Άβολες αλήθειες για τον πόλεμο στη Βοσνία

 Τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών αποκαλύπτουν άβολες αλήθειες για τον πόλεμο στη Βοσνία

 

 

Στο Strategic Culture, μια εκτενής αναφορά σε πολυάριθμα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των Καναδών ειρηνευτικών δυνάμεων που σταθμεύουν στη Βοσνία, δείχνει πώς οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων των ΗΠΑ χαρακτηρίζονται από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σκηνοθετημένων επιχειρήσεων αποπροσανατολισμού και  προπαγάνδας που αποσκοπούν στο σαμποτάρισμα κάθε πιθανής ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης και το άνοιγμα του δρόμου στα γεράκια του ΝΑΤΟ.

  

Σε σειρά εγγράφων  με πληροφορίες από την Καναδική ειρηνευτική δύναμη στη Βοσνία αναφέρονται μυστικές επιχειρήσεις της CIA, παράνομες αποστολές όπλων, είσοδος τζιχαντιστών, πιθανές επιχειρήσεις αποπροσανατολισμού (false flag) και σκηνοθετημένες θηριωδίες.

 

Kit KLARENBERG και Tom SECKER, 30 Δεκεμβρίου 2022

 

Σύμφωνα με τον εδραιωμένο μύθο για τον πόλεμο της Βοσνίας, οι Σέρβοι αυτονομιστές, με την ενθάρρυνση και καθοδήγηση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και τους οπαδούς του στο Βελιγράδι, προσπάθησαν να καταλάβουν με τη βία κροατικά και βοσνιακά εδάφη προκειμένου να δημιουργήσουν μια αλυτρωτική "Μεγάλη Σερβία". Σε κάθε τους βήμα, εκκαθάριζαν τους μουσουλμάνους από τα εδάφη αυτά σε μια σκόπιμη και συντονισμένη γενοκτονία, αρνούμενοι κάθε εποικοδομητική ειρηνευτική συνομιλία.

 

Το αφήγημα αυτό, εκείνη την εποχή, διαδόθηκε με ένα τρόπο πολύ επιθετικό από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και νομιμοποίησε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), δημιούργημα των Ηνωμένων Εθνών μόλις τελείωσε ο πόλεμος. Από τότε, το αφήγημα αυτό παγιώθηκε και δεν αμφισβητήθηκε  από τις συνειδήσεις του δυτικού κόσμου, ενισχύοντας την αίσθηση ότι η διαπραγμάτευση ισοδυναμεί πάντα με παράδοση, μια νοοτροπία που επέτρεψε στα πολεμικά γεράκια του ΝΑΤΟ να δικαιολογήσουν πολλαπλές στρατιωτικές επεμβάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν.

 

Ωστόσο, μια εκτεταμένη συλλογή τηλεγραφημάτων με πληροφορίες που έστειλαν τα καναδικά ειρηνευτικά στρατεύματα στη Βοσνία, στο Αρχηγείο Εθνικής Άμυνας στην Οτάβα, και τα οποία δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από το Canada Declassified στις αρχές του 2022, ξεσκεπάζει αυτή την αφήγηση ως μια κυνική φάρσα.

Τα έγγραφα μας δίνουν μια μοναδική, από πρώτο χέρι και σε πραγματικό χρόνο, εικόνα του πολέμου όπως εκτυλίχθηκε, με την προοπτική της ειρήνης να απομακρύνεται γρήγορα, δίνοντας τη θέση της στην αιματοχυσία που τελικά οδήγησε στο οδυνηρό τέλος της πολυθρησκευτικής, πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας.

 

Οι Καναδοί στρατιώτες ήταν μέρος μιας ευρύτερης Δύναμης Προστασίας των Ηνωμένων Εθνών (UNPROFOR) που στάλθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1992, με τη μάταιη ελπίδα ότι οι εντάσεις δεν θα μετατρεπόταν σε ολοκληρωτικό πόλεμο και ότι τα μέρη θα μπορούσαν να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό. Οι στρατιώτες αυτοί έμειναν μέχρι τέλους, πολύ πέρα από το σημείο όπου η αποστολή τους είχε οικτρή και επικίνδυνη αποτυχία.

 

Η ζοφερή ανάλυση της πραγματικότητας στο πεδίο από τις ειρηνευτικές δυνάμεις παρέχει μια αυθεντική και γνήσια οπτική της ιστορίας του πολέμου που έχει σε μεγάλο βαθμό αποκρυφτεί από το κοινό. Πρόκειται για μια ιστορία μυστικών επιχειρήσεων της CIA, προβοκάτσιες κυριολεκτικά εκρηκτικές, παράνομες αποστολές όπλων, εισαγωγή τζιχαντιστών μαχητών, επιχειρήσεων αποπροσανατολισμού και σκηνοθετημένων θηριωδιών πολέμου.

  

Διαβάστε το πλήρες περιεχόμενο των τηλεγραφημάτων της UNPROFOR εδώ

 

Δείτε βασικά αποσπάσματα των φακέλων που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο εδώ

 

"Εξωτερικές παρεμβάσεις στην ειρηνευτική διαδικασία"

Ενα ελάχιστα γνωστό γεγονός αλλά απόλυτα επιβεβαιωμένο είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έβαλαν τις βάσεις του πολέμου στη Βοσνία σαμποτάροντας μια ειρηνευτική συμφωνία που διαπραγματεύτηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις αρχές του 1992. Σύμφωνα με την συμφωνία, η χώρα θα γινόταν συνομοσπονδία, η οποία θα χωριζόταν σε τρεις ημιαυτόνομες περιοχές με βάση την εθνοτική καταγωγή. Αν και η συμφωνία επιδεχόταν ακόμη βελτιώσεις, η κάθε πλευρά πήρε σε γενικές γραμμές αυτό που ήθελε -ιδίως την αυτοδιοίκηση- και τουλάχιστον απολάμβανε ένα αποτέλεσμα που ήταν σίγουρα προτιμότερο από την ολοκληρωτική σύγκρουση.

 

Ωστόσο, στις 28 Μαρτίου 1992, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γιουγκοσλαβία Warren Zimmerman συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Βοσνίας Αλίγια Ιζετμπέγκοβιτς ,Βόσνιο μουσουλμάνο, για να του προσφέρει σύμφωνα με πληροφορίες την αναγνώριση της χώρας από την Ουάσιγκτον ως ανεξάρτητο κράτος. Επιπλέον,υποσχέθηκε  την άνευ όρων υποστήριξη στον αναπόφευκτο πόλεμο που θα ακολουθούσε, αν η πρόταση της ΕΕ απορρίπτονταν. Λίγες ώρες αργότερα, ο Ιζετμπέγκοβιτς πήρε το μονοπάτι του πολέμου και σχεδόν αμέσως ξέσπασαν μάχες.

 

Κοινή πεποίθηση ήταν, ότι οι Αμερικανοί ανησυχούσαν μήπως ο ηγετικός ρόλος των Βρυξελλών στις διαπραγματεύσεις θα αποδυνάμωνε το διεθνές κύρος της Ουάσινγκτον και θα βοηθούσε μελλοντικά την ΕΕ να αναδειχθεί σε ανεξάρτητο μπλοκ ισχύος μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.

 

Αν και αυτές οι ανησυχίες αναμφίβολα υποστηρίζονταν από Αμερικανούς αξιωματούχους, τα τηλεγραφήματα της UNPROFOR αποκαλύπτουν πώς υπήρχε μια πολύ πιο σκοτεινή ατζέντα. Η Ουάσινγκτον ήθελε να μετατρέψει σε ερείπια τη Γιουγκοσλαβία και σχεδίαζε να γονατίσει τους Σέρβους με τη βία, παρατείνοντας τον πόλεμο όσο το δυνατόν περισσότερο. Για τις ΗΠΑ, οι Σέρβοι ήταν η εθνοτική ομάδα που ήταν η πιο αποφασισμένη να διατηρήσει την ύπαρξη της ενοχλητικής ανεξάρτητης Δημοκρατίας.

 

 Οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν πολύ αποτελεσματικά μέσω της απόλυτης υποστήριξης της Ουάσιγκτον προς τους Βόσνιους. Η γενικότερη αντίληψη εκείνη την εποχή αλλά ακόμα και σήμερα,ήταν, ότι αυτό που έβαζε εμπόδια στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη της ειρήνης στη Βοσνία ήταν η σερβική αδιαλλαξία. Ωστόσο, τα τηλεγραφήματα της UNPROFOR έκαναν επανειλημμένα σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.

Σε τηλεγραφήματα που στάλθηκαν τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 1993, την περίοδο της κατάπαυσης του πυρός και της νέας προσπάθειας φιλικού διαμελισμού της χώρας, οι Καναδοί ειρηνευτές αποδίδουν επανειλημμένα μια πεισματική στάση στους Βόσνιους και όχι στους Σέρβους. Όπως αναφέρει ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, ο "ανέφικτος" στόχος της "ικανοποίησης των μουσουλμανικών αιτημάτων θα αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο σε οποιεσδήποτε ειρηνευτικές συνομιλίες".

 

Σε διάφορα σημεία των τηλεγραφημάτων αναφέρονται επίσης ότι η "εξωτερική ανάμειξη στην ειρηνευτική διαδικασία" "δεν βοήθησε την κατάσταση" και  ότι "δεν μπορεί να επιτευχθεί ειρήνη" "αν ο εξωτερικός παράγοντας συνεχίσει να παροτρύνει τους μουσουλμάνους να είναι απαιτητικοί και άκαμπτοι στις διαπραγματεύσεις".

 

Σαν "εξωτερική" βοήθεια, η UNPROFOR εννοούσε προφανώς την Ουάσιγκτον. Η άνευ όρων υποστήριξή της προς τους Βόσνιους τους παρακίνησε να "[διαπραγματευτούν] σαν να είχαν κερδίσει τον πόλεμο", τον οποίο μέχρι τότε είχαν "χάσει".

 

Η "ενθάρρυνση του Ιζετμπέγκοβιτς να επιμείνει σε περαιτέρω παραχωρήσεις" και "η σαφής επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να άρουν το εμπάργκο όπλων στους μουσουλμάνους και να βομβαρδίσουν τους Σέρβους αποτελούν σοβαρά εμπόδια για τον τερματισμό των μαχών στην πρώην Γιουγκοσλαβία". Αυτό κατέγραψαν οι ειρηνευτές στις 7 Σεπτεμβρίου1993.

 

Την επομένη, ανέφεραν στο αρχηγείο ότι "οι Σέρβοι τηρούσαν περισσότερο από τους άλλους τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός". Εν τω μεταξύ, ο Ιζετμπέγκοβιτς στήριζε τη διαπραγματευτική του θέση "στην εικόνα που περνούσαν για τους Σέρβους ως τους κακούς της υπόθεσης". Η επιβεβαίωση αυτής της ψευδαίσθησης είχε σαν αποτέλεσμα ένα πλεονέκτημα, την επίσπευση των αεροπορικών επιδρομών του ΝΑΤΟ σε σερβικές περιοχές. Αυτό το αντελήφθησαν οι ειρηνευτές:

 

 "Δεν θα υπάρξουν σοβαρές συνομιλίες στη Γενεύη όσο ο Ιζετμπέγκοβιτς πιστεύει ότι θα εξαπολυθούν αεροπορικές επιδρομές εναντίον των Σέρβων. Αυτές οι αεροπορικές επιδρομές θα ενισχύσουν σημαντικά τη θέση του και πιθανότατα θα τον κάνουν ακόμη λιγότερο συνεργάσιμο στις διαπραγματεύσεις".

 

Παράλληλα, οι μουσουλμάνοι μαχητές "δεν έδιναν καμία ευκαιρία στις ειρηνευτικές συνομιλίες, απλά κινιόντουσαν με απερίσκεπτη αποφασιστικότητα" και ήταν πολύ πρόθυμοι και έτοιμοι να βοηθήσουν τον Ιζετμπέγκοβιτς στο στόχο του. Τους τελευταίους μήνες του 1993, εξαπέλυσαν αμέτρητες επιδρομές στο σερβικό έδαφος σε όλη τη Βοσνία παραβιάζοντας την εκεχειρία.

 

Τον Δεκέμβριο, όταν οι σερβικές δυνάμεις εξαπέλυσαν τη δική τους "μεγάλη επίθεση", τηλεγράφημα τον ίδιο μήνα ανέφερε ότι από τις αρχές του καλοκαιριού, "οι περισσότερες σερβικές δραστηριότητες ήταν αμυντικές ή ως απάντηση σε μουσουλμανικές προκλήσεις".

 

Τηλεγράφημα της UNPROFOR της 13ης Σεπτεμβρίου ανέφερε ότι στο Σεράγεβο "οι μουσουλμανικές δυνάμεις συνεχίζουν να διεισδύουν στην περιοχή του όρους Ίγκμαν και να βομβαρδίζουν τις θέσεις του BSA [Σερβοβοσνιακός Στρατός της Βοσνίας] γύρω από την πόλη σε καθημερινή βάση ", με "επιδιωκόμενο στόχο" την "αύξηση της συμπάθειας της Δύσης μέσω της πρόκλησης ενός επεισοδίου και την επίρριψη της ευθύνης στους Σέρβους".

 

 Δύο ημέρες αργότερα, οι "προκλήσεις" σε βάρος του σερβοβοσνιακού στρατού (BSA) συνεχίζονταν, αν και "ο BSA αναφέρεται ότι κινείται με αυτοσυγκράτηση". Η περιοχή αυτή παρέμεινε βασικός βοσνιακός στόχος για αρκετό καιρό. Ο φάκελος με τα τηλεγραφήματα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου ολοκληρώνεται με ένα δυσοίωνο τηλεγράφημα:

 

"Η κατάληψη του όρους Ίγκμαν από τον BSA δεν επηρεάζει αρνητικά την κατάσταση στο Σεράγεβο. Είναι απλώς μια δικαιολογία για τον Ιζετμπέγκοβιτς να καθυστερήσει τις διαπραγματεύσεις. Ήταν τα στρατεύματα του, αυτά που διέπραξαν τις χειρότερες παραβιάσεις [με έμφαση] της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός [της 30ής Ιουλίου]".

  

"Οι μουσουλμάνοι δεν περιφρονούν τα πυρά εναντίον των δικών τους ανθρώπων ή εναντίον περιοχών που ελέγχονται από τον ΟΗΕ".

 

Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι Βόσνιοι Μουτζαχεντίν εργάστηκαν ακούραστα για την κλιμάκωση της βίας. Μουσουλμάνοι από όλο τον κόσμο κατέφθασαν στη χώρα από το δεύτερο μισό του 1992, διεξάγοντας ιερό πόλεμο (τζιχάντ) εναντίον Κροατών και Σέρβων. Πολλοί είχαν ήδη εμπειρία από τα πεδία των μαχών στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την άφιξη φονταμενταλιστικών ομάδων που είχε διαβρωθεί από τη CIA και τη Βρετανική MI6. Για αυτούς, η Γιουγκοσλαβία ήταν το επόμενο πεδίο στρατολόγησης.

 

Οι μουτζαχεντίν έφταναν συχνά με "ανεπίσημες πτήσεις", με μια ατελείωτη ροή όπλων κατά παράβαση του εμπάργκο του ΟΗΕ. Αυτό ξεκίνησε ως κοινή επιχείρηση Ιράν-Τουρκίας, με την οικονομική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας, αν και όταν αυξήθηκε ο όγκος των όπλων, τη μεταφορά του θανατηφόρου φορτίου στο αεροδρόμιο της Τούζλα το ανέλαβαν οι ΗΠΑ με ένα στόλο αεροσκαφών C-130 Hercules.

 

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Βόσνιων Μουτζαχεντίν διαφέρουν, αλλά η ουσιαστική συμβολή τους στον εμφύλιο πόλεμο είναι σαφής. Ο διαπραγματευτής των ΗΠΑ για τα Βαλκάνια Richard Holbrooke δήλωνε το 2001 ότι οι Βόσνιοι "δεν θα είχαν επιβιώσει" χωρίς τη βοήθειά τους και αποκάλεσε το ρόλο τους στη σύγκρουση "συμφωνία με το διάβολο" από την οποία το Σαράγεβο δεν θα συνέλθει.

 

Οι μαχητές Μουτζαχεντίν δεν αναφέρονται ποτέ ρητά στα τηλεγραφήματα της UNPROFOR, ούτε και οι Βόσνιοι - ο όρος "οι μουσουλμάνοι" χρησιμοποιείται ελεύθερα. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές έμμεσες αναφορές.

Σε έκθεση των μυστικών υπηρεσιών το χειμώνα του 1993 σημειώνεται ότι τα "αδύναμα και αποκεντρωμένα συστήματα διοίκησης και ελέγχου" των τριών αντιμαχόμενων πλευρών ευνοούσαν "μια ευρεία διάδοση των όπλων και την ύπαρξη διαφόρων επίσημων και ανεπίσημων παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες συχνά έχουν ατομικές και τοπικές ατζέντες". Μεταξύ αυτών των "ανεπίσημων" ομάδων ήταν φυσικά και οι Μουτζαχεντίν.

 

 Πιο καθαρά, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η ειρηνευτική δύναμη ανέφερε ότι ο David Owen, ο πρώην Βρετανός πολιτικός που διετέλεσε επικεφαλής διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην πρώην Γιουγκοσλαβία, "είχε καταδικαστεί σε θάνατο επειδή ευθυνόταν για τον θάνατο 130.000 μουσουλμάνων στη Βοσνία", και η ποινή είχε "εκδοθεί από το "μουσουλμανικό δικαστήριο τιμής" και "για την εκτέλεση της ποινής είχαν προσληφθεί 45 άτομα σε όλη την Ευρώπη ".

 

 

Ο Όουεν βέβαια δεν έφερε καμία ευθύνη για το θάνατο 130.000 μουσουλμάνων, καθώς ούτε κατά διάνοια δεν σκοτώθηκαν τόσοι Βόσνιοι, Κροάτες και Σέρβοι συνολικά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αλλά,ούτε οι Βόσνιοι θρησκευτικοί εξτρεμιστές με ένα δίκτυο πρακτόρων σε όλη την ήπειρο, ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν φετφάδες που είχαν εκδοθεί από ένα "Δικαστήριο Τιμής".

 

Μετά από αυτό το περιστατικό, το οποίο δεν έχει αποκαλυφθεί ποτέ δημόσια στο παρελθόν, υπάρχουν αναφορές για "μουσουλμάνους" που προετοιμάζουν προβοκάτσιες. Τον Ιανουάριο του 1994, ένα τηλεγράφημα ανέφερε:

 

"Οι μουσουλμάνοι δεν διστάζουν να πυροβολούν τους δικούς τους ανθρώπους ή περιοχές του ΟΗΕ και στη συνέχεια να ισχυρίζονται ότι ευθύνονται οι Σέρβοι για να κερδίσουν τη συμπάθεια των δυτικών. Οι μουσουλμάνοι συχνά τοποθετούν το πυροβολικό τους πολύ κοντά σε κτίρια του ΟΗΕ και σε ευαίσθητες περιοχές όπως νοσοκομεία, με την ελπίδα ότι τα πυρά του σερβικού πυροβολικού θα πλήξουν αυτές τις περιοχές υπό το βλέμμα των διεθνών μέσων ενημέρωσης".

 

Σε ένα άλλο τηλεγράφημα αναφέρεται ότι "μουσουλμανικά στρατεύματα που μεταμφιέζονται σε δυνάμεις του ΟΗΕ" είχαν εντοπιστεί να φορούν μπλε κράνη της UNPROFOR και "ένα συνδιασμό νορβηγικο/βρετανικών στρατιωτικών στολών", οδηγούσαν οχήματα βαμμένα λευκά και με την ένδειξη ΟΗΕ. Ο γενικός διευθυντής της ειρηνευτικής δύναμης φοβόταν ότι αν αυτή η ανοχή γινόταν "ευρέως διαδεδομένη" ή "χρησιμοποιούνταν για διείσδυση στις κροατικές γραμμές", αυτό θα "αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες οι νόμιμες δυνάμεις του ΟΗΕ να γίνουν στόχος των Κροατών".

 

"Αυτό θα ήθελαν οι Μουσουλμάνοι, ενδεχομένως για να ασκήσουν περαιτέρω πίεση για αεροπορικές επιδρομές κατά των Κροατών", προσθέτει το τηλεγράφημα.

 

Τον ίδιο μήνα, τα τηλεγραφήματα της UNPROFOR εικάζουν ότι οι "μουσουλμάνοι" θα μπορούσαν να πλήξουν το αεροδρόμιο του Σεράγεβο, την ανθρωπιστική βοήθεια στους Βόσνιους, με μια επίθεση παραπλάνησης. Δεδομένου ότι σε ένα τέτοιο σενάριο "οι Σέρβοι θα θεωρούνταν σίγουρα ένοχοι, οι Μουσουλμάνοι θα κέρδιζαν πολλά προπαγανδιστικά ", και ήταν "επομένως πολύ δελεαστικό για τους Μουσουλμάνους να χτυπήσουν το αεροδρόμιο και να το φορτώσουν στους Σέρβους".

 

 

 Πόλεμοι δια αντιπροσώπων των ΗΠΑ, τότε και τώρα

 Σε αυτό το πλαίσιο, τα τηλεγραφήματα που αφορούν τη σφαγή στο Μαρκάλε είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1994, μια έκρηξη κατέστρεψε μια  αγορά, αφήνοντας πίσω της 68 νεκρούς και 144 τραυματίες.

 

Η ευθύνη για την επίθεση - και τα μέσα με τα οποία πραγματοποιήθηκε - αμφισβητείται έντονα από τότε, με τις ξεχωριστές επίσημες έρευνες να μην έχουν δώσει αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Τα Ηνωμένα Έθνη εκείνη την εποχή δεν ήταν σε θέση να αποδώσουν την ευθύνη της επίθεσης σε κάποιον εκείνη την εποχή, αν και τα στρατεύματα της UNPROFOR κατέθεσαν τότε ότι υποψιάζονταν ως υπεύθυνη τη βοσνιακή πλευρά.

 

 Ετσι, τα τηλεγραφήματα από εκείνη την περίοδο αναφέρονται σε "ενοχλητικές πτυχές" του γεγονότος, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που "κατευθύνθηκαν προς το σημείο πολύ γρήγορα" και της "έντονης παρουσίας του μουσουλμανικού στρατού στην περιοχή".

"Γνωρίζουμε ότι κατά το παρελθόν, οι μουσουλμάνοι έχουν πυροβολήσει εναντίον δικών τους πολιτών και του αεροδρομίου προκειμένου να προσελκύσουν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης", κατέληξε ένας. Σε μεταγενέστερο σημείωμα σημειώνεται: "Μουσουλμανικές δυνάμεις έξω από το Σεράγεβο έχουν κατά το παρελθόν τοποθετήσει εκρηκτικά σε δικές τους θέσεις και στη συνέχεια τα πυροδότησαν υπό το βλέμμα των μέσων ενημέρωσης, ισχυριζόμενες ότι πρόκειται για σερβική βομβιστική επίθεση. Αυτό χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως πρόσχημα της μουσουλμανικής "αντεπίθεσης" και στις επιθέσεις εναντίον των Σέρβων".

 

Ωστόσο, το ICTY (Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία), στην ετυμηγορία του 2003, με την οποία καταδικάστηκε ο Σέρβος στρατηγός Στάνισλαβ Γκάλιτς για το ρόλο του στην πολιορκία του Σεράγεβο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σφαγή διαπράχθηκε σκόπιμα από τις σερβικές δυνάμεις, μια απόφαση που διατηρήθηκε και στην έφεση.

 

 Οι συντάκτες του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να πουν τι έγινε ή τι δεν έγινε στο Μαρκάλε εκείνη τη μοιραία ημέρα. Ωστόσο, το σκοτάδι που καλύπτει το γεγονός προαναγγέλλοντας κρίσιμα γεγονότα που χρησίμευσαν ως δικαιολογία κλιμάκωσης σε κάθε μεταγενέστερο πόλεμο δια αντιπροσώπων της Δύσης, από το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη, τη Συρία και την Ουκρανία.

 

Από την έναρξη του πολέμου δι' αντιπροσώπων στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, τα εσκεμμένα εγκλήματα πολέμου, τα πραγματικά περιστατικά που παρερμηνεύονται ως εγκλήματα πολέμου και τα δυνητικά σκηνοθετημένα γεγονότα είναι πρακτικά καθημερινό φαινόμενο, μαζί με ομοβροντίες αξιώσεων και αλληλοκατηγορίες  ενοχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αξιωματούχοι της μιας πλευράς από το να πανηγυρίζουν και να διεκδικούν τα εύσημα για μια επίθεση έφτασαν στο σημείο να κατηγορούν την άλλη μέσα σε λίγες ημέρες ή απλά ώρες. Ουσία και αντιστροφή ρόλων έχουν γίνει αδιαχώριστα, αν όχι συμβιωτικά.

 

Στα επόμενα χρόνια, το ποιος έκανε τι σε ποιον και πότε, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο απόφασης διεθνών δικαστηρίων, κατά το πρότυπο του ICTY. Υπάρχουν ήδη πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ενός τέτοιου οργάνου μόλις τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

 

 Βουλευτές στην Ολλανδία ζήτησαν να δικαστεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Χάγη. Το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε τη δημιουργία ενός ειδικού δικαστηρίου. Η ΜΚΟ Truth Hounds με έδρα το Κίεβο συλλέγει καθημερινά στοιχεία για τις φερόμενες ρωσικές θηριωδίες σε όλη τη χώρα στην υπηρεσία ενός διεθνούς δικαστηρίου.

 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τόσο οι δυνάμεις του Κιέβου όσο και της Μόσχας διέπραξαν φρικαλεότητες και σκότωσαν αμάχους σε αυτή τη σύγκρουση, όπως είναι αναμφισβήτητο ότι και οι τρεις πλευρές στον πόλεμο της Βοσνίας ήταν ένοχες για φρικτές πράξεις και σφαγές αθώων ή/και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η αγριότητα θα γίνεται όλο και πιο ανελέητη καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχίζεται, όπως ακριβώς συνέβη και κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

 

 Δεν είναι βέβαιο πόσο θα κρατήσει ο πόλεμος, αν και αξιωματούχοι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχουν προβλέψει ότι θα μπορούσε να κρατήσει αρκετά χρόνια, και οι δυτικές δυνάμεις σκοπεύουν σαφώς να συντηρήσουν τον πόλεμο δι' αντιπροσώπων όσο το δυνατόν περισσότερο. Στις 11 Οκτωβρίου, η Washington Post ανέφερε ότι οι ΗΠΑ παραδέχτηκαν ότι το Κίεβο δεν ήταν σε θέση να "κερδίσει τον πόλεμο άμεσα", αλλά παράλληλλα "απέκλεισαν την ιδέα να πιέσουν ή τουλάχιστον να ενθαρρύνουν την Ουκρανία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων".

 

Αυτό αναδεικνύει και έναν άλλο μύθο που προέκυψε μετά τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Πιστεύεται ευρέως ότι οι διαπραγματεύσεις και οι προσπάθειες για την εξασφάλιση μιας ειρηνικής λύσης το μόνο που έκαναν ήταν να ενθαρρύνουν τους Σέρβους "επιτιθέμενους".

 

Ο επικίνδυνος αυτός μύθος χρησίμευσε σαν δικαιολογία για κάθε είδους καταστροφικές επεμβάσεις της Δύσης. Οι πολίτες αυτών των χωρών εξακολουθούν να ζουν με τις συνέπειες αυτών των ενεργειών, πολλές φορές ως μετανάστες που εγκατέλειψαν τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο πόλεις και κωμοπόλεις λόγω της αλλαγής του καθεστώτος.

 

Μια άλλη τοξική κληρονομιά των βαλκανικών πολέμων εξακολουθεί και αυτή να υφίσταται: το ενδιαφέρον των Δυτικών για την ανθρώπινη ζωή εξαρτάται από το ποιο στρατόπεδο παίρνουν οι κυβερνήσεις τους σε μια δεδομένη σύγκρουση. Όπως δείχνουν τα καναδικά τηλεγραφήματα της UNPROFOR, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους καλλιέργησαν την υποστήριξη στους πολέμους τους αποκρύπτοντας μια πραγματικότητα που τεκμηριώνεται λεπτομερώς ακόμη και από τον ίδιο τους τον στρατό.

 thegrayzone.com