Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία Μπέλλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία Μπέλλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πρόσωπα

 

''Μάνο, πώς θα σου φαινότανε

να βάλουμε τη Σωτηρία Μπέλλου

να τραγουδήσει τον ''Επιτάφιο''

του Μίκη Θεοδωράκη;''

λέει ο Δημήτρης Λέκκας.

Είναι αργά το βράδυ, Άνοιξη

του 1979, στο ''Μαγεμένο Αυλό''.

Ο Χατζιδάκις ετοιμάζει

το πρόγραμμα του Τρίτου

για τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Είμαι εδώ μαζί με τον Λέκκα

και τη Ρηνιώ Παπανικόλα,

τη μυθική φωνή του ραδιοφώνου,

για να του προτείνουμε αυτή την ιδέα.

Εγώ θα το σκηνοθετήσω, ο Λέκκας

θα έχει τη μουσική επιμέλεια,

η Ρηνιώ,

που είναι φίλη της Μπέλλου,

θα απαγγείλει.

''Αριστούργημα!'' λέει ο Χατζιδάκις.

Παραγγέλνει διάφορες πάστες

για τον καθένα μας,

και με το κουταλάκι του εσπρέσο

μάς κλέβει από ένα κομμάτι,

δήθεν για να δει πώς είναι.

Η Μπέλλου

τραγουδούσε εκείνη την εποχή

στο Χάραμα, μαζί με τον Τσιτσάνη.

Μπαίνουμε στο μαγαζί,

είναι και οι δύο στην πίστα,

ο Τσιτσάνης λιτός,

ασκητικός, ανέκφραστος,

παίζει μπουζούκι και τραγουδάει

με την ιδιότυπη φωνή του,

τα αθάνατα αριστουργήματά του.

Δίπλα του η Σωτηρία,

με πουλόβερ και παντελόνι,

μαύρα αντρικά παπούτσια,

μαλλιά κοντοκουρεμένα

και σκούρα μυωπικά γυαλιά.

Όταν τραγουδάει,

στο στόμα λαμπυρίζουν

δυο - τρία χρυσά δόντια.

Το πρόγραμμα στο Χάραμα

τελείωσε χαράματα.

Άκουσα

αυτή τη συγκλονιστική φωνή

να τραγουδάει με σπαραγμό,

είδα κόσμο

να χορεύει σεμνά και ταπεινά,

ένιωσα

τη χαρμολύπη να με κυριεύει,

έζησα

ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης.

Ήταν σαν παράσταση αρχαίας

τραγωδίας, σαν θεία λειτουργία.

Περάσαμε πρώτα από τον Τστσάνη,

έσκυψα και του φίλησα το χέρι,

το τράβηξε ντροπαλά,

''Δεσπότης είμαι;''

είπε και χαμογέλασε.

Πήγαμε μετά

στο καμαρίνι της Μπέλλου και της

εξηγήσαμε το λόγο της επίσκεψης.

''Αφού είστε φίλοι της Ρηνιώς,

θα το κάνω.

Να έρθετε όμως στο σπίτι,

να συζητήσουμε με την ησυχία μας.''

''Πού είναι το σπίτι;''

''Στα Σπάτα.''

''Πώς θα το βρούμε;''

''Όποιον και να ρωτήσετε πού είναι

το παλατάκι της Μπέλλου, θα σας πει.

Ελάτε τη Δευτέρα που έχω ρεπό.''

Δευτέρα μεσημέρι,

φτάνουμε στα Σπάτα.

''Πού είναι

το παλατάκι της Μπέλλου;''

Μας δείχνουν ένα νεόκτιστο διώροφο

με κάτι κολώνες στην είσοδο

(εξ ου και παλατάκι)

και με ένα μεγάλο αγρόκτημα

στο πίσω μέρος.

Χτυπάμε, ξαναχτυπάμε, εμφανίζεται

ένας σκύλος, εμφανίζεται μια γάτα,

η Μπέλλου πουθενά.

''Σωτηρία! Σωτηρία!!''

φωνάζουμε και οι τρεις

και χτυπάμε τα κουδούνια.

Με τα πολλά, εμφανίζεται στην

πόρτα, έρχεται και μας ανοίγει.

''Δε σας είδα καλά, κι επειδή

χρωστάω κάτι λεφτά, κρύβομαι''

δικαιολογείται.

Η Σωτηρία

παίζει μανιωδώς χαρτιά, έχει

χάσει περιουσίες, είναι το πάθος της.

''Ευτυχώς

που γνώρισα την Τασούλα και έρχεται

κάθε βράδυ, παίρνει το μεροκάματο

και το βάζει στην τράπεζα.

Έτσι χτίσαμε το παλατάκι''

λέει υπερήφανη.

Μας οδηγεί στο πίσω μέρος,

σε μια μεγάλη αυλή.

Δίπλα υπάρχει ένα μποστάνι

με δέντρα και κηπευτικά.

Καθόμαστε, έρχεται η Τασούλα.

Φοράει φόρμα και γαλότσες.

''Εδώ ό,τι τρώτε

είναι από τον κήπο μας.

Δεν τρώμε εμείς τα ραντισμένα!''

λέει και βγάζει μεζέδες και ούζο.

Η Σωτηρία και η Ρηνιώ καπνίζουν

μανιωδώς και μιλάνε για τα παλιά.

''Πες την ιστορία με τον άντρα σου

να ακούσουν τα παιδιά!''

παροτρύνει τη Μπέλλου η Ρηνιώ.

''Τι να πω ρε Ρηνιώ!

Με έδερνε ο μεθύστακας!

Ήμουν δεκαοχτώ χρονών κορίτσι

και με έδερνε.

Γύρναγε μεθυσμένος

και ξέσπαγε πάνω μου.

Μια, δυο, τρεις,

στο τέλος δεν άντεξα

και του έριξα βιτριόλι στη μούρη!

Με καταδίκασαν τρία χρόνια φυλάκιση,

έμεινα μέσα τέσσερις μήνες,

μετά αποφυλακίστηκα,

γύρισα στο χωριό μου, στην Εύβοια.

Δεν άντεξα,

τσακώθηκα με τον πατέρα μου,

σηκώθηκα κι έφυγα.

Ήρθα στην Αθήνα

28 Οκτωβρίου 1940,

την ημέρα που κηρύχτηκε

ο ελληνοιταλικός πόλεμος.

Μετά ήρθε η Κατοχή, με έπιασαν,

και με έβαλαν πάλι στη φυλακή

επειδή ήμουν στο Ε.Α.Μ.

Βασανιστήρια, ξύλο, πείνα,

μέχρι το 1948, που γνώρισα

τον Τσιτσάνη και με πήρε μαζί του.''

Παρατηρώ,

πως ενώ αφηγείται την ιστορία της,

ρίχνει κάτω ψίχουλα από ψωμί.

Μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύονται

καμιά δεκαριά περιστέρια

και αρχίζουν να τσιμπολογούν.

''Βρωμοπούλια!'', σχολιάζει.

''Όλη τη μέρα γουργουρίζουν,

κουτσουλάνε, ζευγαρώνουν,

και μετά τρώνε τα παιδιά τους!

Και ύστερα σου λέει ότι είναι

το σύμβολο της ειρήνης!''

και όπως μιλάει,

με μια αστραπιαία κίνηση,

αρπάζει ένα περιστέρι, του στρίβει

το λαιμό, του κόβει το κεφάλι,

και αρχίζει να το ξεπουπουλιάζει

μπροστά στα μάτια μας!

''Μείνετε,

θα φάμε πιτσούνι σαλμί με ρύζι''

μας λέει,

κι ενώ εμείς έχουμε φρικάρει,

αυτή σα να μην τρέχει τίποτα,

δίνει το ξεπουπουλιασμένο

περιστέρι στην Τασούλα.

Η Τασούλα

έχει βρει ένα παλιό πικάπ,

ο Λέκκας βάζει τον Επιτάφιο,

το πικάπ κλαίει,

''χάλια το λέει ο Μπιθικώτσης'',

σχολιάζει η Μπέλλου.

Της εξηγούμε ότι το πικάπ χάνει

στροφές, δε φαίνεται να πείθεται.

Ακούμε το δίσκο, κάνουμε σχόλια,

κάποια στιγμή τελειώνει,

πέφτει σιωπή.

Κρεμόμαστε κυριολεκτικά

από τα χείλη της.

''Ωραίο'', λέει

και σβήνει το χιλιοστό τσιγάρο της.

''Ωραίο, αλλά δε θα το πω.

Δεν έχει στρογγυλά λόγια.''

''Τι σημαίνει στρογγυλά λόγια;''

τη ρωτάω.

''Να είναι μικρότεροι οι στίχοι

και να έχουν ομοιοκαταληξίες

για να τους θυμάμαι.

Αυτό είναι ολόκληρο κατεβατό.

Πού να το θυμηθώ;''

''Μα θα τα έχεις γραμμένα τα λόγια,

όταν θα το ηχογραφήσουμε,

μπροστά σου'' της λέει ο Λέκκας.

''Κι αν μου ζητήσουνε στο μαγαζί

να τους το πω;

Πώς θα το λέω; Θα βγάζω το χαρτί

και θα τους το διαβάζω;

Όχι παιδιά. Μην επιμένετε.

Δε θα το τραγουδήσω!''

''Μα θα σου ζητάνε να τους πεις

τον Επιτάφιο στο μαγαζί;''

τη ρωτάει η Ρηνιώ.

''Γιατί; Μια χαρά ζεμπεκιά

είναι το πρώτο τραγούδι''

λέει και αρχίζει να τραγουδάει.

''Γιέ μου,

σπλάχνο των σπλάχνων μου,

καρδούλα της καρδιάς μου...''

με ένα τέτοιο πόνο και σπαραγμό

που μένουμε αγάλματα.

Πάνω που έχουμε ανατριχιάσει

και την ακούμε συγκλονισμένοι,

ξαφνικά σταματάει,

γυρίζει προς την κουζίνα και φωνάζει:

''Μωρή Τασούλα,

τι έγινε εκείνο το πιτσούνι;''

Όχι, δε φάγαμε το άτυχο περιστέρι

που πριν λίγη ώρα περπατούσε

αμέριμνο ανάμεσά μας.

Σα να είχαμε

συνεννοηθεί και οι τρεις.

''Εμείς νηστεύουμε!''

είπαμε με μια φωνή.

''Άντε ρε φάτε, δεν έχουν σημασία

τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα,

το είπε και ο Χριστός''

προσπάθησε να μας πείσει

αλλά εμείς ανένδοτοι.

Φάγαμε το νοστιμότατο ρύζι,

τη σαλάτα από το αγρόκτημα,

και ύστερα ντίρλα από τα ούζα

(που δεν τα νηστέψαμε καθόλου),

παρακαλέσαμε τη Σωτηρία

να μας τραγουδήσει

το ''Δυο πόρτες έχει η ζωή''.

Και δακρύσαμε

εκείνη τη Σαρακοστή του 1979

για την παλιοζωή,

που έχει δύο πόρτες,

μπαίνεις από τη μια,

σεργιανάς ένα πρωινό,

κι ώσπου να έρθει το δειλινό

από την άλλη βγαίνεις.

Γιώργος Θ. Παυριανός

..........................................................

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Ζωντανός στο Ζόναρς