Η ζωή μας κύκλους κάνει: τέλος εποχής και αρχή μιας νέας

της Δέσποινας Σπανούδη 


Το 3ο μνημόνιο είναι εδώ. Και σιγά αλλά σταθερά ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και υποστηρικτές της κυβέρνησης, επιχειρούν να βρουν θετικά σημεία αναπαράγοντας τα κυβερνητικά non paper που πέφτουν βροχή. 

Ωστόσο η βασική επιχειρηματολογία είναι ίδια από την αρχή: «εφόσον το μνημόνιο διαπιστώσαμε και εμείς ότι είναι μονόδρομος, καλύτερα να το διαχειριστούμε εμείς, παρά οι άλλοι».  

Και προκειμένου να υπάρχει μια ρωγμή εξόδου, πετάμε την μπάλα και κατά την Ευρώπη ότι και αν σημαίνει αυτό.  Δεν είναι σαφές βέβαια, αν η περιβόητη αλλαγή των συνθηκών, αναμένουμε να προέλθει από κινητοποιήσεις των λαών κατά της λιτότητας – συνεπώς ενάντια στην ωμή νεοφιλελεύθερη πολιτική που θα εφαρμόζει  η κυβέρνηση- ή αν θα προέλθει από τα αδιέξοδα των τραπεζιτών και των αγορών που – ελπίζουν ότι-  θα αναγκαστούν να χαλαρώσουν τα λουριά και να αναζητήσουν εναλλακτικούς πολιτικούς εκφραστές με πιο μετριοπαθές προφίλ.



Πάντως, στο βαθμό που η αιματηρή συνθηκολόγηση της Ελλάδας χρησιμεύει στον σωφρονισμό και των άλλων λαών, η κυβέρνηση εκ των πραγμάτων εννοεί το δεύτερο, όσο μακρινό αν όχι ανέφικτο και αν μοιάζει με τις σημερινές συνθήκες.

Ήδη υποστηρικτές του πολιτικού ρεαλισμού, που στο παρελθόν μετακινήθηκαν προς το κέντρο για να συμμετέχουν σε κυβερνητικά σχήματα και κόμματα, διερευνούν τις πιθανότητες συνεργασίας, στο βαθμό που εκτιμούν ότι στο αμέσως επόμενο διάστημα η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα παίζει κεντρικό ρόλο.

Σε αυτούς εντάσσονται όχι μόνο περιθωριοποιημένοι πολιτικοί όπως Κουβέλης και Δαμανάκη, αλλά και μέρος του αποστασιοποιημένου ΠΑΣΟΚ, που σε επίπεδο μηχανισμών κάτι έχει κρατήσει ακόμη. 

Άδηλο είναι για την ώρα το πώς θα κινηθούν τα κόμματα του μνημονιακού τόξου που δείχνει να έχουν αποδεχτεί ότι το κοινό συμφέρον της ελληνικής τάξης πραγμάτων είναι η στήριξη της κυβέρνησης ώστε να πάρει πάνω της το κρίμα του μνημονίου, όπως κοροϊδευτικά επεσήμανε ο Ε. Μειμαράκης στην ομιλία του κατάά την ψήφιση του μνημονίου. 

Σενάρια σύμπηξης ενός ενιαίου μετώπου «αξιόπιστων» μνημονιακών δυνάμεων σε περίπτωση εκλογών είναι εξίσου πιθανά όσο και η μετεκλογική συνεργασία  με τον όποιο ΣΥΡΙΖΑ απομείνει στην κυβέρνηση. Εκλογών  τις οποίες διακαώς επιθυμεί το Μαξίμου, πριν καταναλωθεί ολόκληρο το πολιτικό κεφάλαιο που εκτιμούν ότι ακόμη διαθέτουν, που ωστόσο θα χρειαστεί να συμφωνηθούν και με τους πραγματικούς διοικητές της χώρας

Από την άλλη πλευρά, το πολιτικό φάσμα των αντιμνημονιακών δυνάμεων μοιάζει να έχει στενέψει προς ώρας.
 Όπως επιχαίρουν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΠΟΤΑΜΙ, αυτοί δηλαδή που πήγαν μέχρι τον Άδη τη βραδιά του δημοψηφίσματος και αναστήθηκαν από το Μαξίμου την επόμενη μέρα- ο διαχωρισμός ανάμεσα σε προσκυνημένους και αγωνιστές τελείωσε. 
Όσοι όμως στηρίζονται στα αμφισβητήσιμα ευρήματα που ανακοινώνουν οι δημοσκοπήσεις μοιάζει να παραβλέπουν εύκολα τη δυναμική των διεκδικήσεων που γεννούν οι πραγματικές ανάγκες.

Και όμως: τα τελευταία χρόνια, υπό το βάρος αυτών των αναγκών που διαρκώς μεγαλώνουν, έγιναν πολλαπλές κυβερνητικές αλλαγές που κάθε φορά έστελναν στο κάλαθο της ιστορίας τους εκάστοτε αρχηγούς.

Η αλήθεια είναι ότι οι προηγούμενοι είχαν και βεβαρυμένο παρελθόν. Μικρή αξία όμως έχει το παρελθόν κάποιων όταν το παρόν είναι τόσο αμείλικτο. Η παρηγορητική οδός «μαζί με τον λαό κατά του μνημονίου και εναντίον του εφαρμόζοντας με πόνο ψυχής το μνημόνιο» είναι καταφανώς αδιέξοδη. ‘Όσο και η οδός «συντασσόμαστε, εξυπηρετούμε και ταυτόχρονα χτυπάμε τα συμφέροντα των ολιγαρχών».

Τι μένει λοιπόν εκτός από την Χ.Α. που εσχάτως προσπαθεί φιλότιμα να ενδυθεί μανδύα φρόνησης και νομιμότητας, προκειμένου να εισπράξει μέρος της απόγνωσης που μοιραία αισθάνονται όσοι διαπίστωσαν ότι για μια ακόμη φορά πώς «ότι και να ψηφίσεις, μνημόνιο βγαίνει»; 

Είναι φανερό ότι μια δημοκρατία που περιφρονεί τόσο βάναυσα το συντριπτικό αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος είναι μια δημοκρατία που δεν εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη και κανένα σεβασμό. Όσο και αν το κρίμα για μια ενδεχόμενη άνοδο της ακροδεξιάς πέφτει στους ανάλγητους δανειστές, οι εγχώριοι έστω και εκβιαζόμενοι συνεργάτες τους δεν είναι άμοιροι ευθυνών για τις διαρκείς εκπτώσεις στην χλωμή και παραπαίουσα κοινοβουλευτική διαδικασία. 

Όπως και για την ενεργοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών,  την κωλυσιεργία σε θέματα που ουδεμία σχέση έχουν με το μνημόνιο όπως οι Σκουριές, το προσφυγικό, τα διόδια και δεκάδες άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα που συνθέτουν μια ακόμη εικόνα παράλυσης και παράδοσης.

‘Ένα νέο πολιτικό μόρφωμα αναδύεται με αιχμή του δόρατος την Αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ και με «ηγετικό» ρόλο του Αριστερού ρεύματος του πάλαι ποτέ ΣΥΝ. Ήδη δημοσιοποιήθηκε ένα πρώτο προσκλητήριο για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο του “ΟΧΙ στα μνημόνια». 
Είναι σαφές ότι η ευρύτερη δυνατή ενότητα αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων είναι ανάγκη για μια αριστερά που θα πρέπει να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία για να αποτελέσει την επιζητούμενη διέξοδο από την ομίχλη των μνημονίων. Ωστόσο ένας τέτοιος στόχος δεν μπορεί να υπηρετηθεί με τις χθεσινές μεθόδους.

Οι όποιες ζυμώσεις, συγκλίσεις, επεξεργασίες και επιλογές αν συνεχίσουν να αποτελούν προϊόντα κλειστών διαπραγματεύσεων «κορυφής» δεν θα καταλήξουν παρά σε μια από τα ίδια : σε ομαδοποιήσεις της «ορθής πολιτικής γραμμής» που θα καλούνται να ακολουθήσουν μέλη που θα έχουν υποβαθμιστεί σε οπαδούς, σε ατελείωτες μάχες συσχετισμών αλλά και προσωπικών παραγοντισμών που θα καταλήγουν σε αδυναμία παραγωγής πολιτικής θεωρίας και πράξης,  περιορισμό σε επικοινωνιακού τύπου αντιδράσεις και πλειοδοσίες και τελικά σε αφ’ υψηλού θέαση της κοινωνίας που θα έχει δύο πιθανά αποτελέσματα:
  • Είτε την απομόνωση και τον περιορισμό σε ένα ασφαλές μικρό κόμμα «αντίστασης και ανυπακοής».
  • Είτε τον εύκολο λαϊκισμό και τον πολιτικό κυνισμό που εξέθρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ επί χρόνια πριν αναλάβει την εξουσία.
Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα ακόμη κόμμα που θα κουβαλάει τα παραδοσιακά και εν πολλοίς νοσηρά χαρακτηριστικά του παρελθόντος, ούτε ένα κόμμα περιχαρακωμένο και οχυρωμένο πίσω από αναντίρρητες αλήθειες και εκφωνήσεις που θα μπαίνουν ως προαπαίτηση για οποιαδήποτε κοινή δράση ή ως πρόφαση για την αποφυγή της.

Χρειαζόμαστε αντίθετα ένα πολιτικό υποκείμενο σε οργανική σύνδεση με τα κοινωνικά δρώμενα σε όλες τις εκφάνσεις:  στα κοινωνικά και οικολογικά κινήματα, στην αυτοδιοίκηση, στις εργασιακές διεκδικήσεις,  στην αλληλεγγύη, στην συνεργατική οικονομία, μαζί με τον καθένα και την καθεμία που αγωνίζεται με κουράγιο και ειλικρίνεια. 

Που θα αναγνωρίζει ότι η ρήξη με την ευρωζώνη και όλα όσα συνεπάγεται αποτελούν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την διέξοδο από την κρίση. 

Ότι ο δημοκρατικός και κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής και της οικονομίας, η διαφύλαξη των φυσικών διαθέσιμων, ο οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής, ο αναπροσανατολισμός σε μια οικονομία των πραγματικών αναγκών, η συλλογικότητα είναι  σημαντικές παράμετροι για να διασφαλιστεί η επιβίωση, η βελτίωση των  εργασιακών και παραγωγικών σχέσεων, η ανεξαρτησία και η αυτοδιάθεση, η κοινωνική δικαιοσύνη.

Χρειαζόμαστε ένα χώρο με πολιτικές επεξεργασίες που θα εκπορεύονται μέσα από κινηματικές και κοινωνικές διεργασίες.

 Που θα εκκινεί από κοινωνικές συμμαχίες μέσα από αιτήματα που αποτελούν κοινό κτήμα και θα επενδύει στον ριζοσπαστισμό που γεννούν τα λαϊκά κινήματα. Ένας τέτοιος  χώρος που δεν θα καλλιεργεί την ανάθεση αλλά την συμπόρευση, πρέπει πρώτα από όλα να έχει τέτοια χαρακτηριστικά από τη συγκρότησή του: ξεκινώντας ταυτόχρονα από τις συγκροτημένες ομάδες και από επιτροπές πολιτών  και λειτουργώντας οριζόντια.
 Εγκαθιδρύοντας διαδικασίες ανοιχτές και όσο το δυνατό πιο δημοκρατικές. Μακριά από  λογικές του τύπου «το κόμμα ξέρει», « η ομάδα μας εντός του κόμματος ξέρει ακόμη καλύτερα», «το καλό του κόμματος είναι το καλό της κοινωνίας», από τις οποίες εύκολα γίνεται το βήμα στο «ο αρχηγός ξέρει» και «καλύτερα εμείς παρά οι άλλοι,  ακόμη και αν εφαρμόζουμε επαχθείς πολιτικές».

Η -όσο το δυνατό πιο – αδιαμεσολάβητη έκφραση και δράση του λαού, είναι το μόνο ασφαλές κριτήριο για την εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων. 

Και παρά τα μέσα χειραγώγησης που διαθέτει η άρχουσα τάξη, σε κρίσιμες συνθήκες ο έλεγχος χάνεται. 
Γιατί όπως απέδειξε για μια ακόμη φορά η πρόσφατη εμπειρία, το μόνο που δεν αντέχει το πολιτικό σύστημα είναι η δημοκρατία. Χωρίς την οποία, κάθε πολιτική εκφώνηση γίνεται γρήγορα γράμμα κενό περιεχομένου και κάθε πολιτική δράση εκφυλίζεται σε αντιδραστική πρακτική.

[--->]