Με σημερινό του άρθρο στη βρεταννική
Guardian ο Κώστας Λαπαβίτσας εξηγεί τι συνέβη στη διαπραγμάτευση του
Φεβρουαρίου, τι κερδήθηκε και τι πρέπει να διεκδικηθεί τους επόμενους
κρίσιμους τέσσερις μήνας. Αναλύει τι σημαίνει Η μάχη για την Ελλάδα μόλις άρχισε (Τhe fight for Greece has just begun), που ήταν και ο αρχικός τίτλος του άρθρου τον οποίο η εφημερίδα άλλαξε σε To beat austerity Greece must break free from the euro.
Η συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και της ΕΕ μετά από τρεις βδομάδες εντόνων διαπραγματεύσεων, αποτελεί ένα συμβιβασμό που επιτεύχθηκε κάτω από οικονομικούς εξαναγκασμούς. Το κέρδος για την Ελληνική πλευρά είναι ότι κράτησε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ζωντανή και ικανή να δώσει τη μάχη την επόμενη μέρα.
Αυτή η μέρα δεν είναι πολύ μακριά. Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί τον Ιούνιο μια μακροχρόνια οικονομική συμφωνία, έχοντας μπροστά της την αποπληρωμή δύο σημαντικών δόσεων τον ερχόμενο Ιούλιο και Αύγουστο. Στους επόμενους τέσσερεις μήνες η κυβέρνηση θα πρέπει όχι μόνο να δράσει πολύ καλύτερα, αλλά να διαπραγματευτεί, να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια και να εφαρμόσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει. Όλη η Ευρωπαϊκή Αριστερά παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον, αφού μια ενδεχόμενη ελληνική επιτυχία θα σημάνει ότι το δόγμα λιτότητας που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να ξεπεραστεί.
Στη διαπραγμάτευση του Φεβρουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σε μια διπλή παγίδα. Από τη μία ήταν η εμπιστοσύνη που έδειξαν οι ελληνικές τράπεζες στην ΕΚΤ ως προς την παροχή ρευστότητας, χωρίς την οποία η λειτουργία τους θα σταματούσε. Όμως ο κ. Draghi της ΕΚΤ αύξησε την πίεση προς την ελληνική πλευρά περιορίζοντας τους όρους της παροχής ρευστότητας. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες φοβούμενες τις εξελίξεις και με τους καταθέτες τους να αποσύρουν τις καταθέσεις τους εν όψη τερματισμού των διαπραγματεύσεων, βρέθηκαν να χάνουν εκατομμύρια ευρώ ρευστότητας καθημερινά.
Από την άλλη, ήταν η ανάγκη του ελληνικού κράτους για χρηματική βοήθεια, ώστε να εξυπηρετήσει το χρέους και ταυτόχρονα να πληρώσει έγκαιρα μισθούς, συντάξεις, κλπ. Όσο συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις η ανάγκη για χρηματοδότηση μεγάλωνε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ΕΕ καθοδηγούμενη από τη Γερμανία περίμενε κυνικά μέχρι η πίεση στις ελληνικές τράπεζες να φτάσει στο ζενίθ. Μέχρι το βράδυ της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αποδεχθεί τη συμφωνία ή να αντιμετωπίσει την επόμενη εβδομάδα χαοτικές οικονομικές συνθήκες, για τις οποίες δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη.
Η συμφωνία επέκτεινε την ήδη υπάρχουσα δανειακή σύμβαση, δίνοντας στην Ελλάδα τέσσερεις μήνες εγγυημένης χρηματοδότησης, υποβαλλόμενη σε τακτική αναβαθμολόγηση από θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Κομισιόν, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ. Η χώρα εξαναγκάστηκε να δηλώσει ότι αποδέχεται να συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές «πλήρως και στην ώρα τους». Επίσης, ότι θα στοχεύσει την επίτευξη των κατάλληλων πρωτογενών πλεονασμάτων, να παραιτηθεί από μονομερείς ενέργειες οι οποίες θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στους δημοσιονομικούς της στόχους και να ξεκινήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι αντίθετες στις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ όσων αναφορά τις φοροελαφρύνσεις, τον βασικό μισθό, τις ιδιωτικοποιήσεις και την εξάλειψη της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα του να παραμείνει ζωντανή. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολα από το πανούργο κράτος της Ελληνικής οικονομίας. Η ανάπτυξη το 2014 μετρήθηκε μόλις στο 0.7%, ενώ το ΑΕΠ περιορίστηκε κατά το τελευταίο τετράμηνο. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε περεταίρω κατά 3.8% τον Δεκέμβριο και ακόμα και στις λιανικές πωλήσεις σημειώθηκε πτώση κατά 3.7% παρά την περίοδο Χριστουγέννων. Η πιο ανησυχητική ένδειξη όμως είναι η πτώση των τιμών κατά 2.8% τον Ιανουάριο.
Πρόκειται για μια οικονομία που έχει εισέλθει σε μια συνεχή τροχιά υποτίμησης με πολύ λίγο ή καθόλου έλεγχο της κατάστασης. Απέναντι σε αυτό το φόντο, η επιμονή της ΕΕ στην λιτότητα και στις πρωτογενείς ισορροπίες είναι καθαρά μια εκδικητική τρέλα.
Οι ερχόμενοι τέσσερεις μήνες θα είναι μια περίοδο συνεχούς αγώνα για τον Σύριζα. Αναμφίβολα, η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στο να περάσει με επιτυχία την αναβαθμολόγηση του Απριλίου από τους θεσμούς όπως η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η ΕΚ ώστε να εγκρίνουν την πολυπόθητη χρηματοδότηση. Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική κατάσταση είναι τόσο βαριά που γεγονότα μπορεί να προκύψουν ακόμα γρηγορότερα. Ο φόρος εισοδήματος καταρρέει, εν μέρει λόγω του οικονομικού παγώματος και εν μέρει λόγω του ότι ο κόσμος καθυστερεί τις πληρωμές ελπίζοντας σε πολιτικές αρωγής από την δυσβάσταχτη φορολογία που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια.
Τα δημόσια ταμεία ήδη θα στερεύουν μέχρι τον Μάρτιο όταν θα πρέπει να γίνουν σημαντικές πληρωμές του χρέους. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα οδηγήσει επιτυχώς την χώρα μέσα από αυτές τις δυσκολίες, τον Ιούνιο η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για μια μακροχρόνια οικονομική συμφωνία. Η παγίδα του Φεβρουαρίου είναι ακόμα ενεργή και έτοιμη να εμφανιστεί ξανά.
Το ερώτημα είναι τι θα πρέπει εμείς σαν ΣΥΡΙΖΑ να κάνουμε και πως θα μπορούσε η Αριστερά ανά την Ευρώπη να βοηθήσει. Το πιο ζωτικής σημασίας βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η στρατηγική της προσδοκίας ριζοσπαστικών αλλαγών εντός της καθορισμένη δομή του κοινού νομίσματος έχει τελειώσει. Η στρατηγική αυτή μας έδωσε την εκλογική νίκη με το να υποσχόμαστε στον Ελληνικό λαό το τέλος της λιτότητας χωρίς να υποφέρουμε από την απομάκρυνση από την ΟΝΕ. Δυστυχώς, τα γεγονότα έδειξαν αδιαμφισβήτητα ότι αυτό είναι αδύνατο και είναι καιρός να παραδεχτούμε την πραγματικότητα.
Για να αποφύγει την συντριβή ή την ολοκληρωτική παραχώρηση ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη περίοδο, πρέπει να είμαστε ειλικρινά ριζοσπαστικοί. Η δύναμή μας αντλείται αποκλειστικά από την καταπληκτική στήριξη του κόσμου την οποία ακόμα δεχόμαστε. Η κυβέρνηση θα πρέπει γρήγορα να εφαρμόσει μέτρα τα οποία θα ανακουφίσουν την εργατική τάξη από την τρομερή πίεση των τελευταίων ετών: απαγόρευση πλειστηριασμών, διαγραφή εγχώριου χρέους, επανασύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος, αύξηση κατώτατου μισθού, διακοπή ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό είναι το πρόγραμμα με το οποίο μας εξέλεξε ο Ελληνικός λαός. Οι δημοσιονομικοί στόχοι και η επιτήρηση από τους θεσμούς θα πρέπει να έρχονται σε δεύτερη μοίρα στις προτεραιότητές μας αν θέλουμε να διατηρήσουμε την λαϊκή υποστήριξη.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνησή μας πρέπει να προσεγγίσει τις διαφαινόμενες διαπραγματεύσεις του Ιουνίου με διαφορετικό σκεπτικό από αυτό του Φεβρουαρίου. Η ΟΝΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και δεν θα γίνει ποτέ μια πιο φιλική νομισματική ένωση προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Η Ελλάδα θα πρέπει να φέρει μια σημαντική γκάμα επιλογών στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και θα πρέπει να προετοιμαστεί για έκτακτα μέτρα ρευστότητας λαβαίνοντας υπ’ όψιν ότι όλα τα ενδεχόμενα μπορούν να είναι διαχειρίσιμα εάν ο λαός είναι έτοιμος. Εν τέλει, η ΕΕ έχει ήδη οδηγήσει την χώρα στην καταστροφή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει την ανακούφιση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μόνο εάν η Αριστερά αποτινάξει τις αυταπάτες τις και αρχίσει να προτείνει λογικές πολιτικές οι οποίες θα βγάλουν επιτέλους την Ευρώπη από τον παραλογισμό που άρχισε με την επιβολή του κοινού νομίσματος. Τότε μπορεί να υπάρχει η ευκαιρία να εξαλειφθεί η λιτότητα που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως, ο χρόνος περνάει γρήγορα για όλους μας.
[--->]
Η συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και της ΕΕ μετά από τρεις βδομάδες εντόνων διαπραγματεύσεων, αποτελεί ένα συμβιβασμό που επιτεύχθηκε κάτω από οικονομικούς εξαναγκασμούς. Το κέρδος για την Ελληνική πλευρά είναι ότι κράτησε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ζωντανή και ικανή να δώσει τη μάχη την επόμενη μέρα.
Αυτή η μέρα δεν είναι πολύ μακριά. Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί τον Ιούνιο μια μακροχρόνια οικονομική συμφωνία, έχοντας μπροστά της την αποπληρωμή δύο σημαντικών δόσεων τον ερχόμενο Ιούλιο και Αύγουστο. Στους επόμενους τέσσερεις μήνες η κυβέρνηση θα πρέπει όχι μόνο να δράσει πολύ καλύτερα, αλλά να διαπραγματευτεί, να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια και να εφαρμόσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει. Όλη η Ευρωπαϊκή Αριστερά παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον, αφού μια ενδεχόμενη ελληνική επιτυχία θα σημάνει ότι το δόγμα λιτότητας που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να ξεπεραστεί.
Στη διαπραγμάτευση του Φεβρουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σε μια διπλή παγίδα. Από τη μία ήταν η εμπιστοσύνη που έδειξαν οι ελληνικές τράπεζες στην ΕΚΤ ως προς την παροχή ρευστότητας, χωρίς την οποία η λειτουργία τους θα σταματούσε. Όμως ο κ. Draghi της ΕΚΤ αύξησε την πίεση προς την ελληνική πλευρά περιορίζοντας τους όρους της παροχής ρευστότητας. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες φοβούμενες τις εξελίξεις και με τους καταθέτες τους να αποσύρουν τις καταθέσεις τους εν όψη τερματισμού των διαπραγματεύσεων, βρέθηκαν να χάνουν εκατομμύρια ευρώ ρευστότητας καθημερινά.
Από την άλλη, ήταν η ανάγκη του ελληνικού κράτους για χρηματική βοήθεια, ώστε να εξυπηρετήσει το χρέους και ταυτόχρονα να πληρώσει έγκαιρα μισθούς, συντάξεις, κλπ. Όσο συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις η ανάγκη για χρηματοδότηση μεγάλωνε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ΕΕ καθοδηγούμενη από τη Γερμανία περίμενε κυνικά μέχρι η πίεση στις ελληνικές τράπεζες να φτάσει στο ζενίθ. Μέχρι το βράδυ της Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αποδεχθεί τη συμφωνία ή να αντιμετωπίσει την επόμενη εβδομάδα χαοτικές οικονομικές συνθήκες, για τις οποίες δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη.
Η συμφωνία επέκτεινε την ήδη υπάρχουσα δανειακή σύμβαση, δίνοντας στην Ελλάδα τέσσερεις μήνες εγγυημένης χρηματοδότησης, υποβαλλόμενη σε τακτική αναβαθμολόγηση από θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Κομισιόν, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ. Η χώρα εξαναγκάστηκε να δηλώσει ότι αποδέχεται να συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές «πλήρως και στην ώρα τους». Επίσης, ότι θα στοχεύσει την επίτευξη των κατάλληλων πρωτογενών πλεονασμάτων, να παραιτηθεί από μονομερείς ενέργειες οι οποίες θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στους δημοσιονομικούς της στόχους και να ξεκινήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι αντίθετες στις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ όσων αναφορά τις φοροελαφρύνσεις, τον βασικό μισθό, τις ιδιωτικοποιήσεις και την εξάλειψη της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα του να παραμείνει ζωντανή. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολα από το πανούργο κράτος της Ελληνικής οικονομίας. Η ανάπτυξη το 2014 μετρήθηκε μόλις στο 0.7%, ενώ το ΑΕΠ περιορίστηκε κατά το τελευταίο τετράμηνο. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε περεταίρω κατά 3.8% τον Δεκέμβριο και ακόμα και στις λιανικές πωλήσεις σημειώθηκε πτώση κατά 3.7% παρά την περίοδο Χριστουγέννων. Η πιο ανησυχητική ένδειξη όμως είναι η πτώση των τιμών κατά 2.8% τον Ιανουάριο.
Πρόκειται για μια οικονομία που έχει εισέλθει σε μια συνεχή τροχιά υποτίμησης με πολύ λίγο ή καθόλου έλεγχο της κατάστασης. Απέναντι σε αυτό το φόντο, η επιμονή της ΕΕ στην λιτότητα και στις πρωτογενείς ισορροπίες είναι καθαρά μια εκδικητική τρέλα.
Οι ερχόμενοι τέσσερεις μήνες θα είναι μια περίοδο συνεχούς αγώνα για τον Σύριζα. Αναμφίβολα, η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στο να περάσει με επιτυχία την αναβαθμολόγηση του Απριλίου από τους θεσμούς όπως η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η ΕΚ ώστε να εγκρίνουν την πολυπόθητη χρηματοδότηση. Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική κατάσταση είναι τόσο βαριά που γεγονότα μπορεί να προκύψουν ακόμα γρηγορότερα. Ο φόρος εισοδήματος καταρρέει, εν μέρει λόγω του οικονομικού παγώματος και εν μέρει λόγω του ότι ο κόσμος καθυστερεί τις πληρωμές ελπίζοντας σε πολιτικές αρωγής από την δυσβάσταχτη φορολογία που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια.
Τα δημόσια ταμεία ήδη θα στερεύουν μέχρι τον Μάρτιο όταν θα πρέπει να γίνουν σημαντικές πληρωμές του χρέους. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα οδηγήσει επιτυχώς την χώρα μέσα από αυτές τις δυσκολίες, τον Ιούνιο η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για μια μακροχρόνια οικονομική συμφωνία. Η παγίδα του Φεβρουαρίου είναι ακόμα ενεργή και έτοιμη να εμφανιστεί ξανά.
Το ερώτημα είναι τι θα πρέπει εμείς σαν ΣΥΡΙΖΑ να κάνουμε και πως θα μπορούσε η Αριστερά ανά την Ευρώπη να βοηθήσει. Το πιο ζωτικής σημασίας βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η στρατηγική της προσδοκίας ριζοσπαστικών αλλαγών εντός της καθορισμένη δομή του κοινού νομίσματος έχει τελειώσει. Η στρατηγική αυτή μας έδωσε την εκλογική νίκη με το να υποσχόμαστε στον Ελληνικό λαό το τέλος της λιτότητας χωρίς να υποφέρουμε από την απομάκρυνση από την ΟΝΕ. Δυστυχώς, τα γεγονότα έδειξαν αδιαμφισβήτητα ότι αυτό είναι αδύνατο και είναι καιρός να παραδεχτούμε την πραγματικότητα.
Για να αποφύγει την συντριβή ή την ολοκληρωτική παραχώρηση ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη περίοδο, πρέπει να είμαστε ειλικρινά ριζοσπαστικοί. Η δύναμή μας αντλείται αποκλειστικά από την καταπληκτική στήριξη του κόσμου την οποία ακόμα δεχόμαστε. Η κυβέρνηση θα πρέπει γρήγορα να εφαρμόσει μέτρα τα οποία θα ανακουφίσουν την εργατική τάξη από την τρομερή πίεση των τελευταίων ετών: απαγόρευση πλειστηριασμών, διαγραφή εγχώριου χρέους, επανασύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος, αύξηση κατώτατου μισθού, διακοπή ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό είναι το πρόγραμμα με το οποίο μας εξέλεξε ο Ελληνικός λαός. Οι δημοσιονομικοί στόχοι και η επιτήρηση από τους θεσμούς θα πρέπει να έρχονται σε δεύτερη μοίρα στις προτεραιότητές μας αν θέλουμε να διατηρήσουμε την λαϊκή υποστήριξη.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνησή μας πρέπει να προσεγγίσει τις διαφαινόμενες διαπραγματεύσεις του Ιουνίου με διαφορετικό σκεπτικό από αυτό του Φεβρουαρίου. Η ΟΝΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και δεν θα γίνει ποτέ μια πιο φιλική νομισματική ένωση προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Η Ελλάδα θα πρέπει να φέρει μια σημαντική γκάμα επιλογών στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και θα πρέπει να προετοιμαστεί για έκτακτα μέτρα ρευστότητας λαβαίνοντας υπ’ όψιν ότι όλα τα ενδεχόμενα μπορούν να είναι διαχειρίσιμα εάν ο λαός είναι έτοιμος. Εν τέλει, η ΕΕ έχει ήδη οδηγήσει την χώρα στην καταστροφή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει την ανακούφιση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μόνο εάν η Αριστερά αποτινάξει τις αυταπάτες τις και αρχίσει να προτείνει λογικές πολιτικές οι οποίες θα βγάλουν επιτέλους την Ευρώπη από τον παραλογισμό που άρχισε με την επιβολή του κοινού νομίσματος. Τότε μπορεί να υπάρχει η ευκαιρία να εξαλειφθεί η λιτότητα που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως, ο χρόνος περνάει γρήγορα για όλους μας.
[--->]