σε
κάθε νέο επενδυτή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παρά τις πολύπλευρες
αντιδράσεις.
Ο Πρωθυπουργός υποσχόταν, εν μέσω κρίσης, να κάνει την Ελλάδα
«Δανία του Νότου». Τότε δεν ήταν γνωστό ότι στη Δανία οι αντιδράσεις για τα
αιολικά πάρκα είχαν πάρει τόση έκταση ώστε να ανακοινωθεί ότι θα σταματήσει η
εγκατάσταση χερσαίων αιολικών σταθμών σε όλη τη χώρα. [3] Και δεν ένιωσε
υποχρεωμένος να αιτιολογήσει γιατί παράλληλα, προωθούσε συμφωνία για την
κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου από τη Λιβύη, [4] λίγους μόνο μήνες πριν από
την επέμβαση της Δύσης, στην πλούσια σε υδρογονάνθρακες αυτή χώρα.
Το 2011 η ελληνική κυβέρνηση διεκδίκησε μερίδιο στο Desertec,
το φωτοβολταϊκό project – μαμούθ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [5] Το Desertec
αφορούσε σε εκμετάλλευση του τεράστιου ηλιακού δυναμικού της Σαχάρας για την
παραγωγή ενέργειας η οποία θα τροφοδοτούσε εκτός από την Ευρώπη και τις χώρες της βορείου Αφρικής.
Δικαίως κάποιοι χαρακτήριζαν το πρόγραμμα νεοαποικιακό.
Οι διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης έτυχαν θερμής
υποδοχής από την Ε.Ε. και κυρίως τη Γερμανία. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το
πρόγραμμα «Ήλιος».
Η Γερμανία έβλεπε ότι ένα πιο μικρό σε μέγεθος και σε απόσταση
πρόγραμμα μπορούσε να είναι πιο ρεαλιστικό από το φιλόδοξο και πανάκριβο
DESERTEC.
Ούτως ή άλλως, η Γερμανία ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για εξαγωγές,
εξ αιτίας του ότι είχε προ πολλού αναπτύξει βιομηχανία για τα φωτοβολταϊκά, με
καθαρισμό του πυριτίου που προήλθε από τις έρευνες της χημικής βιομηχανίας (Siemens,
Hoechts).
Πιο πρακτικοί και πιο ωμοί, Ολλανδοί καθηγητές πρότειναν το
2012 για τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση χρέους, τη μείωση
των χρεών τους κατά 30% μέσω παραχωρήσεων για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Σύμφωνα με συγκεκριμένο σχέδιο, που είδε το φως της
δημοσιότητας το 2012, θα ήταν δυνατή μια μείωση του χρέους κατά 30%, αν η
Ιρλανδία προσέφερε λιγότερο από 1%, η Πορτογαλία περίπου 1% και η Ελλάδα
περίπου 2% της συνολικής επιφάνειάς της ως παραχώρηση για την παραγωγή ανανεώσιμης
ενέργειας. [6]
Φαίνεται εν τέλει ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παραγωγής
αιολικής και ηλιακής ενέργειας είναι η κρίσιμη συμβολή τους στην οικονομία των
χωρών που παράγουν τον εξοπλισμό τους, προκειμένου να συντηρηθούν οι ρυθμοί
ανάπτυξης που αναπαράγουν τον καπιταλισμό και ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης.
Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκε στο έπακρο το αφήγημα της
αειφορίας και της πράσινης ανάπτυξης, με βασικό μέλημα να ενισχυθεί ο τομέας
της ηλεκτροπαραγωγής –επομένως και οι εξαγωγές νέων αυτοκινήτων και ηλεκτρικών
συσκευών- αλλά και να διατηρηθεί ο
έλεγχος της παραγωγής ενέργειας από τους «μεγάλους παίκτες», κράτη και
εταιρείες.
Όλα αυτά δεν έγιναν τότε πολύ γνωστά στο ευρύ κοινό, που
βρισκόταν στη δίνη της οικονομικής ύφεσης και της πολιτικής κρίσης.
Αυτό όμως που διαδόθηκε άμεσα, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες
και αντιδράσεις ήταν ο χάρτης της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας με τις
δεσμευμένες περιοχές για παραγωγή ενέργειας από κάθε είδος Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας, αδειοδοτημένες ή σε αναμονή αξιολόγησης για μια άδεια παραγωγής, που
αποτελεί και το πρώτο στάδιο αδειοδότησης.
Οι κάτοικοι της υπαίθρου είδαν περίεργους ιστούς (ανεμολογικούς), που έμοιαζαν με κεραίες
κινητής τηλεφωνίας, αλλά δεν ήταν, να εμφανίζονται σε διάφορα σημεία.
Παράλληλα, ξεκίνησαν ασυνήθιστες επισκέψεις στα ορεινά κυρίως
χωριά, από καλοντυμένους κυρίους που επισκεπτόταν τοπικούς παράγοντες και
κατοίκους, επιχειρώντας συναλλαγές γης.
Δεν πήρε και πολύ χρόνο στους κατοίκους να απαιτήσουν
ενημέρωση και για το σκοπό αυτό έχουν γίνει και γίνονται ακόμα αμέτρητες
ενημερωτικές εκδηλώσεις.
Τις εκδηλώσεις αυτές συνήθως διαδέχονται κινητοποιήσεις και
προσφυγές.
Αν πραγματικά το πολιτικό σύστημα είχε σχεδιασμό με γνώμονα
τις κοινωνικές ανάγκες και αν ήθελε να σεβαστεί το περιβάλλον, μπορούσε να
ξεκινήσει τις εφαρμογές σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας από το δομημένο χώρο, σε
συνάρτηση με τις ανάγκες των πολιτών και των παραγωγικών δραστηριοτήτων, χωρίς
εμπορευματικά κίνητρα.
Αυτό θα ανταποκρινόταν και στη φάση ανάπτυξης των τεχνολογιών,
αφού τριάντα χρόνια τώρα παράγονται και εγκαθίστανται μονάδες για την
εκμετάλλευση του ανέμου και του ήλιου, χωρίς να έχει απαντηθεί το πρόβλημα της
αποθήκευσης ενέργειας, πόσο μάλλον με φιλικό για το περιβάλλον τρόπο, που να
μην συνεπάγεται κι άλλες εξορύξεις, όπως χρειάζεται για τις μπαταρίες.
2. Το τοπίο της εξόρυξης υδρογονανθράκων
Αν και η δημόσια συζήτηση για την εξόρυξη υδρογονανθράκων στη
χώρα μας έχει την ιστορία της, οι μαζικές αντιδράσεις ήρθαν με μεγάλη
καθυστέρηση.
Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν πίστευαν, ή δεν ήθελαν να
τοποθετηθούν στο πρόβλημα, ότι η έρευνα και εξόρυξη θα γινόταν πραγματικότητα.
Τα κύρια επιχειρήματα ήταν ότι «δεν υπάρχει η τεχνολογία για
βαθιές γεωτρήσεις» και ότι «το χαμηλό κόστος της τιμής του πετρελαίου δεν το
επιτρέπει».
Γι’ αυτό παρέπεμπαν στο μέλλον, κλείνοντας τη συζήτηση με ένα
«άσε τώρα να δούμε πρώτα αν υπάρχουν τα κοιτάσματα».
Μόνο που οι συμβάσεις για «έρευνα και εξόρυξη» δεν είναι
διακριτές αλλά ενιαίες!
Και όταν άρχισαν να υπογράφονται, βρέθηκαν ελάχιστοι πολιτικοί
από τα κόμματα και την αυτοδιοίκηση, που να μην θεωρήσουν αυτονόητη την
υπογραφή τους.
Οι κάτοικοι όμως αυτής της χώρας είδαν το 1/3 της χώρας να
μετατρέπεται σε «οικόπεδα» εξορύξεων στη θάλασσα, πεδίο πολιτικής της «γαλάζιας
ανάπτυξης», αλλά και πάνω στη ίδια τη γη που κατοικούν.
Και άλλοι κύριοι με περίεργα μηχανήματα μετρήσεων, άρχισαν να
τριγυρίζουν ανάμεσα στα χωριά, τα βοσκοτόπια, τα ποτάμια και τα γεφύρια τους.
Η αγωνία για τη ζωή και τις δραστηριότητές τους γέννησε τα
κινήματα κατά των εξορύξεων υδρογονανθράκων.
Κάποια «οικόπεδα» εξορύξεων σκεπάζουν «οικόπεδα» της «πράσινης
ανάπτυξης». Αυτά θα ενεργοποιηθούν σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο σε
κάποιους τόπους δεν προχωρήσουν οι εξορύξεις, ή ανάμεσα σ’ αυτές, σε ξηρά και
θάλασσα.
Ο παράγοντας της απεξάρτησης από το πετρέλαιο αποτελεί βασική
συνιστώσα της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά μόνο σε σχέση με την ηλεκτροπαραγωγή.
Το πετρέλαιο παραμένει ακόμα αναγκαίο στις μεταφορές, τη
βιομηχανία, τη θέρμανση και γενικά στις μηχανές εσωτερικής καύσης.
Μέχρι και σήμερα αποδεικνύεται ότι η πολιτική απεξάρτησης
σχετίζεται κυρίως με το γεγονός ότι τόσο η τιμή, όσο και η ροή του είναι
δύσκολο να ελεγχθούν.
Γι’ αυτό το λόγο οι ευρωπαϊκές οδηγίες που απαιτούν να
σταματήσει η χρήση του πετρελαίου στην ηλεκτροπαραγωγή, δεν απαιτούν να μην
προχωρήσουν εξορύξεις υδρογονανθράκων στις χώρες της Ε.Ε.
Οι αντιφάσεις αναδεικνύονται τραγελαφικά σήμερα, με την αγορά
να αγωνιά όταν το φθηνό πετρέλαιο απειλεί τις έρευνες σε Ιόνιο – Κρήτη.
Αν η τιμή πέσει πολύ χαμηλά η εξόρυξη δεν θα είναι συμφέρουσα!
[7]
3. Το τοπίο της πυρηνική ενέργειας
Ήταν το μακρινό 1978 όταν κάτοικοι των χωριών της περιοχής της
Καρύστου κυνήγησαν τους ξένους που πραγματοποιούσαν μετρήσεις με μηχανήματα, με
στόχο να κατασκευαστεί πυρηνικό εργοστάσιο με μελέτες της αμερικάνικης ΕΒΑSCΟ.
Στις 20 Μαΐου 1979 συγκεντρώθηκαν στη Χαλκίδα σε συγκέντρωση
διαμαρτυρίας πάνω από 8.000 άτομα. Οι συζητήσεις για την κατασκευή του
πυρηνικού εργοστασίου έληξαν οριστικά το 1982. [8]
Πολύ αργότερα, επειδή οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας
δεν έλειψαν και από τη χώρα μας, αλλά και με αφορμή την πρόθεση κατασκευής
πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου στην νοτιοανατολική Τουρκία, ιδρύθηκε στη Ρόδο
το Αντιπυρηνικό Παρατηρητήριο της Μεσογείου, που πρόσφατα έκανε σχετική
παρέμβαση στην κυβέρνηση. [9]
Η πυρηνική ενέργεια μένει σταθερά στο προσκήνιο σε παγκόσμιο
επίπεδο, υποσχόμενη να εγγυηθεί αυτή τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, την
αειφορία (!) και την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.
Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μας αφήνει ανυποψίαστους
κυρίως όταν απαιτούμε «εδώ και τώρα» απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, έστω και
αν αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένη απειλή για εγκατάσταση
μονάδων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στη χώρα μας.
Εξ’ άλλου η πυρηνική ενέργεια δεν λείπει και από το ενεργειακό
μείγμα της χώρας μας. Περνά μέσα από την ενεργειακή διασύνδεση με τη Βουλγαρία
[10] ενώ τόσο η Βουλγαρία όσο και η Τουρκία προχωράνε σε ανάπτυξη νέων μονάδων.
Πόσο απελπισμένες όμως και πόσο φοβισμένες πρέπει να είναι οι
κατά τόπους κοινωνίες για να δεχθούν την πυρηνική ενέργεια ως επιβεβλημένη
καθαρή ενέργεια; Φροντίζουν γι’ αυτό τα λόμπι και διάφοροι διεθνείς και εθνικοί
θεσμοί, με κάθε μέσο που περιλαμβάνεται στο δόγμα του σοκ και στη θεωρία ότι
δεν υπάρχει εναλλακτική λύση που να οδηγεί σε ριζικές αλλαγές.
Σε μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης
(ΙΕΝΕ) του 2019 [11] γίνεται αναφορά σε μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας (ΙΕΑ) με προβλέψεις για τις εξελίξεις στην ενέργεια. Περιλαμβάνει τρία σενάρια για το διάστημα
2025 -2040: το σενάριο των τρεχουσών πολιτικών, το σενάριο για τις νέες
πολιτικές και το σενάριο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Είναι στο σενάριο της βιώσιμης ανάπτυξης, όπου η πυρηνική
ενέργεια αυξάνεται κατά 87,9% και οι ΑΠΕ κατά 311,8%, σε σχέση με το 2017, ενώ
πολύ μικρότερη αύξηση παρουσιάζεται και στα δύο άλλα σενάρια των τρεχουσών και
των νέων πολιτικών. Παράλληλα ο άνθρακας υποχωρεί κάτω από το μισό, λιγότερο το
πετρέλαιο, ενώ το φυσικό αέριο
παρουσιάζει μικρή αύξηση.
Στο σενάριο της βιώσιμης ανάπτυξης, αυξάνονται επίσης σε σχέση
με το 2017, τα μεν υδροηλεκτρικά κατά 70,2%, η δε βιοενέργεια κατά 96,2%, πολύ
μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές που προβλέπονται στα σενάρια τόσο των τρεχουσών
όσο και των νέων πολιτικών.
Από το 1957, όταν έξι ευρωπαϊκά κράτη «αναζήτησαν στην πυρηνική
ενέργεια το μέσο επίτευξης της ενεργειακής ανεξαρτησίας» με τη Συνθήκη για την
ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ), [12] η πυρηνική
ενέργεια αναπτύχθηκε τόσο ώστε να καλύπτει το 30% των ενεργειακών αναγκών της
Ε.Ε. [13]
Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες χωρών της Ε.Ε. για παύση
λειτουργίας πυρηνικών μονάδων, το θέμα επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Το 2006 ο συνδυασμός ΑΠΕ + πυρηνικά προτάθηκε επισήμως από τον
ΟΟΣΑ! [14]
Το -όχι και τόσο μακρινό 2009- με αφορμή την κρίση στην
τροφοδοσία της Ευρώπης με φυσικό αέριο, 61 εταιρείες ηλεκτρισμού των 27 χωρών –
μελών της E.E., μεταξύ των οποίων και η ΔEH, με παρέμβασή τους στο Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο κορυφής δεσμεύθηκαν ότι μέχρι το 2050 θα παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα που
θα παράγεται χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, υπό την προϋπόθεση ότι οι
πολιτικοί ηγέτες της E.E. θα τους διασφαλίσουν πρόσβαση σε «μία ευρεία γκάμα
επιλογών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας – αποδοτικές καθαρές τεχνολογίες
ορυκτών καυσίμων που θα περιλαμβάνουν δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, υψηλής
απόδοσης συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού και πυρηνική ενέργεια,
παράλληλα με ανανεώσιμες πηγές». [15]
Πρόσφατα (2018) εξαγγέλθηκε διεθνής πυρηνική συμφωνία από τις
ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, για τη μείωση των
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. [16]
Η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στη συμφωνία μας θυμίζει
ότι ανάμεσα στους πρώτους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της Διακυβερνητικής
Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ που θεωρούσε
ότι η πυρηνική ενέργεια μπορούσε να εγγυηθεί την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
[17]
Κι αυτό όχι για να μην εξαρτάται η χώρα της από τον άνθρακα,
όσο για να μην εξαρτάται από τις απεργίες των ανθρακωρύχων!
4. Ο κοινός τόπος των κινημάτων απέναντι στην αρπαγή της γης
Η εγκατάσταση μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μεγάλης
κλίμακας, η εξόρυξη υδρογονανθράκων, η κατασκευή μεγάλων φραγμάτων, χρειάζονται
τη γη ή τη θάλασσα που, μέχρι να εκδηλωθεί το ενδιαφέρον χρήσης της για
ενεργειακούς σκοπούς, είχε μια άλλη χρήση ή μια άλλη λειτουργία.
Οι «ιθαγενείς» εκδιώκονται από κει για λόγους «δημοσίου
συμφέροντος».
«Η σημερινή υφαρπαγή γης σε παγκόσμια κλίμακα νομιμοποιείται
με τη βοήθεια καταστροφικών διηγήσεων, προβλέψεων και απειλών για ελλείψεις
πόρων όπως η τροφή και η ενέργεια οι οποίες θα προκύψουν από την κλιματική
αλλαγή και για κινδύνους από φυσικές καταστροφές, ακόμα και από τρομοκρατικές
επιθέσεις. Η ανασφάλεια και ο φόβος που διασπείρουν περιλαμβάνουν και τις
επιπτώσεις από τις χρεοκοπίες κάθε είδους και τις συνέπειες από το δημόσιο
χρέος.» [18]
Χρειάζεται όμως να μπει στο παιχνίδι και η παραπλάνηση, όχι
μόνο για τους εκδιωκόμενους, αλλά και για την υπόλοιπη «κοινή γνώμη».
Τα κινήματα κατά της πολιτικής που ασκείται στον τομέα των
Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, βάλλονται με χίλιους τρόπους παραπλάνησης.
Μεταξύ αυτών, ότι με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δήθεν
επιτυγχάνεται απεξάρτηση από ορυκτούς πόρους.
Ο ισχυρισμός αυτός αποσιωπά το γεγονός ότι μόνο οι ενεργειακές
πηγές είναι ανανεώσιμες (αέρας, ήλιος), αλλά όχι και οι μηχανές παραγωγής
ενέργειας. [19]
Λένε και ότι με την εξόρυξη υδρογονανθράκων θα μειωθεί η
εξάρτηση από εισαγωγές, ενώ είναι γνωστό ότι οι υδρογονάνθρακες διατίθενται σε
όλες τις χώρες με τα κριτήρια της διεθνούς αγοράς.
Οι εταιρείες-μισθωτές στη χώρα μας με βάση τις συμβάσεις τους,
υποχρεώνονται να διαθέσουν το σύνολο ή μερίδιο της παραγωγής τους στην επίσημη
τιμή μετά από αίτηση του Δημοσίου, μόνο σε περίπτωση πολέμου, απειλής πολέμου ή
άλλης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Και αυτό με την προϋπόθεση ότι όλοι οι
μισθωτές σε όλα τα οικόπεδα θα συμφωνήσουν και θα διαθέσουν τις ίδιες
ποσότητες.
Τα παραπλανητικά «επιχειρήματα» όπως τα παραπάνω,
υποστηρίζονται με τις ίδιες μεθόδους σε όλες τις περιπτώσεις, με αποσπασματική
και επιλεκτική προβολή πληροφοριών.
Στα διάφορα αφηγήματα, σπανίως προσδιορίζεται το επίπεδο
αναφοράς, αν είναι δηλαδή το τοπικό, το εθνικό, ή το διεθνές, αυτό που κάθε
φορά ωφελείται ή βλάπτεται.
Γενικά όμως, προκειμένου για διεθνοποιημένους τομείς όπως η
ενέργεια, εν τέλει το επίπεδο αναφοράς είναι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι
διεθνείς αγορές.
Παράλληλα υπάρχει μια σιωπηλή παραδοχή, ότι το διακύβευμα
είναι μόνο ένα και είναι οικονομικό και λογιστικό.
Το κοινωνικό και το περιβαλλοντικό είναι μόνο για τα συνέδρια!
Σε κάθε περίπτωση, οι εταιρείες θα είναι εκεί όπου εγκαταστάθηκαν
με τις συμβάσεις έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, σε όλο το τόξο
Ιονίου – Κρήτης.
Η ανασφάλεια για τους κατοίκους της μισής Ελλάδας θα κρατήσει
για πολλά χρόνια. Η ανάγκη για «ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον», η
περιβαλλοντική προστασία και η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας, δεν θα
ισχύει για τους πολλούς.
Η ανάγκη του χρηματιστηριακού κεφαλαίου να επιδεικνύει στους
μετόχους του μελλοντικά αποθέματα, είτε αξιοποιηθούν, είτε όχι και η δυνατότητα
των εταιρειών να αυξάνουν σημαντικά την κερδοφορία τους βραχυπρόθεσμα, χωρίς
ουσιαστικά να αυξάνουν την παραγωγή τους, αναλύεται με κάθε λεπτομέρεια, σε
πρόσφατο κείμενο της Πρωτοβουλίας Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις
υδρογονανθράκων. [20]
Το ίδιο θα συμβεί με τους δεσμευμένους χώρους για μονάδες Ανανεώσιμων
Πηγών Ενέργειας, που απεικονίζονται εδώ και μια δεκαετία στο χάρτη της ΡΑΕ, που
είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους θα μπορούσαν να υλοποιηθούν με τα κριτήρια
της αγοράς. Οι δεσμευμένοι αυτοί χώροι, έχουν φέρει μόνο ανασφάλεια για τις
περιοχές όπου βρίσκονται και ασφαλή κέρδη για το χρηματιστηριακό κεφάλαιο
ανεξάρτητα αν τελικά αυτά τα έργα θα υλοποιηθούν ή δεν θα υλοποιηθούν.
Από τους δύο ενεργειακούς χάρτες, των εξορύξεων και των
μονάδων της ηλεκτροπαραγωγής, όπου πρέπει να προσθέσουμε τις επεκτάσεις των
δικτύων για τη σύνδεσή τους, αλλά και τους χώρους κατάληψης των υλοποιημένων
και προγραμματιζόμενων ενεργειακών αγωγών, έχουμε την εικόνα μιας άλλης χώρας
που καλείται να προσαρμόσει τη ζωή και την παραγωγή της στα «κενά» που μένουν
ανάμεσα σε κατειλημμένες και εν δυνάμει υποβαθμισμένες περιοχές.
Αυτό είναι το τεράστιο τίμημα που καλείται να πληρώσει η
κοινωνία προκειμένου να γίνει η χώρα «ενεργειακός κόμβος», ή πιο λαϊκά
«μπαταρία της Ευρώπης».
Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Η χειρότερη θα ήταν η εμπλοκή
της χώρας σε θερμά επεισόδια, λόγω της «μετακίνησής» της πιο κοντά σε όσα
συμβαίνουν στην Μέση Ανατολή.
Αυτά τα τοπία, αυτοί οι κίνδυνοι, αυτές οι προοπτικές κι αυτό
το τίμημα αποτελούν τα αντικείμενα που συνθέτουν τον κοινό τόπο αγώνα των κινημάτων.
Κοινός τόπος τόσο για τα κινήματα που δραστηριοποιούνται στα
διάφορα ενεργειακά μέτωπα, όσο και για τα κινήματα που δραστηριοποιούνται σε
άλλους τομείς, αφού το ζήτημα της ενέργειας αφορά σε όλους, είναι κυρίαρχο για
τη ζωή και όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Έχοντας κατά νου ότι ο προσανατολισμός στο κοινωνικό συμφέρον
και όχι στον ανταγωνισμό των αγορών, τόσο των πολιτικών επιλογών για το
ενεργειακό όσο και της τεχνολογίας, θα μπορούσε να φέρει εκπλήξεις που σήμερα
είναι αδιανόητες!
[17] Τα αγκάθια του καλού, Λεωνίδα Λουλούδη, «Από το «φαινόμενο
του θερμοκηπίου» στην «κλιματική αλλαγή», η υπερθέρμανση των σχέσεων επιστήμης
και πολιτικής, Εκδόσεις Αρμός, 2014
[18] «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης», Κωστή Χατζημιχάλη,
Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 42
[---->]