Κοντραμπατζήδες, 1935



https://www.youtube.com/watch?v=POhI0hFvs4A

Μουσική, Στίχοι : Κώστας Ρούκουνας (Σαμιωτάκι)

Ο Κώστας Ρούκουνας γεννήθηκε το 1903 στο Καρλόβασι της Σάμου. Η οικογένειά του ήταν φτωχή κι έτσι άρχισε να εργάζεται από 8 ετών, αρχικά σε μια τοπική καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός.Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1984, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Οι κοντραμπατζήδες, δεν ήταν άλλοι από τους λαθρέμπορους της θάλασσας για τους οποίους ο Γιάννης Μαγκλής έχει γράψει βιβλίο. Αυτή η δραστηριότητα δεν θεωρείτο περιθωριακή στο πλαίσιο της φτώχειας που μαστίζει τη νέο-δημιουργημένη εργατική τάξη - ακούμε δε τον Ρούκουνα στη μέση περίπου του τραγουδιού να φωνάζει να ζήσουν οι κοντραμπατζήδες. Γενικότερα η εργατική τάξη της εποχής χαρακτηρίζεται από την απορριπτική στάση έναντι οιασδήποτε κρατικής εξουσίας μιας και η πλειοψηφία των εργατών δούλευε υπό άθλιες συνθήκες για ένα κομμάτι ψωμί.

ODEON GA 1919

Κοντραμπατζήδες έξι-επτά, αχ, μέσα σ' ένα καΐκι
λαθραία έφορτώνανε απ' τη Θεσσαλονίκη.

Ήτανε όλοι ανάμικτοι Μυτιληνιοί και Χιώτες,
απ' τη Σάμο ένα-δυο και κάτι Αϊβαλιώτες.

Σαν νυχτερίδες της αυγής όλοι μαζί τραβούσαν
κάτω στα Δωδεκάνησα κι ό,τι 'χαν το πουλούσαν.

Η λαθρεμπόρικη ζωή έχει πολλά μεράκια
μα σαν θα μπεις στη φυλακή σου γίνονται φαρμάκια.





Για τον Ρούκουνα από το http://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?f=9&t=987&p=4896&hilit=%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82+%CE%A1%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%82#p4896 


Ο Κώστας Ρούκουνας ανήκει στη μεγάλη γενιά των λαϊκών ερμηνευτών και δημιουργών του μεσοπολέμου, που διαμόρφωσαν το νεώτερο ύφος στο λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Επί πλέον υπήρξε, για δεκάδες χρόνια, συνεχιστής της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού, όπως αυτό μετεξελίχθηκε, μετά τις μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στον Ελλαδικό χώρο και τη δημιουργία των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων.

Γεννήθηκε στο Νέο Καρλόβασι της νήσου Σάμου το 1904, από τον Απόστολο Ρούκουνα και την Ευτυχία Ντηνιακού. Πριν κλείσει τα δυο του χρόνια, ο πατέρας του έφυγε για τις Η.Π.Α.- αν και δεν υπήρχαν πιεστικοί οικονομικοί λόγοι-και στη συνέχεια χώρισαν με τη μητέρα του, που έμεινε στη Σάμο και ξαναπαντρεύτηκε τον Νίκο Δεμερτζίδη, με τον οποίο έκανε άλλα τρία παιδιά-ετεροθαλή αδέλφια του Κώστα Ρούκουνα-τον Γιάννη, την Μαρία και την Ελένη.

Σχολείο-όταν ήρθε ο καιρός- πήγε μόνο δέκα μέρες και στη συνέχεια στα 8 του χρόνια-έπιασε δουλειά σ’ ένα τσιγαράδικο, όπου για να πάρει μεροκάματο, έπρεπε να ετοιμάζει 3.000 τσιγάρα την ημέρα. Εκεί έμεινε 7 χρόνια και γύρω στο 1919-1920, όταν ήρθαν μηχανές, απελύθη, για να δουλέψει κοντά στον πατριό του, που ήταν εξαίρετος άνθρωπος και είχε εργαστήριο ξυλουργικό που έφτιαχναν καρέκλες, κουφώματα κ.λ.π. Γρήγορα ο νεαρός Κώστας Ρούκουνας έμαθε κι αυτή την τέχνη, που τον χαρακτήρισε για τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1924, που παρουσιάστηκε στο 37ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Ξάνθη. Υπηρέτησε για δυο χρόνια στη Θράκη(Ξάνθη, Κομοτηνή, Κιρέτσιλερ κ.λ.π.) και λίγο πριν απολυθεί, πέθανε ο πατριός του και επιστρέφοντας στη Σάμο, ανέλαβε αυτός το ξυλουργείο. Εκείνα τα χρόνια, πριν ακόμα αρχίσει το τραγούδι, ήταν γνωστός στη Σάμο, με το ψευδώνυμο «Κώστας ο καρεκλάς» λόγω της καλής δουλειάς που έκανε. Η πρόσληψη στο ξυλουργείο και ενός Μικρασιάτη τεχνίτη, ειδικού στα κάρα, του μάστρο-Βαγγέλη, επέκτεινε τη δραστηριότητά τους και σε κατασκευές κάρων.

Εκείνο τον καιρό, «υποκύπτει» στις προτάσεις δυο σπουδαίων μουσικών της Σάμου, -των αδελφών Βεργώνη- εκ των οποίων ο Κώστας έπαιζε τσίμπαλο- να εμφανίζεται μαζί τους τα Σαββατοκύριακα, στο γνωστό ψυχαγωγικό κέντρο «Πανσαμιακόν», που ήταν και το σπουδαιότερο στέκι διασκέδασης στο Νέο Καρλόβασι. Σ’ αυτό δούλευαν, οι καλύτεροι μουσικοί της εποχής. Ο Γιωργάκης βιολί, ο γαμπρός του ο Μανώλης Παρασκευάς βιολί-που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε γνωστός κατασκευαστής βιολιών- ο Μαρίνος κλαρίνο και ο Γιάννης Πολίτης τραγουδούσε. Το συγκρότημα ήταν περίφημο σ’ όλη την Ελλάδα.

Ο ίδιος θυμάται: «Εγώ λόγω του ότι είχα φωνή απεριόριστη και τραγουδούσα με φίλους, με φίλους, με παρέες πότε δω και πότε κεί, να πούμε, και μ’ ακούγανε λοιπόν τα όργανα οι Βεργώνηδες. Αυτοί ήντουσαν οι Βεργώνηδες με τ’ όνομα που λένε. Το λοιπόν φτού κι απ’ την αρχή. Και μου λένε ξανά τώρα αυτοί:
-Ρε Κώστα εφ’ όσον έχεις τέτοια φωνή δεν έρχεσαι να γίνης τραγουδιστής, που χρειαζόμαστε έναν; Νάρχεσαι τουλάχιστο τα Σαββατοκύριακα. Εγώ τους έλεγα: Μα από ξυλουργός-τορναδόρος-καρεκλάς γίνεται τώρα να πάω να γίνω τραγουδιστής; Ντρέπομαι, δεν γίνεται αυτή η δουλειά. Ε σιγά-σιγά με κατάφεραν κι έτσι άρχισα μαζί τους στο «ΠΑΝΣΑΜΙΚΟΝ» κάθε Σαββατοκύριακο. Αυτοί δούλευαν όλες τις μέρες. Εκεί έλεγα Ταμπαχανιώτικα, μινόρια, αμανέδες και τα τραγούδια του Τούντα. Τότες ήταν η εποχή του Τούντα τα τραγούδια, τα οποία εγώ μάθαινα από τις πλάκες. Είχα δε και μανία μεγάλη ν’ ακούω τους Τούρκους. Ήτονε η εποχή αμανέδες τότε. Μόλις άκουγα το δίσκο σε κάθε μαγαζάκι, πούχε ένα φωνόγραφο, το έπαιρνα αμέσως. Είχα εύστροφο λαιμό.

Ο Κώστας Ρούκουνας, έχοντας σαν οδηγό τη μουσική παρακαταθήκη της νεότητάς του, επηρεασμένος από τις Σμυρνέικες κομπανίες που περιόδευαν συχνά στο νησί την πρώτη εικοσαετία του αιώνα, και βασιζόμενος στην εξαίσια φωνή του, γρήγορα ξεπέρασε το στενό πλαίσιο της Σαμιώτικης κοινωνίας. Μετά από εξάμηνη συνεργασία με την κομπανία των Βεργώνηδων, απεφάσισε-και με την προτροπή τους- να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα, για καλύτερη καλλιτεχνική τύχη.

Στα τέλη του 1927-αρχές του 1928- τον συναντάμε να δουλεύει για λίγο, σε βαρειά δουλειά, -μεταφορέας ξυλείας, -στο ξυλουργείο του Βασιλειάδη, στον Πειραιά. Γρήγορα θα έλθει σε επαφή, με τη βοήθεια συμπατριωτών του μουσικών, με τον χώρο των Μικρασιατών που σύχναζαν στο Μουσικό Καφενείο «Μικρά Ασία» στην οδό Αθηνάς 39. Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος την πρώτη του φορά που πήγε στο περίφημο αυτό Καφενείο. «Και θυμάμαι που ήτονε τρεισήμιση η ώρα, μεσημέρι. Μας βάλανε ένα μεζεδάκι και μισή οκά κρασί. Ήντουσαν και τα όργανα εκεί, του μαγαζιού. Αλλά εμείς πήγαμε τώρα για να με δοκιμάσουν, να μ’ ακούσανε. Δεν πήγαμε για διασκέδαση.
Μου λέν τότες αυτοί:- Τι τραγουδάκια ξέρεις; Ξέρεις κανά μανεδάκι;
Τους λέω: Πώς δεν ξέρω.
-Πές μας ένα μινοράκι. Τότες ήμουνα ψηλός και το είπα από ρε μινόρε. Μόλις το λοιπόν το τραγουδάω βλέπω οι πελάτες ψου-ψου-ψου και μου-μου-μου. Είναι φοβερός, λέει. Μωρέ αυτός θα τους φάη όλους. Και αρωτούσαν τον σαντουριέρη από πού ήμουν. Αυτό τους λέει:- Πατριωτάκι είναι, Σαμιωτάκι. Επειδή με ρωτήξανε τι άλλο ήξερα του είπα κι ένα σαμπάχ. Μόλις μ’ ακούσανε οι πελάτες τους άρεσα πολύ κι άρχισαν να μου λένε:-Μπράβο Σαμιωτάκι. Το ίδιο γινότανε κι αργότερα, όλο Σαμιωτάκι με λέγανε. Έτσι μου βγήκε τ’ όνομα και ο κόσμος σιγά-σιγά με έμαθε και μ’ έλεγε το Σαμιωτάκι».

Για ένα περίπου χρόνο με διάφορους φίλους μουσικούς θα δουλέψει σε διάφορα καφενεία-ψυχαγωγικά κέντρα της εποχής-στο Μενίδι, στη Ν. Ιωνία, σε γάμους, γιορτές και βαφτίσια, για να κάνει γύρω στο 1929 το άλμα και να βρεθεί σ’ ένα από τα ωραιότερα μαγαζιά της εποχής στη «Μπύρα του Πίκινου» στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 28,(το κτίριο υπάρχει στην ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα), με τον Κώστα Τζόβενο(σαντούρι) και τον Βαγγέλη τον Ναύτη(βιολί), που μόλις είχε επιστρέψει από τις Η.Π.Α. Με μικροαλλαγές στην ορχήστρα, θα παραμείνει στου Πίκινου μέχρι το 1931-32, που έγινε και ο φόνος του ιδιοκτήτη Κώστα Πίκινου. Πρέπει να ήταν 1929 ή 30, που ο Παναγιώτης Τούντας-καλλιτεχνικός διευθυντής, τότε της Odeon και μετά της Columbia- πληροφορήθηκε την ύπαρξη του Κώστα Ρούκουνα και ζήτησε να τον ακούσει και να τον γνωρίσει. Πράγματι, η γνωριμία-και η συγκίνηση από τη μεριά του Κώστα ήταν ισχυρή, αφού γνώρισε τον φημισμένο από τη δισκογραφία Σμυρνιό συνθέτη-οδήγησε στην πρώτη δισκογραφική συνεργασία του Ρούκουνα, που με αγωνία, μετά την ηχογράφηση, περίμενε τα δείγματα της φωνής του, γιατί ακόμα οι μήτρες στέλνονταν στην Αγγλία για αναπαραγωγή.

Πράγματι-και σωστά θυμάται στην αφήγησή του, στους Τάσο Σχορέλη και Μίμη Οικονομίδη(βλ. βιβλίο:Κώστας Ρούκουνας, ένας ρεμπέτης, Αθήνα 1974) τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του ήταν: «Το κουκλί της Κοκκινιάς», το «Αλάνης μάνας γυιός» (Δίσκος Columbia DG 47) και «Η χασικλού» (Δίσκος Columbia DG 51), του Παναγιώτη Τούντα. Επίσης ο αμανές, του σε δρόμο «Σαμπάχ»:
«Αυτό το αχ, δεν είν’ φωτιά, να πιώ νερό να σβήσει,
μόν’ είναι πόνος στην καρδιά που θα με βασανίσει».

Αυτή ήταν η αρχή. Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο σειρά ηχογραφήσεων και 21 συνολικά τραγούδια, του Παναγιώτη Τούντα, του Ιάκωβου Μοντανάρη και άλλων, καθώς και δυο δημοτικά και 9 αμανέδες. Μια μικροπαρεξήγηση, τον οδήγησε για λίγο στην His Master’s Voice, όπου έγραψε 4 τραγούδια-τα οποία είχε ξεχάσει-για να επανέλθει στην Columbia και ταυτόχρονα με την προτροπή του Παναγιώτη Τούντα ν’ αρχίσει και συνεργασία με την Odeon και Parlophone. Τα τραγούδια που έγραψε στην His Master’s Voice ήταν: δυο μανέδες με δικούς του στίχους(Σαμπάχ και Ουσάκ) και τα τραγούδια του: «Μια Σαμιώτισσα μ’ έμπλεξε» και «Ειμ’ ένα λεβεντόπαιδο», αντίστοιχα HMV AO 2128 και ΑΟ 2131.

Με μια παράλληλη και εντυπωσιακή παρουσία στη δισκογραφία και στα κέντρα, ο Κώστας Ρούκουνας πέρασε στην κατηγορία των μεγαλύτερων Ελλήνων τραγουδιστών, αντικαθιστώντας-μαζί με τον Στελλάκη Περπινιάδη-τις φωνές των μεγάλων τραγουδιστών της Σμύρνης και της Πόλης που κυριάρχησαν από το 1924 μέχρι το 1932, ιδιαίτερα στους δίσκους. Οι Γιώργος Βιδάλης, Κώστας Καρίπης, Αντώνης Νταλγκάς, Κώστας Νούρος, Ευάγγελος Σωφρονίου, Ζαχαρίας Κασιμάτης και άλλοι παραχωρούν τη θέση τους στη νεώτερη γενιά.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε την πορεία του εξαίρετου αυτού τραγουδιστή στα επόμενα χρόνια.

Μετά τον θάνατο του 37χρονου Κώστα Πίκινου, που ήταν και καλός του φίλος(έγραψε γι’ αυτόν δυο τραγούδια), πήγε για 40 μέρες στο κέντρο «ΠΟΥΠΕ» στους Αμπελόκηπους με τον Ευάγγελο Σωφρονίου, τον Δημήτρη Σέμση και άλλους. Εν συνεχεία στου Σερελέα, στην οδό Δώρου, όπου γνώρισε και δούλεψε με τη διάσημη Ρόζα Εσκενάζυ, τον βιολιστή Δημήτρη Μανησαλή, τον Αγάπιο Τομπούλη με το ούτι και τους Κωνσταντινουπολίτες δεξιοτέχνες της λύρας και του κανονιού Λάμπρο Λεονταρίδη και Λάμπρο Σαββαΐδη.

Εκεί έμεινε μέχρι το 1934, οπότε «μετακομίζει» οριστικά στου Μήτσου του Μουρούζη, όπου έμεινε συνέχεια μέχρι το 1947-48, με εξαίρεση τα καλοκαίρια και μερικά από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Από του Μουρούζη, όλα αυτά τα χρόνια πέρασε «το βαρύ πυροβολικό» -θα λέγαμε- των μουσικών και δημιουργών του λαϊκού τραγουδιού: Αντώνης Νταλγκάς, Ευάγγελος Σωφρονίου, Σπύρος Περιστέρης, Ιωάννης Δραγάτσης, Γιάννης Μπουναρμπασλής(βιολί), Δημήτρης Σέμσης, Γιάννης Ζαφειρόπουλος(σαντούρι), Μανώλης Χρυσαφάκης(σαντούρι-τσίμπαλο), Γιάννης Λειβαδίτης(τσίμπαλο), Γεωργία Μυττάκη, Μαρίκα Πολίτισσα κ.λ.π.

Στη δισκογραφία, η συνεργασία του με όλους τους μεγάλους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού και η δυνατότητά του να ερμηνεύει τα δυσκολότερα τραγούδια αυτής της περιόδου, τον φέρνουν στις πρώτες θέσεις στις πωλήσεις. Μαζί του συνεργάζονται οι: Παναγιώτης Τούντας, Ιάκωβος Μοντανάρης, Σταύρος Παντελίδης, Δημήτρης Λορέντζος ή Μπαρούσης, Κώστας Σκαρβέλης, Γρηγόρης Ασίκης, Σπύρος Περιστέρης, Σωτήρης Γαβαλάς, Ευάγγελος Παπάζογλου, Γιώργος Ροβερτάκης, Λάζαρος Ρούβας, Κώστας Καρίπης και άλλοι λιγότεροι γνωστοί. Με τον Μάρκο Βαμβακάρη συνεργάστηκε τραγουδώντας μαζί του δυο από τα ωραιότερα τραγούδια του Συριανού συνθέτη: Τα «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια» και τη «Ζηλιάρα» σε μια εκπληκτική διφωνία. Στην περίοδο 1930-40 πέρασε η φωνή του στη δισκογραφία των 78 στροφών γύρω στις 150 φορές. Μετά τον πόλεμο και τις νέες συνθήκες, ο Κώστας Ρούκουνας συνέχισε την παρουσία του στο πάλκο, αλλά στη δισκογραφία περιορίστηκε -αν και δεν υπήρχε μείωση της ικανότητάς του- σε πολύ λίγα τραγούδια. Μέχρι το 1960 ηχογράφησε 25 περίπου τραγούδια.

Από τα 180 περίπου τραγούδια του, της δισκογραφίας των 78 στροφών 30 είναι αμανέδες με δικούς του στίχους και 50 περίπου δικές του δημιουργίες -στίχοι και μουσική- τα δε υπόλοιπα είναι δημιουργίες των φίλων του συνθετών και μερικά δημοτικά.

Το 1934 γνωρίζεται και παντρεύεται τη γνωστή και σπουδαία τραγουδίστρια Άννα Πολίτισσα(Παγανά), που προέρχεται από μεγάλη μουσική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Η Άννα Παγανά με τις αδελφές της Χρυσώ, Σοφία και Κορνηλία, που παίζαν ντράμς, ακορντεόν και βιολί αντίστοιχα, αποτελούσαν από τα σπάνια μουσικά γκρουπ κοριτσιών της εποχής του μεσοπολέμου. Αντίστοιχο φαινόμενο ήταν οι αδελφές Πάνδρα, που ανέλαβαν μετά τον θάνατο του Κώστα Πίκινου τη «Μπύρα» του στο Θησείο. Δυστυχώς για τον Κώστα, η ωραία αυτή σύντροφος πέθανε το Μάρτιο του 1943 σε νεαρή ηλικία, μάλλον από καρδιακή προσβολή.

Ένα από τα τραγούδια του Κώστα Ρούκουνα, γραμμένο για τους πνιγμένους από τη σύγκρουση δυο πλοίων έξω από τον Πειραιά, των πλοίων «ΥΔΡΑΚΙ» και «ΑΝΑΣΤΑΣΗ», έγινε η αιτία δικαστικού αγώνα, αφού οι ιδιοκτήτες στο δικαστήριο πέτυχαν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία αυτού του δίσκου επειδή έθιγε τα συμφέροντα των εταιρειών τους.(Δίσκος ODEON GA 7048 του 1936 με τίτλο «Οι Αδικοπνιγμένοι»).

Λίγο πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε στο πάλκο και με τους εκπροσώπους του Πειραιώτικου ρεμπέτικου. Έπαιξε για λίγο στου Μαυρομάτη στο Βοτανικό, απέναντι από το «Δάσος» του Βλάχου, όπου ήταν όλη η «Πειραιώτικη κομπανία»: Μάρκος Βαμβακάρης, Δημήτρης Μπαγιαντέρας, Στράτος Παγιουμτζής, Γιάννης Παπαϊωάννου, Στέλιος Κερομύτης, Μιχάλης Γενίτσαρης και άλλοι.

Το 1947-48 ήταν η τελευταία χρονιά στου Μουρούζη. Το μαγαζί πέρασε σε δεύτερη θέση, μετά τον θάνατο του ιδρυτή του και τα νεαρά παιδιά του δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος της συνέχειας. Την ίδια χρονιά παντρεύεται για 2η φορά τη νεαρή στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή, με την οποία έζησε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Αν και στη δισκογραφία η παρουσία του περιορίστηκε, ο Κώστας Ρούκουνας συνέχισε εντυπωσιακά την πορεία του στα κέντρα, χωρίς να παραμένει ούτε μια περίοδο χωρίς δουλειά. Κι αυτό γιατί η φωνή του, με το πέρασμα του χρόνου όχι μόνο δεν περιορίστηκε αλλά ωρίμαζε και άφηνε σ’ όλους μια γλυκειά αίσθηση επαναφοράς στην ελκυστική περίοδο του μεσοπολέμου. Ήταν, μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη, οι πιο βασικοί συνεχιστές της παράδοσης του ρεμπέτικου του μεσοπολέμου, αφού οι περισσότεροι από τη γενιά αυτή ή πέθαναν(Γιώργος Βιδάλης, Αντώνης Νταλγκάς, Γιώργος Κάβουρας, Δημήτρης Περδικόπουλος, Κώστας Καρίπης, Μαρίκα Πολίτισσα) ή πέρασαν σιγά-σιγά μετά τον πόλεμο στο περιθώριο(Δημήτρης Αραπάκης, Ευάγγελος Σωφρονίου, Κώστας Νούρος, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ κ.α.).

Τα καλοκαίρια του 1948-49-50, δούλεψε στις Τζιτζιφιές -το νέο στέκι του ρεμπέτικου- στου «Καλαματιανού» με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Μιχάλη Γενίτσαρη, Στέλιο Κερομύτη, Απόστολο Χατζηχρήστο, Σπύρο Περιστέρη, Γιώργο Ροβερτάκη, Γιώργο Μανησαλή, Ηλία Ποτοσίδη, Μανώλη Χιώτη και άλλους. Μετά τη δολοφονία του Καλαματιανού, δούλεψε τον χειμώνα του 49-50-51 στου Τζίμη του Χοντρού, στην Αχαρνών, με τους Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκο Βαμβακάρη, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Μανησαλή και την Άννα Χρυσάφη.

Τον χειμώνα του 51-52 ή 53, πήρε στο κέντρο «Θείος» του Μπερτζελέτου στα Λιόσια, το οποίο τον άλλο χρόνο, μεταφέρθηκε στη Ν. Φιλαδέλφεια και μετονομάστηκε σε κέντρο «ΚΥΠΡΟΣ». Τα χρόνια αυτά έπαιξε με τον Γεράσιμο Κλουβάτο, τον Πάνο Γαβαλά(στα πρώτα του βήματα), τον Στέλιο Καζαντζίδη(στις πρώτες του εμφανίσεις) και άλλους. Το 1953 στο κέντρο «Ζέφυρος» στο Νέο Ηράκλειο, με τον επίσης «παλαίμαχο» Δημήτρη Ρουμελιώτη. Εκεί ήρθαν τα επόμενα χρόνια και ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Καίτη Γκρέυ, ο Μάρκος Βαμβακάρης και άλλοι.

Το 1958-59 πήγε για 11 μήνες στις Η.Π.Α. με τον Γεράσιμο Κλουβάτο. Στη δεκαετία του 60΄ τραγούδησε σποραδικά, όπου τον ζήτησαν και με την επαναφορά του ρεμπέτικου στη δεκαετία του 70΄, επανήλθε στην επικαιρότητα, έκανε μερικούς ενδιαφέροντες δίσκους στις 33 στροφές και έλαβε μέρος σε δεκάδες εκδηλώσεις με διάφορα σχήματα από παλιούς και νέους μουσικούς και τραγουδιστές.

Πέρασε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αγαπητός σε όλους, με τη σύζυγό του στο μικρό τους σπίτι στην Παλλήνη.

Πέθανε τον Απρίλιο του 1984 σε ηλικία 80 ετών χωρίς η φωνή του να έχει χάσει τίποτε από τη δροσιά της νεανικής του περιόδου.

-Οι παραπάνω πληροφορίες προέρχονται από το βιβλιαράκι του CD «ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ» από το αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας, σειρά τραγουδιστές του Ρεμπέτικου που επιμελήθηκε και έγραψε ο Παναγιώτης Κουνάδης και από τη βιογραφία του Τάσου Σχορέλη και Μίμη Οικονομίδη: «Ενας ρεμπέτης ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ».