Την Κύπρο την πρωτοέμαθα μέσα από το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν για μένα το χρυσοπράσινο φύλλο που ριγμένο στο πέλαγο μέτραγε τις εξουσίες που έρχονται και παρέρχονται κι αυτό εκεί, να αντιστέκεται στον άνεμο. Κρατώντας την ίδια γλώσσα, τα ίδια σχήματα και χειρονομίες των ανθρώπων και των βράχων. Σε πείσμα των Συμφωνιών με τις πολλές αδιάβαστες σελίδες, που άλλαζαν όνομα για να βάλουν χέρι στην ψυχή, τον πλούτο και την ομορφιά του. Μια ομορφιά εκθαμβωτική, που την έβλεπες παντού.
Ακόμα και όταν πολύ αργότερα είδα την Πράσινη Γραμμή που το χώρισε στα δύο. Οταν περπάτησα με τις γυναίκες που θέλησαν να επιστρέψουν, πατώντας στη γεμάτη ακόμα με νάρκες νεκρή ζώνη, για να πάμε στο κατεχόμενο από τους Τούρκους κομμάτι της διαιρεμένης πόλης.
Οταν είδα τις μαυροντυμένες γυναίκες να κρατούν βουβές τις φωτογραφίες των αγνοουμένων τους που δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ. Οταν μπήκα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, μόλις μισάνοιξαν κάποιες πόρτες, και άκουσα τα κύματα της θάλασσας από το αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, όπου, στα 1911, παίχτηκε για πρώτη φορά στον κόσμο τραγωδία στον φυσικό της χώρο.
Τον ήχο των κυμάτων που δεν κατάφερναν να σβήσουν τα βαριά βήματα μιας ομάδας στρατιωτών του στρατού Κατοχής που είχε εκείνη την ημέρα άδεια και είχε πάει μια αμήχανη βόλτα, εκεί όπου τα άρβυλά τους δεν μπορούσαν να δέσουν στιγμή με το αστραφτερό, γυαλισμένο θα ’λεγες από το δάκρυ της θάλασσας, μάρμαρο των κερκίδων.
Και τώρα τι; Τώρα που πέρασαν 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή;
Σαράντα χρόνια από τη στιγμή που ο καταναλωτισμός, άλλος Αττίλας για τους υπό εποπτεία λαούς, εισέβαλε για να στομώσει το τραύμα αυτού του κόσμου, να υποσκάψει τον πολιτισμό του, να φτωχύνει τη διαύγεια των ελληνικών του, που είναι από τα πιο όμορφα που μιλήθηκαν και γράφτηκαν ποτέ.
Τώρα που το οικονομικό θαύμα αποδείχθηκε παγίδα και οι πολιτικές της εξουσίας επιβάλλουν με άλλης λογής εκβιασμούς την κηδεμονία τους.
Τώρα που η παγκόσμια αναδιανομή της εξουσίας, του κέρδους και των πηγών ενέργειας περνάει όλο και πιο πολύ μέσα από την αναδιανομή εδαφών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Τώρα που από την πλευρά των κυρίαρχων του κόσμου διαχέεται η ενοχή για όσα έγιναν κακώς, και για όσα ορθώς, αλλά θέλουν να μας πείσουν πως ήταν στραβά, και που υπάρχει και εκεί το τόσο γνώριμο και σε εμάς μούδιασμα που παγώνει τη δύναμη για αντίσταση.
Τι μπορεί να σκεφτεί κανείς τώρα που υπάρχει άμεση ανάγκη επαναπροσδιορισμού λέξεων και εννοιών, συμπεριφορών και δράσεων;
Ομως η Κύπρος δεν είναι μόνο ένα χρυσοπράσινο φύλλο. Ούτε είναι γεμάτη αηδόνια που δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε. Διαθέτει, μας λέει ο ποιητής, και γάτες. Αυτές τις άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες, αυτές τις γάτες του Αη Νικόλα που ορμάνε κάθε πρωί με το σήμαντρο να εξολοθρεύσουν τα φίδια, και γυρνούν το δειλινό ποτισμένες δηλητήριο κι όμως απροσκύνητες κι αμετανόητα πεισματικές.
Θα νικήσει άραγε η δική τους αντίσταση ή το φαρμάκι;
Γενιές φαρμάκι.
Πώς να μπορέσει να ονειρευτεί κανείς μια άλλη αυγή, λυτρωμένη από το δηλητήριο;
Πώς θα μπορέσουμε στην Κύπρο και στην Ελλάδα να ξαναβρούμε τη σκέψη και την ψυχή μας;
[--->]