Για τη βεβαιωμένη ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος
από την Ελληνικός Χρυσός, το αρμόδιο Υπουργείο αρκέστηκε σε απλά διοικητικά πρόστιμα
χωρίς να λάβει άλλα μέτρα για να αναγκάσει την εταιρεία-παραβάτη σε συμμόρφωση.
Δύο χρόνια μετά, τα πρόστιμα ακυρώνονται από το Διοικητικό Πρωτοδικείο για
τυπικούς λόγους. Με την προκλητική απροθυμία
του Υπουργείου να δράσει για να προστατεύσει τον τόπο και τις προκλητικές
δικαστικές αποφάσεις υπέρ της πολυεθνικής, η καταστροφή της Χαλκιδικής
συνεχίζεται.
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στο οποίο προσέφυγε η Ελληνικός Χρυσός έκρινε οτι το διάστημα των 33 μηνών που μεσολάβησε από την έναρξη των ελέγχων μέχρι την την επιβολή του προστίμου «υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου όφειλε η Διοίκηση να ολοκληρώσει την περιβαλλοντική επιθεώρηση» και ακύρωσε τις πράξεις επιβολής προστίμων. Εάν η απόφαση αυτή τελεσιδικήσει, αφού εκδικαστεί και η έφεση του ΥΠΕΝ, τα 1.734.000 ευρώ θα πρέπει να επιστραφεί στην εταιρεία, με τόκο φυσικά. Αλλά και αν κερδηθεί η υπόθεση στο δεύτερο βαθμό, είναι φανερό οτι το ποσό αυτό δεν είναι παρά μια «ασπιρίνη» μπροστά στην τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται στη Χαλκιδική, την οποία το ΥΠΕΝ παρακολουθεί χωρίς να επεμβαίνει.
Δεν πρόκειται για ασήμαντες παραβάσεις: 9 από αυτές προκάλεσαν αποδεδειγμένα «ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος», ενώ άλλες 11 προκάλεσαν «κίνδυνο ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος» (εδώ και εδώ). Οι περισσότερες δεν αφορούν μεμονωμένα περιστατικά ρύπανσης αλλά παράνομες πρακτικές της εταιρείας που συνεχίζουν, μέχρι σήμερα, να προκαλούν ρύπανση ή κίνδυνο ρύπανσης. Ενδεικτικά: διάθεση ανεπαρκώς επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων στη θάλασσα, απόκρυψη επικινδυνότητας στερεών αποβλήτων, απόθεση επικίνδυνων αποβλήτων σε ακατάλληλους χώρους, κατασκευαστικές παραβάσεις στο χώρο απόθεσης επικινδύνων αποβλήτων Κοκκινόλακκα κ.λ.π.
Το διοικητικό δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την ουσία των παραβάσεων, οι οποίες άλλωστε είχαν στέρεα τεκμηριωθεί από τους Επιθεωρητές, αλλά στάθηκε μόνο στην υπέρβαση του «εύλογου χρόνου»… Όμως η αόριστη έννοια του «εύλογου χρόνου» είναι στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου: Κατά κανόνα, ο εύλογος χρόνος που παρέχεται στη Διοίκηση για τη διαπίστωση, επιβολή και ταμειακή βεβαίωση διοικητικού προστίμου είναι μία πενταετία από την τέλεση της παράβασης. Η πενταετία είναι ο κανόνας για την επιβολή προστίμων τόσο στη φορολογική νομοθεσία, όσο και στην ασφαλιστική, την τελωνειακή, την πολεοδομική και τη χρηματιστηριακή.
Η υπόθεση της Ελληνικός Χρυσός, όπου έχουμε βεβαιωμένη και μη αμφισβητούμενη ρύπανση και διακινδύνευση μιας περιοχής και των κατοίκων της, φαίνεται να είναι η πρώτη περίπτωση που ο «εύλογος χρόνος» ερμηνεύθηκε τόσο στενά – αφού, όπως φαίνεται οι δικαστές δεν βρήκαν κανένα λόγο ουσίας για να ακυρώσουν τα πρόστιμα. Το διοικητικό δικαστήριο έφτασε μέχρι το σημείο να ψέξει τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος επειδή αντιμετώπισαν το κάθε υποέργο συνολικά και σε βάθος χρόνου – συγκέντρωσαν δηλαδή σε δύο μεγάλες εκθέσεις όλες τις παραβάσεις της νομοθεσίας που προέκυψαν από τις 7 αυτοψίες και τις 4 επιπλέον δειγματοληψίες που πραγματοποίησαν, ελέγχοντας στο μεταξύ την εξέλιξη των έργων και τη συμμόρφωση της εταιρείας.
Αυτό, κατά την άποψη του δικαστηρίου, αύξησε αδικαιολόγητα (;) το χρόνο της περιβαλλοντικής επιθεώρησης. Η δικαστική απόφαση ζύγισε-σύγκρινε την προκληθείσα περιβαλλοντική βλάβη και τον χρόνο που χρειαζόταν απαραίτητα να δράσει η Διοίκηση και έκρινε ότι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, κλείνοντας έτσι το μάτι στην εταιρεία-παραβάτη.
Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται, όπως κρίνονται όλοι και όλα, με κριτήρια όχι μόνο καθαρά νομικά αλλά και με «το κοινό περί δικαίου αίσθημα». Η στενή ερμηνεία της νομοθεσίας που αφήνει ατιμώρητους τους κατά συρροή παραβάτες ούτε τον στόχο της προστασίας του περιβάλλοντος και του κοινωνικού συνόλου υπηρετεί, ούτε το αίσθημα των πολιτών περί δικαιοσύνης ικανοποιεί. Τουναντίον δημιουργεί την βεβαιότητα προειλημμένης απόφασης με προσχηματική αιτιολογία. Επιπλέον, το δεδικασμένο αυτής της απόφασης δημιουργεί αμφιβολίες και για την τύχη των επόμενων περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων στα έργα της Ελληνικός Χρυσός, π.χ. του 2015 και του 2016, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί ακόμα πράξεις καταλογισμού.
Πέρα από τον καταλογισμό του προστίμου που είναι η ηπιότερη δυνατή διοικητική κύρωση, το Υπουργείο δεν έκανε τίποτα για να υποχρεώσει την εταιρεία σε συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία και τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους. Κατά το νόμο 1650/1986 μπορούν να επιβληθούν και άλλες κυρώσεις ανάλογα με την έκταση και τη βαρύτητα της παράβασης, όπως η προσωρινή ή οριστική διακοπή της ρυπογόνου δραστηριότητας. Το ΥΠΕΝ αρκέστηκε σε ένα απλό πρόστιμο, επιτρέποντας να συνεχίζεται η ρύπανση και η διακινδύνευση του περιβάλλοντος από τη δράση της Ελληνικός Χρυσός.
Τώρα που το πρόστιμο για τυπικούς λόγους ακυρώθηκε, η διαπίστωση των παραβάσεων, με όλη τη σχετική τεκμηρίωση έμεινε μετέωρη και ουσιαστικά «εξουδετερώθηκε». Οι παραβάσεις υπάρχουν και συνεχίζονται, αλλά πλέον δεν μπορεί να ληφθεί κανένα άλλο διοικητικό μέτρο κατά της εταιρείας αφού θα ήταν εκ προοιμίου εκπρόθεσμο. Ερωτηματικά ωστόσο δημιουργούνται για το περιθώριο κινήσεων της Διοίκησης, όταν υπάρχει μια τόσο «φιλική» προς την εταιρεία δικαιοσύνη.
Υπάρχει επίσης και η «ποινική προστασία του περιβάλλοντος», δηλαδή η απόδοση ποινικών ευθυνών στους παραβάτες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που είναι ανεξάρτητη από τις διοικητικές κυρώσεις. Αλλά ούτε αυτή φαίνεται να λειτουργεί στην περίπτωση της Ελληνικός Χρυσός. Οι Πράξεις Βεβαίωσης Παράβασης των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος διαβιβάστηκαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αλλά καμία ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε για τη διαπιστωμένη, πολλαπλή και κατά συρροή υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Για τους πολίτες που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, το συμπέρασμα είναι σαφές: Η «Δικαιοσύνη» έχει πάρει υπό την προστασία της την Ελληνικός Χρυσός που, έχοντας εξασφαλισμένη την ατιμωρησία, έχει αποθρασυνθεί.