ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟΝ JOHANN TROLLMANN, ΤΟΝ ΠΥΓΜΑΧΟ ΣΙΝΤΙ ΠΟΥ ΞΕΦΤΥΛΙΣΕ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ
Χρειάζεται να έχεις πολύ θάρρος για να ανέβεις στο ριγκ με τη
λέξη τσιγγάνος (τσιγγάνος) ραμμένη στο σορτσάκι. Αλλά πρέπει να είσαι κυριολεκτικά
τρελός ή μεγάλος ιδεαλιστής για να το κάνεις αυτό στη Γερμανία του Χίτλερ. Ίσως ο
Johann Trollmann ήταν και τα δύο.
Γεννημένος στο Ανόβερο το 1907 από οικογένεια Σίντι, του
έδωσαν το προσωνύμιο Rukeli – που στη γλώσσα του σημαίνει δέντρο - λόγω της σωματικής
του διάπλασης και τα σγουρά του μαλλιά.
Από το 1929 έγινε επαγγελματίας μποξέρ
και στο ριγκ είχε ένα πυγμαχικό στυλ που κανείς δεν είχε δει μέχρι τότε. Κινήσεις
ταχύτατες στο κέντρο του ριγκ, ριπές από δυνατά χτυπήματα και γλήγορες κινήσεις
των ποδιών. Με λίγα λόγια, ένας προάγγελος του Μοχάμετ Αλι .
Ένας τρόπος
αντιμετώπισης των αντιπάλων που του κόστισε την αποδοκιμασία του Τύπου, που τον
αντιμετώπιζε με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό του «γύφτου». Εξ ου και η ιδέα του Johann
να γράψει τη λέξη στο σορτς του για να δείξει ότι ήταν περήφανος για την
καταγωγή του. Μια καταγωγή που του κόστισε πρώτα την απομάκρυνσή του από την
Ολυμπιακή ομάδα του '28 και στη συνέχεια διώξεις από το ναζιστικό καθεστώς.
Μετά την άνοδο του Χίτλερ και τους πρώτους ρατσιστικούς
νόμους, ο Trollmann διεκδίκησε τον τίτλο
του πρωταθλητή ελαφριών βαρέων βαρών που το καθεστώς είχε αφαιρέσει με το έτσι
θέλω από τον Eric Seelign, έναν Εβραίο πυγμάχο. Σε αγώνα μποξ στο Βερολίνο ο Rukeli
αντιμετώπισε τον πολύ Αρειο Adolf Witte και
στην κυριολεξία τον έσπασε στο ξύλο. Οι κριτές προσπάθησαν να αναβάλουν τον
αγώνα, αλλά η εξέγερση του κοινού επέτρεψε στον Johann να πάρει τον τίτλο, τον
οποίο όμως τον ανακάλεσαν 8 ημέρες αργότερα οι ναζιστικές αρχές.
Ένα τίτλο που ο Trollmann προσπάθησε να τον πάρει πίσω αντιμετωπίζοντας
τον Gustav Eder.
Για να μην τον αφήσει να κερδίσει, η ομοσπονδία τον ανάγκασε
να αγωνιστεί με τον όρο να μη χρησιμοποιήσει το γνωστό στυλ του, μένοντας στο κέντρο
του ριγκ και με τα χέρια χαμηλά. Ο Rukeli απάντησε εμφανιζόμενος στο ριγκ με τα
μαλλιά του βαμμένα ξανθά και το σώμα του πασπαλισμένο με αλεύρι, γελοιοποιώντας έτσι την ιδέα του «Αριανού μπόξερ».
Τον αγώνα όπως ήταν φυσικό τον έχασε τον αγώνα όπως και την
άδειά του μποξέρ. Στη συνέχεια για να επιβιώσει έδινε αγώνες επίδειξης σε λούνα παρκ και δούλεψε
σαν σερβιτόρος, και για να μην προκαλέσει αντίποινα ενάντια στην οικογένειά του, αναγκάστηκε να δεχτεί
να τον στειρώσουν και να εγκαταλείψει γυναίκα και κόρη. Μετά από μια μικρή
παρένθεση κατά την οποία κλήθηκε να επιστρέψει στο μέτωπο στον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, στην αρχή τον έκλεισαν στο στρατόπεδο Neuengamme, όπου τον
υποχρέωναν να πυγμαχεί κάθε βράδυ για να διασκεδάσει τους SS και, μετά από μια περιπετειώδη
αλλαγή ταυτότητας, στο Wittenberge.
Στο Wittenberge, όταν τον αναγνώρισε ο Emil Cornelius, πρώην
ερασιτέχνης μπόξερ και τώρα kapò του στρατοπέδου, ο Trollmann αναγκάστηκε να
τον αντιμετωπίσει σε έναν τελευταίο αγώνα. Για ακόμα μια φορά, ωστόσο, ο Rukeli
δεν θα καθίσει υποστεί σιωπηλά τη μοίρα του και θα νικήσει με νοκ άουτ τον αλαζόνα
αντίπαλο του.
Αυτή ήταν και η τελευταία του πράξη αντίστασης.Την επόμενη,
ο Emil Cornelius τον σκότωσε.
Μετά τον πόλεμο ο Johann θα ξεχαστεί όπως και άλλοι 500.000 Ρομά και
Σίντι θύματα του Porrajmos (το ολοκαύτωμα Ρομά και Σίντι).
Θα χρειαστεί να περάσουν 60 χρόνια από τη δολοφονία του και
μόνο τότε η γερμανική ομοσπονδία πυγμαχίας θα ζητήσει συγγνώμη από την
οικογένειά του