Του Andrea Zhok
Με αφορμή τις σοβαρές συγκρούσεις στο Παρίσι μετά τη δολοφονία του 17χρονου Ναέλ από αστυνομικό, προκύπτουν πολλά ερωτήματα.
Πρώτα απ' όλα, βγάζει μάτια η απουσία μιας κατανοητής εικόνας από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τα πιθανά αίτια αυτής της έκρηξης βίας (που αποτελεί πλέον ένα σταθερό κυκλικό φαινόμενο στη Γαλλία). Από την περιγραφή των γεγονότων στις περισσότερες εφημερίδες, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί τα γαλλικά προάστια (banlieue) εξεγείρονται. Με τον τρόπο που περιγράφουν το γεγονός οι αρχές και τα μμε, φαίνεται πως πρόκειται για ένα ατυχές περιστατικό που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Αλλά η άποψη του αστικού υποπρολεταριάτου των γαλλικών προαστίων είναι ότι αφορά ξεκάθαρα αυτούς και όχι τη "γαλλική νεολαία" γενικά. Μήπως πρέπει να πούμε ότι είναι θύματα μιας ψευδαίσθησης; Αν πρόκειται για ψευδαίσθηση, είναι κάτι πολύ επίμονο, διότι οι ταραχές στα γαλλικά προάστια είναι γεγονότα που επαναλαμβάνονται εδώ και δεκαετίες.
Οι λίγοι, συνήθως από τη γαλλική άκρα αριστερά, που δίνουν μια μη συγκυριακή ανάγνωση των γεγονότων χρησιμοποιούν το συνηθισμένο άχρηστο κλειδί ανάγνωσης του "ρατσισμού". Αλλά μπροστά σε ένα ανοιχτόχρωμο αγόρι με καταγωγή από το Μαγκρέμπ γεννημένο όμως στη Γαλλία, σε μια χώρα όπου το 21% των νεογέννητων έχει ένα όνομα αραβικής προέλευσης και το 8,8% είναι μουσουλμάνοι, είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι η "φυλετική" ταυτοποίηση είναι καθοριστική. Επιπλέον, η αστυνομία είναι γεμάτη από μπάτσους με παρόμοια εθνικά χαρακτηριστικά.
Βέβαια, στο νοητικό χυλό της σημερινής πολιτικά ορθής κοινωνιολογίας ο "ρατσισμός" έχει γίνει ένας όρος γενικής χρήσης, που χρησιμοποιείται για να στιγματίσει πολλά διαφορετικά πράγματα, πολιτιστικά, οικονομικά, ταξικά, θρησκευτικά, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τη βιολογική έννοια της "φυλής". Αυτό που είναι ουσιαστικό σε αυτές τις λεκτικές χρήσεις είναι στην πραγματικότητα η μυστικοποιητική πρόθεση, η επιθυμία να χρησιμοποιούνται οι κατηγορίες όχι με στόχο τον ορισμό των αντικειμένων τους, αλλά αντίθετα με στόχο να εμποδίζεται ο ορισμός τους.
Αυτή η μυστικοποιητική πρόθεση είναι επίσης ξεκάθαρα ορατή σε θεσμικό επίπεδο, όπου, για παράδειγμα στη Γαλλία, απαγορεύεται στις επίσημες απογραφές να συλλέγονται στοιχεία σχετικά με την εθνοτική και θρησκευτική σύνθεση. Διότι,σύμφωνα με το οργουελικό στιλιστικό πρότυπο που χαρακτηρίζει τη σημερινή δυτική κουλτούρα, τα προβλήματα εξαφανίζονται αλλάζοντας ή διαγράφοντας τις έννοιες που τα προσδιορίζουν.
Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες οικονομικοπολιτισμικές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και την Ευρώπη, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς εδώ και χρόνια η κοινωνιολογία κάνει σοβαρή προσπάθεια προσπαθώντας να διαπιστώσει αν το γαλλικό "αφομοιωτικό" σύστημα ή το βρετανικό "κοινοτιστικό" σύστημα είναι το καλύτερο.
Και εδώ για ακόμα μια φορά, η κατηγοριοποίηση δεν χρησιμεύει στην κατανόηση, αλλά στην κάλυψη.
Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που ένα πρόβλημα τίθεται σε αυτή την αντιθετική βάση, φαίνεται ότι όλο το ζήτημα είναι να δούμε ποια από τις δύο αυτές λύσεις είναι η λύση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δημιουργούνται διάφορες ομαδοποιήσεις στους διανοούμενους οι οποίοι αναλαμβάνουν να υποστηρίξουν το ένα ή το άλλο αναμασημένο δίλημμα, που τους επιτρέπει να βγάζουν ανέμελα τα προς το ζην. Από τη στιγμή που τα καλύτερα μυαλά αναλαμβάνουν να υποστηρίξουν αυτά τα διλήμματα, η πραγματικότητα μπορεί να συνεχίσει να ξεδιπλώνει τις λογικές της, χωρίς να την αγγίζει τίποτα.
Στην πραγματικότητα, η διαφορά μεταξύ του γαλλικού "αφομοιωτικού" συστήματος και του βρετανικού "κοινοτιστικού" (ή "πλουραλιστικού") συστήματος είναι μια απλή διαφορά ρητορικής για δημόσια χρήση.
Και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνική δυναμική είναι ακριβώς η ίδια :
1) Η μετανάστευση έχει μια βραχυπρόθεσμη οικονομική λειτουργία , καθώς παρέχει στο παραγωγικό σύστημα φθηνό εργατικό δυναμικό- ως εκ τούτου, υποστηρίζεται με πιασάρικα επιχειρήματα, διακηρύξεις περί πολυπολιτισμικότητας, θεοποίηση του πολιτισμικού χωνευτηριού (melting pot), και αμέτρητες άλλες ανοησίες .
2)Το ιδανικό θα ήταν αυτή η οικονομική λειτουργία των "ξεριζωμένων" να δοσολογείται με βάση τις ανά λεπτό ανάγκες της οικονομίας, όπως στα γραφήματα προσφοράς και ζήτησης : όταν δηλαδή μας χρειάζονται θα πρέπει να υπάρχουν, όταν δεν μας χρειάζονται θα πρέπει να εξαφανίζονται ως δια μαγείας- δυστυχώς, όμως,οι άνθρωποι αυτοί, εκτός από χρήσιμοι φτηνοί εργάτες, είναι και δυσκίνητα ανθρώπινα όντα , και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα.
3) Η όλη συζήτηση περί ενσωμάτωσης με την οποία γεμίζει το στόμα της η δυτική διανόηση είναι σαφώς καλοπροαίρετη σαβούρα, για χρήση της πλέμπας: στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστικές κοινωνίες είναι κοινωνίες που παράγουν κατά βάση και συνεχώς απο-ενσωμάτωση : διαίρεση, αποκλεισμό, ανταγωνιστικό κατακερματισμό. Φυσικά, αυτό το κάνουν απέναντι σε όλους, στο πλαίσιο του παροιμιώδους φιλελεύθερου πνεύματος της εθνικής και πολιτισμικής ισότητας, όπου η μόνη διαφορά που έχει πραγματικά σημασία είναι αυτή στο εκκαθαριστικό σημείωμα της τράπεζας. Αλλά φυσικά οι νεοαφιχθέντες που αναζητούν εργασία κάθε είδους τείνουν να συγκεντρώνονται στα κατώτερα σκαλοπάτια, και ο συνήθης μηχανισμός του συστήματος είναι τα χρήματα να γεννούν χρήματα και η δυστυχία να γεννά περισσότερη δυστυχία. Έτσι, ο κοινωνικός αποκλεισμός τείνει να επιμένει και να παγιώνεται διαγενεακά.
4) Σε αυτό το σημείο επανέρχεται στο προσκήνιο ο πολιτισμός. Ο πολιτισμός δεν ιππεύει σε φτερωτά άλογα πάνω από την κοινωνία και την οικονομία, αλλά είναι πάντα και αναγκαστικά συνυφασμένος με αυτές. Στο σημερινό δυτικό μοντέλο, ο πολιτισμός είναι υπηρέτρια της κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της είναι υπηρέτης της οικονομίας. Όσο κι αν κατηχούν τους δασκάλους ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να κατηχήσουν το υποπρολεταριάτο των πόλεων για να "αισθάνεται ενσωματωμένο", η αλήθεια είναι ότι η πολιτιστική ταυτότητα των εργατικών γειτονιών αυτονομείται ανάλογα με την κοινωνική τάξη, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με την "επίσημη κουλτούρα".
5) Η πολιτισμική ταυτότητα είναι απαραίτητη όταν η ζωή σου εξαρτάται από το αν μπορείς να εμπιστευτείς άλλους (τους άλλους που δεν μπορείς να πληρώσεις). Γι αυτό, στα υποβαθμισμένα προάστια των μεγάλων αστικών κέντρων σχηματίζονται υποκουλτούρες ταυτότητας που είναι πολύ πιο στέρεες από ό,τι μπορεί να συναντήσει κανείς στις εύπορες γειτονιές. Αυτές οι υποκουλτούρες ταυτότητας ελάχιστη σχέση έχουν με οποιαδήποτε αυθεντική εθνοτική ή θρησκευτική καταγωγή, είναι όμως διακριτές.
Οι Αφροαμερικανοί δημιούργησαν την υποπολιτισμική τους ταυτότητα στις ΗΠΑ, όπως ακριβώς έκαναν οι Μαγκρέβιοι στη Γαλλία: όχι ως πραγματική κληρονομιά από έναν διαφορετικό πολιτισμό, αλλά ως λειτουργικό δημιούργημα για να επιβιώσουν στο έθνος όπου διέμεναν χωρίς να ανήκουν σε αυτό.
Αν κοιτάξει κανείς τη βιογραφία των ισλαμιστών βομβιστών στη Γαλλία και την Αγγλία πριν από λίγα χρόνια, θα δει πως ήταν "πρώην κοσμικοί και νυν ισλαμιστές", γεννημένοι στη Γαλλία, προφανώς "ενσωματωμένοι" ως κοσμικοί, για να ανακαλύψουν, ως δεύτερη γενιά, πως στη Γαλλία (όπως και παντού στη Δύση) δεν υπάρχει καμία ενσωμάτωση που να δημιουργεί το ανήκειν. Στη Δύση, ούτε καν οι ανώτερες τάξεις, οι οποίες θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να ξεφύγουν από το παιχνίδι της ανταγωνιστικής αποσύνθεσης, δεν διαθέτουν πια κάποιο ανήκειν.
Συνδέοντας τα νήματα αυτής της εικόνας, βλέπουμε ότι το δομικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι δυτικές κοινωνίες δεν μπορεί να λυθεί ούτε με μονομερή εξέταση της "κουλτούρας" ούτε με μονομερή εξέταση του "εισοδήματος".
Από τη μία πλευρά, οι οικονομικοί μηχανισμοί της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας ωθούν στη ρευστοποίηση της κάθε κουλτούρας και του κάθε ανήκειν: πέρα από τη φλυαρία περί πολυπολιτισμικότητας, δουλεύουμε για ένα σύστημα όπου, μόνο τα αυτοαναφορικά, εναλλάξιμα, χωρίς κουλτούρα, χωρίς ανήκειν άτομα έχουν νόμιμη θέση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καθαγιάζεται η "κινητικότητα", είτε εσωτερική είτε διεθνής.
Από την άλλη πλευρά, οι "ηττημένοι" του συστήματος έχουν ζωτική ανάγκη να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ένα είδος πολιτισμικής ταυτότητας που να ορίζει μια ομάδα στην οποία θα μπορούν να βασίζονται σε δύσκολους καιρούς. Και αυτό συμβαίνει μέσω της δημιουργίας άκρως προβληματικών αμυντικών υποκουλτούρων, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τις αξιώσεις νομιμότητας, εχθρικές προς την επίσημη κουλτούρα της χώρας στην οποία ζουν (μια κουλτούρα, εξάλλου, που συχνά παραμελείται από τους ίδιους τους ντόπιους).
Σαυτές τις συνθήκες δεν υπάρχουν ήρωες, παρά μόνο διάφορες μορφές υποβάθμισης.
Οι εθνικές "ελίτ" έχουν προδώσει όλα όσα θα μπορούσαν να προδώσουν, έχοντας γίνει ένας αξιολύπητος κοσμοπολίτικος χυλός χωρίς δεσμούς, χωρίς αφοσίωση, χωρίς δική τους κουλτούρα, έτοιμες να εγκαταλείψουν το πλοίο που ταξιδεύουν, αν αυτό δείξει σημάδια αστάθειας.
Οι ντόπιοι εργαζόμενοι παρασύρθηκαν με τις χάντρες της αγοράς ή εκβιάστηκαν όταν δεν κατάφεραν να τους υποτάξουν: το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν η αποσύνθεση, από την οποία προσπαθούν να αμυνθούν προσκολλημένοι στα απομεινάρια των παραδόσεων, των πεποιθήσεων και των όλο και πιο εφήμερων εθίμων.
Οι νεότεροι ή οι πιο ανενημέρωτοι καταβροχθίζουν τα ιδεολογικά χάπια των ινφλουένσερς που βρίσκονται στη μισθοδοσία των ελίτ, συμμετέχοντας στις κατά καιρούς μοδάτες εκστρατείες χειραφέτησης.
Εκείνοι που έχουν λίγο περισσότερη μνήμη οπισθοχωρούν και καταλήγουν να ταυτίζουν τους απελπισμένους μη γηγενείς με τους "πολιτισμικούς εισβολείς" που έχουν διαλύσει την αίσθηση του κόσμου που κάποτε υπήρξε.
Το μη ντόπιο υποπρολεταριάτο, το οποίο, ακόμη κιαν έχει εθνική ιθαγένεια, δεν διαθέτει καμία αίσθηση του ανήκειν, χτίζει πρόχειρα οχυρά στις κοιτίδες του, αναπτύσσοντας παράνομες ή παρασιτικές υποκουλτούρες, χρησιμοποιώντας τις αναμνήσεις πολιτισμών και παραδόσεων ως λειτουργικό υλικό για τη δική του επιβίωση.
Τρεις δυσλειτουργίες που τις συνειδητοποιούμε μόνο όταν καίγονται οι κάδοι απορριμμάτων.