Η υπόθεση
εκβιασμού ανώτατου δικαστικού
Το «ερωτικό
σκάνδαλο» ανώτατου δικαστικού, που ήρθε στη δημοσιότητα τις τελευταίες μέρες,
δεν είναι ούτε «ροζ», όπως διατείνονται εκείνοι που το διακινούν, ούτε
«κίτρινο», όπως ίσως σκεφτεί αμέσως ο αναγνώστης. Είναι μαύρο, κατάμαυρο·
είναι μια υπόθεση άθλιου εκβιασμού, εξαιρετικά δυσοίωνη για τον δημόσιο βίο, αν
βρει έδαφος.
Θυμίζω πώς
ξεκίνησε το ζήτημα. Πριν μία περίπου βδομάδα, το Ζοugla.gr του Μάκη
Τριανταφυλλόπουλου αποκάλυψε ότι «υψηλόβαθμος δικαστής του Συμβουλίου της
Επικρατείας διατηρούσε ερωτική σχέση με παντρεμένη (πρώην υποψήφια και νυν)
δικαστή, την οποία βοήθησε παράνομα ώστε να πετύχει στις εξετάσεις της και να
ανέλθει στο Σώμα». Στη συνέχεια, το δημοσίευμα παραθέτει αποσπάσματα από τα
προσωπικά μέιλ που αντάλλασσαν, ενώ το υπόλοιπο αφιερώνεται στο θέμα της
εκδίκασης από το ΣτΕ του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες.
Ποια είναι τα
στοιχεία που μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε την ιστορία σαν μια επικίνδυνη
ιστορία εκβιασμού – και μόνον έτσι;
α) Πρόκειται για υποκλοπή και βάναυση παραβίαση της προσωπικής ζωής και
αλληλογραφίας. Αν οι παρακολουθήσεις προέρχονται από την ΕΥΠ (όπως υποστηρίζει
το Ζougla) ακόμα χειρότερα, καθώς εγείρονται δύο επιπλέον ζητήματα: Γιατί
παρακολουθούσε η ΕΥΠ τους δικαστικούς και πώς διοχετεύθηκαν τα μέιλ; Ακόμα όμως
κι αν τα «διέρρευσε» κάποιο συγγενικό πρόσωπο του δικαστικού, όπως γράφτηκε
αλλού, η ουσία, επ’ αυτού, δεν αλλάζει.
β) Από τα αποσπάσματα των μέιλ που δημοσιεύτηκαν δεν προκύπτει ότι ο ανώτατος
δικαστικός παρενέβη για να επηρεάσει τη βαθμολογία της φίλης του επί το
ευνοϊκότερο. Εκείνο που λένε τα σπαράγματα της υποκλαπείσας αλληλογραφίας
του είναι ότι μπόρεσε να δει τη βαθμολογία και έσπευσε να
ενημερώσει την αγαπημένη του. Δεν μπορούμε, βέβαια, να ξέρουμε αν αυτό είναι
όλο κι όλο (οπότε δεν υπάρχει κάτι «σκανδαλώδες» και ο Τριανταφυλλόπουλος
απλώς συκοφαντεί) ή αν ο «Ζούγκλας», ακολουθώντας την κλασική τακτική των
εκβιαστών, βγάζει τα πιο σοφτ στην αρχή, κρατώντας τα πιο σκληρά για τη συνέχεια,
συνεχίζοντας τον εκβιασμό. Και οι δύο εκδοχές, πάντως, είναι φρικαλέες.
γ) Η ιστορία δεν σταματάει εδώ – έχει και χειρότερα. Τα μέιλ αυτά
χρονολογούνται από το 2014· γιατί δημοσιοποιούνται ενώ εξελίσσεται η διάσκεψη
του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες και ενώ είναι γνωστό στους παροικούντες στην
Ιερουσαλήμ ότι ο καταγγελλόμενος (ή, ορθότερα, κανιβαλιζόμενος)
δικαστικός έχει υποστηρίξει την αντισυνταγματικότητα της διαδικασίας;
Τα
ερωτηματικά είναι πολλά (ποιοι είναι πίσω από την αποκάλυψη, τι επιδιώκουν
κ.ο.κ.), ένα όμως είναι βέβαιο: η χρονική στιγμή δεν είναι τυχαία.
Μπορούμε να σκεφτούμε τρεις εκδοχές:
Πρώτον, την «αποκάλυψη» την κάνει ο Μ.
Τριανταφυλλόπουλος, επειδή δεν του δόθηκαν αυτά που ζητούσε (χρήματα ή
εξυπηρετήσεις).
Δεύτερον, την ενορχηστρώνει η κυβέρνηση (ή το «αρμόδιο» τμήμα
της), θέλοντας να ασκήσει πιέσεις στο ΣτΕ ή να οδηγήσει λ.χ. στην εξαίρεση ή
παραίτηση του συγκεκριμένου δικαστικού – καθώς η «αντιδιαπλοκή» είναι το γήπεδο
που τα έπαιξε όλα το τελευταίο διάστημα.
Τρίτον, το κάνει κάποιος από τους
καναλάρχες για τους δικούς του λόγους. Δεν έχω στοιχεία που να τεκμηριώνουν
κάποια από τα παραπάνω σενάρια. Θα κάνω μόνο ένα σχόλιο για το δεύτερο –
και πολύ βαρύτερο, φυσικά. Ρώτησα –όχι μόνο με περιέργεια αλλά και με
αγωνία– καμιά δεκαριά φίλους, πολλοί από τους οποίους φιλοσυριζαίοι. Το γεγονός
ότι κανένας τους δεν το έκρινε απίθανο (αντίθετα, οι περισσότεροι το
θεώρησαν ισχυρό ενδεχόμενο, καθώς το «χτύπημα των διαπλεκόμενων
καναλαρχών» έχει αναχθεί, το τελευταίο διάστημα, σε ισοδύναμο του αλήστου
μνήμης «σκισίματος των μνημονίων» που επιτρέπει τα πάντα), το βρίσκω απολύτως
ενδεικτικό της καταρράκωσης της αξιοπιστίας της κυβέρνησης και του «ηθικού» της
πλεονεκτήματος.
δ) Και έχει και
ακόμα χειρότερο. Χθες, Τρίτη, την ημέρα δηλαδή που συζητιόταν η προσφυγή στο
ΣτΕ, ο υπουργός Δικαιοσύνης με μια θολή και μασημένη δήλωση ανακοινώνει τη
διεξαγωγή πειθαρχικής δίωξης εναντίον του συγκεκριμένου δικαστικού –γιατί τι
άλλο σημαίνει η «διερεύνηση ενδεχόμενων εγκληματικών πράξεων που αφορούν τη δικαιοσύνη;».
Λέξη για τον εκβιασμό, την υποκλοπή προσωπικών δεδομένων κλπ. – απλώς κάποιες
γενικολογίες για την «επιταγή της μυστικότητας των ερευνών και το τεκμήριο της
αθωότητας» και την «ανάγκη να συναισθανθούν την ευθύνη τους» όσοι «με δηλώσεις,
αποκαλύψεις και λοιπές παρεμβάσεις προσπαθούν να επηρεάσουν το έργο της
απονομής της δικαιοσύνης».
Αμέσως, μια εικόνα διαπέρασε το μυαλό μου: ο Μ.
Τριανταφυλλόπουλος λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, καθώς συναισθάνεται την ευθύνη
του… Και σκέφτομαι: Είμαστε με τα καλά μας; Είναι δυνατόν η πολιτεία να
επιβραβεύει ουσιαστικά τον κατά σύστημα εκβιαστή, διατάσσοντας έρευνα και
δίνοντας βάση στις αθλιότητές του; Γιατί, μια τέτοια έρευνα, ακόμα κι αν
δεχτούμε ότι μπορεί να προσπεράσει το σκάνδαλο της υποκλοπής μέιλ, για να το
κάνει, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις.
Πρώτον, το
καταγγελόμενο αδίκημα να είναι εξαιρετικά σοβαρό, δεύτερον το δημοσίευμα να
παρέχει ικανά τεκμήρια, τρίτον το μέσον να είναι αξιόπιστο. Καμία από τις τρεις
δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, η έρευνα το μόνο που κάνει
είναι να επιβραβεύει τον εκβιαστή, ο οποίος επανέρχεται επιθετικά στο
προσκήνιο, ενώ είχε λουφάξει κάμποσο καιρό μετά την αποτυχία του τελευταίου
εκβιασμού του, τον Ιούνη του 2014.
Δεν έχω,
φυσικά, καμιά απαίτηση από τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Κάνει αυτό που έκανε
πάντα. Για λόγους συντομίας, αντιγράφω κάτι που έγραφα στα
«Ενθέματα» τον Ιούνη του 2014: «Ο “Μάκης” είναι φασίστας με
όλη τη σημασία της λέξης. Το να υποκλέπτεις στιγμές του προσωπικού (και δη
σεξουαλικού) βίου, και μ’ αυτές να εκβιάζεις και να κάνεις καριέρα είναι η
ουσία του φασισμού. Διαβάστε τον συγκλονιστικό φάκελο “Μάκης
Τριανταφυλλόπουλος” του “Ιού” (goo.gl/PMZky7): ένας ποταμός εκβιασμών,
διαπόμπευσης (Κορκολής, Ασλάνης), συκοφάντησης (Κατερίνα Μάτσα), πλαστών
στοιχείων, υποκλοπών, αποκαλύψεων για μητροπολίτες που χορεύουν με τάνγκα…
Μ’
αυτά το δεδομένα, μοιάζει παντελώς αδιάφορο αν ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος
υπήρξε “αντιμνημονιακός” ή μιλάει υπέρ του “λαού”. Όλα αυτά είναι η φλούδα,
είναι φούμαρα. Είναι, πέρα ως πέρα, φασίστας και εκβιαστής».
Ούτε έχω,
επίσης, την παραμικρή απαίτηση από το Kontra News, το Kουτί της
Πανδώρας ή το Πρώτο Θέμα – διόλου τυχαία είναι τρία βασικά μέσα
που έπαιξαν πολύ το θέμα. Ούτε από τον συγκυβερνήτη Καμμένο ο οποίος,
παραθέτοντας το λινκ της «Ζούγκλας», έσπευσε να «τιτιβίσει» ότι «Πλήττεται το
κύρος του ΣτΕ». Έχω όμως από όλους τους άλλους.
Γιατί η ιστορία αυτή
είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – και ο εκβιασμός πρέπει να πέσει στο κενό. Αλλιώς,
χρειάζεται να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι κάθε δημόσιο πρόσωπο –πολιτικό,
δικαστικό, δημοσιογράφο κ.ο.κ.–, θα ζει υπό τον τρόμο ότι μπορεί να
υποκλέπτονται προσωπικά στοιχεία, μέιλ, συνομιλίες, φωτογραφίες, να πωλούνται
και να χρησιμοποιούνται εκβιαστικά, δημοσιοποιούμενα ή μη. Είναι φρικτό, και
μας τραυματίζει και μας εξουθενώνει όλους, είτε είμαστε δημόσια πρόσωπα
είτε όχι.
Υ.Γ.: Για
όποιον αμφιβάλλει ότι ο Μ. Τριανταφυλλόπουλος είναι ως το μεδούλι του φασίστας,
παραθέτω ένα απόσπασμα από επόμενο κείμενο της «Ζούγκλας» (18.10.2016). Απαντώντας
στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ένωση Διοικητικών
Δικαστών, που πολύ ορθά και ευλόγως διαμαρτυρήθηκαν και μίλησαν για
«δημοσιεύματα που δεν έχουν να κάνουν με το δημόσιο συμφέρον», το κείμενο της
«Ζούγκλας» λέει:
«Οτιδήποτε έχει να κάνει με την εν γένει συμπεριφορά,
κοινωνική και δικαστική ενός δικαστού και δη ανώτατου έχει οπωσδήποτε, λογικώς,
αυτονοήτως και αυταποδείκτως να κάνει με το δημόσιο συμφέρον. Η εξήγηση είναι
απλή: Ο δικαστής πρέπει να έχει λόγω του λειτουργήματος του κρυστάλλινη και
διάφανη ζωή, διότι αλλιώς μπορεί να καταστεί έρμαιο των παθών του».
* Πίνακας: James Ensor, Skeletons Fighting Over a Pickled
Herring, 1891