του Διονύση Ελευθεράτου
Εσχάτως ασχολείται συστηματικά - και
σχεδόν υστερικά - με τον μέγα «κίνδυνο» που απορρέει από τη
μετανάστευση. Πάντα όμως βρίσκει χρόνο και αφορμές ο Ανδρέας
Ανδριανόπουλος (στο εξής Α.Α) να επιστρέφει σε θεματολογία, που θυμίζει
κάπως περισσότερο τον «κλασσικό», παλιότερο εαυτό του. Στις 10
Δεκεμβρίου ερέθισμα του έδωσαν η Γαλλία, τα «κίτρινα γιλέκα» και ο
Μακρόν. Κι έγραψε στο
Twitter:
«Ανόητοι ισχυρίζονται πως ο Μακρόν απέτυχε επειδή είναι
νεοφιλελεύθερος. Ξεχνούν όμως πως υπήρξε ο darling των εχθρών του
νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο εξέφραζε ο Φιγιόν. Εξ άλλου αποδομήθηκε
επειδή η κυβέρνησή του έβαλε κι άλλους φόρους. Ν/Φ και φόροι;».
Μαζεμένα… μαργαριτάρια, μα ενδιαφέροντα. Διότι πιστοποιούν πως οι
«φιλελέδες», όταν αμύνονται, πανεύκολα απαρνούνται τους «δικούς τους»,
αλλά και τη φορολογική – φορομπηχτική διάσταση των «πρακτικών εφαρμογών»
που βρίσκουν οι ιδέες τους.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Πρώτος ισχυρισμός: Όλος ο κόσμος, λοιπόν, είναι… ανόητος, διότι ο
γόνος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Εμ. Μακρόν, δεν είναι
νεοφιλελεύθερος. Καταλάβατε; Ο άνθρωπος που έλεγε προεκλογικά ότι θα
μείωνε κατά 120.000 τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και κατά 60 δισ.
ευρώ τις δημόσιες δαπάνες φαίνεται πως ενσάρκωνε κάποιο είδος
«σοσιαλμανούς» και «κρατικιστή», μόνο και μόνο επειδή ένας άλλος
υποψήφιος – ο Φ. Φιγιόν – ευαγγελιζόταν μια ακόμη βιαιότερη
«δημοσιονομική προσαρμογή» (μείον 500.000 οι υπάλληλοι, μείον 100 δισ.
οι δαπάνες). Είναι, τηρουμένων των αναλογιών, σαν να ισχυρίζεται κάποιος
πχ ότι ο Φαήλος Κρανιδιώτης δεν είναι ακροδεξιός, επειδή υπάρχει η
«Χρυσή Αυγή»…
Για λόγους που έχουν πλειστάκις αναλυθεί, η πολιτική του Μακρόν
κινήθηκε σε τροχιά καθαρόαιμου, επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Από τις
«μεταρρυθμίσεις» στα εργασιακά έως την κατάργηση του φόρου μεγάλης
ακίνητης περιουσίας, αυτή ακριβώς τη σφραγίδα φέρει η «γραμμή του». Τα
περί «
darling των εχθρών του
νεοφιλελευθερισμού» συνιστούν έναν άγαρμπο αυτοσχεδιασμό του Α.Α. Εκτός
αν μισεί το νεοφιλελευθερισμό και ο Β. Σόιμπλε, ο οποίος τον Απρίλιο του
2017 δήλωσε (στη web TV του «
Spiegel») ότι, αν ήταν Γάλλος, μάλλον τον Μακρόν θα ψήφιζε.
Δεύτερος ισχυρισμός: Αφ’ ης στιγμής ο Μακρόν επέβαλλε νέους φόρους,
έθεσε αυτομάτως τον εαυτόν του εκτός νεοφιλελεύθερου φάσματος. Διότι το
φάσμα αυτό και οι φόροι δεν συμβιβάζονται… Και ποιος, παρακαλώ, αναμασά
εν προκειμένω αυτό το σκοροφαγωμένο- περί ασυμβίβαστου- μύθευμα; Ο Α. Α,
υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη 1990 – 1993, συνάδελφος του «γενικού
υπεύθυνου» για την οικονομική πολιτική Στέφανου Μάνου, που «έμεινε στην
ιστορία» συν τοις άλλοις για την επιβολή εκείνου του τσουχτερού φόρου –
50 δραχμές ανά λίτρο- στη βενζίνη. Αλα Μακρόν…
Μήπως λοιπόν, έγινε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκείνης της εποχής «
darling των
εχθρών του νεοφιλελευθερισμού»; Αλλά γιατί, όχι; Εδώ, λίγα χρόνια
νωρίτερα, το 1989, είχε «γίνει» και η… Μάργκαρετ Θάτσερ, επιβάλλοντας το
διαβόητο χαράτσι («
poll tax») που εξόργισε και έβγαλε στους δρόμους πολλές χιλιάδες ανθρώπους της βρετανικής μεσαίας τάξης.
Το παραμύθι πως ο νεοφιλελευθερισμός «βγάζει σπυράκια» με τους
φόρους, γενικώς και αορίστως, αδυνατεί να αντέξει όχι μόνο σε κριτική,
αλλά και σε απλές υπομνήσεις πεπραγμένων. Επιλέγει καλά ο
νεοφιλελευθερισμός ποιους και πότε θα επιβαρύνει και ποιους θα απαλλάξει
από φορολογικά βάρη. Αυτό είναι πασιφανές και διαχρονικό. Να το
αρνείται κάποιος, μόνο και μόνο για να μην χρεωθεί η… πίστη του
αποτυχίες, δεν φαντάζει καθόλου πειστικό.
Αλλά μιας και θυμηθήκαμε το φόρο του Στ. Μάνου στα καύσιμα, ας
ανακαλέσουμε στη μνήμη μας και μερικά συνολικότερα «κατορθώματα» εκείνης
της κυβέρνησης. Της μοναδικής, ίσως, στην Ελλάδα, την οποία ο Α.Α θα
αναγνώριζε ως νεοφιλελεύθερη. Αφήνουμε για επόμενο, ξεχωριστό σημείωμα
την τρομακτική, αδιανόητη -έως τότε- ταυτόχρονη αύξηση δημόσιου χρέους
και ελλειμμάτων, στα 3,5 χρόνια διακυβέρνησης από το καθαρόαιμο
νεοφιλελεύθερο τρίο «Μ.Α.Μ», δηλαδή Μητσοτάκης – Ανδριανόπουλος – Μάνος.
Πάμε σε μερικούς άλλους δείκτες. Με συγκρίσεις.
Δείκτης πρώτος: Ανάπτυξη. Ξέρετε, αυτήν που θα κόμιζαν οι
απελευθερωμένες – και λόγω ιδιωτικοποιήσεων- δυνάμεις της αγοράς, κλπ,
κλπ. Μια απλή επεξεργασία των επίσημων στοιχείων του ΥΠΕΘΟ καταδεικνύει
ένα μεγαλοπρεπές «άνθρακες ο θησαυρός».
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στην περίοδο 1984 – 1989 ήταν 1,8%,
μολονότι το 1986 «έκλεισε» με ένα πενιχρότατο 0,5% και το 1987 με
αρνητικό πρόσημο, μείον 2,3%. Στα έτη 1990 – 1993 ο μέσος ετήσιος ρυθμός
έπεσε στο 0,55%. Ειδικά κατά το 1993, επήλθε ύφεση του 1,6%.
Εν ολίγοις, το τρίο «Μ.Α.Μ» των «αστείρευτων δημιουργικών δυνάμεων
της αγοράς» παρέδωσε το 1993 μια οικονομία σε ύφεση, κάτι που συνέβη για
πρώτη φορά από το 1987 και για δεύτερη από το 1983. Τόσο «καλά»…
Δείκτης δεύτερος: Βιομηχανία – μεταποίηση. Έτσι, για να δούμε πως
εξελίχθηκαν τα πράγματα στον πυρήνα της «πραγματικής οικονομίας».
Πότε με θετικό πρόσημο, και πότε με αρνητικό κινήθηκε στη δεκαετία
1980 – 1989 το συνολικό προϊόν μεταποίησης. Οριακά αυξητικός (0,48%)
ήταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Κατά πολύ
καλύτερος εμφανίστηκε στην υπο-περίοδο 1988 - 1989, τη διετία που
προηγήθηκε της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τότε καταγράφηκαν ποσοστά αύξησης
4,5% και 2,2% αντίστοιχα.
Ε, ανέλαβε το «Μ.Α.Μ» και μονιμοποιήθηκαν τα αρνητικά πρόσημα. Μείον
2,6% το 1990, μείον 0,8% το 1991, μείον 1,5% το 1992 και, για επίλογο,
μείον 4,3% το 1993. Τα θετικά πρόσημα επέστρεψαν το 1994 (1,2%).
Δείκτης τρίτος: Ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου.
Για να δούμε πόσο συγκινήθηκε η «ιδιωτική πρωτοβουλία» από την πολιτική
εκείνων που ορκίζονταν στο όνομά της.
Στα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας του 1980 η πορεία του
συγκεκριμένου δείκτη ήταν διαρκώς πτωτική, κάτι που ίσως σχετίζεται και
με τα συμπτώματα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1979, της δεύτερης
μεγάλης που βίωσε ο μεταπολεμικός κόσμος (προηγήθηκε εκείνη του 1973).
Από το 1985 και έως το 1990 όμως, η ροή των πραγμάτων άλλαξε. Κατά το
1990 μάλιστα η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων ιδιωτικού κεφαλαίου
έφθασε στο εκπληκτικό 14,7%, ποσοστό που είχε να… φανεί από το 1977.
Η συνέχεια όμως επεφύλαξε μια μεγάλη «βουτιά» το 1991, της τάξης του
μείον 10,4% και άλλες δυο στη διετία 1992-93. Μείον 2,2% και
2,6%.«Τζίφος», δηλαδή, και σ’ αυτό το πεδίο. Το «συν» επέστρεψε το 1994
(2,6%).
Δείκτης τέταρτος: Απασχόληση. Σύμφωνα με την έρευνα Εργατικού
Δυναμικού της ΕΣΥΕ, ο Κων. Μητσοτάκης παρέλαβε την ανεργία στο 7,5% το
1989 και την έφερε στο 9,7% το 1993. Δεν ήταν μόνο οδυνηρή, την εποχή
εκείνη, μια αύξηση άνω των δυο μονάδων, σε τόσο χρόνο. Ήταν και
ασυνήθιστη.
Παράδειγμα: Στην επταετία 1983 – 1989 το επίσημο ποσοστό ανεργίας
υπερέβη μόνο μία φορά το 8% (1984: 8,1%) και ήταν μίνιμουμ 7,4% (1986,
1987). Κατέβηκε στο 7% τον πρώτο χρόνο μητσοτακικής διακυβέρνησης, το
1990, αλλά στη συνέχεια πήρε την πάνω …βόλτα: 7,7% το 1991, 8,7% το
1992, 9,7% το 1993. Θα ανέβαινε πάλι κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα
έπειτα από μια πενταετία, το 1998 (10,8%). Σε απόλυτους αριθμούς: το
1989 οι άνεργοι ήταν, επισήμως, 296 χιλιάδες κι έπειτα από 3,5 έτη
κυριαρχίας των… θαυματουργών δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης
«δημιουργικότητας» έφθασαν τις 398,2 χιλιάδες.
Συμπερασματικά, η γενική επιδείνωση έφθασε στο απροχώρητο (ύφεση,
υψηλή ανεργία, βιομηχανική καθίζηση, κ.λπ.) το 1993. Δηλαδή όχι όταν
άρχιζε, αλλά όταν είχε ήδη προχωρήσει αρκετά η ετεροχρονισμένη ελληνική
βερσιόν του «θατσερισμού». Και μόνη αυτή η παρατήρηση επαρκεί για να
ακυρώσει τον παντελώς αστήρικτο, σχεδόν «θεολογικό» ισχυρισμό, ότι ο
Κων. Μητσοτάκης και οι λοιποί νεοφιλελεύθεροι θα είχαν «βελτιώσει την
οικονομία» (φυσικά με αυτόν τον όρο καθένας εννοεί ό,τι θέλει), εάν
είχαν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους.
Να αρνηθεί, τώρα, ο Α.Α ότι το τρίο «Μ.Α.Μ» ήταν αμιγώς νεοφιλελεύθερο, μας φαίνεται κομμάτι δύσκολο…
ΥΓ: Παραθέσαμε επίσημα στατιστικά στοιχεία και αποτελέσματα
επεξεργασιών τους. Ο αναγνώστης μπορεί να δει αυτά τα στοιχεία
συγκεντρωμένα, σε πίνακες, στο βιβλίο του καθηγητή Χρυσάφη Ι.
Ιορδάνογλου «Η Ελληνική Οικονομία στη “Μακρά Διάρκεια” 1954 – 2005»
(εκδόσεις Πόλις, 2008). Τα στοιχεία για το προϊόν της Μεταποίησης
δημοσιεύονται σε πίνακα, στις σελίδας 179 -180. Για τις ακαθάριστες
ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, στις σελ. 94 - 95. Για την έρευνα
Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, στις σελ. 113- 114.
[---->]