Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το ΔΝΤ "ξεπλένει" ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πολιτικό deal με τους άσπονδους φίλους του στην Ευρωζώνη, τιμωρώντας την ελληνική κοινωνία με μια γερή δόση μεταμνημονιακής λιτότητας, απαιτώντας μερικές ακόμη «λίβρες κρέας».
Το ΔΝΤ "ξεπλένει" ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πολιτικό deal με τους άσπονδους φίλους του στην Ευρωζώνη, τιμωρώντας την ελληνική κοινωνία με μια γερή δόση μεταμνημονιακής λιτότητας, απαιτώντας μερικές ακόμη «λίβρες κρέας».
Αιτιολόγηση τίτλου:
Η 5η Δεκεμβρίου έχει προβληθεί από την κυβέρνηση και τους δανειστές ως ιδεατό ορόσημο για ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ώστε το προγραμματισμένο για εκείνη τη μέρα Eurogroup να προχωρήσει στην ανακοίνωση των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και ‒ίσως‒ σε μια αποτύπωση των παραμέτρων των μεσοπρόθεσμων μέτρων, τα οποία απαιτεί το ΔΝΤ ώστε να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει στο τρίτο μνημόνιο ως δανειστής.
Το πρόβλημα με την 5η Δεκεμβρίου είναι ότι ακολουθεί την... 4η Δεκεμβρίου. Κι αυτήν τη μέρα είναι προγραμματισμένες δύο εκλογικές δοκιμασίες: το δημοψήφισμα για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις Ρέντσι στην Ιταλία και οι επαναληπτικές προεδρικές εκλογές στην Αυστρία.
Αν ο Ρέντσι χάσει το δημοψήφισμα και παραιτηθεί, όπως έχει υποσχεθεί, κι αν στην Αυστρία επικρατήσει ο ακροδεξιός υποψήφιος Νόρμπερτ Χόφερ, ελάχιστοι στις ευρωπαϊκές ηγεσίες θα έχουν έγνοια για το τι θα συμβεί στη συνεδρίαση του Eurogroup με την Ελλάδα. Γιατί το ενδεχόμενο αυτών των εξελίξεων ‒πρωτίστως στην Ιταλία και δευτερευόντως στην Αυστρία‒ κατά πολλούς μπορεί να αποτελέσει την τελική ευθεία αποσύνθεσης ή ριζικής ανασύνθεσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η σύμπτωση αυτή καταδεικνύει ότι το χρόνιο «ελληνικό ζήτημα», που σήμερα το διαχειρίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παραμένει μεν διεθνοποιημένο σε έκταση ανάλογη αυτής που είχε το 2010 ή το 2012, αλλά με έναν τρόπο αντίστροφο από τότε. Τότε, το ειδικό βάρος της «ελληνικής» κρίσης χρέους μπορούσε κυριολεκτικά να τινάξει στον αέρα την Ευρωζώνη και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε μια αριστερόστροφη και άκρως μεταδοτική ριζοσπαστικοποίηση. Τώρα, το ελληνικό «τραύμα» της Ευρωζώνης έχει «αποστειρωθεί» πολιτικά, οι δε απειλές στην ΕΕ έρχονται από πολύ μεγαλύτερα «τραύματα» και από μια ακροδεξιάς κοπής αμφισβήτηση όχι μόνο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και του status quo της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπως κατέδειξε η νίκη Τραμπ.
Το «χρίσμα» της Μέρκελ, άλλοθι του Σόιμπλε
Η κυβέρνηση επιχείρησε να αξιοποιήσει στο έπακρο την όποια διεθνή βαρύτητα διατηρεί η ελληνική «εκκρεμότητα», στην περίπλοκη συνάρτησή της με τις ρευστές ισορροπίες στην Ευρωζώνη, τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και την αβέβαιη θέση του ΔΝΤ τόσο στο τρίτο μνημόνιο όσο και στην ευρύτερη «εταιρική σχέση» του με την ΕΕ. Όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις, η ηχηρή παρέμβαση Ομπάμα υπέρ της ελάφρυνσης του χρέους στην Αθήνα, στο δρόμο προς το Βερολίνο βουβάθηκε εντελώς. Εκεί απέκτησε απόλυτη προτεραιότητα το «χρίσμα» Ομπάμα στη Μέρκελ, όχι απλώς ως υποψήφιας καγκελαρίου για τέταρτη φορά, αλλά ως ηγέτιδας της απειλούμενης από τις προεκλογικές εξαγγελίες Τραμπ παγκοσμιοποίησης. Με αυτήν την απόλυτη αμερικανογερμανική προτεραιότητα, άλλωστε, συνδέεται η άνεση με την οποία ο Β. Σόιμπλε όχι μόνο αρνείται ότι θα γίνει συζήτηση περί μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους πριν από το 2018, αλλά και ισχυρίζεται ότι η θεραπεία για τη νοσούσα Ευρωζώνη είναι οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και η αποκλιμάκωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κι αυτό τη στιγμή που ο Τραμπ στις ΗΠΑ υπόσχεται ένα επενδυτικό πρόγραμμα-μαμούθ, ύψους 1 τρισ., στις δημόσιες υποδομές, που θα υποχρεώσει τη Fed να μπει σε ρυθμούς αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου πολύ ταχύτερους από το σχεδιασμό της Γέλεν.
Με βάση τα εξαιρετικά ρευστά δεδομένα, η «λύση» που δρομολογείται για το ελληνικό χρέος είναι απίθανο να ξεφύγει από το αυστηρό και πολύ περιορισμένο πλαίσιο που θέτει η γερμανική ηγεσία, παρά την όποια «αντίσταση» του ΔΝΤ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αλλά και τις δημόσιες δηλώσεις, το πλαίσιο του νέου πολιτικού συμβιβασμού του Eurogroup με το ΔΝΤ είναι ότι, υπό την προϋπόθεση να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, θα ανακοινωθούν και θα υλοποιηθούν «εμπροσθοβαρώς», όπως προέβλεπε η απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, ενώ για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα το ΔΝΤ πρέπει να αρκεστεί στη διατύπωση των κριτηρίων που θα τα διέπουν όταν θα έρθει η... ώρα τους.
Έχουμε μια επανάληψη του σκηνικού του 2012, οπότε το ΔΝΤ, μετά και το PSI, επείσθη να μπει στο δεύτερο μνημόνιο έναντι της υπόσχεσης ότι στην πορεία θα επανεξεταζόταν η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και, αν κρινόταν απαραίτητο, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα έπαιρναν και νέα μέτρα ελάφρυνσής του. Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το μόνο που προστίθεται αυτήν τη φορά είναι η κατάληξη στα βραχυπρόθεσμα μέτρα (επιμήκυνση στα 32,5 χρόνια και σταθερό επιτόκιο για ένα μέρος του παλιού δανεισμού του EFSF μεταξύ 40 και 60 δισ. από το σύνολο των 131 δισ., από το οποίο τα 31 δισ. αφορούν ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες και θα ανταλλαγούν με νέα) και, επιπλέον, στο ΔΝΤ θα παρασχεθούν στοιχεία για την μελλοντική παρέμβαση στο χρέος, βάσει των οποίων το Ταμείο καλείται να αποφασίσει τη θέση του.
Δύο αστερίσκοι στο deal με το ΔΝΤ
Σ’ αυτό το πλαίσιο συμβιβασμού, που η κυβέρνηση είναι έτοιμη να υποδεχθεί ως «θρίαμβο», υπάρχουν τουλάχιστον δύο αστερίσκοι:
Πρώτον, ο πρόεδρος του EuroWorkingGroup Τόμας Βίζερ, που απηχεί σαφώς τη γερμανική αντίληψη, έκανε προ ημερών την παράδοξη διευκρίνιση ότι προϋπόθεση της συζήτησης στο Eurogroup των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, όπως ζητεί επίμονα η κυβέρνηση, αλλά και το ΔΝΤ, είναι να μπει το Ταμείο στο πρόγραμμα. Αλλά πώς ακριβώς θα πάρει απόφαση ότι είναι βιώσιμο ‒ή εξυπηρετήσιμο‒ το ελληνικό χρέος, αν δεν γνωρίζει τα μέτρα; Εδώ καταγράφεται ένας πολιτικός φαύλος κύκλος.
Δεύτερον, το ίδιο το ΔΝΤ, στην τελευταία έκθεσή του για το ελληνικό χρέος, ορίζει σαφέστατα ως προϋποθέσεις της συμμετοχής του την «ολοκλήρωση των μέτρων ανακούφισης του χρέους μέχρι το τέλος του προγράμματος», δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2018, και την «εμπροσθοβαρή υλοποίηση μέρους των μέτρων αυτών χωρίς προϋποθέσεις», δηλαδή ανεξάρτητα από συγκεκριμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και «μεταρρυθμίσεις», ώστε να δοθεί το μήνυμα στις αγορές ότι η Ευρωζώνη εγγυάται το ελληνικό χρέος και άρα η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές. Δεν πρόκειται απλώς για φιλονικία περί του φύλου των αγγέλων, αλλά για κραυγαλέες αντιφάσεις στις οποίες έχουν εγκλωβιστεί τόσο οι Ευρωπαίοι δανειστές όσο και το ΔΝΤ.
Συμβιβασμός εξαγορασμένος με αίμα
Πώς επιλύονται κατά τη μνημονιακή «παράδοση» αυτές οι αντιφάσεις; Πολύ απλά, μετακυλίονται στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, με μια ακόμη γερή δόση λιτότητας. Ήδη στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με το κουαρτέτο έχει τεθεί το ζήτημα εξειδίκευσης της απόφασης του Eurogroup του περασμένου Μαΐου που ανέφερε την υποχρέωση της Ελλάδας για διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων 3,5% για ένα «μεσοπρόθεσμο» διάστημα, πέρα του 2018 ‒που κατά το μνημόνιο μπορεί να είναι μέχρι και δεκαετία. Παρότι το ΔΝΤ έχει δηλώσει ότι δεν πιστεύει σ’ αυτά τα πλεονάσματα και θεωρεί ρεαλιστικά πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ, φαίνεται διατεθειμένο να συμβιβαστεί αν υπάρξει ελληνική δέσμευση στο 3,5% για 3-7 χρόνια!
Αυτό σε πρώτη φάση θα πρέπει να αποτυπωθεί στο καθυστερημένο από τον περασμένο Απρίλιο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2017-2020 (και ίσως το φουσκωμένο στο 2% πλεόνασμα του προϋπολογισμού του 2017 δείχνει προδιάθεση της κυβέρνησης να συμβιβαστεί κι αυτή σε στόχους που μέχρι πρότινος κατήγγελλε ως εξωπραγματικούς).
Έτσι, το ΔΝΤ «ξεπλένει» ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πολιτικό deal με τους άσπονδους φίλους του στην Ευρωζώνη τιμωρώντας την ελληνική κοινωνία με μια γερή δόση μεταμνημονιακής λιτότητας, απαιτώντας μερικές ακόμη «λίβρες κρέας».
Φυσικά, όλα αυτά θα έχουν μικρή σημασία αν η 5η Δεκεμβρίου εξελιχθεί σε πολιτικό εφιάλτη της Ευρωζώνης...
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 372 (23/11)
[--->]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου