Του Κώστα Λαπαβίτσα
Για να εκτιμήσουμε τη σημασία της συμφωνίας του Γιούρογκρουπ του Ιουνίου του
2018 είναι απαραίτητο να πάμε δυο χρόνια πίσω και να αναφερθούμε πρώτα στη
συμφωνία του Μαΐου του 2016. Τότε τέθηκε το πλαίσιο για το ελληνικό χρέος μέσα
στο Τρίτο Μνημόνιο που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόσφατη συμφωνία του Αλέξη
Τσίπρα – αυτή της γραβάτας – είναι απόρροια της προηγούμενης και στην πράξη
ακόμη χειρότερη, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το Γιούρογκρουπ του Μαΐου 2016
Η συμφωνία του Μαΐου 2016 περιλάμβανε βραχυπρόθεσμα μέτρα για
το χρέος. Συγκεκριμένα:
1. Να βελτιωθεί τεχνικά η σειρά των αποπληρωμών για το χρέος
προς το EFSF,
2. Να γίνουν τεχνικές αλλαγές στη χρηματοδότηση του EFSF/ESM
ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος από πιθανή άνοδο των επιτοκίων και,
3. Να μην πληρωθούν τόκοι για το 2017 στο ποσό που είχε
χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου
(ένα μικρό ποσό, λίγο πάνω από 11 δις).
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει
ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, επιφανειακά.
Ταυτόχρονα το Γιούρογκρουπ προέβλεψε και μεσοπρόθεσμα μέτρα,
τα οποία θα εφαρμόζονταν εάν και όταν το Τρίτο Μνημόνιο ολοκληρωνόταν με
επιτυχία. Συγκεκριμένα:
1.Την πλήρη κατάργηση των τόκων για το ποσό που είχε
χρησιμοποιηθεί για επαναγορά χρέους στη διάρκεια του Δευτέρου Μνημονίου.
2.Την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και του ESM.
3.Τη χρήση τυχόν αδιάθετων κονδυλίων του Τρίτου Μνημονίου για
να αποπληρωθούν παλαιότερα χρέη κι έτσι να γίνει ελάφρυνση των συνολικών τόκων.
4.Επιμήκυνση και αλλαγές στις πληρωμές των τόκων του χρέους
προς το EFSF (που είναι περίπου το ένα τρίτο του συνολικού χρέους της Ελλάδας),
ώστε να υπάρξει ελάφρυνση.
Και πάλι ήταν φανερό ότι τα μέτρα αυτά δεν πρόσφεραν καμιά
ουσιαστική βελτίωση στο θέμα του χρέους. Επιπλέον, για να τα κάνει πράξη το
Γιούρογκρουπ απαιτούσε από την Ελλάδα να συμμορφωθεί πιστά με το πρόγραμμα.
Δηλαδή να εφαρμόσει θηριώδη λιτότητα, γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις της
δημόσιας περιουσίας, και απορρύθμιση των αγορών.
Η πολιτική διαχείριση 2016-2018