Του Παύλου Δερμενάκη
Η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια το 2010 για να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Το ελληνικό δημόσιο χρέος (κεντρική κυβέρνηση)
στις 30/06/2010 ήταν 317 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσε σε 140,2% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα
με το τελευταίο δελτίο δημοσίου χρέους του υπουργείου Οικονομικών στις
31/03/2018 το χρέος Δηλαδή μετά από τρία μνημόνια, που επέφεραν σε βάρος του
λαού ένα μέσο ετήσιο σύνολο μέτρων 30 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το
ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τη μερική διαγραφή χρέους 105 δισ. ευρώ
(το γνωστό ως PSI του 2012), το χρέος βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από εκεί
που ξεκίνησε.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στη διάρκεια του τρίτου
μνημονίου το δημόσιο χρέος από 324 δισ. ευρώ στο τέλος 2014 (181% του ΑΕΠ),
παρά τα πλεονάσματα των δύο τελευταίων ετών, ανέβηκε στα 344 δισ. € (186% του
ΑΕΠ). Συνεπώς το σύνολο της πολιτικής, που επιβλήθηκε από τους δανειστές και
εφάρμοσαν πειθήνια όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, όχι μόνο δεν έλυσε το
πρόβλημα αλλά το επιδείνωσε.
Εκτός όμως από την επιδείνωση του χρέους οι συνολικές
συνέπειες στο λαό και την οικονομία είναι ολέθριες. Μείωση του ΑΕΠ σωρευτικά
κατά 25%.
Μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για το λαό κατά
40%, ενώ ακόμα δεν έχουμε δει τον «πάτο του βαρελιού»...
Οι διεθνείς εκτιμήσεις,
ιδιαίτερα του ΔΝΤ, κάνουν λόγο για «εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος». Με βάση αυτή
την εκτίμηση το ΔΝΤ ζητά, εδώ και δύο και πλέον χρόνια, γενναία μείωση του
χρέους.
Στον αντίποδα η Γερμανία, και κατ΄ επέκταση η γερμανοκρατούμενη Ε.Ε.,
αρνείται τη διαγραφή μέρους του χρέους και αποδέχεται μερικώς, κάτω και από την
πίεση του ΔΝΤ, μια σειρά από «ημίμετρα», δήθεν «μέτρα ελάφρυνσης», που κάθε
άλλο παρά λύνουν το πρόβλημα. Υπό αυτές τις συνθήκες ουσιαστικά πλέον το ΔΝΤ
είναι εκτός χρηματοδοτικού προγράμματος και μάλλον θα συνεχίσει ως «τεχνικός
σύμβουλος», εξασφαλίζοντας να εφαρμοσθούν σε βάρος της χώρας οι συνταγές τόσο
της Ε.Ε. όσο και οι δικές του, χωρίς όμως ελάφρυνση του χρέους.
Ο ρόλος της
κυβέρνησης
Η κυβέρνηση Τσίπρα όλο αυτό το διάστημα περιορίστηκε στο ρόλο
του θεατή των εξελίξεων και της αντίθεσης Γερμανίας-ΔΝΤ. Αντί να βάλει στο
τραπέζι τη μόνη βιώσιμη λύση για το χρέος που είναι η διαγραφή αποδέχθηκε το
ρόλο του κομπάρσου και περιορίστηκε σε πρόσκαιρες συμμαχίες που οδήγησαν τελικά
σε αδιέξοδο.
Το αποτελέσματα είναι η
επιβολή νέων μέτρων σε βάρος του λαού, μετά από την απαίτηση του ΔΝΤ το Μάιο
2017, και η διατήρηση του χρέους. Θυμίζουμε ότι η περικοπή των συντάξεων από
1/1/2019 κατά 18% (κατάργηση προσωπικής διαφοράς νόμου Κατρούγκαλου που
σημαίνει «εξοικονόμηση» πόρων 1% του ΑΕΠ, 1,8 δισ. ευρώ) και η μείωση του
αφορολόγητου από 8.600 € σε 5.600 € από την 1/1/2020 ή και ενωρίτερα (άλλα 1,8
δισ. ευρώ μέτρα) ήταν απαιτήσεις του ΔΝΤ. Έγιναν δεκτές από την κυβέρνηση στο
όνομα της μείωσης χρέους και σήμερα, που αποχωρεί το ΔΝΤ από τη χρηματοδότηση,
ενώ δεν λύθηκε το χρέος, η γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. απαιτεί την εφαρμογή τους.
Οι νέες μεταμνημονιακές δεσμεύσεις
Η Ελλάδα, με όλα όσα έχει αποδεχτεί η παρούσα είναι δεσμευμένη
για:
• Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2022
(περίπου 6,5 δισ. ευρώ με σημερινές αξίες) που θα πηγαίνουν στους δανειστές για
την αποπληρωμή του χρέους.
• Πρωτογενή πλεονάσματα
κατά μέσο όρο 2,2% για την περίοδο 2023-2060 (περίπου 4 δισ. ευρώ με σημερινές
αξίες) που επίσης θα πηγαίνουν στους δανειστές για την αποπληρωμή του χρέους
• Συνολικά δηλαδή στην περίοδο 2019-2060 θα αφαιρεθούν πόροι
τουλάχιστον 200 δισ. ευρώ και πλέον (σε σημερινές τιμές 174 δισ. ευρώ) από την
ελληνική οικονομία για τη χρηματοδότηση του χρέους. Φυσικά τα ποσά αυτά θα
λείπουν από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης του λαού και την ανάπτυξη της
οικονομίας...
• Συνεχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.
Δηλαδή το μνημονιακό θεσμικό πλαίσιο θα συνεχίζει να υφίσταται και να
εφαρμόζεται παρά τους μύθους για «καθαρή έξοδο» και «μνημόνια τέλος».
• Αυξημένη εποπτεία μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου. Συνεχή
έλεγχο της χώρας ανά τρίμηνο και σύνδεση των επιδόσεων με τα μέτρα ελάφρυνσης
του χρέους.
Το πλαίσιο «ελάφρυνσης» του χρέους Έναντι όλων αυτών των
δεσμεύσεων η κυβέρνηση «έκανε μία τρύπα στο νερό». Το πλαίσιο που αποφάσισε
στις 21/6/2018 το Eurogroup περιλαμβάνει μέτρα που κινούνται αυστηρά στο
πλαίσιο των προηγούμενων αποφάσεων του. Συγκεκριμένα:
• Αξιοποίηση των 15 δισ. ευρώ χρηματοδότησης από το 3ο
μνημόνιο ως εξής: 9,6 δισ. ευρώ για το «μαξιλάρι» ασφαλείας διαθεσίμων και τα
υπόλοιπα 5,4 δισ. θα διατεθούν για τις ανάγκες εξυπηρέτησης δόσεων που λήγουν.
Συνεπώς μετά τη μειωμένη δόση της 4ης αξιολόγησης (μόλις 15 δισ. έναντι της
αντιπρότασης για 21,7 δισ. ευρώ) μένουν «στο ράφι» 25 δισ. € από το σύνολο των
δανείων του 3ου μνημονίου. Με αυτά τα 9,6 δισ. ευρώ το «μαξιλάρι» για την
«ασφαλή έξοδο» της Ελλάδας στις αγορές φτάνει τα 24,1 δισ. ευρώ αφού
προστίθενται τα υπόλοιπα από εκδόσεις ομολόγων, repos, διαθέσιμα φορέων και
πλεονάσματα.
• Κατάργηση της προσαύξησης του επιτοκίου στο μέλλον από τα
δάνεια του 2ου μνημονίου, που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους. Πρόκειται για
καταχρηστικό όρο σε βάρος του ελληνικού δημοσίου που ενσωματώθηκε στη σύμβαση
και σήμερα αποφασίζουν οι δανειστές να μείνει ανενεργός.
• Χρήση των κερδών από
τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP. Πρόκειται για τα κέρδη από τα ομόλογα ελληνικού
δημοσίου που αγοράστηκαν την περίοδο 2010 – 2011 από την ΕΚΤ και τις κεντρικές
τράπεζες σε εξευτελιστικές τιμές. Τα κέρδη μόνο για την περίοδο 2012-2016
ανήλθαν σε 7,8 δισ. ευρώ. Η συμφωνία του 2012 προέβλεπε την επιστροφή αυτών των
κερδών στην Ελλάδα αλλά αυτό έγινε μόνο μία φορά το 2013 με την επιστροφή
περίπου 2 δισ. ευρώ. Τα κέρδη αυτά ξανά αποφάσισαν να επιστρέφονται στην Ελλάδα
σε δύο ισόποσες δόσεις κάθε χρόνο, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο, από το 2018
μέχρι τον Ιούνιο του 2022 και θα χρησιμοποιηθούν για να μειώσουν τις χρηματοδοτικές
ανάγκες.
• Πρόσθετη παράταση της περιόδου χάριτος για τα δάνεια του EFSF (3ο
μνημόνιο) κατά 10 χρόνια και επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης κατά 10
χρόνια. Δηλαδή οι αποπληρωμές για τα συγκεκριμένα δάνεια θα ξεκινήσουν από
2033.
Τι δεν έγινε
αν και ήταν υπό συζήτηση
• Δεν έγινε καμία συζήτηση για σταθερό επιτόκιο των
μνημονιακών δανείων. Υπήρχαν συζητήσεις στο παρελθόν να παραμείνει σταθερό το
επιτόκιο στο 1% μέχρι τη λήξη των δανείων.
Αυτό δεν έγινε συνεπώς η χώρα είναι πλέον εκτεθειμένη στην
διαδικασία αύξησης των επιτοκίων του ευρώ, που προβλέπεται να ξεκινήσει από τον
επόμενο χρόνο.
• Δεν έγινε καμία συζήτηση για το περίφημο Γαλλικό σχέδιο
σύνδεσης των δόσεων αποπληρωμής των δανείων με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Αυτό
«ξεχάστηκε» κατ΄ εντολή προφανώς της Γερμανίας.
• Δεν έγινε συζήτηση
για την προεξόφληση μέρους διμερών δανείων (GLF) που αρχίζουν να πληρώνονται
από το 2020. Η ανεπάρκεια των μέτρων Με βάση τα παραπάνω μέτρα και τα
πλεονάσματα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχουν κάνει τα επιτελεία των θεσμών
εκτιμούν ότι α) οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους θα
παραμείνουν κάτω του 15% του ΑΕΠ έως το 2030 και κάτω από το 20% από εκεί και
μετά και β) το ελληνικό δημόσιο χρέος θα είναι σε «τροχιά» μείωσης.
Φυσικά με αυτές τις εκτιμήσεις δεν συμφωνεί το ΔΝΤ που θεωρεί
τα παραπάνω μέτρα ανεπαρκή. Η Λαγκάρντ σημείωσε ότι δεν έχει επιφυλάξεις
μεσοπρόθεσμα (μέχρι δηλαδή το 2030 αφού μεταφέρθηκαν οι δόσεις) ως προς τη
βιωσιμότητα του χρέους αλλά διατηρεί επιφυλάξεις για τις προοπτικές του ελληνικού
χρέους μακροπρόθεσμα.
Σημειώνουμε ότι το ΔΝΤ
ως το Φλεβάρη 2017 έκανε προβλέψεις σοκ για την εξέλιξη του χρέους.
Σύμφωνα με αυτά το 2060 το χρέος θα αντιστοιχεί στο 275% του
ΑΕΠ από 170% που προβλέπεται. Επίσης οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους
(τόκοι και χρεολύσια) από 15% που προβλέπεται να είναι ως το 2024 και 33% μετά
και ως το 2040 θα εκτιναχτούν στο 62% το 2060!
Με τις παραπάνω αποφάσεις του Eurogroup ικανοποιείται η
γερμανική προσέγγιση που έβλεπε παρεμβάσεις μόνο μεσοπρόθεσμα μέχρι την αρχή
της δεκαετίας του 2030.
Μετά από την υλοποίηση των παραπάνω και την πλήρη συμμόρφωση
της Ελλάδας στο μνημονιακό πλαίσιο μέχρι το 2030 θα γίνει νέα ανάλυση
βιωσιμότητας του χρέους και με βάση αυτή θα αποφασιστεί αν χρειάζονται
περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης.
Το μέγεθος της αποτυχίας της κυβέρνησης αποτυπώνεται από
διάφορους αναλυτές που μιλούν για ανεπάρκεια των μέτρων τόσο όσον αφορά την
«εκλογίκευση» του χρέους όσο και τις δυσοίωνες αναπτυξιακές δυνατότητες της
χώρας.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα ο γνωστός δημοσιογράφος των Financial Times Peter Spiegel που
αναφέρει «είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι όταν (το Νοέμβριο του 2012) το
Eurogroup είχε υποσχεθεί σημαντική ελάφρυνση χρέους η οποία θα οδηγούσε το
ελληνικό χρέος σε ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από το 110% του ΑΕΠ μέχρι το
2022.
Αξίζει να το θυμηθούμε αυτό μετά την αυτό-αποθέωση που λαμβάνει χώρα σήμερα το πρωί σε Αθήνα και
Βρυξέλλες» και συνεχίζει «με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν, τώρα το χρέος
διαμορφώνεται στο 177,8% του ΑΕΠ. Αυτή η νέα συμφωνία για την ελάφρυνση του
χρέους δεν μας φέρνει καθόλου κοντά στο 110% μέχρι το 2022».
Συμπερασματικά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι ανεπαρκέστατα
σε σχέση με τις ανάγκες ρύθμισης του χρέους και παράλληλα η χώρα έχει δεσμευθεί
στην υλοποίηση ενός προγράμματος μέχρι το 2060 που είναι ολέθριο.
Πηγή δρόμος της αριστεράς, φύλλο 413
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου