του Γιώργου Μπλάνα
Ο ένας προτείνει να εμβολιάσει το κράτος με την βία τους
αρνούμενους να εμβολιαστούν κι ο άλλος προτείνει να ριχτούν στην ανεργία. Ο μεν
πανηγυρίζει τον θάνατο Γερμανών πολιτών από πλημμύρες, διότι θεωρεί τον θάνατό
τους θεϊκή τιμωρία για την επιθετική στάση του κράτους των απέναντι στην Ελλάδα
και η δε ισχυρίζεται πως θα ήταν τραγωδία η απώλεια των Χριστουγέννων, επειδή
κάποιος αστυνομικός εκτέλεσε εν ψυχρώ κάποιο παιδί 16 ετών.
Είναι πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, μουσικοί: επίλεκτα
μέλη της κοινωνίας, αυτοί που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη από το βάθρο της
μεγάλης ή μικρής εξουσίας τους. Είναι άτομα της εξουσίας. Ο ένας τραγουδούσε
κάποτε, προτρέποντας τους 16άριδες να «γαμήσουν» τα Λύκεια κι ο άλλος χλεύαζε
το κόμμα στο οποίο τώρα ανήκει. Ο μεν χλεύαζε τους συμπατριώτες του, όταν
εξαγριώνονταν από την επιθετική στάση των Γερμανών απέναντι στην Ελλάδα και η
δε χλεύαζε την ελληνική παραδοσιοκρατία.
Είναι γνωστό από την πρώτη Αρχαιότητα αυτό το είδος ανθρώπων.
Πρόκειται για τους καιροσκόπους, τους χαρακτήρες που δείχνουν να μεταβάλλονται,
ακολουθώντας το ρεύμα της κοινής γνώμης. Στην προκειμένη περίπτωση, την κοινή
γνώμη την έχουν -κατά το μέρος που τους αναλογεί- διαμορφώσει οι ίδιοι. Κι αυτό
δείχνει προς την κατεύθυνση της σταθερότητας του χαρακτήρα τους. Διότι ο
χαρακτήρας τους δεν αλλάζει. Το σχήμα σκέψης με το οποίο πλησιάζουν την
πραγματικότητα είναι ίδιο. Μόνο η θεματολογία αλλάζει. Οι πιο αντίθετες
έννοιες, οι πιο αντιφατικές ιδέες, τα πιο αντικρουόμενα συναισθήματα, βρίσκουν
καταφύγιο στην συνείδησή τους. Και όμως δεν διαλύεται αυτή η συνείδηση, διότι
αν η λογική, η ηθική και η ομορφιά είναι οι πυλώνες του ανθρώπινου πολιτισμού,
ο παραλογισμός, η ανηθικότητα και η ασχήμια είναι επίσης πυλώνες της
πραγματικότητας, αρκετά ισχυροί ώστε το δίκαιό τους να θεμελιώνεται στην δύναμή
τους να το επιβάλλουν.
Το μεγαλύτερο σφάλμα, που θα μπορούσε να διαπράξει ένας
δημοκρατικός πολίτης, είναι ν’ ανοίξει διάλογο μαζί τους, με τους δικούς τους
όρους: την επιθετικότητα, την αναξιοπρέπεια, την τυραννική βεβαιότητα, τον
χλευασμό, την αφελή ρητορεία, που διακατέχουν τον λόγο τους. Εννοείται πως το
βήμα, από το οποίο εξακοντίζουν την απανθρωπιά τους, είναι προσαρμοσμένο ή
κατασκευασμένο για κείνους. Η αξιοπρέπεια, ο συνετός λόγος, η πολιτισμένη
αντιπαράθεση δεν φτάνουν μέχρι εκεί. Στην πραγματικότητα δεν μπορούν να φτάσουν
παρά μόνο σε περιθωριακά βήματα, με ελάχιστο κοινό. Την πύλη της κόλασής της
την φυλάει καλά η βιομηχανία των ΜΜΕ.
Τότε; Απομένει η σιωπή; Μπορεί. Κάποτε ο Στρατής Δούκας έγραφε
σ’ ένα μικρό άρθρο του σε εφημερίδα, με τον τίτλο «Σοφία – Νόηση – Πάθος»: «Η
σοφία δεν είναι νόηση ούτε πάθος – είναι πράξη». Αυτή η ιδέα ίσως να περιγράφει
την τραγωδία της δημοκρατίας. Διότι η δημοκρατία δεν είναι πολίτευμα που
χαρακτηρίζεται από χρηστικότητα ή αποτελεσματικότητα. Η παραγωγικότητά του -με
την έννοια της υλικής ευημερίας ή ευδαιμονίας, δεν είναι καθόλου βέβαιη. Η
δημοκρατία είναι σχέση πολιτών, διαδικασία, πράξη. Οι αρχές και οι νόμοι της
αντλούν την αξία τους από τις διαδικασίες θεμελίωσής τους. Τίποτα, κανείς, έξω
από την δημοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί το κύρος της. Μόνον οι πολίτες,
σχετιζόμενοι, σε διαδικασίες που έχουν επικυρώσει οι ίδιοι.
Από αυτή την άποψη -την μόνη ασφαλή, τελικά- αυτός που απαντά
στον απερίσκεπτο καιροσκόπο με τους όρους του απερίσκεπτου καιροσκόπου,
μοιράζεται μαζί του την καταστροφή των θεμελίων της δημοκρατίας. Μάλλον θα
πρέπει να αδιαφορούμε γι’ αυτόν. Ας κάνει καλύτερα την καταστροφική δουλειά που
ξέρει. Αυτός ο δρόμος είναι ο μόνος που μπορεί να πάρει στην ζωή του. Η δημοκρατία
εξ’ ορισμού του προσφέρει στέγη. Εξάλλου, ο αντιδημοκρατικός λόγος του, σύντομα
χάνει την σημασία του. Υπάρχει κάτι που το μοιράζονται τα θερμοδυναμικά
συστήματα και οι ανθρώπινες κοινωνίες: την εντροπία. Το κακό πέφτει θύμα της
υπερβολικής θερμότητάς του, τρέφει στο νόημά του το μη-νόημα που θα το
αφανίσει.